14. Προς το τέλος -- α. Ειρήνη και πολιτική

Η Ειρήνη, η πολιτική και οι πολιτικοί συναντηθήκαν πολύ νωρίς στην παιδική της ηλικία. Σαν παιδί με άποψη, λογική, και κρίση, αν και μόλις είχε κλείσει τα έξι, ήταν ‘βαμμένη’ ΕΡΕ. Συνήθως τα θηλυκά της οικογένειας στην Ελλάδα του ’60 ψήφιζαν κάτω από την πατρική ή συζυγική πίεση το τι ο άνδρας της οικογένειας, ο ‘στυλοβάτης’ και ‘κουβαλητής’, αποφάσιζαν πως έπρεπε η οικογένεια να ψηφίσει. Η Ειρήνη έσπασε παιδιόθεν και αυτό το ‘ταμπού’ και σχεδόν οδήγησε σε εγκεφαλικό τον γεννήτορά της.
Ξεφυλλίζω τα τετράδια της Ειρήνης, και διαβάζω ιστορίες που προφανώς τις έγραφε όταν είχε χρόνο στις κατά την διάρκεια των αποστολών της. Την φαντάζομαι σε αναμονή σε κάποιο δωμάτιο ξενοδοχείου σε εμπόλεμη περιοχή. Τα κόκκινα μαλλιά σηκωμένα στην κορυφή του κεφαλιού και στερεωμένα ψηλά πρόχειρα με ένα στυλό. Την ‘βλέπω’ να ελέγχει για άλλη μια φορά μια από τις φωτογραφικές της μηχανές, και να βγάζει το τετράδιο, -κάθε καινούρια αποστολή και διαφορετικό χρώμα εξώφυλλου-, όπου κατέγραφε ότι θεωρούσε σημαντικό. Αφηρημένα τραβάει το στυλό-χτένι και ο κόκκινος χείμαρος τής σκεπάζει τους ώμους και χύνεται στις πλάτες της. Κάθε μέρα καινούρια σελίδα και πάνω αριστερά ημερομηνία και ώρα... Αναμονή, πολύωρη αναμονή κάποιες φορές, αναμονή που αφήνει το μυαλό να ταξιδέψει στο παρελθόν και να ξεδιπλώσει ιστορίες σχεδόν θαμμένες στο υποσυνείδητο. Κι΄ ύστερα οι μικρές ξεχασμένες ιστορίες αποκτούν δικαίωμα στον Λόγο, και απαιτούν να καταγραφούν και να περάσουν στην αιωνιότητα.
Τετράδιο γαλάζιο, σελίδα δώδεκα. Στην πρώτη σειρά η ημερομηνία πάνω αριστερά, το όνομα της πόλης στην δεύτερη, και ακολουθεί η ακριβής ώρα, το όνομα του ξενοδοχείου, ο αριθμός του δωματίου. Από κάτω κύκλοι, τετράγωνα, και ιστοί αράχνης, δηλώνουν ξεκάθαρα πολύωρη αναμονή. Συνήθως οι ιστορίες ξεκινούν μετά από ιστούς αράχνης, δεν ξέρω ποιοι δαίδαλοι εγκλώβιζαν τον νου της και ποιες γραμμές ιστού απελευθέρωναν και έφερναν στη επιφάνεια ξεχασμένες ιστορίες. Μεταφέρω ολόκληρη την ιστορία όπως ακριβώς είναι γραμμένη:
Πρέπει να ήταν εποχή εκλογών. Η συνήθως ήσυχη πόλη μας έχει αλλάξει, μυρίζει αγριάδα και μπουνίδι και αίμα και κύλισμα κορμιών που παλεύουν στους λασπωμένους δρόμους. Η συνήθως ήσυχη γειτονιά μας, μια άχρωμη και άοσμη γεροντοκόρη, ξεδίπλωσε τα μπράτσα της κάτω από το συντηρητικό συνολάκι της, έπαιξε με τα ‘πιασμένα’ δάχτυλά της κροταλίζοντάς τα ένα-ένα στις αρθρώσεις, χασμουρήθηκε βαριεστημένα βάζοντας το όχι κρινένιο από χρόνια πια χεράκι της μπρος στην ανοιχτή σπηλιά, και σφούγγιξε με τις δυο γροθιές τα νυσταλέα μάτια της. Κοίταξε από το παράθυρο της κουζίνας που ‘βλέπει’ στην πίσω αυλή αν ο ήλιος απείχε λιγότερο από ‘οκτώ δάχτυλα’, ενώνοντας τα τέσσερα δάχτυλα της μιας παλάμης οριζόντια πάνω στης άλλης, και ικανοποιημένη από τα αποτελέσματα της μέτρησης, αποφάσισε πως αν έβγαινε πια στην είσοδο να ξαποστάσει, κανείς στην γειτονιά δεν θα την θεωρούσε αργόσχολη ή τεμπέλα. Άρπαξε την φθαρμένη από την πολυκαιρία ψάθινη καρέκλα, ξεπρόβαλε από την κυρία είσοδο, και την απίθωσε δεξιά από την πόρτα. Κατά πως έβαζες την καρέκλα σου δήλωνες και το πολιτικό ‘φρόνημά’ σου, και η γειτονιά μας ήταν πασίγνωστο πως ήταν ‘σπλήνα’ δεξιά!
Με το πρώτο σούρουπο τα πεζοδρόμια γέμιζαν ψάθινες καρέκλες. Σύμφωνα με το ‘τελετουργικό του καλού γείτονα’, ο δεύτερος έπρεπε να καλησπερίσει τον πρώτο, ο τρίτος τους δυο προηγούμενους και συνεχιζόταν έτσι το γαϊτανάκι της χαιρετούρας στις γειτονιές. Συνήθως πρώτα έβγαιναν οι γυναίκες και τα παιδιά, και ακολουθούσαν, -αρκετά αργότερα- και μετά από την καθιερωμένη επίσκεψη στο καφενείο ή το καπηλειό πατεράδες, αδελφοί, σύζυγοι, και ενήλικες γιοι.
Η μαμά και ο μπαμπάς δεν ‘έβγαζαν ψάθινες καρέκλες’, προτιμούσαν να διαβάζουν ή να ακούν ραδιόφωνο στο καθιστικό με τα τεράστια παράθυρα μισάνοιχτα και τις κουρτίνες μισόκλειστες να προστατεύουν το ιερό οικογενειακό μας άσυλο. Ίσως πάλι να μην έβγαζαν ψάθινες καρέκλες για να μην είναι οι δικές μας παράταιρες σ΄ όλη την γειτονιά, αριστερά από την είσοδο. Όμως εμένα μου επέτρεπαν να βγαίνω και να κάθομαι στο πεζοδρόμιο ή να παίζω με τα υπόλοιπα παιδιά της γειτονιάς.
Ξεκινούσαμε συνήθως με ‘τσιλίκι-τσιλικάρι’ ή ‘κουτσό’ όταν ακόμα υπήρχε φυσικό φως και μπορούσαμε να διακρίνουμε τις γραμμές από κιμωλία στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο μας. ‘Μπίλιες’ και ‘βόλους’ παίζαμε κάτω από τον πρώτο στύλο της ΔΕΗ στο τετράγωνό μας για να βλέπουμε καλά και να έχουμε καλό ‘σημάδι’. Στον μεσαίο στύλο τα ‘φύλαγε’ η ‘μάνα’ όταν παίζαμε ‘στρατιωτάκια αμίλητα, ακούνητα, αγέλαστα’. Το απόγευμα γινόταν βράδυ, γυρνούσαν και οι άνδρες και έβγαζαν οι κυράδες κι΄ άλλες ψάθινες καρέκλες να ξαποστάσουν κι΄ εκείνοι. Και μετά κάποια οικογένεια αποφάσιζε πως ήταν ώρα να καληνυχτίσουν και «...αύριο τα νεότερα πάλι με το καλό και να μας έχει ο Θεός γερούς». Μια-μια μάνα αναζητούσε το σπλάχνο της, με φωνές πολύχρωμες, σε διάφορους τόνους και ένταση. Και τότε, μόνο τότε, όλοι όσοι μέχρι στιγμής είχαμε βραχνιάσει από το πολύ ουρλιαχτό για να καλύψουμε τα ουρλιαχτά των υπόλοιπων, μετατρεπόμασταν σε όντα κωφάλαλα σε παροτρύνσεις του στυλ: «Γιώργου, ιέλα μάναμ’ κι δεν θάχς ξύπνιου αύριου να πας σχουλίου!». Κια οι παροτρύνσεις με την ώρα γινόταν απειλές: «Μαριγούλα μην μι κάντς να βγουώ πάλι ιέκσου, θα φας πουλλές φάπις, θα στα πλιατσανίσου τα μούτρα!». Μέχρι που στο τέλος οι άσπλαχνες μανάδες που είχαν ήδη ξαναβάλει μια-μια τις ψάθινες καρέκλες στο σπίτι ξεπρόβαλαν και ‘ποιος είδε τον Αγιο και δεν τον σκιάχτηκε’! Άρπαζαν το ‘βλαστάρι’ τους απ΄ όπου βόλευε ή ήταν μπορετό. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεξί ή ζερβό αυτί ήταν η πρώτη προτίμηση, και ακολουθούσε με μικρή διαφορά το καθόλου απαλό μπήξιμο των μητρικών ονύχων στο δεξί ή ζερβό μπράτσο του ανυπάκουου.
- Είπα μέσα ρε αχαΐρευτου, κι΄ όταν λιέου μέσα ιενουώ μέσα! Τ΄ άκουσις κφάλουγου (κουφάλογο);
- Λίγου ακόμα καλιέεεεεεεεεεεε!
- Σκάσι, αύριου πάλι είπα!
Κι έτσι η μητρική βία διέλυε τις χαρούμενες, πολύβουες, και πολύχρωμες ομάδες και μας ανάγκαζε να πούμε καληνύχτα.

Εκείνο το μοιραίο και αποφασιστικό βράδυ οι γείτονες είχαν ξεσηκωθεί. Οι πολιτικές συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν, ενώ εμείς τα παιδιά είχαμε παραδοθεί σε ασταμάτητο κυνηγητό. Μέχρι που ξεπόρτισε κι΄ έτρεξε κοντά μας ο Γιάννης του κυρ-Κώστα του φούρναρη.
- Εδώ, εδώ, φώναξε ξαναμμένος, δέστε ρε τι έχω εγώ!
Μαζευτήκαμε τριγύρω του περίεργοι. Στα χέρια και στα μπράτσα του κολλημένα μπλε φωσφοριζέ αυτοκόλλητα χαρτάκια. Και στο κέντρο τρία ολόλευκα, κρινένια, κεφαλαία γράμματα χωρισμένα με ισάριθμες μαύρες ελίτσες: Ε.Ρ.Ε. Αυτά τα χαρτάκια που κολλούσαν στην επιδερμίδα σου, που γινόταν ένα με την επιδερμίδα σου αμέσως έγιναν αντικείμενο θαυμασμού. Τεντώσαμε όλοι τα χέρια απαιτητικά προς το μέρος του, «σε μένα δώσε Γιάννη, που είμαι ο πιο καλός σου φίλος», «εδώ ρε Γιάννη, εγώ σου έδωσα τον Δομάζο, το σπάνιο ρε, το νούμερο 18 που δεν είχες». Προφανώς ο Γιάννης είχε μπόλικους ‘θησαυρούς’ αλλά όσους κι αν έβγαζε από την τσέπη του τελειωμό δεν είχαν τα απαιτητικά χέρια που απαιτούσαν και άλλα αυτοκόλλητα Ε.Ρ.Ε. Άρπαξα καμιά εικοσαριά, και άρχισα να κολλάω βιαστικά τα μπλε φωσφοριζέ χαρτάκια όπου το σώμα μου δεν ήταν καλυμμένο με ρούχα: μπράτσα, παλάμες, πόδια. Τι όμορφα που ήταν πάνω μου, ολόασπρο το δέρμα μου κάτω από το φως του στύλου της Δ.Ε.Η. και μπλε ‘συννεφάκια’ πάνω μου. «Στον άσπρο ουρανό, μπλε σύννεφα!» φώναξα ενθουσιασμένη. Βρήκα τον κατάλληλο ρυθμό και άρχισα την επωδό: «Στον άσπρο ουρανό, μπλε σύννεφα!». «Στον άσπρο ουρανό, μπλε σύννεφα!» μου απάντησε ενθουσιασμένος ο Γιάννης, και σε λίγο όλη η ‘μαρίδα’ της γειτονιάς ξεκούφαινε την Πλάση: «Στον άσπρο ουρανό-μπλε σύννεφα, στον άσπρο ουρανό-μπλε σύννεφα, στον άσπρο ουρανό-μπλε σύννεφα!».
Έκπληκτες οι μανάδες σταματούν το κουτσομπολιό για να ακούσουν εμάς, οι άνδρες της γειτονίας γελούν με τα καμώματά μας, και χειροκροτούν ρυθμικά κι΄ εγώ αρχηγός να μην σταματώ να ουρλιάζω «Στον άσπρο ουρανό, μπλε σύννεφα!» σαν σεληνιασμένο! Βγάλαμε τα ξύλινα σπαθιά μας, κι αρχίσαμε να παίζουμε πόλεμο και με κάθε θύμα που πληγώναμε θανάσιμα κατά την γνώμη μας «σε σκότωσα ρε, τρεις φορές στην καρδιά σε βάρεσα, νισάφι, αθάνατος είσαι;» που έπεφτε ‘σπαρταρώντας’ στο έδαφος, «στον άσπρο ουρανό, μπλε σύννεφα!» ουρλιάζαμε μανιασμένα. Στο κρυφτό με το που ξεγελούσαμε την μάνα που τα φύλαγε και φτύναμε την πλάτη του στύλου «στον άσπρο ουρανό, μπλε σύννεφα!» φωνάζαμε κοροϊδευτικά αντί το συνηθισμένο «φτου, ξελεφτερία!».
Τέτοιος ενθουσιασμός προφανώς κίνησε την περιέργεια και του ίδιου του πατέρα μου που αναγνωρίζοντας την φωνή μου, την φωνή-καμπάνα του αρχηγού στα παιχνίδια, και μη αναγνωρίζοντας το καινούριο σύνθημα βγήκε από την κυρία είσοδο χαμογελώντας. “Ποιος ξέρει τι σκανδαλιές ξεκίνησε το ‘τιγράκι’ μου” σκέφτηκε.
Εγκατέλειψα την κρυψώνα μου, και όρμηξα με το κεφάλι μπροστά να κερδίσω πόντους από την ‘μάνα’ που με είχε πάρει στο κατόπι. Πέρασα μπροστά από τον πατέρα μου αστραπή, «γεια σου μπαμπακουλίνο» τον χαιρέτησα χωρίς να κόψω φόρα καθόλου και έφτυσα τον στύλο της Δ.Ε.Η. πρώτη, αφήνοντας την ‘μάνα’ να ψάχνει για άλλο ‘κρυμμένο’. «Στον άσπρο ουρανό, μπλε σύννεφα!», ούρλιαξα θριαμβευτικά, και γύρισα χοροπηδώντας προς τον πατέρα μου.
- Κοίτα μπαμπάκι, μπαμπακούλι, μπαμπακουλίνι, κοίτα, σε άσπρο ουρανό, μπλε σύννεφα!, και του έδειξα τους ‘θησαυρούς’ μου!
Τον είδα να κοιτάει τα χέρια και τα μπράτσα μου τα λερωμένα με χώμα, ιδρώτα και μπλε μπογιά από τα ξεβαμμένα αυτοκόλλητα. Περίμενα να θαυμάσει την τέχνη μου, να γελάσει, να χειροκροτήσει, περίμενα πως θα το εύρισκε αστείο τουλάχιστον.
Μου φάνηκε πως τα μάτια του σκούρυναν από δάκρυα που αρνήθηκαν να τρέξουν, δάκρυα όμως που έστεκαν εκεί στις άκρες των ματιών. Κάθισε στο πεζοδρόμιο και με έσυρε κοντά του έτσι που εγώ όρθια μπρος του κι εκείνος καθισμένος να είναι τα πρόσωπά μας στο ίδιο ύψος. Μου έστρωσε τα ανάκατα μαλλιά, με χάιδεψε στο πρόσωπο, με κοίταξε με λατρεία. Οι γείτονες είχαν -από την ώρα που τον είδαν να βγαίνει από την πόρτα της εστίας μας- πάψει να γελούν και να χειροκροτούν.
- Τι θα πει Ε.Ρ.Ε., τιγράκι μου;
Έτσι με αποκαλούσε συχνά, ‘τιγράκι’. Κάθε τόσο το στόλιζε με διάφορα επίθετα ανάλογα με την περίσταση. ‘Ύπουλο’ όταν από το πουθενά ξεπεταγόμουν και πηδούσα στην αγκαλιά του και κρεμόμουν πάνω του σαν μικρή μαϊμού. ‘Βάρβαρο’ κάθε που έψαχνα τα γραπτά του, κι΄ ακόμα χειρότερα όταν ζωγράφιζα πάνω τους. ‘Άγριο’ τις φορές που τον χτένιζα, ιδίως όταν τραβούσα και κολλούσα με σάλιο τα μαλλιά του ψηλά σε λοφίο και επέμενα να βγει έτσι από το σπίτι μας.
- Ξέρω και γω; Πλάκα δεν έχει; Αλήθεια τι θα πει έψιλον-τελεία, ρο-τελεία, έψιλον-τελεία μπαμπάκα;
- Και κάνεις επιδερμίδα σου ότι δεν ξέρεις τι σημαίνει, τιγράκι μου; Κοίτα, ξέβαψε το χρώμα κι έβαψε το κορμί σου. Θα το απορροφήσουν οι πόροι σου και θα μπει μέσα σου, βαθιά εντός σου και θα γίνει εσύ. Θα είναι εσύ, θα είσαι εσύ και όμως δεν θα ξέρεις τι είναι αυτό που έγινες. Καθόλου σοφή απόφαση τιγράκι μου, καθόλου σοφή για ένα πανέξυπνο τιγράκι σαν εσένα. Την σημαία που κρατάς, -αν κρατήσεις ποτέ σου-, να ξέρεις καλά τι δηλώνει κι΄ απ΄ έξω κι΄ από βαθιά μέσα της. Και να θυμάσαι πως μέσα μας το αίμα μας είναι κόκκινο κι όχι γαλάζιο σαν των βασιλιάδων, χαμογέλασε με ένα αστείο που μόνο εκείνος κατάλαβε γιατί εγώ δεν ένιωθα και τόσο περήφανη και ξαφνικά ένιωσα ζαλάδες!
Σηκώθηκε, μου χάιδεψε το κεφάλι και πάλι, μου έσκασε ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο, έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα στον Κώστα τον φούρναρη που έσκυψε το κεφάλι ντροπιασμένος, και μπήκε στο σπίτι μας.
- Τι σαματά κάνει το τιγράκι σου έξω Δημήτρη μου;
- Σημαιοστολίστηκε Ε.Ρ.Ε. η κόρη σου κυρά-Νανά! Έφερε ο Κώστας αυτοκόλλητα της παράταξης και γέμισε την γειτονιά, τα φόρεσε και η κόρη σου σε χέρια και πόδια! Το τραβάει το αίμα της, ας είναι καλά ο θειός σου ο Στάικος ο βασιλο-φρενοβλαβής, έκανε λογοπαίγνιο ο πατέρας μου με τον βασιλόφρωνα αδελφό του παππού μου.
Τους άκουσα να χαχανίζουν σιγανά, σημάδι πως ο ‘σημαιοστολισμός’ μου δεν εξυπακουόταν τιμωρία το βράδυ και ότι το θέμα είχε λήξει με ενός λεπτού κήρυγμα.
Ξαφνικά εκείνα τα λερά μπλε αυτοκόλλητα άρχισαν να με ενοχλούν και ένιωσα την ανάγκη να ξύσω το σώμα μου από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Τα ξεκόλλησα ένα-ένα αηδιασμένη, και άφηναν στην θέση που ήταν το καθένα μια λιγδερή υγρή κόλα. Η επιδερμίδα μου κατακόκκινη πληγή όπου υπήρχε αυτοκόλλητο προηγουμένως. Έτρεξα στην βρύση να σαπουνιστώ, αλλά η φαγούρα δεν έλεγε να σταματήσει. Φαγούρα στο λαιμό, στο σώμα, στα μπράτσα, στα πόδια. Κόντεψα να πεθάνω εκείνο το βράδυ και οι γιατροί στο νοσοκομείο διέγνωσαν αλλεργικό σοκ! Γελάω κάθε φορά που το σκέφτομαι, αλλά το D.N.A. μου είναι τόσο κόκκινο και ...αριστερόστροφο που παθαίνω αλλεργία σε οτιδήποτε μπλε! Ίσως πάλι να ήταν και η τιμωρία που μου επέβαλε κάποια Ανώτερη Συμπαντική Δύναμη, -σίγουρα όχι μπλε χρώματος-, για την ύβρη που είχα έτσι ασυλλόγιστα διαπράξει. Τελικά ήταν ένα καλό μάθημα! Δεν ξανακόλλησα πάνω μου κανενός το χρώμα, το όνομα, ή τα πιστεύω...

No comments: