7. ΄Ονειρα και στάχτες -- γ. Δημήτρης και Νανά

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Δημήτρης συνέχισε το σχολείο. Τα όμορφα χρόνια της αφθονίας και ξεγνοιασιάς είχαν τελειώσει. Το πρωί έτρεχε στο σχολείο και όλη την υπόλοιπη μέρα έκανε θελήματα για να βγάλει δεκάρα-δεκάρα μερικές δραχμές να τις δώσει της μάνας του για τα χρειαζούμενα. Τα απογεύματα δούλευε γκαρσόνι στο ‘Κεντρικόν’, το παλιότερο και γνωστότερο καφενείο της πόλης. Όταν γυρνούσε στο σπίτι κατάκοπος τα βράδια, συνήθως μετά τα μεσάνυχτα γιατί είχε και μισής ώρας ποδαρόδρομο επιστροφή, αντί να κοιμηθεί έπεφτε με τα μούτρα στο διάβασμα. Τα μαθήματα του σχολείου τα τέλειωνε γρήγορα, και μετά συνέχιζε με ότι είχε δανειστεί από φίλους και καθηγητές. Τετράδια πολλά δεν είχε, στην πραγματικότητα είχε δυο μόνο, και η ιδέα πως θα μείνει στην μέση της σχολικής χρονιάς χωρίς γραφική ύλη ήταν ο μόνιμος εφιάλτης του. Η έλλειψη τετραδίων σήμαινε πως δεν μπορούσε να κρατήσει σημειώσεις όλων όσων διάβαζε, και έτσι τις σημειώσεις του τις αποθήκευε στο μυαλό του. Σύντομα απέκτησε το παρατσούκλι ‘ζωντανή βιβλιοθήκη’, αλλά εκείνος ονειρευόταν μια ζεστή βιβλιοθήκη κυρίως τους μήνες του χειμώνα.
Ο Δημήτρης δούλευε, διάβαζε, και πεινούσε, πεινούσε κάθε μέρα, πεινούσε χρόνια. Έτρωγε μόνο σαν γυρνούσε στο σπίτι από το σχολείο, ότι αποφάσιζε ο μεγάλος αδελφός πόσο θα φάει η οικογένεια, και έτρωγε αργά το βράδυ τα αποφάγια του καφενείου. Χόρταινε μόνο όταν τον έπαιρνε η Ζωή στο χωριό κάποια Σαββατοκύριακα. Μα ντρεπόταν κιόλας να πηγαίνει συχνά, δεν την μπορούσε την ζητιανιά, και προσπαθούσε να βρει δικαιολογίες να αποφύγει τα πολλά σούρτα-φέρτα στης αδελφής του το σπιτικό. Ο Γρηγόρης όμως δεν το έβαζε κάτω, όλο και με κάποιο τρόπο κατάφερνε να τον πάρει μαζί του στην επιστροφή για το χωριό κάθε φορά που κατέβαινε στην πόλη. Μέσα του ο Γρηγόρης έβραζε από θυμό εναντίον του Λάμπρου σαν έβλεπε να μετριούνται τα παΐδια του μικρού που λιμοκτονούσε. «Να μου δώσεις την μάνα και τον μικρό στο χωριό, λίγα έχουμε, αλλά δεν θα πεινάσουμε. Θα τους ζήσω εγώ και θα σπουδάσω το παιδί». Αλλά ο Λάμπρος αρνιόταν πεισματικά, δεν ήθελε να χρωστάει χάρες κανενός, όσα του έδινε η γη του με τόσα θα ζούσαν. Έτσι αποφάσισε εκείνος που ήταν ο άντρας της οικογένειας, έτσι θα πορευόταν η οικογένεια.
Κάθε φορά που ο Δημήτρης ανέβαινε στο χωριό η Μαρία η Γέραλη, η μάνα του Γρηγόρη που τον λάτρευε, άρχιζε το ίδιο τροπάριο.
- Όχου μωρέ γιόκα μου, πως είσαι έτσι σαν μπακαλιάρος παστός; Φθισικό θα καταντήσεις μάνα μου. Νηστικούς σας αφήνει ο άπονος ο Λάμπρος που κακό-χρόνο να μην έχει; Αμαρί μάνα μ’ όλο παΐδια είσαι, παιδί στην ανάπτυξη και νηστικό δεν κάνει.
Κι ενώ η γλώσσα της γινόταν ροδάνι και δεν έλεγε να σταματήσει να τα σούρνει στον Λάμπρο, τραβούσε τον Δημήτρη απ το μανίκι και τον έχωνε στο ‘βασίλειό’ της, την κουζίνα, που μόνο αυτή και η νύφη της η καλή, η Ζωίτσα της, ήξεραν να ‘κουμαντάρουν’.
- Έλα φάε αυτό, πιες και τούτο, και πριν προλάβει να καθίσει στη καρέκλα ο Δημήτρης είχε αραδιάσει μπροστά του φαγητά και καλούδια που ξεκινούσε να μαγειρεύει πριν ξημερώσει σαν έλεγε ο γιος της σε κείνη και την γυναίκα του από το προηγούμενο βράδυ «θα κατέβω στην πόλη αύριο κυράδες, χρειάζεστε τίποτα να σας κρατώ σαν γυρίσω;» «Το παιδί να μας φέρεις να το ταΐσουμε και αν μπορέσεις και την μάνα της Ζωίτσας», απαντούσε πρώτη η Μαρία, αλλά και οι τρεις τους ήξεραν πως η κυρά Ειρήνη ήταν πολύ περήφανη να παραδεχτεί πως κακοπερνούσε. Ήταν βέβαια λιγότερο περήφανη όταν είχε να κάνει με το μικρό της το παιδί και ποτέ δεν αρνήθηκε στον Γρηγόρη κάθε φορά που της έλεγε «κυρά-μάνα, να πάρω τον μικρό μαζί μου να με βοηθήσει με κάτι χαντάκια που θέλω να σκάψω και να τον κατεβάσω πάλι αύριο βράδυ νωρίς;» Την μια ήταν ‘κάτι χαντάκια’, την επόμενη ‘ένας φράχτης που τον έριξε η παγωνιά’, την τρίτη ‘να κουβαλήσουμε κάτι ξύλα για τον χειμώνα’, στο τέλος στέρευε από ιδέες ο έρμος ο Γρηγόρης και φτου κι απ’ την αρχή τα χαντάκια, οι φράχτες, και τα καυσόξυλα. «Ναι καλό μου να τον πάρεις αν θέλει να έρθει» απαντούσε η κυρά Ειρήνη και από μέσα της αναρωτιόταν αν αυτή η έλλειψη ποικιλίας στις δικαιολογίες ήταν επειδή ο γαμπρός της έπασχε από έλλειψη φαντασίας ή επειδή και οι δυο ήξεραν τον πραγματικό λόγο και τα λόγια ήταν μόνο για να κρατηθούν τα προσχήματα.

Ο Δημήτρης είχε πια κλείσει τα δεκάξι. Ο Λάμπρος είχε παντρευτεί την Χρύσα που έγινε η μυστική σύμμαχος του Δημήτρη σε ότι αφορούσε την παιδεία του. Κάθε φορά που η Χρύσα επισκεπτόταν το πατρικό της, η μητέρα της την ‘χαρτζιλίκωνε’ με κάποια ‘ψιλά’ ‘έτσι για το καλό’ και για να μην αναγκάζεται το κορίτσι να ζητιανεύει από τα λεπτά του άνδρα της. Εκείνες τις εποχές έτσι ήταν το σωστό και πρέπον, έστω κι αν την περιουσία του ο σύζυγος την αποκτούσε παίρνοντας προίκα από τον πεθερό, έστω κι αν το ρευστό και τα ακίνητα δίνονταν για την καλοπέραση της κόρης. Η ίδια δεν είχε δικαίωμα να ζητήσει -πόσο μάλλον να απαιτήσει- κάποιο ποσόν χωρίς να δώσει αναφορά που θα το ξόδευε. Με το που έχωνε το χαρτζιλίκι στο σουτιέν κάθε Σάββατο απομεσήμερο η Χρύσα έβγαζε φτερά στα πόδια και σαν έφτανε στην κεντρική πλατεία στεκόταν τάχα αδιάφορα και χάζευε τις βιτρίνες του εμπορικού καταστήματος ακριβώς απέναντι από το ‘Κεντρικόν’ που δούλευε γκαρσόνι ο Δημήτρης. Αυτό ήταν το κωδικοποιημένο μήνυμα ‘έχουμε ρευστό για ξόδεμα’. Ο ...γαμπρός της νύφης έβρισκε μια δικαιολογία και ξεπόρτιζε για να τρέξει στο μοναδικό ‘βιβλιοπωλείον – χαρτοπωλείον’ της πόλης, όπου ήδη είχε χωθεί βιαστικά για να μην την δουν πολλά μάτια η Χρύσα. Και εκεί άρχιζε το πανηγύρι! Ο βιβλιοπώλης μπήκε και εκείνος στο κόλπο ύστερα από μερικές επισκέψεις του περίεργου ζευγαριού. Που ακούστηκε παντρεμένη γυναίκα να τρέχει σε βιβλιοπωλεία να αγοράζει βιβλία και τετράδια στον μικρότερο αδελφό του άντρα της αντί να αγοράζει υφάσματα για φουστάνια και πούδρες να κρύψει τις ατέλειες του προσώπου της; Ευτυχώς που ο κύριος Νίκος Γιαννίκος την ήξερε από παλιά τι ‘φρούτο’ ήταν εκείνη η Χρύσα του Καλλίγερου, με τις εμμονές της για μάθηση, και δεν παραξενεύτηκε ιδιαίτερα την πρώτη φορά που επισκέφτηκε το μαγαζί του μετά τον γάμο της.
- Καλώς την Χρύσα μας, χαμογέλασε, ή να σε λέγω κυρία Θέου και στον πληθυντικό;
Το έκπληκτο ύφος της τον έκανε να γελάσει και τον συνόδευσε με το δικό της χαρούμενο γέλιο. Ο κύριος Γιαννίκος ήταν ο μοναδικός φίλος και εξομολογητής της. Ήταν ο μοναδικός που ήξερε ότι το ‘μυαλό της ζύγιζε καντάρια’, αλλά ήξερε επίσης ότι οι γυναίκες εκείνη την εποχή και σε εκείνους τους τόπους δεν είχαν καμία πιθανότητα σε θέματα που είχαν να κάνουν με σεβασμό του γυναικείου φύλλου και ισότητα όπως έγραφαν οι εφημερίδες και τα ‘προχωρημένα’ βιβλία που έρχονταν από Ευρώπες και Αμερικές. Εκείνος όμως ο σοφός και πολυδιαβασμένος γεράκος, την Χρύσα και κάμποσα άλλα κορίτσια ‘του ιδίου φυράματος’ όπως τις πείραζε -στην πραγματικότητα τα αγαπούσε, τα λάτρευε αυτά τα κορίτσια, ήταν ο πατέρας στην μόρφωση τους όπως περηφανευόταν τα βράδια στις προσευχές του στον Θεό των γραμμάτων- και σεβασμό άπειρο έτρεφε και τις θεωρούσε συνοδοιπόρους στην Γνώση.
- Τι θα σε κεράσω κυρία Χρύσα μας;
Αυτό ακριβώς έκανε κάθε φορά που επισκεπτόταν κάποιος το μαγαζί του. Κερνούσε γνώση!
- Τι καινούριο ήρθε από την τελευταία φορά που πέρασα κύριε Νίκο;
- Α! Λοιπόν αυτό εδώ σίγουρα θα είναι στα καινούρια σου ενδιαφέροντα δεσποινίς Καλλιτέρου ... κυρία Θέου, διόρθωσε τον εαυτό του με ένα αμήχανο χαμόγελο. Η Χρύσα του, το αγαπημένο του μυαλό το είχε δώσει ο πατέρας της σε έναν άνδρα που όχι μόνο δεν θα την απελευθέρωνε από τα δεσμά της αμάθειας αλλά αν ανακάλυπτε το κρυφό της πάθος θα το πάλευε σαν επικίνδυνο αντίζηλο και εχθρό. Και δυστυχώς τέτοιοι εχθροί πάντα έχαναν και τις μάχες και τους πολέμους, δεν ήταν η πρώτη φορά που θα το έβλεπε να συμβαίνει ο κύριος Γιαννίκος.
- Αναφέρεται στα στάδια εγκυμοσύνης, ακόμα και εικόνες, σχέδια δηλαδή του εμβρύου, έχει. Να ξέρεις την ομορφιά του παιδιού σου πριν ακόμα αρχίσει να δημιουργείται. Ίσως σε τρομάξει στην αρχή Χρύσα μας, αλλά πρέπει να ξέρεις τις αλλαγές που θα παρατηρείς στον εαυτό σου, και συγκρίσεις με το βιβλίο να κάνεις, και να εκπαιδεύσεις και το σώμα και το πνεύμα σου. Στο κάτω-κάτω να έχεις και μια δεύτερη γνώμη εκτός από τις συμβουλές και τα γιατροσόφια της μαμής.
- Χμμμμ!, μούγκρισε δυσανασχετώντας η Χρύσα, δεν είμαι έτοιμη για τέτοια εγώ!
- Καλά ‘σουφραζέτα’ μου κούνα την μαντίλα σου προς το παρόν, αλλά όταν ‘θα σε βρει το κακό’, είμαι σίγουρος ότι θα είσαι η καλύτερη μάνα που γνώρισε ο πλανήτης τούτος.
- Αλήθεια το πιστεύεις πως με τόσο αντριλίκι που κουβαλάω, -κατά λάθος με γέννησε θηλυκό η μάνα μου-, θα γίνω μάνα;
Πόνεσαν τα σωθικά του Νίκου μ’ αυτό που άκουσε. «Είναι τόσο επαναστατημένη ψυχή που ακόμα και την φύση της αμφισβητεί», σκέφτηκε ο γέρος βιβλιοπώλης. «Να δεις που ο Θεός των ανθρώπων αν είναι εκδικητικός στην επόμενη ζωή της θα την κάνει αρσενικό που θα ’θελε να είχε γεννηθεί γυναίκα».
Και μάλλον αυτή την σκέψη του την άκουσε ο θεός των ανθρώπων και επειδή σίγουρα έχει περίεργο χιούμορ (η εκδικητική πλευρά του δεν έχει τετελεσμένα αποδειχτεί), φρόντισε να της δώσει ένα γιο, μοναχογιό, που γεννήθηκε γυναίκα σε σώμα αρσενικό! Το γεγονός αυτό πάντως αποδεικνύει όσα πρεσβεύουν οι κλήροι κάθε θρησκεύματος: ο θεός διαβάζει ακόμα και τις πιο μύχιες σκέψεις μας, γι’ αυτό καλού-κακού να μην σκεφτόμαστε και πολύ μην μας βρει κανένα κακό... Τι κατάφεραν τελικά ‘οι αρχαίοι ημών πρόγονοι’ που βόλταραν σε κήπους φορώντας σεντόνια αντί για ρούχα της προκοπής με την πολύ σκέψη, το κριτικό μυαλό και τους δώδεκα θεούς που τους μπέρδευαν τις σκέψεις; Χάθηκαν μέσα στον χρόνο. Ενώ ο ένας Θεός, εκτός από πανταχού παρών είναι και παντογνώστης και καθοδηγητής μας και μας έβγαλε από τον κόπο να σκεφτόμαστε και να κρίνουμε. Μας έδωσε την τροφή μασημένη, έτοιμη σε νόμους και εντολές και μας έσωσε!
- Είσαι πολύ έξυπνη και διάβασες πολύ για να απαντήσεις την ερώτηση που έθεσες μόνη σου. Είσαι γυναίκα, δυστυχώς, αγαπητή μου Χρύσα, και μοιραία θα γίνεις μητέρα, το πόσο καλή όμως δεν θα το καθορίσει το σώμα σου αλλά η καρδιά σου. Και εκεί σου έχω εμπιστοσύνη, θα είναι τυχερά τα παιδιά που θα σε έχουν μάνα. Λοιπόν, αυτό το βιβλίο σού το κάνω εγώ δώρο για να προετοιμαστείς, και εσύ διάλεξε τι άλλο θα αγοράσεις γιατί έχω και γω οικογένεια να ζήσω.
- Θέλω να κάνω δώρο στον αδελφό του Λάμπρου, ένα βιβλίο μα δεν ξέρω τι. Μετά τον γάμο άρχισα να κουβαλάω τα βιβλία μου στο σπίτι κάνα-δυο την φορά να μην με πάρουν χαμπάρι. Τα έκρυβα στον πάτο του σεντουκιού με τα καλά μου τα προικιά. Αλλά γέμισε γρήγορα και μου έστειλε και δεύτερο η μάνα μου. Τα γέμισα και τα δυο με βιβλία και πάνω-πάνω τα σκέπασα με τα προικιά. Μια μέρα βρήκα το δεύτερο σεντούκι ανακατεμένο και παραμόνεψα. Έπιασα τον Δημήτρη ένα βράδυ να χώνεται στο δωμάτιο με τα προικιά μου με ένα από τα βιβλία μου κρυμμένο κάτω από το πουκάμισο -λες και δεν φαινόταν ολόκληρο βιβλίο να ξεπετιέται σαν κοιλιά γκαστρωμένης- να το βάζει πάλι στο σεντούκι και να παίρνει άλλο, να το χώνει πάλι κάτω απ΄το πουκάμισο και να φεύγει σαν κλέφτης. Με το που με είδε στην πόρτα φάντη-μπαστούνι του έπεσαν τα μούτρα, αναψοκοκκίνισε και παρά λίγο να λιγοθυμήσει.
- Και συ τι έκανες; ρώτησε ο Νίκος σκασμένος στα γέλια. Τον ήξερε τον γιο του Ανέστη του Θέου από μικρό παιδάκι, από τις εποχές που τον έφερνε ο πατέρας του να διαλέξει παραμύθια και εκείνο το διαβόλι έτρεχε και κατέβαζε όλα τα βιβλία από τα ράφια και καθόταν με τις ώρες διαβάζοντας ότι μπορούσε όσο ο Ανέστης και ο Νίκος έπιναν αργά-αργά τις πορτοκαλάδες τους.
- Σιγά να μην του την χάριζα του παλιοκλέφτη έκανε δήθεν μουτρωμένη η Χρύσα. Του είπα, όσο πιο αυστηρά μπορούσα, πως την επόμενη φορά που δεν θα τακτοποιούσε τα προικιά μου τα σιδερωμένα και κολλαρισμένα θα θύμωνα πολύ. Με κοίταξε έκπληκτος και ξέρεις τι μου είπε; «Μέχρι να τα διαβάσω όλα δεν θα πω σε κανένα πως έχεις κουβαλήσει στοίβες βιβλία στο σπίτι. Από κει και πέρα να αρχίσεις να ανησυχείς!» Καλά σε ποιόν έμοιασε αυτό το παιδί κύριε Νίκο; Ο Λάμπρος ακόμα και την εφημερίδα την διαβάζει σε δόσεις, και αυτό το νιάνιαρο μου τα διάβασε όλα τα βιβλία μου, τι θα κάνω τώρα που θα με προδώσει; έκανε τάχα τρομοκρατημένη αλλά με περηφάνια η Χρύσα. Χώρια που μου γίνεται και τσιμπούρι, με παραμονεύει πότε θα με ξεμοναχιάσει στην κουζίνα που μαγειρεύω και μου έρχεται καλός και διαλεγμένος, και μου αρχίζει τις συζητήσεις πότε για το ένα και πότε για το άλλο βιβλίο. Και καλά εκεί δεν με κουράζει, όταν όμως μου ξεκινάει με ένα βιβλίο και κάνει αναφορές σε άλλο με πεθαίνει, τον χάνω, και κάθομαι και τον χαζεύω σαν χάνος. Και είναι λες και μου διαβάζει απ’ έξω κεφάλαια ολόκληρα, με βοηθάει κιόλας «ξέρεις Χρύσα τι εννοώ ε; Ο τάδε, στην σελίδα τάδε, λέει το τάδε, που ο δείνα, στο δείνα βιβλίο, στην σελίδα δείνα διαφωνεί λέγοντας μπλα μπλα μπλα...»
- Τέτοιο μυαλό ε;
- Τέτοιο, τέτοιο, και ειλικρινά δεν ξέρω πια τι άλλο θα του άρεσε να διαβάσει. Τα δικά μου βιβλία ήταν δικές μου επιλογές, είναι σαν να περπατάει στα δικά μου τ’ αχνάρια, αλλά δεν πρέπει ο δικός του δρόμος να χτιστεί με ψηφίδες που θα διαλέξει εκείνος; Δεν λέω είναι ευτυχία να μοιράζομαι όλα όσα διάβασα με κάποιον που αγαπώ, έχω αδελφό τώρα πια, αλλά δεν είναι ώρα του να διαλέξει τα δικά του προσωπικά φτερά για τους απέραντους ορίζοντες;
Εκείνο το απομεσήμερο η Χρύσα δεν αγόρασε κανένα βιβλίο για τον αδελφό της τον Δημήτρη, αλλά την επόμενη μέρα του ζήτησε να την συνοδεύσει μέχρι το κατάστημα υφασμάτων και μόλις έφτασαν στην κεντρική πλατεία τον απήγαγε στο ‘βιβλιοπωλείον-χαρτοπωλείον’ του Νίκου Γιαννίκου για να διαλέξει ο ίδιος ο Δημήτρης τα ‘δικά του φτερά για τους απέραντους ορίζοντες’. Συχνά-πυκνά απομεσήμερα Σαββάτου χτυπούσε το καμπανάκι το κρεμασμένο στην εσωτερική πλευρά της εισόδου του βιβλιοπωλείου-χαρτοπωλείου (που σήμαινε πως κάποιος πελάτης ήρθε), και ο ηλικιωμένος ιδιοκτήτης χαμογελούσε και καλωσόριζε το περίεργο ζευγάρι.
- Καλώς τα αδέλφια Θέου!

Η Χρύσα είχε λύσει δυο από τα άμεσα προβλήματα του Δημήτρη. Τροφή και παιδεία. Ο έφηβος είχε πάψει να πεινάει σωματικά και πνευματικά. Μεταξύ τους αναπτύχθηκε μια οικειότητα που όλοι την αποδέχτηκαν και όταν άρχισαν να απευθύνεται ο ένας στην άλλη σαν αδελφή και αδελφός κανένας στην οικογένεια δεν έδειξε να εκπλήσσεται ιδιαίτερα.
Ο Λάμπρος ήταν ευτυχισμένος με τα χωράφια και τα ζώα του. Η Χρύσα ήταν ευτυχισμένη που απέκτησε έναν μικρότερο αδελφό, αν και όπως του ομολόγησε πολλά χρόνια αργότερα θα προτιμούσε έναν μεγαλύτερο αδελφό που θα μπορούσε να του ρίξει και κανένα χαστούκι όταν της έβγαζε γλώσσα, αλλά δεν της έκανε καρδιά να δέρνει μυξιάρικα! Η Χρύσα έγινε ακόμα πιο ευτυχισμένη όταν απέκτησε το πρώτο της παιδί, που σήμαινε πως σε λίγα χρόνια τα βιβλία της θα περνούσαν στα χέρια της νέας γενιάς. Κάθε εγκυμοσύνη της γινόταν πηγή καινούριων ονείρων. Η Χρύσα έβλεπε ένα μέλλον γεμάτο παιδιά και βιβλία, παιδιά και γνώση, παιδιά που θα έφτιαχναν έναν καλύτερο κόσμο όπου η μόνη διαφορά μεταξύ αρσενικού και θηλυκού θα ήταν εκείνες οι ευλογημένες ώρες πόνου της μάνας να φέρει στον κόσμο άλλο ένα ανθρώπινο πλάσμα.
Ο Δημήτρης ήταν σχεδόν ευτυχισμένος. Αν και η Χρύσα δεν αντικατέστησε ποτέ την πολυαγαπημένη Ζωίτσα έγινε μια φίλη-αδελφή, ένας άνθρωπος που ξεκίνησε σαν πηγή γνώσης. Η μάνα του και η εξ αίματος αδελφή του ήταν γυναίκες που όσο και αν τον αγάπησαν δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν τις πνευματικές του αναζητήσεις. Όσο κι αν τις αγάπησε και εκείνος δεν θα μπορούσε να μοιραστεί μαζί τους αγωνίες και προβληματισμούς που ήταν άλλης εποχής και νοοτροπίας. Η Χρύσα είχε και γνώση και ζέση, η Χρύσα ήταν ο πρώτος αντίπαλος σε αντιπαραθέσεις με Λόγο και λόγο.

Παρ’ όλο που η οικογένεια δεν πεινούσε πια, ο Λάμπρος δεν ‘ξόδευε περιουσίες για ντισίδια και φτιασίδια’ όπως ονόμαζε τον απαραίτητο ρουχισμό. ‘Ένα-δυο μπαλώματα στα ρούχα και τα παπούτσια του Δημήτρη που κάθε μέρα ψήλωνε δεν πείραζαν, κάθε μήνα καινούρια θα αγοράζουμε; Ας φορούσε και τα παλιά, τα φορεμένα του μεγαλύτερου αδελφού!’
Εκείνη την ημέρα τα πολλές φορές μπαλωμένα, που άλλο μπάλωμα δεν έπαιρναν, παπούτσια του Δημήτρη τον πρόδωσαν. Ήταν η ώρα της γυμναστικής, και μετά από ασκήσεις που συνήθως εξαντλούσαν σωματικά τους νεαρούς του «Αρρένων», ο καθηγητής τους χάριζε ένα δεκάλεπτο να ασχοληθούν με το ποδόσφαιρο. Η μπάλα ήταν ένα τρισάθλιο μουσικό αντικείμενο που είχε το παρατσούκλι ‘το κεφάλι του Ηρώδη’. Κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς συμβόλιζε η ονομασία και πότε είχε δοθεί. Υπέθεταν πως ίσως να μην ήταν το πρώτο και αυθεντικό ‘κεφάλι του Ηρώδη’ που απέκτησε το σχολείο, αλλά και η αντικατάσταση συνέχισε να κρατά τον ...τίτλο. Φυσικά το επίσημο όνομα ήταν ‘ποδοσφαιρική σφαίρα’ όπως ακριβώς ήταν η ακριβής ονομασία του αντικειμένου κατά τον καθηγητή που αδιαφορούσε επιδεικτικά όσο οι νεαροί του ζητούσαν να πάρουν το ‘κεφάλι του Ηρώδη’ να παίξουν μπάλα. Όταν όμως η ορολογία που χρησιμοποιούσαν ήταν η πρέπουσα, δηλαδή ποδοσφαιρική σφαίρα, τότε το βλοσυρό ύφος μετατρεπόταν σε συγκαταβατικό χαμόγελο που συμπλήρωνε την προτροπή: «όχι δυνατές κλοτσιές παιδιά μην σκάσει το κεφάλι του Ηρώδη!»
Ο Δημήτρης είχε ανάμεσα στα πόδια του την μπάλα, και έτρεχε προς της αντίπαλης ομάδας το τέρμα που ήταν δυο πορτοκαλιές (πάντα γυμνές από καρπούς) στο τέλος της σχολικής αυλής. Από πίσω του ένα αλαλάζον πλήθος άλλοι να το αρπάζουν απ’ το πουκάμισο, άλλοι να του βάζουν τρικλοποδιές. Ούτε καν οι βασικοί κανόνες του παιχνιδιού δεν διατηρούνταν από τους ‘αθλητές’, ακόμα και παίχτες της δικής σου ομάδας είχαν το ...ιερό δικαίωμα να σε πετάξουν στο έδαφος και να συνεχίσουν παίρνοντας την μπάλα για να βάλουν εκείνοι το πολυπόθητο ‘γκολ’. Ο ομαδικός αθλητισμός στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα περισσότερο από βίαιες επιθέσεις από όλους προς όλους για την επίτευξη της τελικής ατομικής επίδειξης και ανάδειξης. Αλλά ο Δημήτρης ήταν δύσκολος αντίπαλος. Έτρεχε πιο γρήγορα κι απ’ τον άνεμο, και έκανε πονηριές πετώντας την μπάλα αριστερά, στρίβοντας δεξιά, και ενώ η μαρίδα άλλαζε φορά προς τα δεξιά εκείνος ξαναγύριζε στην διαδρομή της μπάλας και σκόραρε το γκολ. Ο καλύτερος κυνηγός του ήταν ο ‘Χαρίλης ο φίδης’ όπως ονόμαζε μόνο με τους στενότερους του φίλους τον νεαρό συμμαθητή τους. Ο Χαρίλης καταγόταν από το χωριό που ζούσε η Ζωή, και έβγαλε το δημοτικό στο διπλανό Μεγαλοχώρι. Αλλά πέρασε στο γυμνάσιο με καλή σειρά ανάμεσα στους πρώτους δέκα και ‘τσόνταρε’ όλο το χωριό να στείλουν να σπουδάσει το παιδί στην πόλη γιατί ήταν τιμή τους τέτοιο γερό μυαλό να αντιπροσωπεύσει το χωριό τους. «Ο Χαρίλαος είναι παιδί σεβαστικό και θα μας το ξεπληρώσει κάποτε» είχε πει συγκινημένος ο Θοδωρής ο Τσιάμος, ο πιο πλούσιος του χωριού που είχε χώσει το χέρι στην τσέπη πιο βαθιά απ’ όλους. Και ο Χαρίλης δεν του χάλασε το χατίρι κάμποσα χρόνια αργότερα. Το ξεπλήρωσε το μισό χωριό σφάζοντας όσους συγχωριανούς ήξερε ότι δεν συμμερίζονταν τις πολιτικές του ανησυχίες μέσα σε ένα βράδυ... Ο γέρο Τσιάμος που ήδη είχε ακούσει από άλλους πως ήταν το ‘πρώτο καθίκι που θα του κόψω το κεφάλι πέρα-πέρα σαν μπω στο χωριό’ δεν πίστεψε ποτέ πως «το καλό και σεβαστό παιδί του χωριού μας έλεγε τέτοιες απρέπειες και ήταν τόσο πολύ ‘βαμμένο’». Δυστυχώς ο γέρος είχε κάνει λάθος. Ήταν ο πρώτος νεκρός που έχασε την ζωή του στην κεντρική πλατεία του χωριού έτσι όπως το είχε υποσχεθεί στον εαυτό του ποιος ξέρει από πότε ο Χαρίλης. Δημήτρης και Χαρίλης γνωρίζονταν από μικρά παιδιά, ποτέ δεν έκαναν παρέα, αλλά όταν πια ήταν στο ίδιο γυμνάσιο, στην ίδια τάξη, και στο ίδιο τμήμα βρέθηκαν σε τεμνόμενες τροχιές. Αν είχαν λίγους μέρες διαφορά ηλικίας ο Δημήτρης θα ήταν ένα ακαδημαϊκό χρόνο μικρότερος, και οι συγκρίσεις θα ήταν λιγότερο επώδυνες. Αλλά ο Δημήτρης είχε γεννηθεί ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός, είχε την στόφα του ηγέτη, ήταν ο φυσικός ηγέτης. Ο Δημήτρης ήξερε να συγχωρεί, και δεν τυφλωνόταν από εκδικητικές παρορμήσεις. Ο Χαρίλης αν και ευφυέστατος τα οράματά του κάποτε ξεκίνησαν για το ‘κοινό καλό’, για τον φτωχό, για τον λαό, αλλά συνέχισαν σε πολλαπλά και συχνά αιματηρά λάθη τα οποία συγκαλύφθηκαν από τους συντρόφους εκείνης της σκοτεινής ιστορικής εποχής της Ελλάδας κυρίως από την ανάγκη να υπάρξει ή να δημιουργηθεί ένας ηγέτης μετά την εκούσια απομάκρυνση του πραγματικού ηγέτη. Ο Χαρίλης είχε την στόφα του ‘δεύτερου’, και θα ήταν ένας εξαιρετικός δεύτερος κάτω από την εποπτεία ενός ‘πρώτου’ με ιδανικά και οράματα και αίσθημα δικαιοσύνης και σεβασμού προς την ζωή σαν τον Δημήτρη. Ο Χαρίλης χωρίς τέτοια ‘κηδεμονία’ έσπειρε μίσος και θάνατο, και αν και ‘αγιοποιήθηκε’ από την αριστερή προπαγάνδα, όσοι ήξεραν, ήξεραν πόσο επικίνδυνο ήταν να βρίσκεσαι κοντά του ή λίγο πιο κάτω στη ‘πυραμίδα ηγεμονίας’.
Ο Δημήτρης είχε ανάμεσα στα πόδια του την μπάλα, και έτρεχε προς το τέρμα της αντίπαλης ομάδας. Ζύγιασε την απόσταση, και του φάνηκε πως ήταν καιρός για άλλο ένα γκολ. Σταμάτησε με την μπάλα ανάμεσα στα πόδια, και την κλότσησε με το αριστερό. Η μπάλα τέλειωσε την διαδρομή της ανάμεσα στις δυο πορτοκαλιές που ποτέ δεν καρποφορούσαν, αλλά εκείνη την ημέρα τα πολλές φορές μπαλωμένα, που άλλο μπάλωμα δεν έπαιρναν, παπούτσια του Δημήτρη τον πρόδωσαν. Κλοτσώντας την μπάλα, η αυτόνομα σκεφτόμενη σόλα του δεξιού του παπουτσιού αποφάσισε να ακολουθήσει την τροχιά της μπάλας. Οι ιπτάμενες σόλες, τα ιπτάμενα τακούνια, και παντελόνια που ακολουθούσαν τον νόμο της βαρύτητας ήταν τότε πολύ ‘της μόδας’, ιδιαίτερα ανάμεσα στα φτωχότερα παιδιά. Συνήθως τα αγόρια ξεσπούσαν σε χάχανα πειράζοντας τον ατυχή που ρεζιλεμένος περιμάζευε την σόλα, ή το τακούνι ή σήκωνε και έσφιγγε με τριχιά το πεσμένο στην γη παντελόνι, και σε λίγο το συμβάν είχε πλέον ξεχαστεί. Η σόλα του δεξιού παπουτσιού του δεκαεξάχρονου Δημήτρη απογειώθηκε και πέταξε στην σύντομη πρωταγωνιστική της σκηνή και προσγειώθηκε δίπλα από το Γιώργο Παπαγεωργίου.
Ο Γιώργος την πρώτη μέρα στο γυμνάσιο, όταν ο φιλόλογος ζήτησε απ όλους τους μαθητές να μιλήσουν για τον εαυτό τους, παπαγάλισε τις γεμάτες κομπασμό δηλώσεις του πατέρα του: Κύριε δικαστά η οικογένεια Παπαγεωργίου έχει μακράν ιστορία και γενεών καταγωγή από την περιοχή μας ανήκουσα εις την ανωτέραν κοινωνικο-πολιτικήν τάξην της πρωτευούσης του νομού τούτου, αν δηλαδή είμεθα Γερμανοί υπήκοοι θα είμεθα γαλαζοαίματοι!» Αυτό το ‘γαλαζοαίματοι’ του στοίχησε του καημένου του Γιώργου μια γερή μπουνιά που του έσπασε την μύτη στο πρώτο διάλειμμα. Στον πανικό που δημιουργήθηκε, ο Γιώργος να κλαίει γοερά, κανα-δυό καθηγητές να προσπαθούν να σταματήσουν την αιμορραγία, ο Γιώργος να βελάζει σαν σφαχτό, ο γυμνασιάρχης να είναι στην διαδικασία αποκόλλησης του δεξιού αυτιού του ταραχοποιού-εγκληματία-μποξέρ, και ο ταραχοποιός-εγκληματίας-μποξέρ να φωνάζει τα δίκια του: «Πως αλλιώς καλέ κύριι θα έγλεπα γαλάζιου αίμα; Ιμείς ούλ’ στου χωριό κόκκινου έχμι, να μη δω κι γω πως ίνι οι γαλαζουαίματ’ απού μέσα;» «Η ομολογουμένως φοβερά αύτη παρεξήγησις κύριε Παπαγεωργίου οφείλετε είς την επιστημονικής φύσεως περιέργειαν του εν λόγω μαθητού όστις δεν αντελήφθη την έκφρασιν ‘γαλαζοαίματος’ ως οικονομικο-πολιτικήν ανωτέραν κοινωνική τάξην και δεν ανήκει εις την σφαίραν της από σκοπού κοινωνικής διαταραχής επίθεσιν», όπως εξήγησε ο κύριος γυμνασιάρχης στον πατέρα Παπαγεωργίου την επόμενη μέρα που επισκέφτηκε το ‘Γυμνάσιον Αρρένων’. «Θα ζητήσω την κατανόηση σας κυρίως επειδή μια πιθανώς αυστηροτέρα τιμωρία θα δημιουργούσε δυσάρεστες αντιδράσεις εναντίον του ιού σας από την πλευρά κάποιων άλλων μαθητών οι οποίες θα είχαν αρνητικές συνέπειες εις την αποδοχή του από την ευρύτερα μαθητικήν κοινωνίαν». Το όλο λογίδριο στην απλή καθομιλουμένη την επονομαζόμενη ‘μαλλιαρή’ σήμαινε: «Τα ΄θελε και τα ΄παθε ο γιόκας σου, το να δηλώσεις πως έχεις γαλάζιο αίμα μυρίζει αίμα η κατάσταση. Το αγοράκι σου ξεκίνησε πόλεμο με τέτοιες δηλώσεις και κάτι άλλα αγοράκια θα προσπαθήσουν να του σπάσουν άγρια τον τσαμπουκά σπάζοντάς του κάθε τόσο και κανένα πλευρό πέφτοντας κατά λάθος πάνω του στο παιχνίδι, θερίζοντάς τον με τρικλοποδιές, και ότι άλλο έχουν μάθει σαν αυτοπροστασία και επίθεση. Επειδή εγώ σαν γυμνασιάρχης δεν θέλω σύρραξη και πόλεμο κοινωνικών τάξεων στο σχολείο μου του μάτωσα το αυτί, αίμα για αίμα, και το θέμα έκλεισε!» Και όντως το θέμα έκλεισε και η σχέση γυμνασιάρχη και μεγαλοδικηγόρου έμεινε αλώβητη με τον γυμνασιάρχη να χτυπά φιλικά την πλάτη του πατέρα συνοδεύοντάς τον στην έξοδο του κτιρίου: «Έχομεν να αντιμετωπίσομεν μικρά θηρία αγαπητέ, απαίδευτους νόες οίτηνες χρίζουν εκπαίδευσης και παιδείας ώστε να αποδεχθώσι την ανωτερότητα τινών φυλών και ανθρώπων. Δεν ευθύνονται όμως ούτοι δια τας ισοπεδωτικάς των κοσμοθεωρίας αλλά το περιβάλλον εις το οποίον δυστυχώς ανεπτύχθησαν...» Με αυτή την δήλωση ο γυμνασιάρχης ξεκαθάριζε την θέση του: «Εγώ είμαι εδώ να φέρω στον ίσιο δρόμο όλους όσους πιστεύουν ότι είμαστε όλοι ίσοι. Έξι χρόνια ζωής και εκπαίδευσης στην μικρογραφία της κοινωνίας που είναι το σχολείο θα τους κόψει τα φτερά για επαναστάσεις και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Άλλωστε αυτή δεν είναι η μυστική ατζέντα του σχολείου ανά τους αιώνες; Συντήρηση και διατήρηση του κοινωνικού ‘στάτους’ Ότι ανήκει στην τάξη που έχει την δύναμη να μην περάσει στα χέρια των άλλων τάξεων, και την διατήρηση αυτής της δύναμης με κάθε εφικτό (αλλά και ανέφικτο αν χρειαστεί) τρόπο.
Είχαν περάσει σχεδόν τέσσερα χρόνια από την πρώτη μέρα στο γυμνάσιο. Ο Γιώργος εντάχτηκε στη παρέα των ‘πλουσιόπαιδων’ που άλλα ήταν περισσότερο ή λιγότερο γαλαζοαίματα όπως και εκείνος, και άλλα δεν ήταν καθόλου γαλαζοαίματα αλλά είχαν πλούσιο πατέρα. Το θέμα της καταγωγής από βασιλική γενιά στην Ελλάδα ο λαός το θεωρούσε γελοίο. Ποιος είχε τα διαπιστευτήρια ότι η γενιά του έφτανε τους βασιλιάδες της αρχαιότητας; Ούτε καταγραμμένη ιστορία υπήρχε, ούτε στις προφορική παράδοση δεν υπήρχαν απόγονοι των βασιλιάδων της αρχαίας ή της βυζαντινής εποχής που να κατέφυγαν στην περιοχή μας. Οι Γερμανόφωνοι γαλαζοαίματοι που μας επιβράβευσε και επιδότησε η κυρία Ευρώπη ήταν ιστορικά επιβεβαιωμένο πως δεν είχαν πατήσει πόδι στα μέρη μας, άρα δεν υπήρχε περίπτωση τεκνοποίησης με θηλυκό του κάμπου μας. Κατά συνέπεια οι αυτοαποκαλούμενοι γαλαζοαίματοι ήταν απόγονοι κάποιων οικογενειών που είχαν καλή σχέση με τους επί τετρακόσια χρόνια κατακτητές, και για να υπάρχουν τέτοιες αγαστές σχέσεις ο πατριωτισμός δεν χτυπούσε δυνατά στις φλέβες αυτών των ‘γαλαζοαίματων’. ‘Γαλάζιο’ ήταν μόνο το χρυσάφι στα σεντούκια τους και το χρώμα του κόμματος που ψήφιζαν. Αν κάποια οικογένεια είχε δικαίωμα να υποστηρίξει πως καταγόταν από βασιλική γενιά ήταν οι Δημητρίου, αλλά και εκείνων το αίμα ερχόταν από άλλους τόπους και τέτοιες ανησυχίες και διεκδικήσεις δεν είχαν από την μέρα που ο Γιάρεκ Δημήτριεφ, ο δευτερότοκος του Ρουμάνου βαρόνου βγήκε από το κάστρο του πατέρα του όρθιος πάνω στην άμαξά του κρατώντας τα γκέμια των αλόγων οδηγώντας όπως η παράδοση πρόσταζε την οικογένειά του σε τόπους μακρινούς.

Η σόλα του δεξιού παπουτσιού του Δημήτρη προσγειώθηκε δίπλα από το Γιώργο Παπαγεωργίου. Ο Γιώργος που δεν συμπαθούσε τα φτωχόπαιδα, γύρισε και κοίταξε περιφρονητικά το ‘ανυπάκουο’ μέρος του παπουτσιού και απευθύνθηκε δεικτικά στον ιδιοκτήτη του παπουτσιού.
-Θέο, βρε Θέο, κομμένε, ραμμένε, και χιλιομπαλωμένε, σου ‘φυγε ένα κουρέλι ρε! Έλα, μάζεψε το απ’ τα πόδια μου...
Ο έφηβος Δημήτρης κατακοκκίνισε από την ντροπή. Αν και ήταν ευγενικός και αξιαγάπητος, ο καλύτερος μαθητής της τάξης του, αλλά με ένα εμφανέστατο ελάττωμα: ήταν φτωχός, δεν ανήκε στο ‘κλαμπ’ των πλουσίων. Κατά συνέπεια δεν ήταν ‘ίσος’ με τους πλούσιους ‘ίσους’, αν και ο ίδιος δεν ένιωθε λιγότερο ίσος από οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο πλάσμα. Δυστυχώς αυτά ήταν μια ‘επικίνδυνη θεωρία’ όπως έλεγαν οι καθηγητές του, ουτοπίες που αποπροσανατολίζουν τους νέους, που οδηγούν σε μίσος και εξεγέρσεις. Για δέστε πως κατέστρεψε στην Τσαρική Αυτοκρατορία ένας χειραγωγημένος εκδικητικός όχλος. Κανένας σεβασμός σε αξίες, παραδόσεις, αυτοκράτορες, και εκκλησία. Ο Δημήτρης άλλα διάβαζε στα βιβλία και άλλα φρονούσε, κρατούσε όμως την δική του κοσμοθεωρία για τον εαυτό του προς το παρόν. Μια εσωτερική φωνή τον προειδοποιούσε πως δεν ήταν ακόμα έτοιμος να αντιπαραταχθεί και να πολεμήσει με τον λόγο του την συντήρηση. Σε επιθέσεις συμμαθητών του ‘κλαμπ των πλουσιόπαιδων’ δεν απαντούσε, γύριζε την πλάτη και αποχωρούσε. Και τι να έκανε αλήθεια; Να έδενε τον Γιώργο και τον κάθε Γιώργο σε μια καρέκλα και να του έκανε κήρυγμα με το ζόρι έτσι όπως οι παπάδες τους έκαναν πλύση εγκεφάλου κάθε Κυριακή πρωί στον σχολικό εκκλησιασμό; Ο Δημήτρης δεν είχε απουσιάσει ποτέ, όχι γιατί φοβόταν μην θεωρηθεί ‘επικίνδυνο στοιχείο’ αλλά γιατί άκουγε με προσοχή το ‘από άμβωνος κήρυγμα’ και το έκρινε σύμφωνα με τα δικά του πιστεύω. Το κάθε κήρυγμα κατέληγε διάτρητο, με κενά και αντιφάσεις. Αυτός ο Θεός ο Παντογνώστης, ο Πάνσοφος, ο Θεός της Αγάπης, ο Θεός της Συγνώμης πως ήταν δυνατόν να τιμωρεί όσους δεν τον προσκυνούν, να στέλνει στρατούς φανατικών που στο όνομά του ξεκλήριζαν λαούς και κουλτούρες όπως ακριβώς έκανε κάθε στρατηλάτης, πως οδηγούσε γέροντες να υπακούουν τυφλά στην προτροπή του να θυσιάσουν τον μονάκριβο γιο; Ο Δημήτρης πίστευε στην αυτοδιάθεση, και το κριτικό πνεύμα που είχε αναπτύξει ερχόταν σε αντίθεση με τις απλοϊκές ερμηνείες του Χριστιανισμού που του έδινε ο κλήρος. Κάποια όμως στοιχεία της φιλοσοφίας αυτής της θρησκείας ήθελε να τα μελετήσει σε βάθος γιατί τον γοήτευαν. Μελέτησε τα βιβλία του Χριστιανισμού, απέρριψε το υλιστικό τυπικό και κράτησε το μεταφυσικό.
Ο Δημήτρης αποφάσισε πως η ανάγκη να ξανά ράψει την σόλα στο χιλιομπαλωμένο παπούτσι του και να αγνοήσει την κακεντρέχεια του Γιώργου ήταν πιο επιτακτική από το να του γυρίσει την πλάτη και να χάσει το πολύτιμο κομμάτι. Εσκυψε να μαζέψει την ιπτάμενη σόλα αλλά ο Γιώργος την κλότσησε την τελευταία στιγμή στέλνοντας την ανάμεσα στις δυο άκαρπες πορτοκαλιές. «Γκοοοοολ» φώναξε δεικτικά, «συγνώμη ρε Θέο, θα στείλω την υπηρέτρια στο καφενείο το απόγευμα να σου φέρει ένα-δυο ζευγάρια απ’ τα περσινά μου παπούτσια να μην περπατάς ξυπόλητος και συ ρε έρμο». Απόλυτη σιγή για μερικά δευτερόλεπτα, παγωμένη σιγή στην πρόκληση του Γιώργου, και μετά κοσμοχαλασμός. Ο Γεράσιμος Πασσάς, ο καλύτερος φίλος του Δημήτρη όρμησε πριν οι υπόλοιποι, πιο ψύχραιμοι, τον συγκρατήσουν.
-Τι λες βρε μαλθακέ ‘χαλβά, βρε μπούφο, ηλίθιο παγώνι, πως τολμάς να μιλάς έτσι στον Δημήτρη; Πως μιλάς έτσι σε όλους εμάς, λες και εσύ είσαι κολίγας και αφέντης; Πάνε αυτές οι εποχές, ζωντόβολο, η γενιά μας θα αλλάξει τον κόσμο, η γενιά μας θα σας περάσει σαν την ντροπή του αιώνα στην ιστορία.
Τα δυο αγόρια κυλίστηκαν στο χώμα στην τεράστια αυλή του Γυμνασίου Αρρένων. Ο καλοαναθρεμένος ζαχαρομπεμπές έσκασε στα λασπόνερα και έφαγε την κλωτσοπατινάδα που του χρωστούσε εδώ και καιρό ο Γεράσιμος. Ο αγώνας ήταν άνισος μιας και ο Γεράσιμος είχε καθοριστική ‘προϋπηρεσία’ έντεκα χρόνων σκληρής δουλειάς στα χωράφια κάτω από ήλιο ή κακοκαιρία, που είχαν γυμνάσει το σώμα του.
Ο Δημήτρης έτρεξε μαζί με κάποιους από την παρέα του να χωρίσει τους ...παλαιστές, πριν τους δουν οι καθηγητές που βόλταραν στην αυλή και πέσουν βροχή τα τραβήγματα αυτιών, οι ‘βιτσιές’, και οι αποβολές. Προσπάθησε να σηκώσει από το έδαφος τον Γεράσιμο, αλλά εκείνος κατά λάθος τον παρέσυρε και μπλέχτηκαν χέρια, πόδια, και κορμιά. Ο Παπαγεωργίου υιός έκλαιγε απαρηγόρητα γιατί οι δυο ‘αλιτήριοι’ του έσπασαν τα καινούρια του γυαλιά και πως θα παρακολουθούσε τα μαθήματα τις επόμενες ώρες, και ούρλιαζε με μια τσιριχτή φωνή πριμαντόνας ότι αύριο θα ερχόταν στο σχολείο με τον μπαμπά του να ζητήσει την παραδειγματική τιμωρία των δυο που μονίμως τρομοκρατούν με τις απειλές τους τα καλά και νομιμόφρονα παιδιά του σχολείου. Ο Γεράσιμος, με την αποβολή σίγουρη ‘στο τσεπάκι του’ του έριξε βιαστικά μερικές για ‘επιδόρπιο’, όσες περισσότερες τόσο καλύτερα.
Ο Δημήτρης ξαπλωμένος στις λάσπες σίγουρος και εκείνος για την επικείμενη αποβολή, και ενώ σκεφτόταν «άντε τώρα να εξηγήσω στην μάνα τον λόγο, ευκαιρία θα βρει ο Λάμπρος να γκρινιάξει να σταματήσω το σχολείο», ξαφνικά είδε τον ουρανό με τ’ άστρα ...ανάποδα, ή μάλλον ένα αστέρι να λάμπει την μέρα, ένα άγγελο να κατεβαίνει στην γη, το πιο όμορφο κορίτσι του κόσμου! Φορούσε μαθητική μπλε ποδιά και κρατούσε καφέ μαθητική τσάντα. Τα κόκκινα, σγουρά, μακριά μέχρι την μέση μαλλιά της αν δεμένα με μπλε κορδέλα όπως όριζαν οι αυστηροί κανόνες του Γυμνασίου Θηλέων ατίθασα πλαισίωναν το οβάλ πρόσωπο με την λεπτή-κρινένια επιδερμίδα που στολιζόταν οι χαρακτηριστικές χαριτωμένες ‘πρέκνες’ των κοκκινομάλληδων. Και Θεέ μου είχε τα πιο όμορφα πράσινα μάτια αυτό το κορίτσι. Ο Δημήτρης έμεινε ξαπλωμένος να θαυμάζει ξεδιάντροπα το πλουσιοκόριτσο που προσπαθούσε να κρυφτεί πίσω από τον φράχτη της πίσω αυλής του Γυμνασίου Αρρένων. Το ότι ήταν πλουσιοκόριτσο το έδειχνε η σχολική τσάντα, μόνο τα κορίτσια που ο μπαμπάς τους ‘το φυσούσε’, είχε ‘χρήμα με ουρά’, είχαν χρήματα για τέτοια ακριβά ‘αξεσουάρ’, τα υπόλοιπα κορίτσια ή κρατούσαν στο χέρι τα βιβλία και τετράδια αν είχαν χρήματα οι οικογένειές τους να αγοράσουν βιβλία και τετράδια, ή τα κουβαλούσαν σε ‘τορβάδες’. Ήταν σίγουρα πλουσιοκόριτσο, φορούσε πανάκριβα παπούτσια ‘λουστρίνι’, και ζακετούλα από γούνα ζώου. Η ομορφιά της τον κοιτούσε με το κεφάλι ελαφρά γερμένο στο πλάι, και γελούσε, γελούσε με τα μάτια, το στόμα, μέσα από την καρδιά της με ένα κελαρυστό γέλιο. Μα ποια ήταν αυτή η Θεά που έπεσε στην γη για να του κλέψει την καρδιά και το λογικό; Ο Δημήτρης την ερωτεύτηκε μέσα σε ένα δευτερόλεπτο και για όλη την υπόλοιπή του ζωή. Σηκώθηκε και έκανε να πλησιάσει το κορίτσι στον φράχτη. Του χαμογέλασε γλυκά και του έκανε από μακριά νόημα καθαρίζοντας κάποιο ανύπαρκτο σημαδάκι λάσπης στην μύτη της αντίστοιχο ενός υπαρκτού στην δική του μύτη. Την μιμήθηκε γοητευμένος με την σαν χορεύτριας κίνηση του κρινένιου της χεριού με τα μακριά δάχτυλα που ξεπρόβαλε από το γούνινο μανίκι της σαν υπνωτισμένος, και συνειδητοποίησε πως όλη η δεξιά πλευρά της μύτης του ήταν βρόμικη με λάσπες. Καταντροπιασμένος την καθάρισε μηχανικά με το μανίκι του και προφανώς αντί να καθαρίσει λέρωσε ακόμα πιότερο το πρόσωπό του γιατί εκείνη γέλασε ρίχνοντας ελαφρά πίσω το χαριτωμένο κεφαλάκι της. Γέλασε και εκείνος και έσκυψε να σηκώσει το μαθητικό του καπέλο, φτου πάλι λάσπες, λάσπες παντού, η δεξιά του πατούσα γυμνή πλατσούρισε σε λασπόνερα. Ένιωσε μια ξαφνική ντροπή και ευχήθηκε με όλη την ψυχή του να τον κατάπινε η γη, αλλά εκείνη έβγαλε από την τσέπη της σχολικής της ποδιάς ένα άσπρο αραχνοΰφαντο μαντιλάκι και άπλωσε το χέρι της μέσα από τον συρμάτινο φράχτη για να του το δώσει. Θεέ μου αυτό το κορίτσι ήταν ο ισχυρότερος μαγνήτης του κόσμου, η λογική του φώναζε να απομακρυνθεί και τα πόδια του τον έσερναν κοντά της. Ξαφνικά, από το πουθενά ένα γνωστό μουτράκι, το μουτράκι της Κικής Τσώτου έσκασε δίπλα της.
-Τι καρφώνεσαι καλέ έτσι φάντης-μπαστούνι στους φράχτες του ‘Αρρένων’; Να μας δουν οι καθηγητές, να μας αρπάξουν απ’ τ’ αυτί και να μας πάνε στο Θηλέων πακέτο; Να μας περάσουν από το ένα σχολείο στο άλλο στην μισή πόλη καθηγητές του Αρρένων με το κεφάλι μας να κρέμεται σαν κατάδικες από το αυτί μας και το αυτί μας να κρέμεται από το χέρι τους; Άντε βρε χαζό, ξε-κούνα απ’ την θέση σου που αρπάχτηκες απ’ τον φράχτη και καρφώθηκες και κοιτάς. Ποιον κοιτάς καλέ έτσι και χαζογελάς και δεν λες να κατανοήσεις ότι θα φάμε πολλές ξυλιές; Αχ γεια σου Δημήτρη, τώρα εμείς να φεύγουμε και θα τα πείτε άλλη φορά!
Η Κική άρπαξε από το αριστερό χέρι την φίλη της που κοιτούσε τον Δημήτρη σαν μαγεμένη και την τράβηξε δυνατά. «Πάμε καλέ, πάμε κακό που έπαθα με σας τους δυο σήμερα!» Η ‘Θεά’ άφησε το μαντιλάκι της να πέσει μέσα στην πίσω αυλή του Αρρένων. Εκείνο το στροβίλισε το απαλό αεράκι και έμοιαζε να χορεύει μέχρι που ακούμπησε την γη μπροστά στον Δημήτρη. Έφυγαν τρέχοντας και χοροπηδώντας και το χαρούμενο γέλιο τους χάιδευε τα αυτιά του για το υπόλοιπο της μέρας. Ο Δημήτρης το άρπαξε και έτρεξε να συναντήσει τον καλύτερο φίλο του τον Κώστα Ιωάννου να τον ρωτήσει αν ήξερε ποια ήταν εκείνη η οπτασία που συνόδευε την Κικίτσα σήμερα. Δυστυχώς στρίβοντας έπεσε μούρη με μούρη με τον γηραιότερο καθηγητή του σχολείου, τον επονομαζόμενο ‘κακιά-αρκούδα’, που η ειδίκευση του εκτός από την Θεολογία ήταν το τράβηγμα, και στρίψιμο όποιου αυτιού του υποψηφίου θύματος πρόφθανε να αρπάξει. «Δεν την γλιτώνω την αποβολή» πρόφτασε να σκεφτεί πριν νιώσει τον φριχτό πόνο να ξεκινάει από το αυτί του και να εξαπλώνεται σε όλο του το κεφάλι.
Η Κική Τσώτου ήταν ένα ‘μαγκάκι περιωπής’, ένα καλό μαγκάκι όμως. Εδώ και μερικούς μήνες έβγαινε ραντεβουδάκια με τον Κώστα, και ήταν καθαρή σύμπτωση η πρώτη συνάντηση τους μιας και έμεναν στα δυο αντίθετα άκρα της πόλης. Εκείνη στα δεκαπέντε και εκείνος στα δεκαέξι ήταν δυο έφηβοι με πολλά όνειρα και άπειρες υποσχέσεις μεταξύ τους που ο έρωτας τους έκανε να αδιαφορούν για τα ταμπού της εποχής. Πότε εκείνος την περίμενε έξω από το σχολείο να τελειώσει για να πουν δυο κουβέντες και τα μάτια τους να πουν ακόμα πιο πολλά, πότε εκείνη έτρεχε να τον δει κρυφά στην πίσω αυλή του Αρρένων αν τελείωναν τα μαθήματα της ημέρας νωρίτερα. Ήταν η πρώτη φορά που πήρε μαζί της την καλύτερή της φίλη την Νανά Δημητρίου για να φυλάει ‘τσίλιες’, αλλά η άπειρη Νανά, το ‘χαζεμένο’ όπως την αποκαλούσε η Κική, αντί να προσέχει τι συμβαίνει τριγύρω και να την προειδοποιήσει της ξέφυγε και έμεινε να παρακολουθεί τον Δημήτρη, και παρ’ ολίγο να τις δει ο βλάκας ο Παπαγεωργίου. Ευτυχώς δηλαδή που του έσπασε τα ‘πατομπούκαλα’ ο Γεράσιμος και δεν έβλεπε την τύφλα του γιατί σίγουρα θα τις ‘κάρφωνε’ και θα είχαν άσχημα μπλεξίματα με τον αρχι-βλάχο τον πατέρα της Νανάς. Ο πατέρας Παπαγεωργίου ήταν ο δικηγόρος της οικογένειας Δημητρίου. Ο υιός Παπαγεωργίου ήταν η μεγάλη αντιπάθεια της Νανάς, τον αντιπαθούσε από διαίσθηση από μικρό παιδί, αλλά τα δυο τελευταία χρόνια η αντιπάθεια έγινε αηδία όταν τον έπιανε να την κοιτάει σαν λιγωμένο γουρουνόπουλο και σε κάθε χειραψία να κρατά μέσα στο παχουλό υγρό του χέρι το δικό της ώρα πολύ, πολύ περισσότερη από το κοινωνικά αποδεκτό, αφήνοντας μια αίσθηση γλίτσας που τη έκανε να βρίσκε μια δικαιολογία να τρέξει να σαπουνίσει τα χέρια της. Δυστυχώς οι συναντήσεις ήταν συχνές μιας που έμεναν στην ίδια γειτονιά και η οικογένειά του επισκεπτόταν συχνά την δική της με πρόσχημα μια μακρινή συγγένεια του πατέρα Παπαγεωργίου με την γιαγιά της Νανάς την Αθηνά. Ναι, ναι, εκείνη την Αθηνά που κάθε φορά που η κόρη της γεννούσε θηλυκά πάθαινε και ένα μικροεγκεφαλικό! Το αστείο της ιστορίας είναι πως ο χαζο-Γιώργος που είχε μάτια μόνο για την Νανά δεν έβλεπε τις ματιές όλο θαυμασμό και έρωτα της Ερμιόνης. Αμάν πια, ας τον πάρει εκείνη να ησυχάσουμε. Κατήντησε η Νανά κάθε φορά που την ξεμονάχιαζε ο Γιώργος προσπαθώντας να της πιάσει το χέρι (Θεούλη μου και Παναγιά μου αυτά τα αγόρια όλο στο μυαλό τους να σε πιάνουν απ’ όπου μπορούν όταν τους δίνεται ευκαιρία!), να του μιλάει για πραγματικά και συνήθως φανταστικά χαρίσματα της αδελφής της. Η Νανά αναρωτήθηκε μέσα της αν εκείνο το αγόρι με τις λάσπες στο πλάι της μύτης είχε γλοιώδη και υγρή χειραψία. Μπα, μάλλον όχι, έμοιαζε πιο πολύ με τον Κώστα τον Ιωάννου τον έρωτα της Κικής, που την πρώτη φορά που γνωρίστηκαν η χειραψία του ήταν σύντομη, γερή, σε έκανε να νιώθεις πως στη ανάγκη αυτό το χέρι θα σε στήριζε, θα σε τραβούσε απ’ τον γκρεμό. Χέρι δυνατό, σκληρό από την δουλειά σε χωράφια... Η Κική συνέχιζε τον εξάψαλμο, σταμάτησε για μια στιγμή κοιτώντας την φίλη της για να δει αν την παρακολουθούσε ή αν ‘αγρόν ηγόραζε’!
-...Μαρί χαζή και άβγαλτη, που παραλίγο να σε δει όλο το Αρρένων, ευτυχώς που σε είδε μόνον ο Δημήτρης...
Δημήτρης, Δημήτρης, χόρεψε στον ήχο του ονόματος η καρδιά της. Τι ωραίο όνομα, τι ωραίος Δημήτρης... Επανέλαβε μερικές ακόμα φορές το όνομά του στο μυαλό της, αχ τι όμορφο που ακουγόταν, σε κανέναν Δημήτρη που ήξερε δεν ταίριαζε το όνομα τόσο όμορφα. Όσο πιο πολύ άκουγε το όνομα να το προφέρει η ψυχή της τόσο πιο πολύ ερωτευόταν και το όνομα και αυτόν με τις λασπούλες στο πλάι της μύτης που είχε το όνομα. Αχ Δημήτρη, πότε θα σε ξαναδώ άραγε Δημήτρη, Δημήτρη, Δημήτρη μου; Πότε θα σε ξαναδώ με εκείνη την αστεία λασπούλα, έστω και χωρίς την λασπούλα;
-... Ο Δημήτρης ο Θέος, δεν τον ξέρεις εσύ, δεν τον έχεις ξαναδεί νομίζω, ο καλύτερος φίλος του Κώστα μου. Αυτοί οι δυο και ο Γεράσιμος ο Πασσάς και ο Χρήστος ο Γκέκας είναι φίλοι από μικρά παιδιά. Βγαίνουμε συχνά όλοι μαζί ο Κώστας κι εγώ, ο Γεράσιμος με την Μαρία την Μίχου, και ο Χρήστος με την αδελφή της την Κατερίνα.
-Και ο Δημήτρης με ποια βγαίνει;
‘Αχ! Ας πει πως δεν βγαίνει με καμιά, δεν θέλω να βγαίνει με καμιά γλυκειά μου πολυαγαπημένη Κική’, ούρλιαζε η καρδιά της.
-Ο Δημήτρης; Μπα πως και ενδιαφέρεσαι;Μην μου πεις πως σου ‘γυάλισε’; Ε, χμμμ, με πολλές βγαίνει, αλλά δεν έχει σταθερή σχέση. Καλά που ζεις καλέ, δεν ακούς στο Θηλέων που όλες για τον ‘πρίγκιπα’ μιλάνε; Αυτό είναι το παρατσούκλι του, αλλά δεν ξέρω γιατί, έτσι τον φώναζαν πάντα, αν και τον ενοχλεί. Ο καλύτερος μαθητής, βοηθάει και τον Κώστα μου τον μπουμπούνα στο διάβασμα, τα απογεύματα δουλεύει στο καφενείο το Κεντρικόν. Φτωχαδάκι, αλλά θα γίνει σπουδαίος και τρανός μια μέρα, θα σπουδάσει δικηγόρος λέει. Δεν σου ταιριάζει βρε Νανούκα, και αν ήξερε ποια είσαι δεν θα σπαταλούσε ούτε ένα χαμόγελο για ΄σένα. Δηλαδή όχι για σένα σαν Νανά, σαν Νανά μια χαρά είσαι αλλά έχεις ‘κακό’ όνομα στις παρέες σαν του Δημήτρη, είσαι ‘εχθρός’, είσαι το ‘κεφάλαιο’.
-Είμαι τι; ρώτησε με απορία η Νανά που κανείς στην οικογένεια, στην γειτονιά, στον κόσμο της δεν της είπε πως υπήρχε κόσμος που τους έβλεπε σαν εχθρούς.
-Κοίτα Νανούκα, ο κόσμος είναι χωρισμένος στα δυο. Σ’ αυτούς που είναι το Κεφάλαιο, ή που το υπηρετούν, και σ’ αυτούς που το βρίσκουν άδικο και πιστεύουν στην ισότητα. Ο Δημήτρης και η παρέα του μαζεύονται στο σπίτι του Χρήστου του Γκέκα, που κι ο πατέρας του τέτοια μυαλά έχει, και διαβάζουν Μαρξ και συζητάνε για την Οκτωβριανή Επανάσταση. Ξέρεις αυτά τα βιβλία τα περίεργα, που δεν τα βρίσκεις εύκολα, κι αν τα ζητήσεις σε βιβλιοπωλεία σε κοιτάνε με μισό μάτι και σε θεωρούν αναρχική φυσιογνωμία, κι άντε μετά να βρεις δουλειά. Αφιερώνουν ώρες με φιλοσοφίες και κοσμοθεωρίες και όπως λέει και ο Κώστας μου κάθονται σαν χάνοι και ακούνε τον Δημήτρη που δεν έχει και καιρό στην ομάδα, αλλά ο πατέρας Γκέκας όλο ‘απόλυτο δίκαιο έχεις σύντροφε’ και ‘οι φιλοσοφικές σου απόψεις είναι συγκλονιστικές και εφαρμόσιμες σε μια κοινωνία ισότητας σύντροφε’ του λέει. Εγώ αυτά τα βλέπω λιγάκι παρατραβηγμένα και ακαταλαβίστικα, αλλά τους κάνει να ονειρεύονται ένα καλύτερο κόσμο. Ο Δημήτρης ονειρεύεται πως σαν δικηγόρος θα υπερασπίζεται τα δίκαια των αναξιοπαθούντων, αν και στον κόσμο που πρεσβεύει δεν θα υπάρχουν τέτοιες ομάδες, ο Κώστας μου θα γίνει δάσκαλος για να μορφώσει τον πόπολο και να ανεβάσει το επίπεδο αντίστασης ενάντια στο Κεφάλαιο, γιατί μόνο ένας λαός μορφωμένος όπως λέει ξέρει να σκέφτεται, να μην άγεται, και να διεκδικεί. Ο Γεράσιμος θα γίνει γιατρός και θα γιατρεύει τον κόσμο, φτωχούς και πλούσιους, από αρρώστιες. Και ο Χρήστος θα γίνει ιστορικός και μελετητής της ιστορίας γιατί όπως πιστεύει ‘η γνώση μας αποκρύπτεται τεχνηέντως κα εκ του πονηρού’, καλά χρησιμοποιεί κάτι εκφράσεις και αυτός, πως θα μας μεταφέρει τις γνώσεις που θα αποκτήσει όταν δεν καταλαβαίνουμε τι θέλει να πει με τις ‘Ελληνικούρες’ που χρησιμοποιεί; Εγώ λέω πως τους πήραν τα μυαλά οι Μπολσεβίκοι, κι ονειρεύονται ουτοπίες, αυτό λέω εγώ... Αλλά μετά πάλι σκέφτομαι πως ίσως εκείνοι ξέρουν πολλά κι εγώ δεν είμαι παρά μόνο μια χαζούλα κι αγράμματη.


Πω πω, με πολλές βγαίνει, ε; Ναι, αλλά δεν ήξερε πως υπάρχω εγώ. Πως με κοιτούσε… Θεέ μου, εμένα κοιτούσε έτσι; Αύριο τ’ απόγευμα θα περάσω έξω απ’ το καφενείο, αν είμαι τυχερή θα τον δω, κι αν είναι τυχερός θα με δει κι εκείνος.
Εκείνο το μεσημέρι ο Δημήτρης πήρε σύρμα απ’ τον φράκτη του Γυμνασίου κι έραψε στο σπίτι του την ατίθαση σόλα στο παπούτσι. Το νερό και το χιόνι περνούσαν έτσι κι αλλιώς, μα τουλάχιστον φορούσε ένα ‘ενιαίο’ παπούτσι. Οι φράκτες από τότε ήταν φίλοι κι εχθροί του. Στους φράκτες άφηναν τα πρόβατα περνώντας πλάι τους το μαλλί τους και το μάζευε ο Δημήτρης με την μάνα του, κι η κυρά Ειρήνη λίγο-λίγο το έκλωθε και του ’πλεκε μπλούζες. Λίγα χρόνια αργότερα οι φράκτες τον κρατούσαν φυλακισμένο, μακριά από τους νομιμόφρονες πολίτες, σε φυλακές και νησιά μίσους.
Του άρεσε το διάβασμα. Στην αρχή διάβαζε οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια του, κι αργότερα ότι είχε να κάνει μ’ αρχαίους συγγραφείς και φιλοσόφους, ιδιαίτερα ότι έβρισκε στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα. Δάβαζε κι άλλους φιλοσόφους, πιο νέους, ξένους, τα κείμενα ήταν όμως σε μετάφραση δυστυχώς. Φίλτραρε τα πάντα μέσα απ’ την δική του την προσωπική κοσμοθεωρία την ανθρωπιστική και ιδεολογική. Ποτέ δεν έγινε φανατικός οπαδός. Άργησε να το συνειδητοποιήσει πως ήταν γεννημένος αρχηγός, ίσως και να το θεωρούσε ξετσιπωσιά να επιζητήσει αρχηγιλίκια. Η αλήθεια είναι πως όσοι έχουν γεννηθεί μ’ αυτό το χάρισμα ούτε καν φαντάζονται πως κάποια μέρα θα ηγηθούν και ταυτόχρονα θα υπηρετήσουν τον σκοπό που οι μοίρες, ή οι Θεοί, ή κάποια Συμπαντική Δύναμη τους έχει ‘γράψει’.
Αυτό το χάρισμα το νιώθουν με κάποιο διαισθαντικό τρόπο ο στενότερος κύκλος, οι φίλοι, τα λαγωνικά που οσφρήζονται αυτό που οι ίδιοι δεν τους έταξαν οι Θεοί να γίνουν. Αυτός ο κύκλος ανθρώπων που γεννιούνται για να μυήσουν και να προστατεύσουν εκείνον τον ‘έναν’, τον ‘σπάνιο και μοναδικό’ που θα αναδυθεί, θα φωτίσει, θα διδάξει, και θα καεί σαν σπίρτο αν δεν αποχωρήσει την στιγμή του καθαγιασμού. Λίγοι ηγέτες αυθεντικοί και φωτισμένοι δεν φοβήθηκαν την εκούσια «ευθανασία», ελάχιστοι εκτοξεύτηκαν, έλαμψαν, κι ύστερα ‘μόνασαν’. Όσοι αρπάχτηκαν και σφιχταγκάλιασαν τιμές και ύλη έχασαν την ψυχή και τον δρόμο τους. Το διάβα του χρόνου τους μετουσίωσε σε μπρούτζινα αγάλματα και η φθορά της ψυχής τους τούς μετέτρεψε σε μπρούτζινους ανθρώπους που τους κατατρώει η εσωτερική σκουριά.
Ο κύκλος ‘μύησης και προστασίας’ του Δημήτρη είχε επίγνωση του ρόλου της ομάδας από τότε που ο Δημήτρης ήταν κλεισμένη στο κουκούλι της προνύμφη ρουφώντας γνώση κι εμπειρίες. Τον πρόσεχαν σαν μέλισσες-εργάτριες που προστατεύουν την μελλοντική βασίλισσα από εξωτερικούς εχθρούς, γιατί απ’ αυτήν εξαρτάται η επιβίωση της όλης ομάδας.
Ο Δημήτρης ήταν ρήτορας χαρισματικός κι ο λόγος του ήταν σεβαστός ανάμεσα ακόμα και σε μαθητές μεγαλύτερων τάξεων. Μάγευε τους πάντες, τους μαγνήτιζε. Στην αρχή τον γοήτευσε η ικανότητά του, αλλά γρήγορα το ξεπέρασε, άρχισε σχεδόν να ντρέπεται, όλη αυτή η ξεχωριστή αντιμετώπιση προς το πρόσωπό του ήταν αντίθετη με την δική του έννοια και αίσθηση ισότητας. Αναρωτήθηκε αν τελικά η ισότητα δεν ήταν παρά μόνον ουτοπία. Μετά συνειδητοποίησε πως δεν ήταν αυτός το πρόβλημα, αλλά οι άλλοι, εκείνοι που δεν είχαν ‘φτάσει’ στην ισότητα ή δεν είχαν κατανοήσει το βάθος του όρου. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τους πείσει να διαβάσουν, να φιλοσοφήσουν, να γευτούν την ισότητα με κάθε πόρο του μυαλού και του σώματός τους. Ο ίδιος δεν αποδέχτηκε ποτέ τον όρο ‘αρχηγός’, αλλά επέμενε πως ένιωθε ‘υπηρέτης των ονειροπόλων’.

Σκεφτόταν συχνά το «κορίτσι». Δεν της είχε δώσει όνομα, γιατί όποιο κι αν ήταν σίγουρα δεν θα ήταν τόσο όμορφο όσο εκείνη. Την είδε κάποια μέρα να περνά έξω από το καφενείο. Περπατούσε αργά κι έψαχνε κάτι ή κάποιον μέσα απ’ τα τζάμια των παραθύρων του καφενείου. Όταν τον είδε, το πρόσωπό της φωτίστηκε. Ο Δημήτρης της χαμογέλασε, σήκωσε το χέρι σε χαιρετισμό κι εκείνη έκανε πως καθάριζε μια ανύπαρκτη βρομιά στο πλάι της μύτη της. Έκανε κι αυτός το ίδιο. Ήταν μια κίνηση που μόνον οι δυο τους ήξεραν τι σήμαινε και μ’ αυτή έλεγαν πολλά, έλεγαν πράγματα που μόνο αυτοί ένιωθαν. Το «κορίτσι» του, το δικό του, ολοδικό του κορίτσι τον είχε ψάξει. Σειρά του να την βρει. Είχε ανάγκη να της δώσει ένα όνομα για να την αποκαλεί μ’ αυτό στα όνειρά του. Πηγή πληροφοριών ο Κώστας. Μόλις άκουσες για κόκκινα μαλλιά, ο Κώστας έβαλε τα γέλια.
- Μπράβο, βρήκες τον εχθρό ψάχνοντας για φίλο. Ξέρεις ποια είν’ αυτή ρε μπαγάσα; Η κόρη του Δημητρίου. Το κεφάλαιο, το τσαριλίκι. Η “γλυκιά αγαπημένη” του Γιώργου Παπαγεωργίου, πλούσια, ακατάδεκτη, με κολλέγια στις Ελβετίες, με υπηρέτριες και νταντάδες. Ο θείος της είναι αρχιστράτηγος του ξενόφερτου βασιλιά. Βέβαια είναι και ανιψιά του άλλου του Δημητρίου, εκείνου που διαβάσαμε τα δυο βιβλία του, αλλά αυτός είναι το «μαύρο πρόβατο» της οικογένειας γιατί είναι ‘αριστερός’.
- Γι’ αυτή σε ρώτησα ή το σόϊ της;
- Τι ξέρεις από πλούσιους Δημήτρη, εξόν απ’ ότι το μόνο τους όνειρο είναι ν’ αβγατίζουν τα πλούτη τους με το αίμα το δικό μας;
- Κι εσύ τόσα ξέρεις, όσα διάβασες, ούτε τόσο δα παραπάνω. Ο πατέρας μου ήταν πλούσιος, με τον ιδρώτα του. Κι όσους είχε στην δούλεψή του δεν πείνασαν ποτέ. Και τους φτωχούς τους βοηθούσε.
- Αμφισβητείς την πραγματικότητα των θεωριών;
- Ζω την δική μου πραγματικότητα κι αλλάζω τις θεωρίες σε πράξεις κι αλήθειες. Μην στοιχειώνεις σε στείρα δόγματα. Σπάσε το καβούκι σου και διεύρυνε τους ορίζοντές σου. Δεν ανήκεις πάντα εκεί που γεννήθηκες…
Γι’ άλλη μια φορά ο Κώστας ένιωσε τον ίδιο κόμπο στο λαιμό. Ο φίλος του είχε προχωρήσει παραπέρα. Εγώ καταπίνω την τροφή έτσι όπως μου την δίνουν, στην φωλιά μου κι ούτε τολμώ το πρώτο πέταγμα. Ο Δημήτρης κυνηγάει για το φαί όλων μας και τ’ ακουμπάει μασημένο, ευκολόπεπτο στο ράμφος μας. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τον βοηθώ στις προσγειώσεις και να του δίνω αφορμή για απογειώσεις.
- Την λένε Νανά, κι αν θες λέω της Κικίτσας να τη φέρει μαζί της κάποια μέρα.
- Μπα, άστο, ξέχνα το, ούτε που ήθελα να τ’ αναφέρω, απλά τα μαλλιά της… Μ’ άρεσαν τα μαλλιά της, όλη μ’ άρεσε δηλαδή, αλλά μας χωρίζει μια πόλη ολόκληρη. Τι κάνει η Κική;...
Ο Δημήτρης την συμπαθούσε την μικρή ‘μάγισσα’. Γελούσε με την καρδιά του όταν την έβλεπε να κάνει ‘τζούρα’ απ’τα τσιγάρα του Κώστα και να πνίγεται στο βήχα, να κοκκινίζει και να μην της γίνεται το πάθημα μάθημα. «Στο τέλος θα γίνεις καπνίστρια, μαγκάκι του γλυκού νερού» της έλεγε, αλλά εκείνη γέλαγε. Κάποια μέρα εμφανίστηκε εκεί που συνήθως μαζεύονταν τ’ αγόρια κουβαλώντας μια κουβέρτα διπλή που έφτιαχνε κρυφά με τα χέρια της για μήνες, όπως είπε. Την χάρισε στον Κώστα την μέρα των δεκάτων εβδόμων γενεθλίων του.
- Αυτήν την έκανα στον αργαλειό να σε σκεπάζει μόνο σου, κι’αργότερα μαζί μου. Να σκεπάζει τα όνειρά μας, εκεί που θα πας να σπουδάσεις. Να ζεσταίνει το σώμα και την καρδιά σου, κι αν σκεπάσει άλλη εκτός από μένα, να σας πνίξει και τους δυο!
Η κουβέρτα μεταφέρθηκε αμέσως στο δωμάτιο του Κώστα. Τ’ αγόρια μπήκαν από την κυρία είσοδο του σπιτιού. Η Κική και η κουβέρτα μέσω παραθύρου και μας ξύλινης σκάλας που έτριζε ανυπόφορα. Σε λίγο τ’ αγόρια γύρισαν σπίτι τους. Η Κική άργησε πολύ. Η κουβέρτα έμεινε πολύ περισσότερο... Μετακόμισε πρώτη θέση στην βαλίτσα του Κώστα στην Αθήνα για να σπουδάσει στην Ακαδημία, και ξαναγύρισε στο γνώριμο κρεβάτι και σκέπαζε τον Κώστα μέχρι την μέρα που πήγε στον πόλεμο. Τον ξαναγκάλιασε για λίγο μέχρι την μέρα που βγήκε στο ‘κλαρί’, αντάρτης στο Ε.Α.Μ. Πέρασαν χρόνια πολλά και πικρά. Όταν ξαναγύρισε ο Κώστας στο πατρικό του ήταν γέρος, ασπρομάλλης. Κάποια στιγμή ανέβηκε στο παλιό του υπνοδωμάτιο. Η μάνα του είχε πεθάνει πριν δυό δεκαετίες, μα η αδελφή του, που έμενε με την οικογένειά της στο παλιό σπίτι, είχε όπως υποσχέθηκε αφήσει ανέπαφο το δωμάτιο του αυτοεξόριστου αδελφού. Στρωμένη στο κρεβάτι η κουβέρτα της Κικής, ξεθωριασμένη από τον χρόνο, μολτσοφαγωμένη. Ο Κώστας την πήρε στην αγκαλιά του, σαν ν’ αγκάλιαζε κάποιον που είχε πολύ αγαπήσει, κάθισε στο κρεβάτι του κι έκλαψε πικρά για όλα όσα δεν χάρηκε. Έκλαψε τα πεθαμένα από χρόνια όνειρά του και τα ’θαψε στους κόμπους της κουβέρτας. Έκλαψε για τον Δημήτρη που πέθανε όσο εκείνος πέθαινε από νοσταλγία μέρα με την μέρα σε κάποιο σχολείο Ελληνοπαίδων της Τασκένδης. Έκλαψε την Κική που την έχασε και τον έχασε. Έκλαψε για την ζωή και τα νιάτα που του ’κλεψε ο πόλεμος, τ’ αντάρτικο, οι φασίστες κι η αυτοεξορία. Μετά κατέβηκε στον κάτω όροφο. Κάθισε δίπλα απ’ την γυναίκα του, της έσφιξε το χέρι κι ήταν σαν να έλεγε «έθαψα τους νεκρούς μου».
- Είσαι καλά πατέρα; ρώτησε ο γιος του ο μικρότερος με εκείνα τα Ελληνικά που μιλούσαν όσοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στις χώρες τις παγωμένες με τα αμέτρητα εργοστάσια... Μα ήξερε πως δεν ήταν κι ήταν ίσως καλύτερα να σωπάσει, όπως κι έκανε.
Ο Κώστας κούνησε το κεφάλι αργά. Ούτε ναι, ούτε όχι… Λίγο πριν φύγει πήρε παράμερα την αδελφή του.
- Άκου, την κουβέρτα την έκοψα στα δύο. Δυό ίσα κομμάτια. Όταν πεθάνω να μου βάλετε το κομμάτι μου να με σκεπάζει, μην κρυώνω. Τ’ άλλο να βρεις τρόπο να φτάσει στα χέρια της Κικής, διακριτικά, ε;
Αυτά είπε κι έτσι θάφτηκε. Η Κική πήρε το κομμάτι της την μέρα της κηδείας του. Αν και είχαν ξανασυναντηθεί μετά τον επαναπατρισμό του δεν μίλησαν ποτέ για την «κουβέρτα της αγάπης». Οι δυό τους έβγαιναν κάπου-κάπου κάποια απογεύματα στην πλατεία Κυψέλης στην Αθήνα, δεν μιλούσαν πολύ, έπιναν βαρύ γλυκό εκείνος, μέτριο εκείνη και κάπνιζαν απ’ το ίδιο τσιγάρο, και με τα μάτια έλεγαν πολλά. Δεν αγγίχτηκαν ούτε την πρώτη φορά που ειδώθηκαν μετά από σαράντα σχεδόν χρόνια, ούτε ποτέ ξανά.
Όμως την εποχή εκείνη λίγο πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο όλοι έκαναν όνειρα κι έτσι είναι πρέπον για τους νέους. Όλοι είχαν μερτικό κι ας τους σκέπαζε μόνο μια κουβέρτα «χτυπημένη στον αργαλειό» και πολύ αγάπη.

Κι ο Δημήτρης είχε όνειρα. Όνειρα για τον κόσμο που ήταν όνειρα τρανά κι όνειρα για τον εαυτό του που ήταν μικρά, καθημερινά. Ήθελε να γίνει δικηγόρος να υπερασπίζεται τον άνθρωπο τον φτωχό, θα ειδικευόταν στο Εργατικό Δίκαιο. Μετά θα έκανε οικογένεια και παιδιά δικά του που δεν θα πεινούσαν, δεν ήταν ανάγκη να φορούν γούνες και να πηγαίνουν σε Ελβετικά κολέγια τα καλοκαίρια, αλλά, ίσως, μακάρι η μάνα τους να είχε σγουρά κόκκινα μακριά μαλλιά.
Αλήθεια πως θα ήταν η Νανά με τα μαλλιά λυτά, λεύτερα; Έπιασε και την ζωγράφισε, έτσι όπως της είχε αποτυπώσει στο μυαλό του, στο τελευταίο φύλλο του μοναδικού τετραδίου του. Ζωγράφιζε καλά και το τελικό αποτέλεσμα του άρεσε μιας και της έμοιαζε πολύ. Πήρε το ψαλίδι, έκοψε το χαρτόνι και το φύλαξε στον καθρέφτη του στηριγμένο. Κλείδωσε τ’ όνειρο ‘αυτός, η Νανά και τα παιδιά τους’ σε κάποια γωνιά του μυαλού του και πέταξε το κλειδί του διπλαμπαρωμένου ονείρου σε μια άλλη γωνιά. Κάθε που έβλεπε την ζωγραφιά όμως κρυφογελούσε μέσα του. «Εσύ είσαι δικιά μου, κι εγώ δικός σου για πάντα, πλαστήκαμε και γεννηθήκαμε εγώ για σένα κι εσύ για μένα κι οποιοσδήποτε άλλος ανάμεσά μας είναι κόκκος της ακρογιαλιάς». Κι όταν κάποτε κινδύνεψε να πεθάνει η σκέψη της ανεκπλήρωτης αγάπης τους τον κράτησε ζωντανό. «Όχι για μένα, ούτε για την μάνα μου, για την Νανά θα ζήσω!».
Πάντως παρά τον αθεράπευτο έρωτά του ήταν πρακτικός νέος στις γήινες επιθυμίες που προέκυπταν. Κι έτσι όμορφος και δημοφιλής που ήταν δεν συναντούσε δυσκολίες. Υπήρχαν κορίτσια που τον φιλοξενούσαν στην αγκαλιά τους με μεγάλη χαρά. «Δον Ζουάν» ο πρίγκηπας! Πάντως ήταν ειλικρινής. ‘Σ’ αγαπώ’ δεν είπε σε καμιά, ‘σε θέλω’ ήταν αρκετό και ήταν αληθινό. Δεν ένιωθε πως ήταν ντροπή να τρυπώνει στα κρεβάτια των κοριτσιών γιατί δεν ήταν καθόλου αντίθετο με τα πιστεύω του. Κι ούτε ντρεπόταν που τρύπωνε στο σπίτι του φίλου του τού Χρήστου Γκέκα για να κάνουν τα ‘δικά’ τους με την αδελφή του την Κλειώ όταν οι υπόλοιποι είχαν κοιμηθεί. Έτσι κι αλλιώς η Κλειώ ήταν φίλη παιδική και από τα παιδικά παιχνίδια προχώρησαν στα ερωτικά σχεδόν εν γνώσει του Χρήστου. Παρ’ όλο που η Κλειώ τον αγαπούσε από μικρό κοριτσάκι και τον ήθελε μόνο δικό της, ήξερε καλά πως κάποτε ο Δημήτρης θα ερωτευόταν κάποια άλλη, κι όσο κι αν αυτό την πίκραινε, άφηνε το πρόβλημα να βρει την λύση του όταν αυτό θα παρουσιαζόταν.
Το βράδυ που ζωγράφισε την Νανά, η αγκαλιά της παιδικής του φίλης δεν τον γέμιζε, ούτε τα φιλιά της είχαν την γλύκα της προηγούμενης νύχτας. Κάποια στιγμή του ξέφυγε ‘Νανά’ και ντράπηκε πολύ. Τα μάζεψε κι έφυγε άρον-άρον. Κορόιδευε τον εαυτό του σε άλλες αγκαλιές, αγκαλιές που ήταν αδιάφορες.
Ήθελε την Νανά σαν κολασμένος, μα ήταν νωρίς ακόμα. Χωρίς να το καταλάβει περπάτησε μέχρι το σπίτι της. Ήταν τρεις μετά τα μεσάνυχτα που χτύπησε το ρολόι της εκκλησίας. Ποιο να’ ταν άραγε το παράθυρο του δωματίου της; Ή μοιράζονταν το δωμάτιό της με κάποια από τις αδελφές της; Μάλλον όχι, ο βλάχος για κάθε παιδί θα ’χτιζε και δωμάτιο. Πού κοιμάσαι λατρευτή μου; Άραγε μ’ ονειρεύεσαι; Ποιο είναι το μπαλκόνι σου να σκαρφαλώσω σαν άλλος Ρωμαίος να σου προσφέρω την καρδιά μου Ιουλιέττα της ζωής μου; Εσύ κόρη του κεφαλαίου κι εγώ γιος της κομμούνας. Παιδιά δύο αιώνιων εχθρών. Τι θα γινόταν αν ξαφνικά άρχιζα να φωνάζω τ’ όνομά της τέτοια ώρα; Κάποιοι της γειτονιάς θα μ’ έβριζαν αγουροξυπνημένοι, ο πατέρας της θα μου πετούσε κανένα τσαρούχι στο κεφάλι να με διώξει σαν γάτο αλανιάρη σε εποχή ζευγαρώματος. Κάποιος ξάδελφος (έχει κανέναν;) θα ’βγαινε αγριεμένος να με κόψει, όπως τα καπνά τους με δρεπάνι θανατηφόρο. Άτιμο κεφάλαιο, άτιμε ξάδελφε, άτιμη Νανά που μ’ έφερες να παραλογίζομαι έξω απ’ το παραθύρι σου. Άτιμη ζωή πώς έμπλεξα έτσι, άτιμε έρωτα, με ζούρλανες. Κι αν χτυπήσω την πόρτα του πατέρα της και του πω στ’ άγρια χαράματα «Κυρ-κεφάλαιο, αγαπάω την κόρη σου!» τι θα μου κάνει; Λες να με φυτέψει σαν καπνό; Λες να με καπνίσει άφιλτρο; Εγώ τι θα ’κανα στην θέση του; Θα ’λεγα «πάρτη γιόκα μου!» Θα’λεγε «πάρτη, γιόκα μου, τάισε την, ντύστην, όλη δική σου!». Κι εγώ θα την έπαιρνα και θα την χαντάκωνα. Όχι Νανά μου, δεν είμαι έτοιμος να ’ρθω να σε πάρω. Μόλις όμως είμαι έτοιμος, κανένας δεν θα σταθεί στο διάβα μου, κανένας άνθρωπος, κανένας θεός, αρκεί να με θέλεις και συ. Ο Δημήτρης ήταν γνήσιο παιδί του Ανέστη. Στο μυαλό του έχτιζε παλάτια για να γκρεμίσει τις δυσκολίες. Κι όταν τα ’βρισκε σκούρα ονειροπολούσε για να μην λυγίσει. Έκαμε την ανάγκη φιλότιμο και γύρισε με βήμα αργό προς το σπίτι του στην άλλη πλευρά της πόλης.

Σε λίγους μήνες έδινε εξετάσεις στη Νομική. Στρώθηκε σε άγριο διάβασμα. Τέρμα τα νυχτερινά ξεπορτίσματα μόνον τα πολύ αναγκαία κι αυτά δεν τα χαιρόταν πια. Παράτησε την Κλειώ στην ησυχία της να τον ‘ξεπεράσει’, βρήκε μια άλλη χηρεμένη πριν πέντε χρόνια, δέκα χρόνια μεγαλύτερή του να αλληλοπαρηγοριούνται κι έβαλε σκοπό να περάσει πρώτος στη Νομική της Αθήνας. Το πέτυχε με απίστευτη ευκολία και μεγάλη διαφορά από τον δεύτερο. Μέχρι που τον έγραψε και η τοπική εφημερίδα: «Φτωχόπαιδο της πόλης μας, άριστος μαθητής, ο Δημήτριος Ανέστη Θέος πέτυχε πρώτος στην Νομική Αθηνών» κάπως έτσι, λίγο πιο ‘στην καθαρεύουσα’. Ευτυχώς, κέρδισε υποτροφία, κατάλυμα και δύο γεύματα λόγω ‘αριστεύσεως’.
Το επόμενο βήμα ήταν να μιλήσει στην Νανά. Ήξερε τι θα της πει στο περίπου. «Θα λείψω για να σπουδάσω δικηγόρος. Αν έστω και λίγο με σκέφτεσαι με συμπάθεια, περίμενέ με. Το άλλο καλοκαίρι θα ’ρθω να μιλήσω του πατέρα σου. Σ’ αγαπώ αθεράπευτα από την πρώτη στιγμή που σε είδα. Δωσ’ μου την ευκαιρία να σε κάνω ευτυχισμένη, δωσ’ μου την ευκαιρία να γίνω ο πιο ευτυχισμένος άντρας του κόσμου»… Ανάλογα με ότι του απαντούσε, θα πορευόταν η ιστορία τους.
Ξεμονάχιασε την Κική. «Αύριο» της είπε «θέλω να βγεις βόλτα παρέα με την Νανά. Θέλω να της μιλήσω σοβαρά».
Η Κική έβαλε τα κλάματα.
- Όλοι φεύγετε, κλαψούρισε. Εσύ ο Κώστας κι ο Χρήστος φεύγετε για την Αθήνα, ο Γεράσιμος στην Θεσσαλονίκη. Η Νανά έφυγε σήμερα το πρωί για την Ελβετία κι εγώ εδώ στην φρικτή μοναξιά μου. Τι να της πεις, βρε Δημήτρη, που το ’μαθε η αδελφή της η Ερμιόνη για την χήρα που όλο για τις επιδόσεις σου μιλούσε. Της το σφύριξε σε μια κρίση κακίας όταν κρυφάκουσε μια συζήτησή μας για σένα. Ρεζίλι σ’ έκανε, πως πήγαινες στης χήρας όχι μόνο για έρωτες αλλά και για να της τρως την κληρονομιά.
Ο Δημήτρης ένιωσε κρύο ιδρώτα να τον λούζει.
- Μα είναι ψέμα Κική, το ’ξερες, γιατί δεν είπες την αλήθεια; Γιατί δεν με ειδοποίησες, θα της μιλούσα, θα καταλάβαινε.
- Ούτε ν’ ακούσει τ’ όνομά σου, ούτε τώρα, ούτε ποτέ. Θα μείνει εκεί όλο το καλοκαίρι. Θα της γράψω όμως, θέλεις να μου δώσεις γράμμα σου να το βάλω στην επιστολή;
Μα ο Δημήτρης δεν ήθελε να γράψει ένα άψυχο γράμμα. Ήθελε να την κοιτάξει στα μάτια και να της ορκιστεί αιώνια αγάπη.
Γύρισε στο σπίτι του, κλειδώθηκε στο δωμάτιό του κι έκλαψε πικρά αναγνωρίζοντας τους λάθος χειρισμούς στα συναισθηματικά του. Μετά έκλαψε γιατί έχασε τον σεβασμό της Νανάς. Το αύριο δεν θα ήταν μέρα αγάπης. Το επόμενο πρωί έκαμε την βαλίτσα του, έβαλε την ζωγραφιά της αγαπημένης του πάνω απ’ τα λιγοστά του υπάρχοντα, αποχαιρέτησε την μητέρα του, τον αδελφό του και την φαμίλια του κι έφυγε για την Αθήνα. Ξαναγύρισε το επόμενο καλοκαίρι. Η Νανά έλειπε πάλι, όπως και το επόμενο. Την είδε ξανά τα Χριστούγεννα του ’39, έντεκα μήνες πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος, αλλά ο μεταξύ τους πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Ένας πόλεμος με θύματα και τους δυο. Εκείνη είχε περάσει στην Ακαδημία της Θεσσαλονίκης και παρ’ ότι της είχε στείλει συγχαρητήρια με την Κική κι ένα τριαντάφυλλο, απάντηση δεν είχε πάρει. Παρ’ όλο που δεν ήταν ένα δεκαεπτάχρονο αγόρι πια, παρ’ όλο που δεν περίμενε η Νανά να τρέξει στην αγκαλιά του περιμένοντάς τον το επόμενο καλοκαίρι, παρ’ όλο που ο ίδιος ζούσε μια συγκροτημένη νεότητα μέσα στην πραγματικότητα κι είχε εγκαταλείψει τις ονειροπολήσεις, κάπου βαθιά ένιωσε πληγωμένος. Την βρήκε ψυχρή, απόμακρη, ψεύτικη, μια όμορφη «καινή» κόρη του κεφαλαίου. Η Ιουλιέττα του δεν υπήρξε ποτέ, ανήκε στην φαντασία του. Ένιωσε μια τρυφερότητα για την ανύπαρκτη Ιουλιέττα του φτωχού Ρωμαίου και την ευτυχία που ήλπιζε πως θα γευόταν μαζί της. «Ποιον ν’ αγαπάει άραγε;». Μια ανεξήγητη ζήλια τον κυρίευσε. «Καλύτερα να μην ξέρω…». Παρ’ όλο που τα δυο κορίτσια δεν είχαν πάρει είδηση την παρουσία του και έπιναν την απογευματινή τους πορτοκαλάδα σε κεντρικό ζαχαροπλαστείο της πόλης, τις προσπέρασε κι ήταν σαν να προσπερνούσε ένα αγαπησιάρικο κομμάτι της ζωής του. Δεν ξεπερνιέται εύκολο ο πρώτος έρωτας, ιδίως όταν σε πλήγωσε.
Το ίδιο βράδυ συνάντησε την Κική με τον Κώστα. Όρμηξε στην αγκαλιά του και τον φίλησε στα μάγουλα.
- Μμμμμ! δικηγόμαρε, αξύριστα γένια δύο ημερών, έτσι ρίχνεις στο κρεβάτι σου τις επιστημόνισσες;
- Δεν ρίχνω καμία στο κρεβάτι μου, κοιμάμαι μόνος μου.
- Εσύ; να πέσει κεραυνός να με κάψει, αν σε πιστέψω. Με τέτοια φήμη παιδί;
- Η φήμη έρχεται και παρέρχεται μικρή μάγισσα!...
- ‘Μάγισσα’ με λέει η Νανά…
- Ας αλλάξουμε θέμα…
- Έλα μωρέ Δημήτρη, πολύ το σοβάρεψες κι εγώ ήθελα να σου πω…
- Το θέμα έληξε Κική, αμετάκλητα, τελεσίδικα.
Της γύρισε την πλάτη κι άρχισε να μιλάει μ’ένα παλιό γνωστό.
- …Ήθελα να σου πω πως σε σκέφτεται πολύ…
Εκείνη το ’πε, μα εκείνος δεν άκουσε…

No comments: