15. Ειρήνη Θέου -- α. Άρτος και θεάματα

Τελείωνα την τετάρτη δημοτικού, και μια-δυο βδομάδες πριν το Πάσχα ήρθαν οι μπουλντόζες να γκρεμίσουν το απέναντι σπίτι που είχε κριθεί ακατάλληλο για κατοικία μετά τον μεγάλο σεισμό. Η μητέρα μου το θεώρησε Θεία Δίκη που ήταν ένα από τα τρία ‘άτυχα’ σπίτια της πόλης. Κανείς δεν σκοτώθηκε την ώρα του σεισμού, αλλά πολύς κόσμος ‘χέστηκε στα βρακιά’ του και κοιμόταν στις αυλές για κάμποσο.
Και μετά ήρθαν εργάτες και έστησαν την τεράστια οθόνη στο οικόπεδο, έριξαν λευκό χαλίκι, φύτεψαν τριανταφυλλιές, αγιόκλημα, και γιασεμί, έστησαν είκοσι-πέντε σειρές με πάνινες πολυθρόνες στις δυο πλευρές του διαδρόμου, και έχτισαν στην είσοδο ακριβώς πάνω από το ‘ταμείον’ το κουβούκλιο όπου ο ‘τεχνικός’, ο αδελφός του Κώστα, έπαιζε την ταινία. Στο ταμείο καθόταν στην ψάθινη καρέκλα με την ψηλή πλάτη η γυναίκα του κυρ-Κώστα του φούρναρη και έκοβε τα εισιτήρια, ο Θανάσης -ο μεγαλύτερος γιος- τα έλεγχε και τα έκοβε στα δυο. Ο Γιάννης -ο μικρότερος- πέντε λεπτό πριν ανάψουν τα φώτα για διάλειμμα φορούσε την άσπρη μακριά ποδιά και έβαζε αναψυκτικά, ξηρούς καρπούς, και γλυκά στο τραπεζάκι με τα τρία ράφια που είχε βάλει ρόδες να το τσουλάει στον διάδρομο. Με το που άναβαν τα φώτα φώναζε με φωνή καμπάνα:
-Λεμονάδες, πορτοκαλάδες, βυσσινάδες, Ταμ Τάααααμ! Πασατέμπος, στραγάλια, σταφίδες, μεικτάαααα! Κορνέδες, κωκ, πάααααστες! Όοοοολα φρέσκα!

Η μέρα των εγκαινίων ήταν μέρα γιορτής στην γειτονιά μας! Τα γλυκά ήταν ‘προσφορά της διεύθυνσης του θερινού κινηματοθεάτρου’ και ‘την έναρξη τίμησε με την παρουσία του ο δήμαρχος ο ίδιος!’ όπως ανέφερε την επόμενη ο ιδιοκτήτης και εκδότης της τοπικής εφημερίδας στην πρώτη σελίδα. Εγώ πια δεν κρατιόμουν από την αγωνία, και η καρδιά μου ράγισε όταν ο κυρ-Κώστας και η οικογένειά του έκαναν την δοκιμαστική προβολή δυο μέρες πριν τα εγκαίνια. Από το μπαλκόνι του υπνοδωματίου μου έβλεπα σχεδόν όλη την οθόνη εκτός από μία μικρή επιφάνεια στο κάτω μέρος.
Αυτό πάντως δεν μέτρησε στην άμεση και κορυφαία άνοδο της ‘δημοτικότητάς’ μου ανάμεσα στην ‘μαρίδα’ της γειτονιάς αλλά και της ‘ευρύτερης κοινότητας’ στο σχολείο. Τα ‘εκτάκια’ πάντα σνόμπαραν οτιδήποτε ζούσε και ανέπνεε σε μικρότερη τάξη. Πέντε χρόνια αναμονής στο κουκούλι τους μέχρι την μεγάλη στιγμή που θα ξεκινούσε το σχολείο και που εκείνοι πια θα ήταν μαθητές της έκτης και θα άνοιγαν για ένα χρόνο ολόκληρο τα φτερά της ‘σπάνιας πεταλούδας’ τους έκαναν υπερόπτες, ίσως όμως το γεγονός να μην ήταν τίποτα περισσότερο από την διαιώνιση μιας σχεδόν τελετουργικής επανάληψης της ‘σχολικής κουλτούρας’. Ξαφνικά εγώ, που δεν ήμουν και από τα πιο δημοφιλή παιδάκια στο σχολείο, -λίγο ο αριστερός -έστω και πεθαμένος- μπαμπάς σε εποχές που ‘αριστερός’ και ΕΡΕ και ‘αριστερός αλλά εκτός κόμματος’ και ΚΚΕ δεν ήταν και οι πιο πετυχημένοι συνδυασμοί , λίγο κόρη δασκάλας στο σχολείο και γνωστό ‘σπασικλάκι’ που δεν άφηνε τίποτα τυπωμένο σε χαρτί αδιάβαστο στο διάβα του, έγινα η ‘νούμερο ένα’ φιλενάδα μικρών και μεγάλων. Όλοι επιστράτευαν κάθε τρόπο θεμιτό ή αθέμιτο για να με γοητεύσουν και να κερδίσουν το δικαίωμα να με επισκέπτονται στο σπίτι μου, μιας και το σπίτι μου, και ιδιαίτερα το μπαλκονάκι μου ‘έβλεπε φάτσα’ το πανί της οθόνης. Η αναπάντεχη δημοτικότητά μου με μετέτρεψε για μερικές βδομάδες σε ‘σνομπαρία’. Σαν τον ‘σαβουρογάμη’ τον κύριο Απέναντι που ότι θηλυκό στο διάβα του έπρεπε να το αποκτήσει, εγώ ‘σαβουροπαρέωνα’ όλα τα εκτάκια που με κυνηγούσαν όχι για αυτό που ήμουν -και που αγαπούσαν οι μετρημένοι στα δάχτυλα το ενός χεριού ‘προ θερινού’ φίλοι μου-, αλλά για μια θέση στο μπαλκόνι μου! ‘Πέντε παιδιά το πολύ, εσύ κι άλλα τέσσερα’, ήταν ο λόγος-νόμος της μαμάς. Το πρόγραμμα άλλαζε κάθε Δευτέρα, Πέμπτη και Σάββατο. Αυτό σήμαινε πως τις τρεις πρώτες μέρες της εβδομάδας μπορούσα να έχω δώδεκα φίλους ενώ στις επόμενες ανά δυο μέρες μόνο τέσσερις και τέσσερις. Από νωρίς μαζευόταν οι επίδοξοι ‘τζάμπα θεατές’ και η μητέρα μου είχε βρει τον μπελά της. Παιδιά να κάθονται αποσταμένα στα περβάζια των παραθύρων μας, να χαράζουν γραμμές για κουτσό μπρος στην πόρτα μας, να μπαίνουν απροσκάλεστα στην αυλή μας και να μαλώνουν φωνακλάδικα για το ποιος θα καθίσει στην κούνια που μου είχε φτιάξει ο μπαμπάς. Μετά τις πέντε το απόγευμα το σπίτι μας γινόταν ‘κέντρο διερχομένων και εραστών της οθόνης’!
Μέχρι εκείνη την βραδιά αρχές Ιούνη, που η ουρά από ‘πιτσιρικαρία’ μπρος στην είσοδο του σπιτιού μου αντιπάλευε την ουρά μπρος στο ταμείο του θερινού απέναντι. Τα εκτάκια με σπρωξιές κατάφερναν πάντα να είναι από τους πρώτους στην σειρά ακόμα και αν έφταναν τελευταία. Εκείνη την μέρα είχε έρθει από νωρίς η Κική. Ήταν ένα άχαρο, κοντό, αδύνατο και σιωπηλό παιδάκι, με χοντρά γυαλιά σε άσχημο χοντρό σκελετό ταρταρούγας που δεν χαμογελούσε πολύ να μην φαίνεται η στραβή οδοντοστοιχία της. Της άρεσε να της μιλώ για τα μέρη που είχα ταξιδέψει, η Αθήνα φάνταζε πόλη του παραμυθιού, και χάζευε με τις ώρες τις φωτογραφίες που της έδειχνα. Ήξερε τα ονόματα όλων των συγγενών και φίλων, ακόμα και εκείνων που σύχναζαν στην πλατεία Εξαρχείων. Μέσα Απρίλη είχε έρθει νωρίς το καταμεσήμερο και χτύπησε διστακτικά την πόρτα μας κρατώντας τον ‘θησαυρό’. Με το που άνοιξε η μαμά μου την πόρτα το συνήθως δειλό κοριτσάκι ούρλιαξε ανεβαίνοντας ξαναμμένο τις σκάλες για να με συναντήσει στο υπνοδωμάτιό μου:
- Ειρήνη, Ειρήνη καλέ, κοίτα τι έφερε σήμερα το μεσημέρι ο μπαμπάς μου! Ξέρεις ότι έχουμε κι εμείς πικάπ στο σπίτι μας κι όλο παίζουν με την μαμά μου αυτά που τα λένε ‘Νέο Κύμα’, στο είπα δεν στο είπα; Άκου Ειρήνη τούτο τον δίσκο να χαζέψεις! Δεν είναι τα λόγια από το τραγούδι εκείνου που τον λες «καρπούζι με πεπόνι από την Σαλονίκη», εκείνου του άσχημου καλέ;
Εκείνο το απομεσήμερο με την Κική μείναμε να ακούμε τον ‘φίλο μου που δεν το ήξερε πως ήταν φίλος μου’ να τραγουδά με βραχνή φωνή... «Ξέρω κάτι πουλιά, μαύρα πουλιά, πουλιά πικρά, πουλιά της δυστυχίας... Κι όταν στην πόλη κατεβεί το βράδυ, κι αρχίζει ατέλειωτη η γρια βροχή, φτάνουν στην πόλη τα πουλιά στις στέγες στα παράθυρα κι όνειρα ανθρώπων κλέβουν...» Δεν νομίζω πως καταλάβαμε ποτέ τι εννοούσε, αλλά για μας ο στίχος είχε μια μυστικιστική σημασία και μας έδεσε με την συντροφικότητα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε δυο πλάσματα που αρχίζουν να εξερευνούν τον κόσμο γύρω τους κι εντός τους.
Εκείνη την βραδιά αρχές Ιούνη η Κική είχε έρθει από τους πρώτους, αλλά ντράπηκε να μπει στην πίσω αυλή να της ανοίξει η μαμά μου όπως της είπα να κάνει κάθε φορά που εγώ ήμουν στην μπροστινή με όλους τους καινούριους μου φίλους. Αντίθετα περίμενε υπομονετικά στην σειρά, παραχωρώντας την θέση της σε κάθε μεγαλύτερο και επιθετικότερο που την έσπρωχνε επιδεικτικά. Από την αρχή της ουράς βρέθηκε στο τέλος και μάλλον δεν την πρόσεξα έτσι μικροσκοπική και ντροπαλή που ήταν. Ίσως κατά βάθος να μην ήθελα να την δω, η άχαρη και άχρωμη για τους περισσότερους Κικίτσα δεν ήταν και η καλύτερη παρέα να περάσει κανείς την βραδιά του. Η Κική ήταν αυτό που ήταν, μία μικρή και απόμακρη πεταλούδα φυλακισμένη ακόμα στο κουκούλι της. Εγώ αντίθετα ισορροπούσα ανάμεσα στο ‘εντός’ μου που έβλεπε τον κόσμο μέσα από πρίσματα με ουράνια τόξα και φιλοσοφίες και την επιθυμία μου να γίνω μέλος μιας πιο ‘αποδεκτής’ και ‘εύπεπτης’ κοινωνίας. Ο τελευταίος ‘μαντράχλος’ που έσπρωξε την φιλεναδίτσα μου ήταν και ‘χοντροκομμένος’:
- Ελα ρε καλαμιά στον άνεμο ‘πατομπούκαλο’, κουνήσου που θέλεις και να δεις και την μουσίτσα την Βουγιουκλάκη ρε μουσείο!
Η Κική κατέβασε το κεφάλι και σιωπηλή, χωρίς όπως πάντα να επαναστατεί ή να πολεμά την κάθε σε βάρος της αδικία γύρισε και απομακρύνθηκε με αργό βήμα. “Αχ, αχ βρε Κικίτσα, κοίτα τώρα σε πόσο δύσκολη θέση με φέρνεις. Από την μιά εσύ, η φίλη μου η καλή που ακούμε Νέο Κύμα και γράφουμε τους στίχους βιαστικά ακούγοντας και ξανά-ακούγοντας το ίδιο τραγούδι και μετά τους αντιγράφουμε με καλά γράμματα σε τετράδια-λευκώματα. Κι απ την άλλη ο Γιώργος, το πιο όμορφο αγόρι της έκτης που όλα τα κορίτσια είναι ερωτευμένα με τα γαλάζια μάτια του και τις ξανθιές του μπούκλες, και μου αρέσει και μένα τόσο πολύ, που επί τέλους με πρόσεξε και έρχεται κάθε μέρα σπίτι μου, που καταδέχεται και τρώει τα γλυκά του κουταλιού που κλέβω για χάρη του από την ‘γυάλα’ της μαμάς μου. Αχ βρε Κικίτσα άχαρη και άχρωμη τι μου κάνεις!”
- Κική, Κικίτσα, που πας; γύρνα πίσω!, φώναξα δυνατά να με ακούσει πριν στρίψει στην γωνία και χαθεί απ την ζωή μου.
- «Δεν πειράζει», μου απάντησε με τον τρόπο που μιλούσαμε όταν θέλαμε να ακούσουμε κάποιον δύσκολο στίχο τραγουδιού που παίζαμε στο πικάπ και για να συνεννοηθούμε διαβάζαμε η μία τα χείλη της άλλης.
«Και βέβαια πειράζει» της μίλησα με άηχη φωνή και μετά το επανέλαβα δυνατά ξανά και ξανά και ξανά να το ακούσει εκείνη, να το ακούσουν οι καινούριοι μου φίλοι, και κυρίως να το ακούσω εγώ. «Μην ξαναμιλήσει κανείς έτσι στην καλύτερη φιλενάδα μου» δήλωσα επιτιμητικά στον Γιώργο.
- Γιατί θα μου κόψεις το νερό απ τα πράσα, χαζό-βιόλα καροτοκέφαλη κάγχασε υπονοώντας το χρώμα των μαλλιών μου.
- Βλάκα, καραστούρναρε, σκατόμυαλε! άκουσα μια βροντερή φωνή, και έμεινα έκπληκτη να κοιτώ την ‘μισή μερίδα’ Κική που με δυο δρασκελιές είχει φτάσει, επιτεθεί, ρίξει στο έδαφος και δάγκωνε τον Γιώργο. Τον έσωσαν δυο-τρία από τα μεγάλα αγόρια που την τράβηξαν από πάνω του και φυγαδεύοντας τον κακήν κακώς.
Η Κική έγινε η θρυλική ‘καλτ’ φιγούρα της μαρίδας της γειτονιάς μας. Αν και δεν είχε συχνές εκρήξεις όταν σε αγριοκοίταζε και έβγαζε την ‘βαριά κραυγή από τον τάφο’ ήξερες πως κάποιου το δίκιο είχες καταπατήσει και καλό θα ήταν να σε κατάπινε η γη. Η φιλενάδα των παιδικών και εφηβικών χρόνων μου, η Κική, ο μικροσκοπικός γίγαντας της ζωής μου, μια δροσοσταλίδα της πρώιμης άνοιξης. Καβαλούσαμε τα ποδήλατά μας τα καλοκαιρινά απομεσήμερα και τραγουδούσαμε οδηγώντας στους δρόμους της πόλης χωρίς να κρατάμε τιμόνι: «...Κι έρχεται η στιγμή για ν' αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ' αφήσεις...» Φτάναμε στο πάρκο και ξαπλώναμε ανέμελα στο γρασίδι. Κοιτούσαμε κατάματα τον ήλιο μέσα απ τις φυλλωσιές των δέντρων με το θράσος του έφηβου που τα θέλει όλα, τα θέλει τώρα, και που ονειρεύεται πως θα αλλάξει τον κόσμο.

Την θειά μου την Αθηνά την είχα δει μερικές φορές στο θέατρο, αλλά την πρώτη φορά που την είδα στην τεράστια λευκή οθόνη ένιωσα δέος. Ήταν η πρωταγωνίστρια σε σενάριο του θείου Κόμπυ που είχε σκηνοθετήσει ο ίδιος. Την επόμενη της τηλεφώνησα χαράματα να της πω πως έφεραν το έργο στον θερινό της πόλης μας. Μιλήσαμε ώρα πολύ, και σαν να είχα κάποιο κακό προαίσθημα δεν σταματούσα να της λέω πόσο πολύ την αγαπούσα. Η επόμενη φορά που μιλήσαμε ήταν εφτά χρόνια αργότερα, κι εγώ είχα χάσει την ικανότητα να λέω ‘σ΄ αγαπώ’... Λίγες μέρες πριν φύγω για τούτη την αποστολή την είδα στην κηδεία του ξάδελφού μου του Ανέστη που πέθανε από την μεγάλη αρρώστια με το μικρό όνομα. «Πότε του είπες τελευταία φορά πως τον αγαπάς;», με ρώτησε σκουπίζοντας με ένα λεπτό μαντηλάκι ένα δάκρυ. «Πότε ήταν η τελευταία φορά που είπες σε κάποιον ζωντανό πως τον αγάπησες, Ειρήνη; Μην καταδικάζεις τον εαυτό σου σε συναισθηματική ‘ξηρασία’ επειδή σε φοβίζει πως θα νικήσει ο θάνατος και θα χάσεις όποιον αγάπησες. Η μήπως πιστεύεις πως είσαι εσύ η αιτία που πεθαίνουν όσοι αγάπησες;» Η θειά μου η Αθηνά, έχει την ικανότητα να διαβάζει το μυαλό και την ψυχή μου, -αν ακόμα υπάρχει μέσα μου. Την ‘βλέπω’, κινητήρια πνοή της ύλης στους ανθρώπους τριγύρω μου, την ψάχνω εντός μου και ακούω κενό...

Στέλνω στον νονό μου τον Ιωσήφ Καπετανίδη τις καλύτερες φωτογραφίες μου κάθε δυο με τρεις βδομάδες και μου απαντάει επαγγελματικά πολλές φορές με σκληρή κριτική. Τα γράμματά του όμως πάντα τελειώνουν με την πρόοδο και την ωριμότητα που βλέπει στην δουλειά μου όσο περνά ο χρόνος. Κάθε φορά μου στέλνει αμέτρητες ποσότητες ρολών ‘φιλμ’ να μην τσιγκουνεύομαι να τα ξοδεύω, τις καλύτερες επαγγελματικές κάμερες με το που βγαίνουν στο εμπόριο, και σιγά-σιγά μου μαθαίνει να κάνω εμφανίσεις ‘χτίζοντας’ δικό μου σκοτεινό θάλαμο. Στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια αρχίζω να γράφω μικρές περιγραφές των γεγονότων που φωτογραφίζω αντί για βιαστικές λεζάντες. Ο Ιωσήφ με ενθαρρύνει να βάλω ψυχή στην εικόνα και τον γραπτό λόγο μου. Παίρνω ‘μαθήματα δι΄ αλληλογραφίας’ για σχεδόν δέκα χρόνια πριν περάσω στην Φιλοσοφική και μετακομίσω μόνιμα στην Αθήνα. Με προσλαμβάνει σαν δημοσιογράφο στην εφημερίδα του, - η μεγαλύτερη και αξιοπρεπέστερη απογευματινή της εποχής- την μέρα που με παραλαμβάνει από τον σταθμό Λαρίσης δέκα μέρες πριν ξεκινήσω παρακολουθήσεις στην σχολή. Το κτίριο της Νομικής στην Σόλωνος για μένα είναι χώρος δουλειάς και όχι σπουδών. Με την φοιτητική ταυτότητα όμως φαντάζω λιγότερο ‘απειλητική’ σαν δημοσιογράφος, έτσι κι αλλιώς είμαι μέρος του συνόλου, σάρκα από την σάρκα και αίμα από το αίμα του φοιτητικού σώματος. Η πρώτη μου αποστολή σε εμπόλεμη περιοχή με γεμίζει με ...μέταλλο, σπασμένα πλευρά, και δυό μήνες παραμονής στον νοσοκομείο! Μέσα σε πέντε χρόνια γίνομαι ‘όνομα’ στην δημοσιογραφία και σχεδόν ξεχνώ ότι είμαι φοιτήτρια. Ακόμα χρωστώ μαθήματα του τρίτου έτους...

No comments: