9. Πόλεμος -- α. Αντίο ‘Αβελ

Η Ευρώπη για δεύτερη φορά ζούσε τον πόλεμο μέσα στον ίδιο αιώνα. Ο Αλέξιος ζούσε στο Παρίσι εκείνη την εποχή. Παντού μύριζε μπαρούτι. Οι Γάλλοι φοβόντουσαν τον Χίτλερ, αλλά εξόρκιζαν το κακό. Κι όμως, η επιβίωσή τους χρειαζόταν πολύ περισσότερο από ξόρκια. Ο Αλέξιος πολέμησε στην Γαλλική Αντίσταση και ήταν σεβαστός γιατί ήταν γνωστός διανοούμενος. Όταν όμως τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα και οι Γερμανοί έψαχναν λυσσασμένα την Γαλλική επαρχία για να τον βρουν, οι Γάλλοι φυγάδευσαν τον Αλέξιο στην Ελβετία όπου και επιτηρούνταν διακριτικά μέχρι το τέλος του πολέμου από τις Αρχές.
Στην Ελλάδα τα πράγματα άλλαζαν μέρα με την μέρα. Ο πόλεμος ταλάνιζε μέρη μακρινά, όλα έμοιαζαν σαν εφιάλτης που δεν θα ’χε ίσως την δύναμη να χτυπήσει την πόρτα των δικών μας ονείρων. Όμως ο Στάϊκος, ο Μιχαήλ και ο Φώτης στην πρωτεύουσα, άλλα έλεγαν. Ο Στάϊκος ήδη στρατηγός και φίλος του παλατιού, ήξερε πολλά. Προσπάθησε με έμμεσο τρόπο, για να μην σπείρει τον πανικό, να ειδοποιήσει τον Μανώλη και τον Άβελ, όμως τον πρόλαβαν τα γεγονότα. Από την μια μέρα στην άλλη το εργοστάσιο στο Άμστερνταμ καταστράφηκε. Καταστροφή πρώτη, αλλά όχι και τελευταία.
Αμέσως μετά ήρθε ο πόλεμος. Ο Μανώλης και ο Άβελ κρίθηκαν μη στρατεύσιμοι λόγω ηλικίας και υποχρεώσεων. Εκείνον τον πρώτο χειμώνα του πολέμου την θέση των νέων στα «τσούλια» την πήραν οι γέροι. Ήταν η τελευταία χρονιά που λειτούργησε η αποθήκη, κι ήταν πιο σκοτεινή από ποτέ. Το μέτωπο ήταν στην σκέψη του καθενός και τα νέα ενθαρρυντικά. Κάθε οικογένεια είχε δικό της άνθρωπο εκεί ψηλά στις κορφές της Ελλάδα. Κι ύστερα μαθεύτηκαν οι πρώτοι θάνατοι κι άκουγες θρήνους στα σπίτια που μόνο τραγούδια ακουγόντουσαν παλιά και χαρούμενες φωνές και γέλια. Το «καλημέρα» το ’λεγες μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο περισσότερο σαν ξόρκι, παρά σαν ευχή. Τα πρώτα θύματα στην οικογένεια Δημητρίου ήταν …Γάλλοι! Ο πατέρας και η μητέρα της Πωλίν και της Αντζελίκ. Μετά, ένας αρχιεργάτης της αποθήκης, κι αυτός δικός τους άνθρωπος ήταν. Κι ύστερα κι άλλος, κι άλλος αργότερα, μέχρι που έπαψαν να μετρούν και να ρωτούν. Και μόνο όταν από κάποιο σπίτι άρχιζαν να σπαράζουν, οι γείτονες γύριζαν το κεφάλι, οσφραινόμενοι τον θάνατο και τον πόνο, -γιατί αυτά τα δυο πάνε μαζί-, και έτρεχαν να παρηγορήσουν μάνα, αδελφές, και γυναίκες που έχασαν κάποιον δικό τους.
Άρχισαν να γυρνούν και οι τραυματίες, χωρίς χέρια και πόδια και μάτια. Αυτοί ήταν σιωπηλοί και μελαγχολικοί. Κι αυτή η σιωπή κι η πικρή μελαγχολία γινόταν όσο περνούσε ο καιρός ένα με την ύπαρξή τους. Και τέλος ήρθαν οι Γερμανοί να κηρύξουν τον πόλεμο. Κι οι επιδρομές των αεροπλάνων έφτασαν μέχρι την ήσυχη πόλη. Με το που έπεφτε το σκοτάδι, τα φώτα, -τα φανερά-, έσβηναν και άναβαν τα κεράκια στα υπόγεια ή στα πιο σκοτεινά δωμάτια με καλά τραβηγμένες τις κουρτίνες. Την πρώτη φορά που έπεσε βόμβα ήταν στην «πέρα-πλατεία» προς την πλευρά του σταθμού των τρένων. Θύμα ένα σκυλί. Κάποιοι γέλασαν: «Α! τους χαζό-Γερμαναράδες, έβαλαν στόχο τα σκυλιά μας οι άτιμοι!». Πολλοί όμως κούνησαν το κεφάλι σκεφτικά. «Θα μας φάνε σαν το σκυλί στ’αμπέλι». Η δεύτερη επίθεση δύο μέρες αργότερα ήταν το μεγάλο πλήγμα! Μια βόμβα κατέστρεψε τον σταθμό των τρένων, μια άλλη έπεσε στην κεντρική πλατεία αλλά θύματα δεν υπήρξαν. Η τρίτη βόμβα έπεσε στην αποθήκη Δημητρίου, που ‘άρπαξε’ αμέσως φωτιά. Μόλις χτύπησε «λήξη» η σειρήνα, η πόλη έτρεξε να σβήσει την πυρκαγιά. Ήταν αργά, τα καπνά καιγόντουσαν, οι φλόγες έτρωγαν τα πατώματα και τους τοίχους. Η Θεανώ έψαχνε τον Άβελ.
- Δεν πρόφτασε να γυρίσει στο σπίτι ο άνδρας μου ούρλιαζε, μήπως τον είδατε κανείς;
Πρώτη τον είδε η Αλεξία. Κειτόταν κοντά στην τρίτη πόρτα, μισοκαμένος. Είχε πέσει εκεί προσπαθώντας να απεγκλωβιστεί, μα τον πρόλαβε η φωτιά. Κι άρχισε ο θρήνος. Η Θεανώ αγκάλιασε τα παιδιά της κι ο Μανώλης όλη την οικογένεια. Μετά τα γόνατά του λύγισαν και σιγά-σιγά, αθόρυβα έπεσε στις λάσπες. Κανείς δεν κατάλαβε πως εκείνη την στιγμή χανόταν και ο Μανώλης. Μετά άρχισε τον θρήνο κι η γυναίκα του που έφτασε…
Έτσι άρχισε να περπατά στο μονοπάτι του πόνου η οικογένεια Δημητρίου. Δύο άνδρες, αδέλφια, πέθαναν το ίδιο βράδυ, οι άλλοι τρεις ήταν στο μέτωπο κι ο τελευταίος σ’ άλλα μέρη, μακρινά. Το βιός τους το έκαψε η φωτιά, το ρευστό εξανεμίστηκε σε ανύποπτο χρόνο, έτσι κι αλλιώς ο Άβελ πίστευε στα ακίνητα κι όχι στο χρήμα. Μα ποιος ενδιαφερόταν ν’ αγοράσει; Το υπηρετικό προσωπικό εξοφλήθηκε και οι περισσότεροι έφυγαν. Έμεινε η γριά Κατίνα που ήταν πια πολύ γριά και άρρωστη και σχεδόν τυφλή. Έμεινε και η Πωλίν για λίγο μέχρι που μετακόμισε στο σπιτικό της αδελφής της, της Αντζελίκ, που είχε παντρευτεί τον Κώστα τον Στάμκο, τον φούρναρη. Κοιμόταν εκεί, αλλά όλη την μέρα την περνούσε στο σπιτικό Δημητρίου βοηθώντας την απαρηγόρητη Θεανώ.
Η γλυκιά Θεανούλα, άλλαξε τελείως. Στο υπόλοιπο της ζωής της δεν χαμογέλασε ποτέ ξανά, δεν προσπάθησε καν, μα ούτε που μπορούσε. Η ψυχή της κάηκε μαζί με τον Άβελ, τον πολυαγαπημένο της μπουρτζόβλαχο. Αφού γύρισε από το νεκροταφείο μετά την κηδεία, μοίρασε όλα τα ρούχα της και κράτησε μόνο τα μαύρα. Δεν φόρεσε από τότε άλλο χρώμα. Τα παιδιά αντιμετώπισαν την καινούρια κατάσταση έτσι όπως ήταν ο χαρακτήρας τους. Στην αρχή έχασαν τη γη από τα πόδια τους. Σιγά-σιγά έμαθαν την καθημερινότητα της καινούριας ζωής. Κι ύστερα ήρθε η πείνα κι ακολούθησαν οι Γερμανοί που πάτησαν την πόλη με τους Ιταλούς.

Η οικογένεια Δέση έμενε σε μικρή απόσταση από τους Δημητρίου. Ο Κώστας Δέσης ήταν μεγαλέμπορας και με την γυναίκα του την Κρινιώ είχαν δύο παιδιά, τον Νίκο και την Ελένη. Ο Κώστας πέθανε από ‘φθίση’ και το σπίτι τους «επιτάχτηκε» για να εγκατασταθεί ο ανώτερος Ιταλός αξιωματικός, ο Μαρεσιάλλο Ενρίκο Κόντι. Λίγες μέρες αργότερα οι Γερμανοί επέταξαν το «μεγάλο σπίτι» της κεντρικής πλατείας, το σπίτι των Δημητρίου, και εγκαταστάθηκε ο Γερμανός Διοικητής.
Η Αλεξία αποφάσισε μετά από την πρέπουσα περίοδο πένθους πως ήταν καιρός να εγκαταλείψει την πατρική εστία. Η Αθηνά, το «μαϊμούλι» ήδη ήταν η πρώτη από τις αδελφές Δημητρίου που είχε εγκατασταθεί στην πρωτεύουσα στο σπίτι του θείου Φώτη. Η Αλεξία και η Αθηνά πήγαν να μείνουν μαζί σ’ ένα από τα σπίτι που είχε η οικογένεια. Ήταν ένα διώροφο αρχοντικό στην πλατεία Εξαρχείων. Η Αθηνά ξημεροβραδιαζόταν στα θέατρα. Σαν πελάτισσα στην αρχή, μετά όμως έπιασε δουλειά σ’ ένα απ’ αυτά σαν ταμίας και καθαρίστρια μετά τις παραστάσεις. Κάποιο βράδυ κόβοντας εισιτήρια είδε μπρος της τον Δημήτρη τον Θέο και τον φίλο του τον Κώστα Ιωάννου. Κάποια τριτοξαδέλφη του Κώστα, γειτόνισσα ενός νεαρού ηθοποιού που ήθελε να την εντυπωσιάσει, της έδωσε δύο εισιτήρια, που πέρασαν στα χέρια των δύο νεαρών μιας κι η τριτοξαδέλφη είχε ήδη εντυπωσιαστεί από τις χάρες ενός φαντάρου. Κι εκεί που στην ίδια πόλη ούτε «καλημέρα» δεν αντάλλαζαν, η Αθηνά, ο Δημήτρης, και ο Κώστας έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Το «μαϊμούλι» συμπάθησε αμέσως τον Δημήτρη. Όμως, μιας και δεν είχε καμιά σχέση πλέον με την οικογένεια, -ούτε καν με τον αγαπημένο της πατέρα, δεν μπόρεσε να ειδοποιήσει την Νανά για τον καινούργιο της φίλο. Με το ξέσπασμα του πολέμου ο Δημήτρης κι ο Κώστας έφυγαν για το μέτωπο. Η Αθηνά έκλαψε βλέποντάς τους ν’ απομακρύνονται στοιβαγμένοι στο τρένο που πήγαινε τους φίλους της στην πρώτη γραμμή. Έκλαψε μόνη της στο δωμάτιό της όταν έμαθε για τον θάνατο του πατέρα και του θείου της. Η γυναίκα του θείου Φώτη κρατούσε τα παιδιά της σφιχτά στην αγκαλιά της κι όλο μοιρολογούσε.
- Αχ, Θεούλη μου. Αχ, Θεούλη μου. Συμφορά μας. Παναγιά μου έχε τον Φώτη μου καλά για να μην δουν ορφάνια τούτες οι ψυχές, τα παιδιά μου.

Ο Δήμος, ο Βασίλης κι η Ελένη προσπάθησαν να συμπαρασταθούν στον πόνο της ξαδέλφης, αλλά ήταν μικρά παιδιά, τρομαγμένα. Ο κόσμος τους, ο όμορφος και σίγουρος κόσμος είχε βίαια γκρεμιστεί. Δεν ήξεραν πως σε λίγο και ο δικός τους πατέρας θα χανόταν. Ευτυχώς υπήρχαν ο Γιάννης, ο Γιώργος κι η Μαρία, τα παιδιά του θείου Μιχάλη. Τα έξι παιδιά έκαναν έναν κύκλο σφιχταγκαλιασμένα και με μια φωνή προσεύχονταν για ώρα πολύ. Προσευχές που κανείς έξω απ’ την ομάδα δεν ήξερε σε μια γλώσσα ‘έχτισαν’ τα παιδιά με λέξεις Ελληνικές κι άλλες που δεν τις συναντούσες σε άλλες γλώσσες (ή υπήρξαν κάποτε και έσβησαν στον χρόνο που μετρά το ανθρώπινο είδος). Κι όταν κάποια στιγμή τους βρήκε η γυναίκα του Μιχάλη σε έκσταση, της εξήγησαν.
- Προσευχόμαστε συλλογικά. Η προσευχή μας έτσι έχει μεγαλύτερη δύναμη κι ακούγεται μέχρι τον ουρανό, χωρίς να την εμποδίζει ούτε ο ήχος των κανονιών, ούτε οι κραυγές των πονεμένων. Εδώ είναι η εκκλησία μας.
Η εκκλησία τους, η εκκλησία των ψυχών τους, ήταν μια αποθηκούλα στο σπίτι του Μιχάλη... Σαράντα χρόνια αργότερα τα παιδιά του Μιχάλη και του Φώτη συναντήθηκαν μπροστά από ένα νεοκλασσικό (η Αθήνα είχε γεμίσει με άχαρα κλουβιά από μπετόν) εκεί όπου παλιά ήταν το σπίτι και η ιδιωτική τους εκκλησία. Διαβάτες προσπερνούσαν βιαστικά, αλλά τα έξι «παιδιά», -γιατί εκείνη την στιγμή είχαν αναδυθεί οι ψυχές τους-, ήταν πάλι μια σφιχτοδεμένη ομάδα. Σχημάτισαν κύκλο τόσο κοντά ο ένας με τον άλλον που κανείς δεν μπορούσε να μπει ανάμεσά τους. Κορμιά κολλημένα το ένα με το διπλανά του, χέρια να σφίγγουν τα χέρια του διπλανού «αδελφού», κεφάλια να σκύβουν προς το εσωτερικό του κύκλου. Για λίγο δεν ακουγόταν παρά η βουή του πολυσύχναστου δρόμου. Στην αρχή σαν ψίθυρος και μετά όλο και πιο δυνατά, -μέχρι που νόμιζες πως άκουγες αγγέλους να υμνούν-, σε μια γλώσσα ακατάληπτη, στην γλώσσα της ψυχής, η ψυχή όλων των Δημητρίου, νεκρών και ζωντανών, υψώθηκε κι ακούστηκε. Θρήνησε για τα δεινά της, θρήνησε για όσους δεν βρήκαν γαλήνη, θρήνησε για τους Δημητρίου, θρήνησε για όσους δεν ήξεραν να μιλούν την γλώσσα της Ψυχής. Κι ύστερα η ψυχή των Δημητρίου, ζήτησε συγχώρεση από την Συμπαντική Ψυχή, και καθαγιασμένη έγινε ένα μαζί Της. Κι ο θρήνος καταλάγιασε, κι υψώθηκε ο Ύμνος...

“- Περπατούσα βιαστικά, -σχεδόν τρέχοντας- στην Τρικούπη να στρίψω για Στουρνάρη να μπω στο Πολυτεχνείο απ την πλαϊνή είσοδο. Είχα αργήσει στο μάθημα της πρώτης ώρας... Καταραμένα ξενύχτια πρώτα σινεμά στο Βοξ, μετά σουβλάκια και μπύρες και πολιτικές αναλύσεις στου Στρέφη με την παρέα, ήταν και κείνο το όμορφο αγόρι που όλο και μου έσκαγε χαμόγελα από το άλλο τέρμα του τραπεζιού. Μπροστά στο εγκαταλελειμμένο νεοκλασικό, ήταν έξι άνθρωποι, τρεις άνδρες και τρεις γυναίκες. Μεσήλικες, γκριζαρισμένοι για τα καλά. Είχαν σταθεί στο πεζοδρόμιο σ’ εκείνο το σημείο που είναι στενό και δεν χωράνε δυό άνθρωποι να περάσουν, ακόμα αναρωτιέμαι πως χωρούσαν και οι έξι. Λες κι έβλεπα ο ένας να ‘χύνεται’ μες στον άλλον, έτσι νόμισα στην αρχή. Έγιναν ένα διάφανο ‘δοχείο’ και ‘έρρεαν’ εντός, ‘κατέρρεαν σαν ύλη’ ίσως είναι αδόκιμη σαν έκφραση αλλά μόνο αυτή μπορεί να περιγράψει αυτό που είδα. Έγιναν διάφανοι, προχωρώντας προς το μέρος τους σκέφτηκα πως θα μπορούσα να ‘μπω’, να ‘διαπεράσω’. Σταμάτησα κάπου είκοσι μέτρα, τα πόδια μου αρνήθηκαν να προχωρήσουν. Διαβάτες με προσπερνούσαν, κατέβαιναν ενοχλημένοι στο πεζοδρόμιο κοιτώντας τους στραβά. Δεν έβλεπαν αυτό που έβλεπα εγώ; Κι όταν ολοκληρώθηκε αυτό το καινούριο απόκοσμο ‘ένα’ άρχισε η ‘τελετή’. Η ‘μονάδα’ στροβιλίστηκε στην αρχή αργά, κι ύστερα πιο γρήγορα και ανυψώθηκε από το λερό πεζοδρόμιο. Μια ‘μονάδα’ μπλε αιθέρα που μέσα της υπήρχαν έξι, αλλά δεν ξέρω αν έβλεπα έξι ή ήξερα πως ήταν έξι. Άκουσα έξι ψιθύρους, που δυνάμωσαν και έγιναν ένας. Κι ύστερα αυτός ο ένας δυνάμωσε και άκουγα ήχους ανθρώπων, φωνές ανθρώπων, φωνές δεκάδων ανθρώπων, εκατοντάδων, χιλιάδων, μυριάδων, σε μια γλώσσα που δεν έχει λεξικό αλλά εγώ την καταλάβαινα. Νομίζω πως δεν ήταν μια άγνωστη γλώσσα, κατέληξα πως υπάρχει μέσα μας, κληρονομιά στο είδος μας... Μετά, οι μυριάδες φωνές έγιναν μία ούτε ανδρική ούτε θηλυκή, μια Φωνή, η Πρωταρχική. Συνειδητοποίησα πως ήταν πιότερο απ΄ την συλλογική φωνή του ανθρώπινου είδους, των έμβιων της Γης, της Μάνας Γης. Ήταν ‘Η Φωνή’, άκουσα Την Φωνή του Σύμπαντος, την άκουσα να μοιρολογά, άκουσα την Φωνή της Ζωής να κλαίει, να βρυχάται, να ουρλιάζει, άκουσα Τον Πόνο της Πλάσης... Κι ύστερα ο πόνος και το κλάμα κόπασαν, γλύκαναν, έσβησαν. Και μετά ήρθε ήρθε η Φωνή των Αγγέλων και χάιδεψε τα «ώτα των ακουόντων» για να προαναγγείλουν την δεύτερη έκφανση Της Φωνής: Συγνώμη, Αγάπη, Ολοκλήρωση, ‘Μονάδα Και Όλον’.
Δεν βρέθηκα εκεί κατά λάθος, ούτε εγώ ούτε κάποιοι άλλοι σαν εμένα που ‘έβλεπαν’,- μα ήμασταν λίγοι. Ο χώρος κι ο χρόνος έπαψαν να υφίστανται, λες και ήμασταν θεατές μιάς άλλης διάστασης όπου οι δικές μας ήταν μόνο ένα μέρος κάποιου μεγαλειώδους συνόλου. Δεν ένιωσα φόβο, ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα πως παγιδεύτηκα σε κάτι που θα μου έκανε κακό. Νομίζω πως εκείνες οι στιγμές ήταν στιγμές ολοκλήρωσης του εντός μου κόσμου και του υλικού...”

Ο διάσημος ζωγράφος χαμογέλασε αμήχανα, συνειδητοποιώντας πως βρισκόταν στο «εδώ» και το «τώρα».

“Έχασα όλες τις υπόλοιπες ώρες μαθημάτων εκείνη την μέρα της ‘Αποκάλυψης’, έχασα τον χρόνο, αυτό τον καθημερινό, που φθείρει τα κύτταρά μας, αυτόν που περιστρέφεται γύρω από ένα αστέρι που αυθαίρετα το είδος μας ονόμασε ‘ Ήλιο’. Δεν είχα τίποτα να διδάξω στους μαθητές μου εκείνη την μέρα, δεν υπήρχε ουσία μα μόνο ύλη σ’ ότι κι αν δίδασκα. Δεν έχω ξεκάθαρες αναμνήσεις του πως βρέθηκα στο σπίτι μου. Το μόνο που θυμάμαι είναι να προσπαθώ να αποτυπώσω στον φτωχικό μου καμβά το Μεγαλείο Του Απείρου. Βαθιά μέσα μου πιστεύω πως δεν μου ανήκει, δεν ανήκει σε κανέναν μας και του ανήκουμε όλοι. Το ονόμασα «Κυνηγώντας τον Χρόνο». Σήμερα σας παραδίδω αυτό που μου χάρισε η στιγμή της Αποκάλυψης...”

Δίστασε για ένα δευτερόλεπτο και μετά αποφασιστικά τράβηξε το λευκό μετάξι που κάλυπτε τον πίνακα. Οι φωτογράφοι έστρεψαν τις μηχανές από τον ζωγράφο στο έργο του. Απόλυτη σιγή, σιγή εκκωφαντική και μετά η αίθουσα σείστηκε από το χειροκρότημα. Ο Ανέστης υποκλίθηκε στους προσκεκλημένους και χαμογέλασε στην Ειρήνη που είχε πιάσει δουλειά δίπλα μου και σε ένα ζευγάρι στο βάθος της αίθουσας.
- Ο Ανέστης είναι ξάδελφός μου, μου ψιθύρισε η Ειρήνη αλλάζοντας φωτογραφική μηχανή και συνεχίζοντας να φωτογραφίζει, ο πατέρας μου και ο πατέρας του ήταν αδέλφια. Την πρωτοχρονιά του πενήντα ο τσόγλανος ο θειός μου έγδυσε τον γιο του στον αχυρώνα μπροστά στην υπόλοιπη οικογένεια, τον έδεσε στο κεντρικό στύλο, και τον μαστίγωσε τριάντα τρεις φορές με το καμουτσίκι για τα ζώα. Μετά έβαλε όλους να του ορκιστούν στα κόκαλα του παππού Ανέστη πως Ανέστης Θέος δεν γεννήθηκε ξανά τον εικοστό αιώνα. Έστειλε την φαμίλια του στο φωτισμένο σπιτικό, και πρόσταξε την θειά μου την Χρύσα να ξεφορτωθεί τον «πούστη» από την γη του. Έφυγε από τον αχυρώνα φτύνοντας το πρόσωπο του ίδιου του τού γιου σφυρίζοντας μέσα απ τα δόντια του: «Μίασμα, λερέ, της κοινωνίας απόστημα!» Η θειά μου τον έβαλε στο κάρο και τον ανέβασε στο χωριό που έμενε η αδελφή του πατέρα μου η Ζωή. Δυό μήνες του θανατά τον είχε αλλά τον έγιανε τον ανεψιό της. Κι όταν στάθηκε στα πόδια του πάλι ο Ανέστης, κατέβηκε στην πόλη και έφυγε με τρένο για την Αθήνα με δανεικά από την Γρηγόρη τον Γέραλη τον άνδρα της Ζωίτσας. Από την πρωτοχρονιά του πενήντα δεν έχει επίθετο, πριν κάμποσα χρόνια το άλλαξε και επίσημα, στην θέση του επιθέτου στην ταυτότητά του γράφει «Ουδείς»... Τους γνώρισες εκείνους τους δυό πίσω-πίσω; Η αδελφή της μάνας μου η Αθηνά Δημητρίου με τον Ιάκωβο Μαρρά τον άνδρα της. Ξέρεις ποιοι ήταν οι «έξι»; Τα παιδιά των δυο αδελφών της που αλληλοσκοτώθηκαν στον εμφύλιο. Πρέπει να σου πω για την οικογένειά μου κάποια στιγμή, αύριο να συναντηθούμε να πιούμε καφέ πριν φύγω. Λέω να φύγω τώρα που είδα το «Κυνηγώντας τον Χρόνο» να παραδίδεται στο κοινό...


Όταν η Αλεξία ήρθε και εκείνη στην Αθήνα, η Αθηνά μετακόμισε στο διώροφο μαζί της. Συνέχισε να δουλεύει στο θέατρο, το ‘κορίτσι για όλες τις δουλειές’. Η Αλεξία βρήκε δουλειά σ’ ένα κατάστημα υφασμάτων. Το όνομα Δημητρίου δεν χρησίμευσε πουθενά. Μόνον οι καλοί της τρόποι.
Ήδη, πριν το τέλος του πολέμου, οι δύο αδελφές είχαν συσπειρωθεί στον αριστερό χώρο. Κατά την διάρκεια της Κατοχής υπέφεραν όπως όλος ο κόσμος, την πείνα, το κρύο, τον φόβο και μπήκαν στην Αντίσταση. Για να θολώνουν τα νερά σύχναζαν στο σπίτι του Γιώργο Παπαγεωργίου, που οι ορμές του δεν έλεγαν να ηρεμήσουν. Τώρα που «ήταν στα πράγματα» σαν καλός φασίστας και φιλοναζί, συνεργάτης των δυνάμεων Κατοχής δηλαδή, ήταν χρήσιμος…συγγενής! Κυρίως όταν υπερηφανευόταν για τις στενές του φιλίες με τους Γερμανούς. Έδινε, άθελά του, πολύτιμες πληροφορίες για την Αντίσταση στις τρίτο-ξαδέλφες του κι αυτές με την σειρά τους τις περνούσαν εκεί όπου έπρεπε. Όλοι ήταν ευχαριστημένοι. Ο Γιώργος, που μονίμως κόμπαζε. Τα κορίτσια, που απ’ τη μια τον κορόιδευαν κι απ’ την άλλη έπαιρναν τις πληροφορίες. Η Αλεξία, η επαναστάτρια, πολεμούσε στην Αντίσταση και ήλπιζε. Ήλπιζε πως μετά το τέλος του πολέμου ο θείος Αλέξιος θα εμφανιζόταν σαν σωτήρας της, σαν ‘από μηχανής Θεός’, και θα την έπαιρνε μαζί του στο Παρίσι να σπουδάσει Φιλοσοφία. Ήλπιζε πως ξαφνικά ο θείος Αλέξιος θα ερχόταν να την τραβήξει έξω απ’την κόλαση. Τελευταία τον σκεφτόταν όλο και συχνότερα. Χανόταν στις σκέψεις της και αυτό ήταν επικίνδυνο, ιδιαίτερα την στιγμή που αφισοκολλούσε αργά τη νύχτα, στο κέντρο της Αθήνας. Βυθισμένη στις σκέψεις της, δεν άκουσε τον τσιλιαδόρο να σφυρίζει. Έπεσε πάνω στους τρεις Γερμανούς στρίβοντας την γωνία από Ακαδημίας στην Ιπποκράτους. Δεν είχε τίποτα ενοχοποιητικό πάνω της, είχε τελειώσει κι ετοιμαζόταν να γυρίσει στην ομάδα της. Όταν τους είδε ήταν αργά να κάνει κάτι για να τους αποφύγει. Ήταν μεθυσμένοι, αλαζόνες κατακτητές...
Κανείς δεν βγήκε στα παράθυρα να δει γιατί ούρλιαζε κάποια κοπέλα. Κανείς δεν βγήκε να την βοηθήσει. Με το που ξημέρωσε ο Θεός την μέρα του άνοιξαν τα πρώτα παράθυρα, οι πρώτες πόρτες. Ένα κορίτσι ήταν πεταμένο στο πεζοδρόμιο. Ένα ανθρώπινο κουβάρι, με ξεσκισμένο σώμα, γεμάτη πληγές, ίσα που ανάσαινε. Ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο σε μια αφύσικη στάση, με τα ξανθά μαλλιά βρόμικα από την λάσπη της πρωινής βροχής. Ξαπλωμένη στο πεζοδρόμιο, με μάτια θολά να κοιτούν το πουθενά... Ο θείος Αλέξιος δεν ήρθε να την σώσει από την κόλαση. Ο θείος Αλέξιος ήταν κι εκείνος βουτηγμένος στην κόλαση, τραυματισμένος, κυνηγημένος στην Γαλλική επαρχία. Η Γαλλική Αντίσταση προσπαθούσε να τον κρατήσει ζωντανό και κυρίως να τον περάσει στην ελεύθερη Ελβετία.
Εκείνο το φθινοπωρινό βράδυ του ’41, το βράδυ του βιασμού της, η Αλεξία πεταμένη στο πεζοδρόμιο για ώρες, άρπαξε πνευμονία, που εξελίχθηκε σε φυματίωση. Κάποια στιγμή ψιθύρισε τ’ όνομά της και την διεύθυνσή της. Κάποιος ειδοποίησε την Αθηνά, που είχε περάσει μια νύχτα αγωνίας, όσο η αδελφή της αργούσε να γυρίσει στο σπίτι. Με κάποιους συναγωνιστές την έφερε στο διώροφο των Εξαρχείων. Η Αλεξία δεν έδειχνε να καταλαβαίνει τι της συνέβαινε. Για το υπόλοιπο, σύντομο της ζωής της δεν μίλησε σε κανέναν εκτός από την αδελφή της μια βδομάδα πριν πεθάνει. Δεν έκλαιγε, ούτε ήταν θυμωμένη. Εξιστορούσε το συμβάν με φωνή επίπεδη, χωρίς χρώμα, σαν να συνέβηκε σε κάποια άλλη, σαν να έβλεπε την σκηνή σαν θεατής. Από κείνο το βράδυ μέχρι το βράδυ που ξεψύχησε δύο μήνες αργότερα τα μάτια της κοιτούσαν χωρίς να εστιάζονται ένα πουθενά. Αυτοί οι δύο μήνες σημάδεψαν την Αθηνά. Είχε μέσα σε δύο χρόνια χάσει το αγόρι που αγαπούσε, τον θείο, τον πατέρα και την αδελφή της. Στα δεκαοκτώ είχε δει πολλά, είχε ζήσει πολλά, είχε υποφέρει πολύ. Κι ήταν μόνον η αρχή. Κήδεψε το πρωί την αδελφή της, με μοναδική συντροφιά κάποιους συναγωνιστές και το βράδυ πήγε στην δουλειά της στο θέατρο.
Τα έξι ξαδέλφια της και οι μητέρες τους είχαν ήδη επιστρέψει στην επαρχία, εκεί ένιωθαν έτσι πιο ασφαλείς. Ο θείος Μιχαήλ προσπαθούσε να σώσει ότι απέμενε από την περιουσία. Ο θείος Στάϊκος είχε ακολουθήσει τον Βασιλέα των Ελλήνων μακριά από τους Έλληνες και την Ελλάδα. Ο θείος Φώτης είχε βγει στο κλαρί αντάρτης στα βουνά.
Η Αθηνά γνώρισε την μοναξιά σ’ όλο της το μεγαλείο, σφυρηλατήθηκε μέσα στην μοναξιά της, πήρε τις αποφάσεις της. Κάποτε τα δεινά θα τέλειωναν κι αυτή θα γινόταν ηθοποιός. Όχι μια οποιαδήποτε ηθοποιός, αλλά η καλύτερη. Άρχισε να παρακολουθεί τους ηθοποιούς, τις εκφράσεις τους, τις σιωπές τους, τις χειρονομίες και μετά τα επαναλάμβανε μπροστά στον παλιό, μεγάλο καθρέφτη στο διώροφο. Κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι που χρειάστηκε να κάψει το τελάρο του καθρέφτη γιατί το κρύο ήταν ανυπόφορο. Είχε ήδη κάψει το κρεβάτι της Αλεξίας, τα περισσότερα έπιπλα και κάμποσα συρτάρια της κουζίνας. Συνέχισε τις μιμήσεις χωρίς καθρέφτη, κάποιες φορές παγωμένη, φορώντας το ’να ρούχο πάνω στ’ άλλο, κάποιες φορές νηστική, μα επέζησε μέχρι που τέλειωσε ο πόλεμος και ο εμφύλιος και την ανακάλυψε ο θείος Αλέξιος. Της έστειλε τα εισιτήρια και την κάλεσε κοντά του στο Παρίσι.
Ήταν χειμώνας του ’46. Η Αθηνά, το «μαϊμούλι», είχε προφτάσει να παίξει κανα-δυο μικρά ρολάκια στο θέατρο. Η καριέρα της στην Αθήνα είχε ήδη αρχίσει, δεν θα χανόταν. Όμως, ήξερε πως το Παρίσι θα της έδινε υπόβαθρο και εφόδια. Από την άλλη στο Παρίσι υπήρχε μια ζεστή αγκαλιά που την περίμενε. Έστειλε μια αποχαιρετιστήρια κάρτα στον Δημήτρη Θέο που έκανε εκείνη την εποχή …διακοπές στα Γιούρα με έξοδα της μαμάς Ελλάδας, φίλησε «αντιός μουτσάτσος» τον εραστή της, -όχι πως θα υπέφερε με τον χωρισμό κανείς απ’ τους δυο τους-, κι ανέβηκε στο τρένο με βήμα αποφασιστικό. Επέστρεψε εφτά χρόνια αργότερα με τις βαλίτσες της γεμάτες εμπειρίες, γνώση, αποφασιστικότητα, -αν κι απ’ αυτή είχε πάντοτε-, όνειρα, κι έναν τίτλο από τον Ιταλό βαρόνο που παντρεύτηκε και που την άφησε σύντομα χήρα. Πλησίαζε τα τριάντα μα έδειχνε εικοσάρα, ήταν ταλαντούχα, ήδη γνωστή ηθοποιός στην Ευρώπη...
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να συναντήσει την αδελφή της την Νανά και τον άνδρα της, τον Δημήτρη Θέο. Καιρός ήταν να γνωρίσει τον γιο τους τον ανεψιό της τον Ανέστη, που ήταν δύο χρονών παίδαρος! Η Νανά ήταν έγκυος και πάλι και η Αθηνά δεν ήθελε να χάσει με τίποτα τον ερχομό του επόμενου παιδιού της αδελφής της.
Όμως η Ελλάδα δεν είχε ακόμα γιάνει τις πληγές της. Το μίσος σιγόκαιγε και ο μικρός Ανέστης και ο αγέννητος αδελφός του πλήρωσαν με την ζωή τους τον διχασμό. Η Αθηνά έπρεπε να περιμένει κάμποσο καιρό ακόμα. Είχε όμως την ευτυχία να κρατήσει πρώτη στα χέρια της την Ειρήνη, την κόρη του Δημήτρη και της Νανάς, πριν κι απ’ την Θεανώ, την μάνα της την ίδια...


Το μεγάλο σπιτικό των Δημητρίου έγινε γρήγορα ξενοδοχείο πολυτελείας για τον Γερμανό Διοικητή, έναν αυστηρό, άτεγκτο άνθρωπο που κατέλαβε τον δεύτερο όροφο. Η οικογένεια, -όσοι τουλάχιστον από την οικογένεια εξακολουθούσαν να μένουν στο μεγάλο σπιτικό-, δεν είχαν και πολλά πέρα-δώσε με τον με το ζόρι «φιλοξενούμενό» τους. Όταν ιδίως έκανε τις όλο πολυτέλεια γιορτές κερνώντας τους «Έλληνες φίλους», -προδότες και φιλοναζί-, σαμπάνιες και χαβιάρια, η οικογένεια έβρισκε άσυλο στο σπίτι του φούρναρη του Κώστα και της Αντζελίκ. Η Πωλίν είχε ήδη βγει στο κλαρί, αντάρτισσα στα βουνά. Αντάρτης είχε ανέβει κι ο Νίκος Δέσης, που σπούδασε γιατρός πριν τον πόλεμο. Το σπίτι του, κοντά στο σπιτικό των Δημητρίου. Η καρδιά του κοντά σ’ εκείνη της Πωλίν. Γρήγορα έγιναν ζευγάρι. Όταν θα τελείωνε ο πόλεμος κι η Αντίσταση θα παντρευόταν. Είχαν βρει και τον κουμπάρο κιόλας, τον Κώστα τον Ιωάννου, που αγαπούσε την Κικίτσα την Τσώτου, την καλύτερη φιλενάδα της Νανάς της κόρης του Άβελ του Δημητρίου. Ακόμα και στον πόλεμο τα Άγια Νιάτα ονειρεύονται…

Το μικρό σπιτάκι, εκεί όπου έμεναν η Πωλίν και η Αντζελίκ, νοικιάστηκε γρήγορα στον Στέλιο Κριεζή, νεαρό υπάλληλο της Εθνικής Τράπεζας, έναν πανέξυπνο και γεμάτο χιούμορ Κερκυραίο. Ο Στέλιος, ψηλός, ξερακιανός, με ξανθά ατίθασα μαλλιά και ανοιχτά γαλάζια μάτια, εμφανίστηκε μια Δευτέρα μεσημέρι στην πόρτα των Δημητρίου και χτύπησε το βαρύ ρόπτρο. Άνοιξε η Κατερίνα μουντζουρωμένη από τα αποκαΐδια του τζακιού που πάλευε να καθαρίσει. Είδε τον μάλλον άχαρο τριαντάρη Κερκυραίο…και τον ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά. Ο Στέλιος πάλι είδε το πανέμορφο, μικροσκοπικό, ξανθό κορίτσι, βυθίστηκε στα μενεξεδιά της μάτια κι έζησε μέσα τους το υπόλοιπο της ζωής του. Εγκαταστάθηκε στο μικρό σπιτάκι την ίδια μέρα. Ένιωσε μια γλυκιά τρυφερότητα για την κυρά Θεανώ που εξελίχθηκε σε πραγματική φιλία. Γελούσε ασταμάτητα με την τρελλο-Ερμιόνη, τα ψέματά της, τις πονηριές της, το αδιάκοπο κουβεντολόι της. Η Μάϊρα απ’ την άλλη ήταν τόσο κλεισμένη στον εαυτό της, που δεν δημιουργήθηκε στις αρχές τουλάχιστον καμιά ιδιαίτερη σχέση. Αγάπησε όμως πραγματικά τα δύο δίδυμα αγόρια, τον Γιώργο και τον Χρήστο. Οι δύο έφηβοι πάλι έχοντας χάσει τον μοναδικό άνδρα στην οικογένεια, τον πατέρα, και ζώντας μέσα σ’ εκείνο τον «γυναικοσυμφερτό», έψαχναν με αγωνία να ταυτιστούν με έναν ενήλικο άνδρα. Ο Στέλιος ανταποκρινόταν στις ανάγκες τους, ήταν καλός μαζί τους, φίλος και σχεδόν πατέρας. Η Νανά τέλος έγινε η «έμπιστη συνωμότης» του κυρίου Κριεζή.
Η ιστορία ξεκίνησε τον δεύτερο ή ίσως τον τρίτο μήνα της εγκατάστασης του Στέλιου στο μικρό σπιτάκι. Κάθε πρώτη του μήνα, η Θεανώ έστελνε την Νανά να πάρει το νοίκι απ’ τον νοικάρη. Όποτε τους τύχαινε να έχουν καφέ, έστελνε κι ένα καφεδάκι κέρασμα για το ευχαριστώ στον κύριο Στέλιο. Για να τον τιμήσει χρησιμοποιούσε το καλό σερβίτσιο. Εκείνο το μεσημεράκι ο Κριεζής είχε δει απ’ το παράθυρό του την Νανά να γυρνά κατσουφιασμένη.
- Μάνα, την άκουσε να λέει, είπε ο Κώστας ο φούρναρης πως δεν έχει άλλο αλεύρι. Απ’ αύριο δεν θα κάνει ψωμί παρά μόνο για τους Γερμανούς και τους Ιταλούς που έχουν και του δίνουν για το μερτικό τους. Θα κάθεται λέει κι ένας φαντάρος, να μετράει τα καρβέλια μην κλέψει κανένα ο Κώστας και το πουλήσει. Θα τους αφήνουν λέει ένα μόνο καρβέλι την ημέρα για την οικογένειά του.
Η κυρά-Θεανώ δάκρυσε και σταυροκοπήθηκε.
- Αυτό ήταν, ψιθύρισε, μέχρι εδώ... Ένα καρβελάκι τσάμπα την ημέρα μας έδινε ο άνθρωπος, απ’ την καρδιά του την καλή. Πάει κι αυτό τώρα. Ένα καρβελάκι την ημέρα δια επτά νοματαίους (ανθρώπους)... Πάει τώρα, αν δεν πάμε απ’ την πείνα, θα μας φάει η φθίση».
Αργά τ’ απόγευμα ο Στέλιος χτύπησε την πόρτα του μεγάλου σπιτικού. Κουβαλούσε ένα τσουβαλάκι αλεύρι που είχε αγοράσει πανάκριβο από έναν μαυραγορίτη χωριάτη.
- Κυρά-Θεανώ, δεν θα πιστέψεις τι μου συνέβηκε σήμερα! Ήρθε ένας χωριάτης και μου ’φερε στην Τράπεζα πεσκέσι τούτο δω! Εγώ μόνος μου άνθρωπος είμαι, τι να το κάμω; Να το ’φτιαχνες ψωμάκι να τρώγαμε κάμποσο καιρό; Α! και συγνώμη, να σου δώσω το νοίκι που σου άργησα…. Έβγαλε βιαστικά τα χρήματα από την τσέπη του, πριν η Θεανώ ξεπεράσει την έκπληξη.
- Μα, κυρ-Στέλιο, τα ’δωκες στην Νανά την πρώτη του μήνα.
- Όχι, όχι, το ξέχασα, σας λέω, είμαι σίγουρος. Αφού μετράω τα χρήματά μου και μου βγαίνουν παραπάνω τόσο όσο το νοίκι...
- Όχι, κυρ-Στέλιο, η Νανά θυμάται. Ε! Νανούλα μου, μας τα ’δωσε, δεν μας τα ’δωσε ο κύριος Κριεζής;
- Δεν τα’δωσα Νανά, τα ’δωσα;
Την κοιτούσε κατάματα. Τα γαλάζια μάτια είχαν μια υποψία γέλιου και συνομωτικότητας. «Έλα, έξυπνο κοριτσάκι, πες όχι. Ξέρουμε κι οι τρεις πως πλήρωσα, όμως η μαμά σου από δω είναι πολύ αρχόντισσα να δεχτεί τις χάρες που άλλοτε έκανε στους φτωχούς. Σκέψου την πείνα, την φθίση και πάρε την απόφαση να σώσεις την οικογένειά σου!». Αυτά κι άλλα έλεγαν εκείνα τα γαλάζια μάτια του Στέλιου εκείνο τ’ απόγευμα.
Έτσι η Νανά ανταποκρίθηκε στο ψέμα.
- Δεν θυμάμαι, είπε στην αρχή. Και όταν ο Στέλιος την αγριοκοίταξε: «Μάλλον δεν μου το’δωσε το νοίκι, μάνα», κι έφυγε βιαστική μην μετανιώσει και πει την αλήθεια. Πολλά χρόνια αργότερα κι όταν πλησίαζε η ώρα να ‘φύγει’ η Θεανώ, ξαναθυμήθηκε την ιστορία. Ήταν γριά και ο Άβελ, -ο γιος της Κατερίνας-, της ζητούσε να του πει ιστορίες απ’ την Κατοχή. Καθόντουσαν στο ‘καλό’ σαλόνι, εκείνο με το μεγάλο πιάνο με την ουρά, και η Θεανώ, η κόρη της Κατερίνας, μάθαινε να παίζει ένα κλασικό κομμάτι. Οι μεγάλοι έπιναν καφέ, καφέ κανονικό, όχι πια κριθαρόζουμο...
- Δεν μου λες, Στέλιο μου είπε η γριά Θεανώ, όταν έφερες εκείνο το πρώτο τσουβαλάκι μ΄ αλεύρι, το ’χες στείλει το νοίκι, ε;
Παρ΄ όλο που είχε περάσει πάνω από μια δεκαετία κανείς δεν έκανε πως δεν θυμόταν το γεγονός. Η Κατερίνα, που από καιρό ήξερε την αλήθεια, έβαλε τα γέλια. Η Νανά έμεινε άφωνη και κοίταξε τον Κριεζή με τρόμο. Ο Στέλιος της χαμογέλασε καθησυχαστικά.
- Εσύ τι λες μάνα; Ετσι την έλεγε τώρα πια: ‘Μάνα’ ή κυρά-μάνα.
Η Θεανώ χαμογέλασε θριαμβευτικά.
- Ύπουλε Κερκυραίε, βρωμερέ και τρισάθλιε! τον μάλωσε τρυφερά. Μετά γύρισε τάχα θυμωμένα στην Νανά.
- Κι εσύ μωρή, δασκάλα γυναίκα, θα ψένεσαι στην Κόλαση, ψεύτρα, ε! Παλιοψευταρού! Μετά σοβάρεψε. Έμεινε για λίγο αμίλητη κι ύστερα ψιθύρισε: «Την ευχή μου να ’χετε!». Σίγησε πάλι για λίγο και μαζί της όλη η οικογένεια. Μετά έσκυψε απ΄ την κουνιστή πολυθρόνα που είχε φτιάξει ο Χρήστος με τ΄ όνομά της σκαλισμένο στην πλάτη, πήρε στο γέρικο χέρι το λεπτεπίλεπτο φλιτζανάκι του καφέ και ρούφηξε το καυτό περιεχόμενο με έκδηλη ευχαρίστηση.
- Αϊ Θεανούλα μου, απευθύνθηκε στην εγγονή της, ένα σου λέω ψυχή μου: Απ΄ την μάνα σου την άχρηστη, είσαι καλύτερη στο πιάνο. Χαμογέλασε πονηρά, έκλεισε το μάτι στην μικρή και συνέχισε: «Κι ομορφότερη χαρά μου και κυρίως εξυπνότερη, που ’βγαλες και το Δημοτικό!».
Η Κατερίνα, πολύ περήφανη για τις ικανότητες της κόρης της, ξέροντας ότι η μάνα της την πείραζε, αντι-γύρισε το κοπλιμέντο: «Πήρε το παιδί απ΄ την γιαγιά του!»
Η Θεανώ χαμογέλασε ευχαριστημένη. Αν και γριά ανήμπορη να κάνει δουλειές και κυρίως να διοικήσει το μεγάλο σπιτικό, ήταν ακόμα το αδιαφιλονίκητο αφεντικό. Οι κόρες της, οι γαμπροί της, οι γιοι και οι νύφες της υποκλίνονταν ακόμα στην κρίση της, αλλά κυρίως στον αρχηγικό της ρόλο. Κι αυτή, πολύ σοφά, τον παραχωρούσε σ΄ όποιον θεωρούσε ικανό να ανταποκριθεί όταν ήταν ανάγκη.

Τα διπλο-πληρωμένα νοίκια δεν ήταν το μόνο μυστικό ανάμεσα στον Στέλιο Κριεζή και την Νανά! Υπήρχε και κάποιο ακόμη, που τους έβαλε σε μεγάλους μπελάδες. Από το γεγονός αυτό ξεκίνησε και η σχεδόν ερωτική σχέση της Νανάς με την …χρυσή λίρα Αγγλίας. Στο τέλος κατέληξε να αναγνωρίζει τις παλιότερες, τις καλύτερες, τις σπανιότερες και ιδίως τις κάλπικες, επιστρατεύοντας την …αφή, ακόμα και το χαρακτηριστικό δάγκωμα που κάνουν οι γνώστες του ‘απόλυτου’ αυτού νομίσματος.
Οι Γερμανοί είχαν πατήσει τα άγια των Ελλήνων χώματα. Έμεναν με το έτσι το θέλω στα σπίτια των Ελλήνων, άρπαζαν τις σοδειές των χωρικών και σκότωναν όποιον τολμούσε να αντισταθεί. Πολλοί νέοι βγήκαν στο κλαρί, αντάρτες στα βουνά κι άλλοι κρυφά τους βοηθούσαν μέσα στην πόλη ή τα χωριά. Η Ελληνική Αντίσταση είναι κομμάτι της Ιστορίας μας πια, αλλά κάποια άλλα γεγονότα έμειναν άγνωστα για τους πολλούς, -αν και δημιούργησαν πανικό στις μυστικές υπηρεσίες των εμπλεκόμενων μεγάλων δυνάμεων.
Ο Στέλιος Κριεζής μόλις είχε μετακομίσει στο μεγάλο σπιτικό. Από φύση κοινωνικό άτομο, είχε πολύ γρήγορα ενταχθεί στην πόλη και είχε γνωρίσει αρκετούς άλλους άνδρες της ηλικίας του. Ήταν όμως και ιδιαίτερα επιλεκτικός, έτσι μόνο οι στενοί του φίλοι τον επισκέπτονταν στο ησυχαστήριό του, την «φωλιά» του, όπως έλεγε το μικρό σπιτάκι. Εκεί τον συναντούσαν δύο αξιότιμοι κύριοι, -πνεύματα φιλελεύθερα- και καθόντουσαν στο σαλονάκι, μιλώντας ώρες ολόκληρες. Κύριο θέμα ο πόλεμος, η κατοχή, και η Αντίσταση. Έβλεπαν στο «μεγάλο σπιτικό» τον Γερμανό Διοικητή να αποφασίζει για την ζωή και τον θάνατο σαν να ήταν μια ριξιά στα ζάρια και ένιωθαν ανείπωτο θαυμασμό για τους Αντάρτες και τους καλούς φίλους μας τους Άγγλους, που βοηθούσαν τον Ελληνικό Λαό με έμψυχο και άψυχο υλικό.
Έκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα ο Στέλιος είχε τους δύο τακτικούς επισκέπτες του. Ήταν μια από τις επονομαζόμενες «μέρες γεμάτες πολυτέλεια». Η κυρα-Θεανώ είχε ψήσει ψωμί με το αλεύρι που είχε καταφέρει ν’ αγοράσει ο νοικάρης. Ήταν πια κοινό μυστικό πως δεν του φέρνανε «πεσκέσια» κάθε που τέλειωνε το προηγούμενο τσουβαλάκι. Αλλά κατά μυστήριο τρόπο, ο κύριος Κριεζής ήξερε πότε περίπου τέλειωνε το αλεύρι. Αυτό συνήθως γινόταν μετά από κρυφές ματιές προς το μέρος της Νανάς -ή της Κατερίνας όταν η Νανά έφυγε για να σπουδάσει. Το αλεύρι ερχόταν την επόμενη μέρα, όταν ένα από τα δύο κορίτσια έδινε σήμα με την παλάμη να κινείται δεξιά-αριστερά παράλληλη προς το πάτωμα, μια κίνηση που δήλωνε ορθά-κοφτά: «Αλεύρι τέρμα!». Όταν ήταν μια «μέρα γεμάτη πολυτέλεια», υπήρχε ένα ζεστό μυρωδάτο καρβέλι ψωμί στο τραπέζι του σαλονιού του κυρίου Κριεζή. Υπήρχε και ένα καλό κομμάτι από φέτα τυρί που έφερνε ο Ναούμ Πέτας, ο ένας από τους δύο στενούς του φίλους, μετά από επισκέψεις σε συγγενείς σε ένα κοντινό χωριό. Υπήρχαν και καμιά δεκαριά ελιές. Αν υπήρχε και καμιά ντοματούλα κομμένη σε άπειρα κομματάκια, η πολυτέλεια γινόταν σχεδόν σκανδαλώδης! «Σήμερα είναι μια μέρα σκανδαλώδους πολυτέλειας» έλεγε ο Νίκος Λίρας!
Ο Νίκος ήταν εργάτης στην αποθήκη του Άβελ όταν ήταν έφηβος. Στις ώρες της ξεκούρασης σκάλιζε κομμάτια ξύλου, ζωγράφιζε πάνω σε ότι έβρισκε που μπορούσε να ζωγραφιστεί, και χάριζε τα έργα του στους φίλους του. Ο Άβελ ξεχώρισε τον ταλαντούχο νεαρό και τον κάλεσε στο σπιτικό του να απαθανατίσει την Θεανώ. Ο Νίκος ήταν ο ζωγράφος της «γυναίκας-ελίτ». Ο πίνακας εκείνος που απεικονίζει την Θεανώ στην καλύτερη εποχή της ζωής της, όμορφη, ευτυχισμένη, να απολαμβάνει ερωτική και οικογενειακή αγάπη, ήταν το πρώτο δώρο που έκανε ο Γερμανός Διοικητής που είχε επιτάξει τον δεύτερο όροφο του μεγάλου σπιτικού των Δημητρίου στον Χίτλερ, σε μια σύντομη επίσκεψή του στο Βερολίνο. Μετά τον πόλεμο τα ίχνη του πίνακα χάθηκαν. Οι Δημητρίου μικροί, μεγάλοι, έψαχναν την «γυναίκα – ελίτ» με την υπογραφή Νίκος στην κάτω δεξιά άκρη, για χρόνια. Υπήρχε μια φωτογραφία του Άβελ και της Θεανώς στον τοίχο στην θέση κάτω από το πορτραίτο κι έτσι ακόμα και τα εγγόνια ήξεραν για κείνη την σχεδόν μυθική απεικόνιση της γιαγιάς που είχε από χρόνια φύγει. Στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα ο John Michael, ο γνωστός Ελληνοαμερικανός σκηνοθέτης, βρέθηκε στο σπίτι ενός φίλου του Ρωσσοαμερικανού, διευθυντή ορχήστρας. Πάνω απ’ το πιάνο η γυναίκα-ελίτ, σε καινούργια κορνίζα, άστραφτε λες και δεν είχαν περάσει σχεδόν πενήντα χρόνια. «Θείτσα» ψιθύρισε ο Γιάννης και ξέσπασε σ’ αναφιλητά, «Θείτσα μου, η θειά μου η Θεανώ». Στην μνήμη του γύρισαν στιγμές απέραντης ευτυχίας, την μύτη του γέμισε η μυρωδιά των νυχτολούλουδων όταν τα καλοκαίρια όλα τα παιδιά Δημητρίου, μικρά-μεγάλα έπαιζαν με τα γειτονόπουλα κρυφτό. Και τότε έβγαινε η θεία η Θεανώ, που φιλοξενούσε όλο το καλοκαίρι, κάθε καλοκαίρι, τα παιδιά και τις γυναίκες του Μιχαήλ και του Φώτη, κρατώντας ένα δίσκο φορτωμένο με τεράστια ποτήρια με παγωμένη βυσσινάδα και φέτες ψωμί με βούτυρο αλειμμένο και πάνω του χυμένη μέλι, μαρμελάδα, ή ζάχαρη. Ακουμπούσε τα καλούδια και τα φρεσκοψημένα κουλουράκια και τις κούπες με το παχύ γάλα πάνω σε μια τεράστια πέτρα-τραπέζι στην μια γωνία του σπιτικού και φώναζε με τα χέρια κάνοντας χωνί μπρος από το στόμα. «Ποιο καλό παιδάκι θα ’ρθει πρώτο να το τρατάρω τα καλούδια μου; Ξεχύνονταν απ’ τις κρυψώνες όσοι έπαιζαν κρυφτό κι αυτός που τα φύλαγε ξεκούφαινε την γειτονιά, φτύνοντας τον κορμό του δέντρου που τα φύλαγε: «φτου ένας Γιώργος, φτου ένας Βασίλης, φτου μια Κική, φτου μια Ερμιόνη, φτου ένας Δήμος, φτου ένας Κώστας του απέναντι, φτου μια Αθηνά το “μαϊμούλι”». Ο Γιώργος, ο Βασίλης, η Κική, η Ερμιόνη, ο Δήμος, ο Κώστας του απέναντι, και η Αθηνά το «μαϊμούλι» διαμαρτύρονταν για την ζαβολιά κι άρχιζε ένας τρικούβερτος καυγάς που τέλειωνε αναίμακτα με φέτες αλειμμένες με βούτυρο και μέλι, μαρμελάδα, ή ζάχαρη, με κουλουράκια, βυσσινάδα και γάλα. Και παρατούσαν τα άλλα παιδιά το «τσιλίκι» και το «τσιλικάρι» κι ορμούσαν στα καλούδια. Κι έβγαιναν και οι άλλες μανάδες να δουν τα παιδιά και γελούσαν όλες «με την όρεξη που είχαν τα αφιλότιμα, πού το ’βάζουν τόσο πράγμα τα σκασμένα;». Κι ύστερα ο Γιάννης θυμήθηκε άλλες εποχές, άσχημες εποχές. Θυμήθηκε την μάνα του λιπόθυμη και την θείτσα την Θεανώ, μαυροντυμένη, να τον σφίγγει στην αγκαλιά της. «Γιάννη μου», του ’λεγε σκουπίζοντας τα μάγουλά της από τα δάκρυα, «αγόρι μου γενναίο, ο πατερούλης σου σκοτώθηκε. Σκοτώθηκε κι ο θείος Φώτης. Κι εσείς τώρα πρέπει να φύγετε για την Αμερική, να βρείτε τον θείο της μαμάς σου. Να προσέχεις τ’ αδέλφια σου, να υπακούς την μάνα, έρχονται χρόνια καταραμένα. Μίσος μην νιώσεις ποτέ στην καρδούλα σου, μόνο συγχώρεση, μόνον αγάπη. Μην μας ξεχάσεις ψυχή μου… Να γυρίσεις ξανά».
Τα παιδιά του Μιχαήλ και τα παιδιά του Φώτη δεν έμαθαν πριν φτάσουν στους προορισμούς τους οι δύο οικογένειες πως τα δύο αδέλφια σφάχτηκαν σε μια μονομαχία, όταν οι δύο στρατοί ΕΑΜ και κυβερνητικοί συναντήθηκαν σ’ ένα κεφαλοχώρι. Δύο αδέλφια δίδυμα, σφάχτηκαν, ο ένας σκότωνε τον άλλον και κανείς δεν έκανε πίσω, λυσσασμένοι από μίσος και απ’ την μυρωδιά του αίματος...
Πενήντα χρόνια μετά η γυναίκα-ελίτ, η θεία Θεανώ ξαναγύρισε στο μεγάλο σπιτικό, στην καινούργια της κορνίζα, την πλουμιστή, απέναντι απ’ το μεγάλο παράθυρο που γέμιζε το δωμάτιο με φως, χειμώνα-καλοκαίρι. Μα αυτό έγινε πενήντα χρόνια μετά. Τότε που ο Στέλιος Κριεζής, σεβάσμιος γέροντας, έλεγε τις ιστορίες της οικογένειας Δημητρίου στα εγγόνια του, για να μάθουν και μην ξεχαστούν οι ρίζες τους.

Εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα ήταν «μέρα σκανδαλωδώς πολυτελής». Υπήρχε ψωμί, φέτα, ελιές και ντομάτα! Οι τρεις κύριοι είχαν ξαπλώσει αναπαυτικά στις πολυθρόνες τους και τσιμπολογούσαν τα «αγαθά». Κάποτε έφτασε η κουβέντα στους Άγγλους.
- Σήμερα ήταν τραγική μέρα δήλωσε ο Στέλιος. Ήρθε ένας δύστυχος και με βρήκε λίγο πριν κλείσουμε. Δραματική ιστορία. Ο γιος του έχασε τα πόδια στην Αλβανία, η νύφη πέθανε από φθίση και το εγγόνι επιληπτικό, σεληνιάζεται. Πουλάει το βιός του μέρα με την μέρα. Είχε μια λίρα, την τελευταία όπως είπε. Ζητούσε χάρτινο χρήμα γιατί το χρυσάφι δεν γεμίζει τα στομάχια. Ένιωσα μια ντροπή… Του ’δωσα τα διπλάσια απ’ την αξία της και την κράτησα για τον εαυτό μου, να μου θυμίζει τον ξεπεσμό που περνάμε. Θέλω μ’ αυτή να με θάψετε, σαν πεθάνω. Να την χαϊδεύω και να ονειρεύομαι πως αύριο ο κόσμος δεν θα πεθαίνει από πείνα ή από σφαίρα.
- Έλα τώρα, σταμάτα τις άσχημες σκέψεις, τον παρηγόρησε ο Νίκος. Του άρπαξε την λίρα και την πέταξε στο τραπεζάκι. Έργο Τέχνης είναι η άτιμη εδώ που τα λέμε.
- Σιγά το πράγμα, αντιγύρισε ο Ναούμ. Η αξία της είναι πενταπλάσια από την περιεκτικότητά της σε χρυσό. Όλη της η αξία ανεβαίνει γιατί κανείς δεν μπορεί να φτιάξει όμοιά της.
- Σιγά το δίσκολο, Ναούμη!
- Μην το λες αυτό το όνομα ούτε κι εδώ μέσα, τον διόρθωσε ανήσυχος ο Στέλιος. Ο Ναούμης είναι Χρήστος, είπαμε. Θες, να τον δεις με κάνα κίτρινο αστέρι στο πέτο να μας αποχαιρετά από το παράθυρο κανενός τρένου, έχετε γεια βρυσούλες;
- Τριάντα χρόνια Ναούμη τον ξέρω, μου ξεφεύγει όταν είμαστε οι δυό μας τι να κάνω; Μπροστά σε κόσμο προσέχω τα λόγια μου. Λέω, και επαναλαμβάνω! Σιγά το δύσκολο. Ας είχα κάμποσο χρυσάφι, να δεις τι λίρες Αγγλίας θα σου έφτιαχνα με το τσουβάλι!
Ο Ναούμ ήταν γιος χρυσοχόου, χρυσοχόος και ο ίδιος. Με το που μπήκαν οι Γερμανοί στην πόλη, όλοι στην οικογένεια απέκτησαν Χριστιανικά ονόματα εν μια νυκτί, χάρη στην γενναία επέμβαση του παπα-Μανώλη, που ο Θεός του μιλούσε και τον συμβούλευε συχνά-πυκνά όταν βρισκόταν σε δίλημμα. Πήγε στον Μητροπολίτη και του ανακοίνωσε: «Μου ’πε ο Πανάγαθος να σώσουμε τις ψυχές του κόσμου, τώρα στα δύσκολα. Δώσε μου σήμερα τις δηλώσεις πως είναι εκχριστιανισμένοι Εβραϊκής καταγωγής κι αύριο θα ’ρθω να με επιπλήξεις. Αυτά μου ’πε ο Πανάγαθος να σου πω, Δέσποτα, αυτά σου λέω και γω…!».
Ο Δέσποτας υπέγραψε τα ψεύτικα χαρτιά και τα σφράγισε με κάθε λογής σφραγίδες της Εκκλησίας της Ελλάδος.
- Πάρ ’τες τις δηλώσεις κι αν σου ξαναπεί τίποτα ο Πανάγαθος, να ’ρθεις να μου τ’ αναφέρεις!
Έτσι, ο παπα-Μανώλης απέκτησε ανοιχτή γραμμή επικοινωνίας με τον Πανάγαθο, που όλο παράπονα του ’κανε πως έβλεπε τον τάδε πεινασμένο, τον δείνα άρρωστο, τον τρίτο κυνηγημένο απ ’τους Γερμανούς. Κι όλο άδειαζαν οι αποθήκες της Επισκοπής από τρόφιμα και γέμιζαν με κυνηγημένους με τελικό προορισμό τα βουνά. Κι όλο ο Δέσποτας υπέγραφε και σφράγιζε δηλώσεις εκχριστιανισμού, μέχρι που «εξαφανίστηκε» ολόκληρη η πολυπληθέστατη Εβραϊκή Κοινότητα της πόλης, χωρίς να χαθείς κανένας.
Κόλλησε κι ο Δέσποτας το συνήθειο να μιλάει στον Πανάγαθο, όχι νοερά, με δυνατή φωνή και κάποιοι της Επισκοπής σιγοψιθύριζαν πως πάει, του ’στριψε του γέρου. Κι ίσως να του ’χε πραγματικά στρίψει. Γιατί μόνο οι τρελοί και οι άγιοι έχουν το χαμόγελο που είχε ο Δέσποτας όταν τον βρήκαν κάποιο πρωινό να έχει ήρεμα αποχωρήσει από τούτο τον μάταιο κόσμο που για να ζήσεις χωρίς φόβο, πρέπει να ’χεις χαρτιά με υπογραφές και σφραγίδες.
- Χρυσάφι να σου φέρω, λίρες θα μου φτιάξεις; Τέτοιες που να μην τις ξεχωρίζω ούτε κι εγώ που τις αναγνωρίζει το ίδιο μου το είναι;
- Όσες θέλεις!
- Χίλιες!
- Δέκα χιλιάδες, εκατό χιλιάδες…!
- Έϊ!, πετάχτηκε ο Στέλιος, «σιγά τα μεγάλα λόγια κι οι δυο σας! Κουβέντα κάνουμε να περάσει η ώρα. Δεν είμαστε ούτε παραχαράκτες, ούτε παλιάνθρωποι. Μην ξεχνάς, Νίκο, πως ούτε το καλούπι το αυθεντικό δεν έχουμε, ούτε το κράμα, ούτε τους …πελάτες.
Έτσι, για πλάκα, για το τίποτα, ξεκίνησε η μεγάλη περιπέτεια. Είναι γενικά παραδεκτό, ότι η χρυσή λίρα Αγγλίας είναι το πιο εκλεκτό νόμισμα. Όποιος τις έχει είναι πλούσιος και κάποιοι που δεν την έχουν, -αλλά θα ήθελαν να είναι πλούσιοι-, την φτιάχνουν ή τουλάχιστον …προσπαθούν. Οι Άγγλοι όμως το ξέρουν αυτό πολύ καλά, γι’ αυτό και η «συνταγή» παρασκευής και τα καλούπια φυλάγονται πολύ καλά στα υπόγεια του Νομισματοκοπείου της Αυτού Μεγαλειότητος.
Το όλο επιχείρημα στηρίχτηκε στην άποψη: «Εσείς οι Άγγλοι είσαστε έξυπνοι, εμείς όμως είμαστε Έλληνες!». Αποφασίστηκε λοιπόν ο εκτενής και επίπονος πειραματισμός με απώτερο σκοπό την δημιουργία της εκατό τοις εκατό άψογης κάλπικης λίρας σε αριθμό δέκα μόνο κομματιών, που θα διατίθεντο δωρεάν, χωρίς το παραμικρό οικονομικό ή άλλο κέρδος των τριών φίλων. Έδωσαν ακόμα και όνομα στο παιχνίδι τους «Επιχείρηση χρυσή κότα»! Το μικρό σπιτάκι έγινε εργαστήρι …καλλιτεχνικής παραχάραξης.
Οι τρεις κύριοι ήταν τόσο απορροφημένοι με το επιχείρημα, που ξεχνούσαν να εξαφανίσουν ακόμα και τα πειστήρια του εγκλήματος. Κάποια στιγμή τα ανακάλυψε κατά τύχη η Νανά και ρώτησε τον Στέλιο με θαυμασμό: «Το’ξερα πως κάτι περίεργο συμβαίνει. Δουλεύετε για την Αντίσταση, ε; Βόμβες φτιάχνετε;». Ο Στέλιος αναρωτήθηκε αν έπρεπε να γελάσει ή να την πνίξει, άκου βόμβες και χειροβομβίδες από χρυσάφι! Κατόπιν τούτου του απρόσμενου γεγονότος και επειδή το να δουλεύεις για την Αντίσταση σήμαινε βέβαιο θάνατο μετά από φοβερά βασανιστήρια, ενώ η παραχάραξη σήμαινε απλώς θάνατο, αναγκάστηκαν να την βάλουν στο μεγάλο κόλπο. Η Νανά ενθουσιάστηκε, έπαιρνε συχνά μέρος στις «συνεδρίες», υπέφερε όσο και οι άλλοι για τις συνεχείς αποτυχίες της ομάδας και φρόντιζε να μην μένουν πειστήρια. Συγχρόνως είχε να κάνει και με την ζήλια της βαριά ερωτοχτυπημένης Κατερίνας, που μέσα στον ενθουσιασμό και παραζάλη του παραμελούσε ο Στέλιος. Κι ένα βράδυ, ω του θαύματος, ο Ναούμ-Χρήστος πέτυχε το κράμα! Η ομάδα το πανηγύρισε. Ο Νίκος ξεκίνησε την προσπάθεια της κατασκευής του καλουπιού. Μερικούς μήνες αργότερα η πρώτη εκατό τοις εκατό άψογη, κάλπικη, -Ελληνικής κατασκευής- Αγγλική λίρα έγινε πραγματικότητα. Την ακολούθησαν άλλες εννιά αδελφές. Μετά, το καλούπι καταστράφηκε παρουσία και της Νανάς, το κράμα που περίσσεψε το έλιωσαν, και όλοι ένιωσαν πως το μισό του σκοπού είχε επιτευχθεί. «Εσείς οι Άγγλοι, είσαστε έξυπνοι, αλλά εμείς είμαστε …Έλληνες!». Υπήρχε όμως όπως πάντα το «αλλά», όπως σε κάθε ιστορία συνωμοσίας. Το «αλλά» ήταν το «δοντάκι», μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Έτσι, όπως έκλεινε το καλούπι, υπήρχε μια οπή μέσα απ’ όπου χυνόταν το κράμα. Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο έλειπε ένα αυλάκι και μια κορυφή από την περιφέρεια της λίρας. Αυτό το αυλάκι σκαλιζόταν όταν ακόμα ήταν σχεδόν ζεστή και εύπλαστη η λίρα. Ήταν η ‘Αχίλλειος πτέρνα’ της επιχείρησης «χρυσή κότα», στο κάτω-κάτω όμως «πόσο μεγάλη μπορεί να είναι η φτέρνα μιας κότας» όπως αναρωτήθηκε και η Νανά! Αυτό όμως για τους πολύ μυημένους. Ποιος νοιάστηκε να μελετήσει τα δοντάκια της περιφέρειας της λίρας που βρήκε πεσμένη σε μια γωνιά του δρόμου; Ποιος μαυραγορίτης έψαξε να βρει ποιος «κατά λάθος» του ’δωσε μια λίρα παραπάνω για το νοθευμένο λάδι που πουλούσε; Ήταν η σειρά του Στέλιου να εκπληρώσει την αποστολή του και να διαθέσει το …προϊόν με τέτοιο τρόπο ώστε να μην έχει η ομάδα κανένα όφελος, και η θέση του στην Τράπεζα βοήθησε τα μέγιστα.
Κι όμως, κι όμως κάποιος αργόσχολος παίζοντας επί ώρες με το αντικείμενο του πόθου του, ανακάλυψε το μυστικό! Καλλιτεχνικό πνεύμα και ο ίδιος, ευφυέστατος μέχρι …τρέλας, προσπαθούσε να βρει τον τρόπο να καταστρέψει την μοναδική δύναμη της Ευρώπης που δεν είχε ακόμα νικήσει! Η θέση όμως της Αγγλίας και η δυναμική αεράμυνά της την έκαναν άτρωτη. Αφού λοιπόν ήταν αδύνατη η πρόσβαση μέσω αέρος ή θάλασσας, η μόνη λύση που υπήρχε ήταν η καταστροφή της οικονομίας της μισητής Βρετανικής Αυτοκρατορίας, -ή ότι είχε μείνει απ’αυτή. Εκείνη την μαγική στιγμή της ανακάλυψης, η σύντροφος του Φύρερ κάπνιζε ένα τσιγάρο ελίτ με φίλτρο τυλιγμένο στο κλασσικό ροζ χαρτάκι. Απολάμβανε το τσιγάρο της, θαυμάζοντας τον πίνακα της Θεανώς στον τοίχο του δωματίου, στο οποίο ήταν συχνά φιλοξενούμενη του πιο ισχυρού και μισητού ανθρώπου του αιώνα.
Την στιγμή που ο Χίτλερ ανακάλυψε πως κρατούσε στο χέρι του την τελειότερη κάλπικη λίρα, βρήκε και τον τρόπο να γονατίσει τον μισητό εχθρό. Η εικόνα ενός αεροπλάνου πάνω από την Αγγλία, που να πετά αντί για βόμβες χρυσές λίρες, πληθωρισμός, αναξιοπιστία του Αγγλικού νομίσματος, και τελική κατάκτηση του νησιού, του έγινε το μόνιμο πάθος. Ζήτω, είμαι ο Αυτοκράτορας της Ευρώπης! Κι ολ’ αυτά με την συνεργασία του …κατασκευαστή.
Σε χρόνο ρεκόρ κινήθηκε κάθε μηχανισμός κατασκοπείας και πληροφοριών στην Γερμανία. Σε χρόνο ρεκόρ έφτασε και η πληροφορία στην Αγγλική Βουλή και Ανάκτορα, -ας είναι καλά η Αντι-κατασκοπεία της Αυτού Μεγαλειότητος! Είναι εύκολο να φανταστεί κανείς τις αντιδράσεις των συνήθως φλεγματικών Βρετανών μόλις ανακάλυψαν πως το καμάρι τους, η εθνική τους τιμή και η ανεξαρτησία τους προσβαλλόταν άμεσα και επικίνδυνα. Βρετανοί και Γερμανοί πράκτορες αρχίζουν την προσπάθεια να ανακαλύψουν την …κότα που γεννούσε τα …χρυσά αυγά. Το όνομα της όλης επιχείρησης «golden hen». Κι επειδή ένα μυστικό που το ξέρουν τουλάχιστον δύο παύει να είναι μυστικό, οι φίλοι των φίλων, -οι Αμερικανοί-, μπαίνουν κι αυτοί στο χορό των κατασκόπων. Οι τρεις φίλοι Στέλιος, Νίκος και Ναούμ-Χρήστος γίνονται, εν αγνοία τους, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος τριών δυνάμεων που η κάθε μια θέλει να φτάσει στην «κότα», την πηγή των «αυγών», πρώτη για ευνόητους φυσικά λόγους. Οι Γερμανοί για ν’ αποκτήσουν την κυριότητα της παραγωγής. Οι Άγγλοι για να προστατέψουν την τιμή τους εννοιολογικά και μεταφορικά. Και τέλος οι Αμερικανοί. Οι τελευταίοι είχαν πολλούς λόγους. Μια πιθανή νίκη της Ναζιστικής Γερμανίας και κατάκτηση όλης της Ευρώπης θα άνοιγε την όρεξη του Φύρερ για κατάκτηση κι άλλων ηπείρων. Κι αυτό ήταν όνειρο της Αμερικάνικης Αυτοκρατορίας, κατά συνέπεια υπήρχαν αλληλοσυγκρουόμενα …συμφέροντα! Η Αγγλία ήταν ακόμα σημαντική βάση αντίστασης στα σχέδια του εχθρού, άρα φιλική δύναμη, βάσει του δόγματος «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου»! Τελευταίο, αλλά όχι και λιγότερο σημαντικό, η Αμερική είναι συλλέκτης ταλέντων. Και η ‘κότα που γεννούσε χρυσά αυγά’ με σωστή καθοδήγηση, προστασία και διατροφή μπορούσε να γεννήσει ...τα πάντα!
Το ότι ακόμα και σήμερα η χρυσή λίρα Αγγλίας είναι εκλεκτό και ισχυρό νόμισμα στα Χρηματιστήρια όλου του πλανήτη, μας λέει πως καμιά από τις τρεις Δυνάμεις δεν έφτασε …ν’ αρπάξει την κότα απ’ το λαιμό. Βοήθησε και η λήξη του πολέμου και το ότι όλοι ενδιαφέρονταν να επουλώσουν τις πληγές τους. Πάντως το Βρετανικό Κοινοβούλιο φρόντισε να επικηρυχθεί η «κότα», το οποίο σήμαινε ότι, αν ποτέ έφταναν στους τρεις παραχαράκτες, θα τους δίκαζαν σαν εχθρούς εν καιρώ πολέμου κατά την Βρετανική Δικαιοσύνη.
Ο Στέλιος Κριεζής, δεν συνελήφθη ποτέ για παραχάραξη. Ίσα-ίσα επιβίωσε. Έζησε αρκετά για να γίνει Υπουργός Οικονομικών, αξιοσέβαστος και επιτυχημένος! Κηδεύτηκε Δημοσία Δαπάνη. Λίγο πριν τον σκεπάσει το χώμα της άγιας γης, ο Ναούμ-Χρήστος Πέτας του έβαλε στο δεξί χέρι μια χρυσή λίρα. Ήταν η λίρα που χρόνια πριν αγόρασε στην διπλάσια τιμή ο Στέλιος από τον δύστυχο χωριάτη που πουλούσε την τελευταία λίρα του. Ο Πέτας ήταν γέρος πια κι έτσι κανείς δεν έδωσε σημασία στα λόγια του. «Να την χαϊδεύεις και να ονειρεύεσαι πως αύριο ο κόσμος δεν θα πεθαίνει από πείνα ή από σφαίρα»…
Ο Ναούμ-Χρήστος Πέτας δεν συνελήφθη ποτέ για παραχάραξη. Επέζησε, δεν έγινε …σαπούνι. Έζησε αρκετά για να γίνει μεγάλος και τρανός χρυσοχόος με υποκαταστήματα στο Παρίσι, την Νέα Υόρκη και το μεγαλύτερο kai πολυτελέστερο, στο Λονδίνο. Ακόμα και η Βασίλισσα της Αγγλίας προτιμούσε τα κοσμήματά του και ήταν καλή πελάτισσα. Σαν δείγμα φιλίας η Μεγαλειότητά της τον ξενάγησε στα υπόγεια του Θησαυροφυλακίου του Εθνικού Νομισματοκοπείου.
Στο κατώτερο υπόγειο, βαθιά στα έγκατα του νησιού, οι Βρετανοί θάβουν τα κατά της τιμής τους εγκλήματα. Είναι το Μουσείο των κάλπικων λιρών Αγγλίας. Στο επόμενο ταξίδι σας στο Λονδίνο, μην το ψάξετε για να το επισκεφθείτε, θα σας διαβεβαιώσουν πως δεν υπάρχει και ότι είναι ιδέα ευφάνταστου συγγραφέα. Είναι γεγονός ότι, κάποια «κλαμπς» είναι πολύ δύσκολο να γνωρίζεις πού εδρεύουν, πόσο μάλλον να διαβείς τις πύλες τους…
Ο Νίκος Λίρας δεν συνελήφθη ποτέ για παραχάραξη. Έζησε και ακόμα ζει μέσα από τα έργα του. Τα έργα του, ακόμα και όταν ζούσε, τιμώνταν με έξι μηδενικά που ακολουθούσαν συνήθως διψήφιο αριθμό. Έργα του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών. Ακόμα και μια μουτζούρα με την υπογραφή του, ζαλίζει με την τιμή της! Ο Νίκος, παντελώς αδιάφορος σε τιμές και χρήμα, απέκτησε τεράστια περιουσία, που την ξόδεψε μέχρι τελευταίας δεκάρας σε οικοτροφεία, νοσοκομεία, γηροκομεία και ορφανοτροφεία. Κηδεύτηκε Δημοσία Δαπάνη και η Ελλάδα θρήνησε έναν μεγάλο καλλιτέχνη και σεμνό ανθρωπιστή!
Η Νανά Δημητρίου δεν συνελήφθη ποτέ για παραχάραξη. Επιβίωσε, επέζησε. Έγινε λάτρης και συλλέκτρια της λίρας Αγγλίας. Έμαθε κάθε μυστικό αναγνώρισης των αυθεντικών λιρών. Έκλεινε τα μάτια και τις δοκίμαζε με την αφή. Τις χάιδευε, άγγιζε κάθε εξόγκωμά τους προσεκτικά, μελετούσε το χρώμα τους. Τέλος, τις άγγιζε με την άκρη της γλώσσας και τις δάγκωνε με τους δεξιούς κυνόδοντες.
Φανταστείτε τον τρόμο της, όταν τριάντα χρόνια αργότερα ανακάλυψε μια από τις δέκα …αμαρτίες της να πουλιέται σε κάποιο χρυσοχοείο της Ερμού στην Αθήνα. Κιτρίνισε σαν …φλουρί και φρόντισε να την αγοράσει! Για να την εξαφανίσει, φρόντισε να την κάνει …κόσμημα. Ο έκπληκτος χρυσοχόος βέβαια σκέφτηκε πως οι επαρχιώτες είχαν βάρβαρα γούστα, αλλά ο πελάτης έχει πάντα δίκαιο, ιδίως όταν πληρώνει τα βίτσια του ακριβά. Σε δέκα μέρες παρέδωσε στην πελάτισσα ένα ζευγάρι σκουλαρίκια, την συγκεκριμένη ‘μπαστάρδικη’ αμαρτωλή λίρα κομμένη στα δυο, στην μέση ακριβώς. Μ’ αυτό τον τρόπο η Νανά κατέστρεψε το ίχνος της λιμαρισμένης κορυφής και αυλακιού! Τα σκουλαρίκια τα χάρισε στην κόρη της, την Ειρήνη. Της εξομολογήθηκε και όλη την ιστορία της κότας με τα χρυσά αυγά. Η Ειρήνη ήταν στην αρχή της καριέρας της. Πήρε ζεστά το θέμα κι άρχισε να ψάχνει την άκρη. Ήταν ένα πλάσμα γοητευτικό και αέρινο ή τουλάχιστον έτσι έδειχνε. Στην πραγματικότητα ήταν αποφασιστική και όταν αποφάσιζε να πετύχει κάτι, κάποια παράξενη συμπαντική δύναμη έστεκε στο πλευρό της. Ίσως αυτή η δύναμη να τρύπωσε μέσα της απ’ την στιγμή της σύλληψής της. Αναρωτιέμαι αν την τιθάσευσε ποτέ. Η δύναμη την Ειρήνη ή η Ειρήνη την δύναμη…
Όταν λοιπόν κατάφερε να βρεθεί σαν δημοσιογράφος γνωστής εφημερίδας, στο υπόγειο όπου το Νομισματοκοπείο της Αυτού Μεγαλειότητας, αποφάσισε να εκθέσει τις ανά τον κόσμο παραχαρακτικές απόπειρες κατά της χρυσής λίρας Αγγλίας, βρέθηκε να κοιτά τρία από τα …δεκα-δυμα! Όπως την διαβεβαίωσαν υπήρχαν υποψίες πως υπήρχαν άλλα έξι κομμάτια. Το δέκατο, λέγεται πως είχε σε μια μικρή ασημένια θήκη ο Χίτλερ μαζί του. Δεν βρέθηκε όμως ποτέ πάνω στο πτώμα του, αν πραγματικά αυτοκτόνησε. Φυσικά, κάθε κομμάτι ήταν πλέον συλλεκτικό, τεράστιας αξίας όχι μόνον οικονομικής, αλλά και ιστορικής. Κάθε φορά που θυμόταν την ιστορία η Ειρήνη ξεσπούσε σε γέλια μέχρι δακρύων. Θυμόταν την έκφραση της μητέρας της την στιγμή που συνειδητοποιούσε ότι σκότωσε το εν δέκατο του θησαυρού, για να το κρεμάσει στ’ αυτιά της Ειρήνης!
Τελικά το πειστήριο του εγκλήματος πήρε εκδίκηση από μόνο του. Την επόμενη μέρα η Νανά πήγε μια βόλτα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Πήρε μαζί της και τις λίρες της, ολόκληρη την συλλογή. Τις πούλησε όλες, κι αγόρασε δολλάρια! Ο φάκελλος «ten ladies» (δέκα κυρίες) είναι ακόμα ανοιχτός…
Οι τρεις φίλοι δεν τιμωρήθηκαν ποτέ από την δικαιοσύνη κανενός κράτους. Σημαντική λεπτομέρεια που άφησε τελευταία στην αφήγησή της η Ειρήνη ήταν η αιτία θανάτου και των τριών. Και οι τρεις ήταν θύματα της νόσου του Πάρκινσον. Στην αρχή τρέμουν τα χέρια, ελαφρά, σχεδόν ανεπαίσθητα, διαδοχικά, χάνεται ο έλεγχος των κινήσεων όλου του σώματος. Το μόνο που δεν παραλύει είναι ο εγκέφαλος. Είναι η μεγαλύτερη τιμωρία. Να σκέφτεσαι, μόνον να σκέφτεσαι και τίποτ’ άλλο. Να μην μπορείς να επικοινωνήσεις, να αποκόπτεσαι από τον υπόλοιπο κόσμο που σε θεωρεί «φυτό» που δεν ακούει, δεν νιώθει, δεν καταλαβαίνει. Κι εσύ να σκέφτεσαι. Εσύ κι ο εαυτός σου. Μόνος με τις σκέψεις, το παρελθόν, τις σκέψεις, τον φόβο, τις σκέψεις, τον θάνατο.
Ποιος είπε πως δεν υπάρχει τιμωρία πριν τον θάνατο; Ποιος πιστεύει πως μέσα στο Χάος δεν υπάρχουν Νόμοι; Στην Αρχαία Ελληνική τραγωδία υπήρχε η «ύβρις», η αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά απέναντι στους θεούς, που πήγαζε από υπερεκτίμηση της δύναμης του ανθρώπου ή του έντονου πάθους που τον διακατείχε. Και τότε και τώρα και πάντα, υπάρχει, όπως υπήρχε, ο «ύβρεως λίθος», το εδώλιο του κατηγορουμένου, όπου όλοι μας μικροί, μεγάλοι, αδύναμοι και πανίσχυροι θα καθίσουμε να δικαστούμε μπροστά στους θεούς και την συνείδησή μας…

No comments: