9. Πόλεμος -- γ. Νίκος και Ελένη

Τον Κώστα Δέση και την γυναίκα του την Κρινιώ, τους ευλόγησε ο Θεός με δυο παιδιά, ένα αγόρι τον Νίκο και ένα κορίτσι την Ελένη. Ήταν δυο πλάσματα τόσο σπάνιας ομορφιάς, και τόσο όμοια το ‘να με τ’ άλλο παρ’ όλα τα τέσσερα χρόνια που ο Νίκος ήταν μεγαλύτερος, και το διαφορετικό φύλλο τους, που ο πατέρας τα έλεγε ‘πορσελάνινα’. Τα δυο αδέλφια είχαν αναπτύξει μια ιδιόρρυθμη σχέση μεταξύ τους, δεν μάλωσαν ποτέ σαν παιδιά, δεν ζήλεψε ποτέ το ένα το άλλο και η αγάπη τους αυτή καθρεφτιζόταν στα καταγάλανα τους μάτια κάθε φορά που κοιτούσε το ένα το άλλο ή αναφερόταν το ένα για το άλλο. «Στην πραγματικότητα είναι δίδυμα, απλά η Ελένη ξεχάστηκε στον δρόμο για τέσσερα χρόνια», έλεγε γελώντας η Κρινιώ.

Επειδή ο Κώστας έλειπε συχνά σαν έμπορος που ήταν, ο Νίκος είχε επωμιστεί την προστασία των ‘κοριτσιών’ του σπιτιού από τα μικράτα του. Το αγοράκι, με το που ετοιμαζόταν ο πατέρας για ταξίδι και με την βαλίτσα του έβγαινε στην αυλή του σπιτικού, στεκόταν μπρος του σοβαρό και άπλωνε το χέρι με την παλάμη ανοιχτή και ο γεννήτορας απίθωνε την κλειστή φούχτα του στο μικροσκοπικό χεράκι, παραδίδοντας τάχα κάποια αόρατα για τους κοινούς θνητούς κλειδιά του ιδιωτικού τους Παραδείσου. Οι δυο τους έβγαιναν απ την αυλή και ο Νίκος τον παρακολουθούσε μέχρι που ο Κώστας χανόταν στο τέρμα του δρόμου όπου ήταν ο σταθμός των τρένων. Μόνο τότε ο πιτσιρικάς ξαναέμπαινε στην αυλή του σπιτιού, έκλεινε την ξύλινη πόρτα του φράχτη που τον έντυναν θάμνοι και λουλούδια, και με το αόρατο κλειδί διπλοκλείδωνε την νοητή κλειδαριά. Η επιστροφή είχε επίσης το δικό της τελετουργικό. Με το που επέστρεφε ο Κώστας, δεν έμπαινε στο σπίτι. Χτυπούσε το ρόπτρο της ξύλινης πόρτας του φράχτη. Ο Νίκος πεταγόταν ‘σφαίρα’, έβγαζε απ την τσέπη του κοντού παντελονιού το αόρατο κλειδί, ξεκλείδωνε την νοητή κλειδαριά, άνοιγε την ξύλινη πόρτα του φράχτη, έκανε στο πλάι να περάσει η κεφαλή της οικογένειας, και έκλεινε με σεβασμό την πόρτα πίσω από τον πατέρα του. Κι’ εκεί, στην αυλή ο πατέρας άπλωνε την παλάμη και ο γιος επέστρεφε το αόρατο κλειδί που ο Κώστας έχωνε βαθιά στην τσέπη του. Και όλα γινόταν σε απόλυτη, μυστικιστική σιγή. Με το τέλος της ιεροτελεστίας ξεκινούσε ο πανζουρλισμός και το μικρό αντράκι ξαναγινόταν παιδάκι. Ούρλιαζε σαν δαιμονισμένο «γύρισε ο πατέρας, γύρισε ο πατέρας» και μ’ ένα πήδο βρισκόταν κρεμασμένος απ’ τον λαιμό του, σκαρφαλώνοντας πάνω του με χέρια και με πόδια σαν μανιασμένη μαϊμού.

Ο Νίκος μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές του στην Ιατρική όταν κηρύχθηκε ο πόλεμος. Υπερασπίστηκε την πατρίδα στην Αλβανία, και όταν μπήκαν οι Γερμανοί, επέστρεψε στο πατρικό για να προστατέψει την οικογένειά του. Ο πατέρας πέθανε σε δυο μήνες από φθίση και λίγο πριν τελειώσει του παρέδωσε το αόρατο κλειδί για πάντα. Ο νεαρός γιατρός βρέθηκε να αντιμετωπίζει το δίλημμα που οι περισσότεροι νέοι της περιοχής αντιμετώπιζαν. Να μείνει στην πόλη ή να βγει ‘στο κλαρί’ στα βουνά. Διάλεξε την δεύτερη λύση, την πιο επώδυνη μιας που από την μια έπρεπε να εγκαταλείψει μάνα και αδελφή απροστάτευτες, μα από την άλλη τα παλικάρια στα βουνά είχαν ανάγκη από γιατρούς να τους περιποιηθούν. Ο Νίκος είχε βαθιά μέσα του ριζωμένα τα ιδανικά της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης. Η Κρινιώ δήλωσε σε συγγενείς και γείτονες πως ο γιος της κατέβηκε στην Αθήνα γιατί τον κάλεσαν σε ένα νοσοκομείο και άρχισε για τις δυο γυναίκες το καρδιοχτύπι όσων είχαν δικούς τους στην Αντίσταση.
Όταν τα πράγματα χαλάρωναν, οι αντάρτες γύριζαν κάποια βράδια στα σπίτια τους να δουν τις οικογένειες τους κρυφά, στα σκοτεινά, και έφευγαν πολύ πριν χαράξει... Έτσι κι ο Νίκος που αν και κανείς δεν ήξερε πως δεν ήταν στην Αθήνα πρόσεχε πολύ τις κινήσεις του. Μέχρι που ένα βράδυ έξω απ την ξύλινη αυλόπορτα του πατρικού του είδε ένα Ιταλό φαντάρο σκοπό. Προσπέρασε αργά, κοιτώντας τα φωτισμένα δωμάτια του ισόγειου, αναγνώρισε την φιγούρα της μάνας του στο παράθυρο της κουζίνας και η καρδιά του πήγε στην θέση της. Ο θυμός γιγαντωνόταν σαν κύματα του ωκεανού μέσα του. Οι αχρείοι είχαν επιτάξει το σπίτι του, καταπατήσει την εστία του, μολύνει την οικογένειά του. Σήκωσε ακόμα πιο ψηλά τον γιακά του παλτό του, κατέβασε ακόμα πιο χαμηλά στο πρόσωπο το καπέλο του και κίνησε για το μαγαζί του πατέρα του που το κρατούσε πια η αδελφή του. Δίπλα απ την ψηλή καρέκλα, πίσω από τον πάγκο, απέναντι από την μισάνοιχτη πόρτα είδε την αδελφή του να εξυπηρετεί έναν πελάτη. Πήρε θάρρος και έσπρωξε την πόρτα. Το μαγαζί του φάνηκε άδειο, φτωχικό, λεηλατημένο. Η Ελένη κοίταξε προς την πλευρά του, τα πανέμορφα γαλάζια μάτια άστραψαν για μια στιγμή, κι ύστερα εκείνο το γνωστό αστραποβόλημα έσβησε.
«_Μισό λεπτό», είπε στον πελάτη, «να δω τι θέλει ο κύριος», προσποιούμενη πως της ήταν άγνωστος, «παρακαλώ τι επιθυμείτε;» ρώτησε με φωνή που σχεδόν έτρεμε από την λαχτάρα να αγκαλιάσει τον αδελφό της.
«_Θα περιμένω», της απάντησε στον τόνο του ‘τάχα αδιάφορου’ πελάτη και γύρισε βιαστικά προς ένα μισοάδειο ράφι, μακριά από παράθυρα και πόρτες. Αυτό το ύφος ήταν καινούριο, μα ίδιο κι απαράλλαχτο σε όσους το είχαν. Ήταν εκείνων που μια ζωή με το κεφάλι ψηλά και την υπόληψη αμόλυντη περίμεναν τώρα τελευταίοι στην ουρά, για να ζητήσουν δειλά και με χαμηλή φωνή αν μπορούσαν να αγοράσουν κάτι ‘βερεσέ’, και να πληρώσουν όσο πιο σύντομα τους ήταν μπορετό, βάζοντας σε ‘υποθήκη’ το καλό τους όνομα στην αγορά πριν τον πόλεμο και την εξαθλίωση. Τις περισσότερες φορές έσκυβαν το κεφάλι ακόμα πιο πολύ, οι πλάτες κύρτωναν ακόμα πιο πολύ όταν άκουγαν εκείνο το προσβλητικό «δεν μπορώ να σου δώσω άλλο βερεσέ, χρωστάς ήδη τόσα πολλά που ούτε σε δέκα χρόνια δεν θα τα πάρω πίσω». Κι έτσι ο ‘τάχα αδιάφορος’ πελάτης, γύριζε στο σπίτι του με βήμα αργό, αργά κι ας τον θέριζε τ’ αγιάζι, γιατί δεν ήξερε τι άλλο ψέμα να πει στα πεινασμένα του παιδιά...
Τον πλησίασε μόνο όταν ο πελάτης έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ήταν η ώρα που έκλειναν τα μαγαζιά, ήταν η ώρα των ‘τάχα αδιάφορων πελατών’. Γύρισε και την κοίταξε με το που άκουσε την πόρτα να κλείνει. Η Ελένη έκλαιγε με βουβά αναφιλητά. Την αγκάλιασε και της χάιδευε τα μαλλιά όσο εκείνη επαναλάμβανε χαμηλόφωνα τέσσερις λέξεις: «Μπήκαν στο σπίτι μας». Κι ύστερα, τα κρινένια χεράκια που αγκάλιαζαν τις πλάτες του προστάτη-αδελφού, έγιναν γροθιές που τον χτυπούσαν με απελπισία, και ο πόνος της καρδιάς της έκανε την φωνή της απόκοσμη, βραχνή, νεκρική.
«_Και συ έλειπες, απών κι άρπαξαν με το ‘έτσι το θέλω’ το αόρατο κλειδί. Μπήκαν στο σπίτι μας, κατάρα, κατάρα, κατάρα. Κατάρα και φωτιά και πόνος στα σπίτια τους και στις οικογένειες τους. Θάνατος σ’ αυτούς και σ’ όσους αγάπησαν και σ’ όσους τους αγαπούν. Να χορταριάσουν οι τάφοι κι αυτών και των γονιών τους και των παιδιών τους και να λείψει η γενιά τους και κανείς να μην τους θυμάται πια.»
Ύστερα, σιγά σιγά καταλάγιασε ο πόνος κι ο θυμός και τα δυο αδέλφια έμειναν σφιχταγκαλιασμένα για ώρα πολύ.
«_Να μου φιλήσεις την μάνα μας» της είπε λίγο πριν φύγει και πάλι. Ακούμπησε τα χείλη του στο μέτωπό της. Ήταν το τρυφερό φιλί που τους έδινε κάθε πρωί ο πατέρας τους όσο ζούσε. Ήταν το φιλί του προστάτη, του πατέρα, του αδελφού. Έσκυψε και του φίλησε τα χέρια.
«_Να προσέχεις», ψιθύρισε.
Ο Νίκος έφυγε, γύρισε στα βουνά, και δεν επέστρεψε στην πόλη παρά μόνο για ν’ αρπάξει, νύχτα πάλι, την αδελφή του, και να την σύρει πίσω στα βουνά μαζί του για να την δικάσει.

Ο Ενρίκο Κόντι ήταν από τη Πάντοβα. Ήταν φιλόλογος πριν τον πόλεμο, και δίδασκε στο σχολείο που κάποτε ήταν μαθητής. Σε αντίθεση με αυτό που πίστευε ο κόσμος ότι ένας Ιταλός συνοδεύεται από μια κιθάρα, ο Ενρίκο συνοδευόταν από βιβλία. Βαθυστόχαστος, λάτρης της φιλοσοφίας, κρύφτηκε σε στιγμή αφόρητου προσωπικού πόνου πίσω από τα βιβλία του, και ξύπνησε ένα πρωί να τον καλεί η πατρίδα του σε επιθετικό πόλεμο. Στην Αλβανία έσωσε την ομάδα του που έμεινε ακέφαλη μετά τον θάνατο του λοχαγού τους, και από την μια στιγμή στην άλλη, ένας άνθρωπος που δεν έριξε ούτε μια σφαίρα στον πόλεμο, κηρύχθηκε ήρωας, απέκτησε βαθμούς και γαλόνια, και πήρε διαταγή να γίνει ο διοικητής της Ιταλικής μεραρχίας στην πόλη. Ο Έλληνας μεταφραστής τον οδήγησε σ’ ένα όμορφο διώροφο σπιτάκι στο κέντρο της πόλης. «_Εξαιρετική οικογένεια» τον διαβεβαίωσε, «ο γιος στην Αθήνα γιατρός, η μητέρα και η κόρη ήσυχες, πολιτισμένες, νοικοκυρές. Η διαμονή θα σας μείνει αξέχαστη». Ο Ενρίκο ήταν αρκετά έξυπνος για να καταλάβει ότι ούτε η μάνα του, ούτε η αδελφή του θα ήταν ιδιαίτερα ‘πολιτισμένες’ και ‘φιλικές’ αν ο γιατρός Δέσης ήταν στην θέση του. Μάνα και κόρη Δέση δεν τον είχαν καλέσει με τη θέλησή τους στο σπίτι τους να τον τρατάρουν σαν φιλοξενούμενο. Ήξερε καλά την θέση του, κατακτητής ήταν και θύτης. Φρόντισε να μην μπερδεύεται πολύ στα πόδια τους, να μην τις ενοχλεί, και να εμφανίζεται στην τραπεζαρία μόνο την ώρα του φαγητού. Κάμποσες φορές τις προσκάλεσε ευγενικά σε Αρχαία Ελληνικά, και κάποια σπαστά Νεοελληνικά να φάνε μαζί, αρνήθηκαν την πρόσκληση ακόμα πιο ευγενικά, και ο Ενρίκο μετά τα γεύματα τα γεμάτα μοναξιά, γύριζε στο δωμάτιό του, βυθιζόταν σε μια πολυθρόνα δίπλα απ’ το παράθυρο, και χανόταν μέσα στα βιβλία του. Αποδεχόταν τις προσκλήσεις του Γερμανού διοικητή που έμενε στο μεγάλο αρχοντικό λίγο πιο κάτω στον δρόμο, μόνο όταν ήταν απαραίτητο. Τον θεωρούσε χοντροκομμένο-βάρβαρο, και τον αντιπάθησε ακόμα περισσότερο όταν έμαθε για την λεηλασία του σπιτιού που τον ‘φιλοξενούσε’ αναγκαστικά. Σιγά-σιγά άρχισε να βγάζει από το δωμάτιό του αντικείμενα αξίας, παραδίδοντάς τα στην κυρά Κρινιώ, παραπονούμενος δήθεν πως του έκλειναν τον χώρο, μέχρι που έμειναν στο δωμάτιο το κρεβάτι, ένα κομοδίνο, η πολυθρόνα, ένα γραφείο σκεπασμένο με τα βιβλία του, και η ντουλάπα. Το μόνο που πρόσθεσε ήταν η φωτογραφία ενός μικρού παιδιού που χαμογελούσε μέσα από μια επιτραπέζια κορνίζα.
Η κυρά Κρινιώ, λιγότερο σκληροπυρηνική από τα δυο παιδιά της, διάβασε μια αδιόρατη θλίψη στα μάτια του Ιταλού ‘με το ζόρι μουσαφίρη’, και κάποια στιγμή που του πήγε το απογευματινό καφεδάκι, κούνησε το κεφάλι προς την φωτογραφία.
«_Bello» ... (Ωραίο)
«_Παιντί μου» ...
«_Που μαμά;» ...
«_Mamma morta» … (Η μαμά πεθαμένη)
Οι λέξεις ‘morto’ και ‘morta’ (νεκρός – νεκρή) ήταν πολύ γνωστή και ευρέως διαδεδομένη εκείνη την εποχή που ο θάνατος έκανε καθημερινές πιένες. Η κυρά Κρινιώ με λίγα Ιταλικά και ο Ενρίκο με λίγα Ελληνικά είπαν πολλά εκείνο το απόγευμα. Το επόμενο ο Ενρίκο μόλις μύρισε τον καφέ να ψήνεται στην κουζίνα, πήγε και κάθισε στο τραπέζι της τραπεζαρίας και περίμενε την καινούρια φίλη του. Τα απογεύματα έπιαναν μια ιδιότυπη κουβέντα που μόνο οι δυο τους καταλάβαιναν. Κάποια στιγμή η κυρά Κρινιώ δεν άντεξε και εξομολογήθηκε στην κόρη της, που τις απογευματινές ώρες τις περνούσε στο μαγαζί, τις συζητήσεις που είχε με τον Ενρίκο.
«_Ακούς Ελένη μου, μάτια μου, τον καημένο τι κρίμα. Από το σχολείο την αγαπούσε την Μαρία. Και τον περίμενε το χρυσό μου, η συγχωρεμένη να σπουδάσει, και μετά που τον πήραν στο σχολείο, είναι καθηγητής καλέ, γι’ αυτό όλο διαβάζει, πήγε και την ζήτησε από τους γονείς της και παντρεύτηκαν. Είχε – ο ‘μαρεσιάλος’ μου το είπε – άσχημη εγκυμοσύνη η έρμη, και που γέννησε τον μωρό έπαθε επιπλοκές, και πέθανε η καρδούλα μου. Κι αυτός από την αγάπη που της έχει, έδωσε το όνομά της στον γιο του.
«_Μπα», ρώτησε πικρόχολα η Ελένη, «Μαρία το λένε το κωλο-Ιταλάκι»;
«_Μη ψυχή μου, μην είσαι κακιά με τον άνθρωπο. Κι αυτός βασανισμένος είναι, και το παιδί το κρατάει η γιαγιά, η μάνα του δηλαδή. Το δες στην φωτογραφία, το κακόμοιρο; Χαμογελάει πικραμένο, φαντάσου πόσο χρόνο έχει να δει τον μπαμπάκα του ... Κι εγώ, πόσο καιρό έχω να δω το αγόρι μου, τον προστάτη του σπιτιού μας.»
«_Δεν πιστεύω να του είπες που είναι ο Νίκος μας!»
«_Χαζή είμαι, παιδί μου;»

Η κυρά Κρινιώ συμπάθησε τον Ενρίκο, και με τα συμπονετικά της λόγια πέρασε αυτή την συμπάθεια και στην Ελένη. Ο Ενρίκο εντυπωσιάστηκε με τις γνώσεις της νεαρής σε θέματα που είχαν σχέση με τις Αρχαίες Ελληνικές γραμματείες, και οι δυο ‘νεκρές γλώσσες’ Αρχαία Ελληνικά και Λατινικά, έγινε η γλώσσα της δικής τους επικοινωνίας. Μέσα απ’ αυτές μάθαιναν ο ένας στην άλλη την ζωντανή γλώσσα της πατρίδας τους, και φούντωσε ένας έρωτας πέρα από κάθε λογική. Στην αρχή κανένας στην γειτονιά δεν κατάλαβε τι συνέβαινε, όμως στις μικρές πόλεις όπως η δική μας, ‘οι τοίχοι έχουν μάτια και αφτιά, κι ο έρωτας φωνάζει δυνατά’, καθώς λέει και ο λαός. Ο λαός της πόλης που και μάτια είχε και αφτιά, είδε και άκουσε και έκρινε και κατέκρινε στην αρχή σιωπηλά και υπόγεια. Και ο λαός που υπέφερε από τον πόλεμο και την κατοχή, έκρινε πως μια Ελληνίδα και ένας Ιταλός δεν είχαν δικαίωμα να αγαπηθούν.

Υπήρξαν άνθρωποι, καταδότες, μαυραγορίτες, και συνεργάτες των κατακτητών που μισήθηκαν τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις άλλες χώρες. Μα πιο πολύ μισήθηκαν οι γυναίκες που ‘πλάγιασαν’ με τον εχθρό. Η Ελένη και η μητέρα της βρέθηκαν σ’ ένα κλοιό που όλο στένευε. Στο σπίτι τους μπαινόβγαιναν διάφοροι ύποπτοι που τα χαν καλά με τους Ιταλούς. Κάποιες μανάδες παρακάλεσαν την Ελένη να ζητήσει από τον Ενρίκο να δοθεί χάρη στους γιους και άνδρες τους που πιάστηκαν σε μπλόκα από τους Γερμανούς, αλλά τελικά τα παλικάρια τουφεκίστηκαν. Ίσως η Ελένη να μην μίλησε ποτέ για το θέμα στον καλό της, ίσως και ο Ενρίκο να μην είχε την δύναμη να βοηθήσει, αλλά αυτό ήταν η καταδίκη των δυο γυναικών στην ‘λαϊκή’ συνείδηση. Κανείς δεν ξαναμπήκε για να ψωνίσει στο μαγαζάκι της Ελένης, και όποιος έμπαινε τάχα για να ψωνίσει, ήταν για να την κοιτάξει επίμονα και προσβλητικά. Στον δρόμο σαν την συναντούσαν άλλαζαν πεζοδρόμιο, και οι γνωστοί έπαψαν να της μιλούν. Κάποιοι περνούσαν μπρος της και έφτυναν το έδαφος στα πόδια της επιδεικτικά. Όταν τελικά όλα αυτά τα έμαθε ο Ενρίκο, από μισόλογα του διερμηνέα του, την κάθισε στην πολυθρόνα του δωματίου του που έβλεπε από το παράθυρο στην γεμάτη λουλούδια αυλή, γονάτισε μπρος της και της ζήτησε να τον παντρευτεί. Η Ελένη που επί μήνες ζούσε κάτω από φοβερή πίεση, έβαλε τα κλάματα και δέχτηκε, αφού του εξομολογήθηκε ότι ήταν έγκυος ήδη. Αποφάσισαν να παντρευτούν και να διώξει την Ελένη στην Ιταλία να μείνει με τους γονείς και τον γιο του μέχρι να καταφέρει και εκείνος να γυρίσει στην πατρίδα του. Η Ελένη το ήξερε ότι δεν θα γύριζε ποτέ ξανά στην μικρή πόλη. Θα έφευγε ντροπιασμένη, και θα την μισούσαν όλοι όσους αγάπησε, συγγενείς, φίλους, συντοπίτες, και πιο πολύ απ’ όλους ο πολυαγαπημένος της αδελφός. Το άλλο πρωί ο Ενρίκο έφυγε για την Αθήνα να ζητήσει ειδικά έγγραφα από την Ιταλική Διοίκηση για την μέλλουσα σύζυγό του.

Ο Νίκος Δέσης είχε καιρό να κατέβει από το βουνό στην πόλη. Και όπως στο Αρχαίο Δράμα υπάρχει ο από μηχανής θεός, στην οικογένεια Δέση υπήρξε η Άννα Αναστασίου, που τον αναγνώρισε στο σούρουπο ένα τετράγωνο πριν φτάσει στο πατρικό του. Είχε και κείνη τον άνδρα της στα βουνά αντάρτη, και για να τον προστατέψει, του εξιστόρησε τις φήμες στην πόλη. Ο Νίκος δεν πίστεψε ούτε λέξη, άκου η αδελφή του, η μικρή πορσελάνινη αδελφή του, που μισούσε όσο και κείνος αυτούς που καταπάτησαν την πατρίδα και την εστία τους, να μπλεχτεί με Ιταλό! Συνέχισε για το πατρικό του, μα τα βήματά του τον οδήγησαν στην άλλη άκρη της πόλης. Έφτασε στου Χρήστου του Γκέκα, φίλου και συμπολεμιστή, περασμένα μεσάνυχτα. Σφύριξε συνθηματικά, τρεις φορές, μετά μια, παύση, και μετά άλλες τρεις. Η Κλειώ, η αδελφή του Χρήστου, μισάνοιξε την εξώπορτα χωρίς να ανάψει το φως της αυλής. Τον έμπασε βιαστικά στο σπίτι και τον αγκάλιασε όλο χαρά.
«_Τι κάνει ο αδελφούτσικος μου;»
«_Τι μου παν για την αδελφή μου; Είναι αλήθεια; Τι ακούς εσύ;»
Ήταν τρεις τα ξημερώματα όταν ο Νίκος έσφαξε πισώπλατα τον Ιταλό σκοπό που φύλαγε μπρος από την αυλόπορτα την ξύλινη, του σπιτιού του Kώστα του Δέση του έμπορα. Ο Νίκος, που από καιρό είχε χάσει το αόρατο κλειδί της νοητής κλειδαριάς, πήδηξε πάνω από τον φράχτη τον σκεπασμένο με λουλούδια και θάμνους, και στο μυαλό του μια φωνίτσα του ψιθύρισε «πόσο όμορφα μοσχοβολάνε τα λουλούδια μας, πλησιάζει Πάσχα» . Κάτω από ταπάκι στην κυρία είσοδο βρήκε το κλειδί της πόρτας. «Μερικά πράγματα μένουν τα ίδια, γνώριμα κι αγαπημένα», συμφώνησε η φωνίτσα στο μυαλό του. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε ποια ήταν αυτή η φωνίτσα, και πως ήξερε τις μύχιες σκέψεις του, αλλά η φωνίτσα έγινε γέλιο: «ξέρεις πως είμαι εσύ» την άκουσε και τον τρόμαξε το εσωτερικό γέλιο του μυαλού του. «Τρελαίνομαι» σκέφτηκε, «αλλά δεν πειράζει, έτσι κι αλλιώς, δεν έχει πια και πολύ σημασία». Στα σκοτεινά, περπάτησε μέχρι το δωμάτιο της μάνας και του πατέρα του. Άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και δεν ακούστηκε ο παραμικρός τριγμός. Το φως του φεγγαριού έπεφτε μέσα από το μεγάλο παράθυρο πάνω στο κρεβάτι. «Πως μπορεί και κοιμάται τον ύπνο του δικαίου;» ... Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και την κοίταζε για ώρα, μέχρι που η Κρινιώ πετάχτηκε με τρόμο. Τον είδε στα πόδια της, κι αναστέναξε βαθιά.
«_Αχ αγόρι μου, παιδί μου», είπε μισοκοιμισμένη ακόμα, «τι εφιάλτη έζησα παιδί μου, πως τάχα ήσουν στην μέση του δρόμου ξαπλωμένος, κι εγώ σε άνοιξα με πιρούνι και μαχαίρι, και σου ‘βγαλα την καρδιά, και την κρατούσα στα χέρια μου να χτυπά, την κοιτούσα που έφτυνε αίμα ... Μάνα μου, παιδί μου, σπλάχνο δικό μου ...»
Έκανε να απλώσει το χέρι να του χαϊδέψει από το μέτωπο τον ιδρώτα, κι αναρωτήθηκε μέσα της τι πυρετός τον έκαιγε. Είδε το δεξί του χέρι να σηκώνεται στον αέρα, και στο φως του φεγγαριού που κοιτούσε μέσα απ το παράθυρο την φρίκη της επερχόμενης μητροκτονίας, την λεπίδα ν’ αστράφτει ...

Η Κρινιώ γέννησε τον Νίκο απόγευμα παραμονής Πρωτοχρονιάς. Τρεις μέρες χιόνιζε ασταμάτητα, να την μεταφέρουν σε νοσοκομείο ήταν αδύνατον, και η πεθερά της, που ήξερε από γέννες έσωσε κι αυτή και το μωρό. Η Κρινιώ μετά την γέννα έπεσε σε ένα ύπνο βαθύ και ξύπνησε απότομα ακούγοντας σύρσιμο στο ξύλινο πάτωμα του δωματίου, εκεί που δεν το σκέπαζαν χοντρές βελέντζες. Της φάνηκε πως όλο το δωμάτιο φωτιζόταν από ένα αχνό γαλάζιο σύννεφο και διέκρινε τρεις φιγούρες δίπλα στην κούνια του μωρού. Στην αρχή, ακόμα μισοκοιμισμένη σκέφτηκε πως ήταν γειτόνισσες που ήρθαν από διπλανά σπίτια να δουν το μωρό της. Μετά, και αφού ξυπνούσε όλο και πιο πολύ, οι φιγούρες έμοιαζαν όλο και πιο απόκοσμες, πολύ ψηλές για γυναίκες, σχεδόν ισχνές, και ενώ μιλούσαν χαμηλόφωνα η μία στις άλλες με ακόμα πιο απόκοσμες φωνές, έκλωθαν όρθιες κοιτώντας το σπλάχνο της στην κούνια. Στο αχνό γαλάζιο σύννεφο η μάνα διέκρινε τα λεπτά, μακριά τους δάχτυλα να δουλεύουν με περισσή ικανότητα.
« ... _Όμορφο παλικάρι, γεμάτο χαρίσματα είναι», άκουσε την πρώτη να απευθύνεται στην δεύτερη.
«_Όμορφο, πανέμορφο, γεμάτο υγεία, πολύ θα το αγαπήσουν, πολύ θα αγαπήσει», της απάντησε. «_Και πολύ θα πονέσει και θα το πονέσουν», συνέχισε. «_Μα θα την φάει την καρδιά της μάνας του, με μια και μόνη μαχαιριά ...»
«_Τι λένε οι θεοπάλαβες για το μωρό μου, ποιες είναι οι καταραμένες;» συλλογίστηκε η Κρινιώ και έμπηξε μια φωνή να την ακούσουν ο άνδρας και η πεθερά της από τα άλλα δωμάτια. Μα δεν ακούστηκε άχνα, αν και το στόμα της άνοιξε διάπλατο, και τα πνευμόνια της έσπρωξαν με δύναμη τον αέρα. Έμεινε να κοιτάει τις φιγούρες χωρίς να έχει την δύναμη να σηκωθεί, ή να αντιδράσει με οποιοδήποτε τρόπο.
«_Σώνει», ψιθύρισε η τρίτη φιγούρα. Η Κρινιώ την είδε να κρατά την αραχνοΰφαντη κλωστή που έμοιαζε χρυσή στα χέρια της, και να βγάζει ένα ψαλίδι από την μακριά της φούστα. Έκοψε την κλωστή που κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλά της, και οι τρεις φιγούρες έπαψαν να μιλούν. Με τρόμο η Κρινιώ τις είδε σιγά – σιγά να εξαϋλώνονται, λες και δεν ήταν σώματα ανθρώπινα, και να γίνονται ένα με το αχνό γαλάζιο σύννεφο. Γύρισαν και την κοιτάξουν σχεδόν έκπληκτες που εκείνη μπορούσε να τις δει, μα έδειξαν απόλυτη αδιαφορία, σαν να μην υπήρχε στο χώρο. Η Κρινιώ έκλεισε τα μάτια της με τρόμο και άρχισε να προσεύχεται σιωπηλά στην αρχή, μέχρι που άκουσε την φωνή της να δυναμώνει και η προσευχή της να γίνεται ουρλιαχτό. Τα άνοιξε μόνο όταν ένιωσε να την τραντάξουν και να την χαστουκίζουν, και φωνές, τις φωνές του άνδρα της και της πεθεράς της που προσπαθούσαν να την συνεφέρουν. Άρχισε να τους εξιστορεί τον εφιάλτη της, αλλά η πεθερά της την έκοψε αρπάζοντάς την από τους ώμους και λέγοντας με χαμηλή αλλά επιτακτική φωνή : «_Σους Κρινιώ, σους, σιωπή, άχνα μην πεις, κι ίσως να πάρουν πίσω οι Μοίρες αυτά που άκουσες». Γύρισε στον γιο της και τον καθησύχασε «_Καλά είναι, εφιάλτης ήταν, πέρασε, άσε μας εμάς τις γυναίκες να τα πούμε τώρα, να θηλάσει και το παιδί».
Σαν έμειναν μόνες, η Ελένη, η μάνα του Κώστα του Δέση, αγκάλιασε την λεχώνα και χαϊδεύοντας της το πρόσωπο της είπε όλα αυτά που λένε οι παλιοί για τις Μοίρες.
«_Κόρη, τώρα τα λένε μύθους, μα κάποιοι παλιοί λένε πως ήταν η πρώτη μας Θρησκεία πριν τον Χριστιανισμό. Οι τρεις γυναίκες που είδες, είναι οι Μοίρες, είναι τρεις μορφές που κλώθουν, η Κλωθώ, η Λάχεση, και η Άτροπος. Η κλωστή που κρατούν στα χέρια τους είναι η ανθρώπινη ζωή, και συμβολίζεται έτσι το πόσο μηδαμινή κι ασήμαντη αποδεικνύεται τελικά, αφού κόβεται με το παραμικρό, όπως μια κλωστή. Η Κλωθώ, γνέθει το νήμα της ζωής, η Λάχεση μοιράζει τους κλήρους, καθορίζει τι θα ‘λάχει’ στον καθένα, και η Άτροπος, κόβει χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όταν έρθει η ώρα, την κλωστή της ζωής των ανθρώπων. Οι Μοίρες είναι ανώτερες των Θεών, και δεν έχουν συναισθήματα. Κλώθουν ζωές, δίνουν το μερτικό που αναλογεί στον καθένα μας, και κόβουν το νήμα μας. Λένε πως κάποιες λεχώνες έχουν το χάρισμα, ή την κατάρα να τις δουν αν τύχει και ξυπνήσουν την ώρα που οι Μοίρες επισκέπτονται μια νέα ζωή. Κατάρα περισσότερο παρά χάρισμα, μιας και η μάνα μαθαίνει το τι έχει ‘γραφτεί’ για το παιδί της, καλά αλλά και άσχημα, όμορφα αλλά και τραγικά. Η γιαγιά μου έλεγε πως υπάρχει τρόπος να αλλάξουν οι Μοίρες αυτό που ‘έγραψαν’ αν καταλάβουν πως τις άκουσες και τις είδες, μόνο αν κρατήσεις απόλυτο μυστικό αυτά που άκουσες να μοιράζουν στο σπλάχνο σου. Γι αυτό κράτα το μέσα σου, ξέχνα το, και η ζωή του παιδιού σου θα είναι διαφορετική, δεν ξέρω αν θα είναι καλύτερη ή χειρότερη, μα δεν θα είναι η φρίκη που σ’ έκανε να ουρλιάζεις προσευχές και κατάρες».
Η Κρινιώ το κράτησε το μυστικό της δεκαπέντε χρόνια, προσπάθησε να το ξεχάσει, υπήρχαν στιγμές που το ξεχνούσε, μα κάποια στιγμή το εξομολογήθηκε στον παπά της ενορίας της.
«_Ανοησίες και δεισιδαιμονίες», την παρηγόρησε, «Καμιά γριά καμπούρα δεν είναι πάνω απ’ τον Θεό της αγάπης και της συγχώρεσης. Εφιάλτη είδες, ή το πολύ – πολύ κακά πνεύματα που θέλησαν να μολύνουν την ψυχή σου και την αγάπη σου για το παιδί σου. Μα Κρινιώ μου, άνοιξε τα μάτια σου, και δες τον Νίκο, σου φαίνεται αυτό το παλικάρι που σέβεται όλα τα πλάσματα του Θεού, να μεταμορφώνεται σε μητροκτόνο;»
Ο Νίκος ήδη ήταν ο ‘γιατρός’ κάθε τραυματισμένου ζώου της γειτονιάς, και είχε από καιρό αποφασίσει πως ήθελε να σπουδάσει γιατρός. Το μέλλον του έδειχνε λαμπρό, και η Κρινιώ ξέχασε τις τρεις φιγούρες και ζούσε όλη την ευτυχία που της χάριζε η ζωή ...

«_Ελένη, ο Νίκος», ούρλιαξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, τόσο δυνατά όσο οι προσευχές στον Θεό και οι κατάρες στις Μοίρες πριν τριάντα χρόνια, πριν την χτυπήσει ο γιος την μια φορά και μοναδική στην καρδιά.
«_Μάνα, γύρισα», απάντησε. Έβγαλε από την τσέπη του ένα χαρτί, την διαθήκη του που είχε γράψει στο σπίτι του Γκέκα. Το απίθωσε με προσοχή στο κομοδίνο που βρισκόταν στην πλευρά που κοιμόταν ο πατέρας του.
«Εγώ ο Νίκος Δέσης, γιος του Κώστα και της Κρινιώς, γιατρός το επάγγελμα, Έλληνας, αντάρτης, καταδικάζω σε θάνατο την μάνα μου και την αδελφή μου Ελένη γιατί είναι ένοχες προδοσίας μπροστά στον Θεό και τον Λαό. Δεν με διακατέχει μίσος, και έχω ‘σώας τας φρένας’. Στην Κόλαση που θα βρεθούμε πάλι, θα συγχωρηθούμε και θ’ αγαπηθούμε. Κι όπως εκεί θα καιγόμαστε αιώνια, να μας κάψετε κι εδώ στην γήινη κόλαση, να πάρει ο αέρας τις στάχτες μας, να τις σκορπίσει στα άπειρα, γιατί αυτή η γη η άγια, θα μας ξεράσει άλιωτους».

Μετά όρμηξε στο δωμάτιο της Ελένης, κι έσπασε την πόρτα με μια κλοτσιά. Η αδελφή του τον περίμενε όρθια μπρος στο παράθυρο, φορώντας ολόλευκο νυχτικό.
«_Ελένη, γύρισα. Σε δίκασα, σε καταδίκασα, θα σε ανεβάσω στα βουνά και πριν το ξημέρωμα θα πεθάνεις από το χέρι του αδελφού σου, πριν το ξημέρωμα θα πεθάνω κι εγώ. Να σε προστατεύσω θέλω Ελένη μου, από τον εξευτελισμό που θα ζούσες σαν γυναίκα που εκπορνεύτηκε και πρόδωσε ιερά, όσια και πατρίδα. Πάμε να φύγουμε, να προφτάσουμε να μην μας δει ο ήλιος εμάς και τις αμαρτίες μας».
Την άρπαξε από το μπράτσο και την έσυρε μαζί του. Στο αριστερό του χέρι κρατούσε ακόμα το βαρύ πιστόλι που είχε μαζί του φέρει από το βουνό. Η Ελένη δεν έφερε καμιά αντίσταση, τον ακολούθησε χωρίς άχνα. Στην είσοδο παραπάτησε στο τελευταίο σκαλοπάτι και έπεσε πάνω στο όπλο που εκπυρσοκρότησε και την τραυμάτισε στο δεξί μπράτσο. Ο αδελφός της έσκισε ένα κομμάτι ύφασμα από το μαύρο πουκάμισό του, και της έδεσε σχεδόν τρυφερά την πληγή. Τη αγκάλιασε από την μέση, εκείνη έγειρε πάνω του, και διέσχισαν έτσι τους δρόμους της πόλης. Έτσι, αργά –αργά που περπατούσαν, έμοιαζαν πως πήγαιναν όπως παλιά τότε που ήταν δυο αγαπημένα ξέγνοιαστα αδέλφια, τα ‘πορσελάνινα’ του Κώστα Δέση και της γυναίκας του της Κρινιώς, μια βόλτα μέχρι το πάρκο. Κάποιοι γείτονες ξεμύτισαν δειλά στις αυλές και στα παράθυρα, κοιτώντας σιωπηλά τον Νίκο με το πιστόλι στο χέρι να στηρίζει την Ελένη που άφηνε πίσω της σταγόνες αίμα κάθε τόσο.

Ο Οδυσσέας Πανουσόπουλος είχε συμπληρώσει τα δέκα μερικές μέρες πριν από εκείνη την τραγική νύχτα. Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, εκδότης πια της πιο παλιάς και αξιόπιστης τοπικής εφημερίδας, έγραφε:
«_Ξύπνησα, απλώς ξύπνησα, δεν ξέρω γιατί, δεν ξέρω αν κάποιος από τα αδέλφια μου με σκούντηξε. Το δωμάτιο άδειο, κι αντί να φοβηθώ, βγήκα στην αυλή μας. Εκεί βρήκα τον πατέρα μου, την μάνα μου, τ’ αδέλφια μου. Μου φάνηκαν περίεργοι, σαν αλαφροΐσκιωτοι. Στις γύρω αυλές κι άλλα αγουροξυπνημένα φαντάσματα. Τόσος κόσμος, και τόση σιωπή. ‘Κάτι’ μας είχε ξυπνήσει έναν –έναν και όλους, κάτι που μας ήθελε όλους μάρτυρες, θεατές σ’ ένα δράμα απόκοσμο. Η λογική λέει πως ήταν ο πυροβολισμός από το όπλο του Νίκου, μα απ’ ότι είπαν οι άλλοι αντάρτες είχε σιγαστήρα. Το φεγγάρι ολόγιομο, έκανε την νύχτα – μέρα, δεν έχω δει ξανά τόσο αστραφτερό, ολόγιομο φεγγάρι, έμοιαζε ψεύτικο, σαν ζωγραφισμένο, να φωτίζει στο τέλος του δρόμου εκείνο το αλλόκοτο πλάσμα το δικέφαλο, το ένα κεφάλι να κοιτάει το άλλο. Κι ενώ το ‘πλάσμα’ πλησίαζε ξεχώρισα δυο ανθρώπους, σφιχταγκαλιασμένους, να αλληλοστηρίζονται προχωρώντας αργά. Και πίσω, πολύ πίσω, κόσμος σιωπηλός να ακολουθεί την ‘λιτανεία’ με μια ευλάβεια αλλόκοσμη, λες και ήταν υπνωτισμένοι. Οι αγκαλιασμένοι στάθηκαν δυο τρία βήματα πριν την αυλόπορτα μας, νομίζω πως το φεγγάρι περπατούσε κι εκείνο γιατί φώτιζε, λες και στάθηκε κι εκείνο από πάνω τους.
«_Πονάς Ελένη μου;», άκουσα τον άνδρα να ρωτάει. Εκείνη, βόγγηξε σιγανά, τόσο σιγανά που ακούστηκε σαν βαριά ανάσα. «_Μπορώ ακόμα, βιάσου, ξημερώνει». Ανάμεσά τους έτρεχε αίμα, κι όμως μέσα τους υπήρχε γαλήνη. Προχώρησαν, μας προσπέρασαν, μετά μας προσπέρασε το πλήθος, ακολουθήσαμε και εμείς. Άλλο δεν θυμάμαι, λες κι ότι έπρεπε να δω το είδα, κι όλα τ’ άλλα έσβησαν απ’ το μυαλό μου. Μπροστά το δικέφαλο πλάσμα που προχωρούσε εκούσια για τον βωμό και ξωπίσω εμείς, θεατές; δήμιοι; Δεν είδα το ‘μυστήριο’ της θυσίας. Δεν το είδα; Δεν το θυμάμαι; Αποφάσισα να μην το θυμάμαι; Τριάντα πέντε χρόνια πριν σαν σήμερα, κι ακόμα δεν έχει ξεκαθαρίσει μέσα μου ποια ήταν η Ελένη Δέση. Ποιος μπορεί να απαντήσει με το χέρι στην καρδιά αν ήταν μια γυναίκα πολύ ερωτευμένη σε λάθος τόπο και λάθος χρόνο, θύμα των καιρών και των περιστάσεων, ή μια ξεδιάντροπη οπορτουνίστρια; Δεν θέλω να ξέρω, δεν θέλω κανείς να μου πει. Ξέρω μόνο αυτό που είδα, ή νομίζω ότι είδα. Ξέρω γιατί ξυπνήσαμε όλοι εκείνο το βράδυ. Γίναμε μάρτυρες του θαύματος της συγχώρεσης, σιωπηλοί μάρτυρες κορυφαίου Αρχαίου Δράματος. Εμείς ξέρουμε, και είναι ευθύνη μας να μην σκορπιστούν άλλες στάχτες αδελφών στον αέρα.

Ο Νίκος φόρτωσε σ’ ένα παλιό καμιόνι την πληγωμένη αδελφή του, και ξεκίνησαν για το βουνό. Το πλήθος έμεινε εκεί αμίλητο, μέχρι που ακούστηκε το ουρλιαχτό της απ τα βουνά. Μετά, ακόμα σαν σε ομαδικό λήθαργο, γύρισαν τις πλάτες προς την ανατολή και επέστρεψαν στα σπίτια τους.
Το καμιόνι τους έφτασε στα ριζά του βουνού, μετά συνέχισαν με τα πόδια, η Ελένη να αιμορραγεί ασταμάτητα πλέον. Έφτασαν στο πλάτωμα που στην περιοχή το ονόμαζαν ‘η κοιλάδα των ονείρων’. Γύρω τους μαζεύτηκαν οι κάτοικοι ενός χωριού από την ανατολική πλευρά του βουνού.
«_Εδώ τελειώνουμε, κάνε την προσευχή σου και μην ξεχάσεις να ζητήσεις να συγχωρεθεί ο πατέρας κι η μάνα μας. Συχώρα με και μένα αν με λυπάσαι.»
«_Σ’ αγαπώ αδελφέ μου, πως να μην σε συγχωρέσω; Τον Ενρίκο τον άντρα μου τον αγαπώ, σαν άνδρα και πατέρα του παιδιού μου. Μα εσύ καρδιά μου ούτε κι αυτό το χάρηκες, αχ τι σου έκανα η κακούργα ... ».
«_Η Πωλίν θα με κλάψει, αυτή μου φτάνει».
«_Η Πωλίν;» ρώτησε αχνά, μα δεν πήρε απάντηση καθώς ο Νίκος χάθηκε στην σκέψη της αγαπημένης του Γαλλίδας. Εχωσε το πιστόλι στην ζώνη του, και έβγαλε το μαχαίρι με το ξεραμένο πάνω του το αίμα της μάνας τους.

« ... Σε λίγα λεπτά θα ξημέρωνε, Ήταν εκείνη την στιγμή του χρόνου που ο ήλιος θα έσκαγε μύτη χαιρετώντας ‘καλημέρα’, την ώρα που τα πουλιά, τα ζώα και η φύση ολόκληρη σιωπά, σπρωγμένη από μια γνώση προαιώνια. Εκείνη, στην θέα του μαχαιριού ούρλιαξε τρομαγμένη, και αν και λαβωμένη και ώρες ταλαιπωρημένη, πετάχτηκε κι έκανε να πάρει τον κατήφορο ανάμεσά μας. Την έπιασε τελευταία στιγμή απ τα μακριά ξανθά μαλλιά. Την έφερε σιμά του, με την πλάτη της στο στήθος του, και ετοιμάστηκε να της κόψει τον λαιμό. Ούρλιαξε τόσο δυνατά που ακούστηκε σ’ όλο το βουνό, πολλοί λένε πως ακούστηκε και μέσα στην πόλη. ‘Μάνα μου’, ούρλιαξε, κι αυτό ήταν όλο. Όποτε γυρίζω στο χωριό, τώρα ακόμα πιο σπάνια, δεν τολμώ να κοιτάξω κατά την κορυφή του βουνού, εκείνο το σπαραχτικό ουρλιαχτό με στοιχειώνει. Το αίμα της πετάχτηκε πάνω μου, στο πρόσωπο, στα χέρια, στα πόδια. Ούρλιαξα και γω από φόβο. Το σώμα σωριάστηκε στα πόδια του, σφάδαζε από αντανακλαστικές κινήσεις και αιμορραγικό σοκ. Ακέφαλο κυλίστηκε στο χώμα, σκορπίζοντας αίμα, μου φάνηκε πως άκουγα ένα γρυλητό σαν ακόμα να ούρλιαζε ‘μάνα μου’, μα ίσως να ήταν της φαντασίας μου. Εκείνος πέταξε το μαχαίρι και έβγαλε το πιστόλι από την ζώνη του. Δεν είπε τίποτα, το έβαλε στο στόμα, ανάμεσα απ’ τα δόντια και με κατεύθυνση σχεδόν κάθετη, και πυροβόλησε. Γέμισα αίματα και μυαλά, και λιποθύμησα. Αυτός είναι ο εφιάλτης μου. Είμαι ένα από τα παιδιά που έζησαν και είδαν την αγριότητα και την φρίκη του πολέμου. Εδώ και κάμποσα χρόνια προσπαθώ να αλλάξω τα γεγονότα κάθε που ο εφιάλτης με γραπώνει. Πετάγομαι μπρος του την στιγμή που την φέρνει πάνω του. Μη του φωνάζω, μη, κρίμα και συ και κείνη. Με κοιτάζει κατάματα, μ’ ένα βλέμμα θλιμμένο, σχεδόν νεκρό ... Έζησα τον πόλεμο και τα μίση που γεννήθηκαν και γιγαντώθηκαν στον κόρφο του. Τελείωσα το σχολείο, σπούδασα νομικά, και διδάσκω στα Γιάννενα. Ο Νίκος και η Ελένη δεν βρίσκονται σε κανένα νόμο, γραπτό ή άγραφο, κανένας νόμος δεν τους καταδικάζει, κανένας νόμος δεν τους αθωώνει, και μένουν άλιωτοι στις ψυχές μας τις τρομαγμένες απ’ όσα ζήσαμε.» Ήταν ένα γράμμα που έφτασε στα χέρια του Οδυσσέα λίγες μέρες μετά την δημοσίευση του άρθρου του. Έσκυψε στο γραφείο του και έκλαψε για ώρα πολύ με βουβά αναφιλητά. Τα παιδιά του πολέμου ποτέ δεν ξεχνούν, ποτέ οι πληγές τους δεν κλείνουν.

Ο Ενρίκο Κόντι δεν γύρισε ξανά στην πόλη, η Ιταλική διοίκηση τον έστειλε αμέσως πίσω στην πατρίδα με το που ο Γερμανός Διοικητής της πόλης έστειλε αναφορά του γεγονότος. Ο Ενρίκο επέστρεψε στην Πάντοβα πριν το τέλος του πολέμου, και συνέχισε να διδάσκει στο σχολείο που ήταν μαθητής.
Είκοσι χρόνια αργότερα, ένας νεαρός θεολόγος, ο Μάριο Κόντι, επισκέφτηκε την πόλη με την φαμίλια του. Πήγε εκεί που κάποτε ήταν το σπίτι του Κώστα του Δέση, ένα ετοιμόρροπο ακατοίκητο, σε μια αυλή γεμάτη αγριόχορτα. Το μικρότερο παιδί της οικογένειας, η Έλενα, άφησε στο πεζοδρόμιο, εκεί που κάποτε πρέπει να ήταν η αυλόπορτα είκοσι ολόλευκα τριαντάφυλλα. Έμειναν να κοιτούν δακρυσμένοι τα χαλάσματα, πιασμένοι χέρι – χέρι. Μετά, η οικογένεια Κόντι επισκέφτηκε την εφημερίδα του Οδυσσέα Πανουσόπουλου, που είχε ιδρύσει ο πατέρας του πριν γεννηθεί εκείνος, και ζήτησε να δημοσιευτεί μια αγγελία γάμου που καθυστέρησε είκοσι χρόνια: “ Ο Ενρίκο Κόντι, που πέθανε στις 17/5/1962 στην Πάντοβα, Ιταλίας, και η Ελένη Δέση που πέθανε στις 17/5/1942 στην ‘κοιλάδα των ονείρων’ σας καλούν αύριο Κυριακή στον γάμο των ψυχών τους στον Μητροπολιτικό Ναό της πόλης.” Την επόμενη μέρα, σε όλες τις εκκλησίες της πόλης, στις δέκα ακριβώς ψάλθηκε μνημόσυνο για τις τέσσερις βασανισμένες ψυχές.

Το σπίτι των Δέσηδων έπεσε μερικά χρόνια αργότερα από μόνο του. Στην θέση του ο δήμος της πόλης φύτεψε δένδρα και λουλούδια. Σήμερα το ‘πάρκο των ερωτευμένων’ δεν θυμίζει τίποτα από την φρίκη που τύλιξε το ‘σπίτι των φαντασμάτων’ όπως επί δυο δεκαετίες ονομαζόταν το σπίτι. Λίγοι γέροντες, που πριν πάνω από μισό αιώνα ήταν παιδιά, ή γέρασαν και ξέχασαν, ή αποφάσισαν να ξεχάσουν.

Έμεινε μόνο ο μύθος. Κάποτε το ‘πάρκο των ερωτευμένων’ λένε οι παλιοί, ήταν ένα πανέμορφο σπίτι. Έμενε ο Κώστας ο Δέσης, πλούσιος έμπορος, με την γυναίκα του την Κρινιώ. Ο Θεός τους ευλόγησε με δυο παιδιά τον Νίκο και την Ελένη, τα ‘πορσελάνινα’ αδέλφια. Κάθε που ο Κώστας έφευγε από την πόλη για δουλειές, παρέδιδε στον γιο του το αόρατο κλειδί της νοητής κλειδαράς του ιδιωτικού τους Παραδείσου. Κι ύστερα, ήρθε το θεριό στην πόλη, και στάθηκε μπρος στην αυλόπορτα που από δεξιά και ζερβά συνέχιζε σε φράχτη που τον σκέπαζαν τριαντάφυλλα και νυχτολούλουδα ...

No comments: