4. Οικογένεια Θέου -- β. Η αρπαγή του ‘ωραίου πρίγκιπα’

Ήταν δεν ήταν πέντε χρονών ο Δημήτρης και με το κοντό του παντελονάκι, την ολοκαίνουρια φανέλα, και τα παπούτσια τα ‘καλά’, τα ‘Κυριακάτικα’, ήταν ένα πανέμορφο πλασματάκι, ήρεμο και προσεκτικό στην εκκλησία εκείνη την Κυριακή όπως και όλες τις άλλες. Ο πατέρας και ο αδελφός του στεκόταν στην δεξιά πλευρά εκεί που εκκλησιάζονται οι άντρες. Εκείνος, και η αδελφή του δίπλα από την μητέρα τους, στην αριστερή πλευρά, για τις γυναίκες και τα παιδιά. Ακόμα και ο Θεός χώριζε τις οικογένειες σε φύλλα, ή μήπως ήταν οι ‘ποιμένες’ Tου που όριζαν αυθαίρετα το ανθρώπινο είδος σε άνδρες και ‘φυράματα’; Προφανώς ο Δημήτρης ήταν ακόμα πολύ μικρός να διεκδικήσει το δικαίωμα στην τιμή να θεωρείται ‘άντρας’.
Ο παπά Κυριάκος μιλούσε για τον Παράδεισο και την Κόλαση, εκεί που θα βασανίζονταν στον αιώνα τον άπαντα οι μοχθηροί και οι ύπουλοι, αυτών που η καρδιά και η ψυχή τους δεν ήταν αγνές. Η Κόλαση, ο τόπος που κυβερνούσαν οι Διάβολοι... Διάβολοι σαν εκείνα τα καμιά δεκαπενταριά πιτσιρίκια κοντά στην πλαγιανή έξοδο του ναού που με τα παιχνίδια και τα καμώματα τους αναστάτωναν το σύμπαν και τον έκανα να ξεχνάει τι ήθελε να πει στο ποίμνιό του. Τα αγριοκοίταξε μια δυο φορές, κι εκείνα σταμάτησαν για μερικά λεπτά σκουντώντας το ένα το άλλο συνωμοτικά «Σους ρε, μας βλέπει ο παπά-Κυριάκος...». Μετά απόλυτη σιγή, η ομάδα έκανε τους αδιάφορους μην τολμώντας να κοιτάξει προς την πλευρά των μανάδων, ξέροντας πως θα αντίκριζαν μάτια να αστράφτουν από θυμό και θα διάβαζαν χείλη να απειλούν χωρίς ήχο «θα τα πούμε έξω εμείς οι δυο», που μεταφραζόταν σε σφαλιάρες, τράβηγμα των αυτιών και ότι άλλο ‘καλούδι’ αποφάσιζε να ‘φιλέψει’ το βλαστάρι της η καταντροπιασμένη μάνα. Απόλυτη σιγή, κι ο ιερέας συνέχισε, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά εκείνη την Κυριακή. Ήταν η ζέστη που έκανε τα παιδιά ανυπόμονα; Μήπως το κήρυγμα παρατράβηξε χρονικά και κούραζε τον κόσμο; Ότι και να ήταν πάντως έκανε την ομάδα να αρχίσει και πάλι την φασαρία. Ο τελευταίος που έφαγε την αγκωνιά στα πλευρά, αφού περίμενε να περάσει ένα λεπτό, την επέστρεψε στον προηγούμενο με ένα ελαφρύ μουγκρητό μέσα από κλειστά χείλη. Σε λίγα λεπτά η ομάδα συνέχιζε ανεξέλεγκτα απτόητη. Ο δύσμοιρος ιερέας δεν άντεξε!
- Πάψτε μωρέ πια τι πάθατε σήμερα; Διαβόλοι σας καβάλησαν; Δέστε μωρέ τον Δημήτρη τον Θέο που μοιάζει σαν, σαν ...
Κοίταξε προς την πλευρά του Δημήτρη λες και θα τον βοηθούσε το παιδάκι να βρει την χαμένη λέξη που έψαχνε. Αυτό που είδε τον τρόμαξε τόσο πολύ που σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και κάθε φορά που θυμόταν το ‘προφητικό περιστατικό’ όπως έλεγε, ανατρίχιαζε, ένιωθε την καρδιά του να σπαρταράει, και δόξαζε το όνομα Του Κυρίου του.
Ο Δημήτρης στεκόταν ανάμεσα στην μητέρα και την αδελφή του. Το παιδί βρισκόταν σε πλήρη έκσταση, είχε σηκώσει τα γκριζοπράσινα μάτια του και ατένιζε τον Εσταυρωμένο με Δέος, αλλά όχι με φόβο ή τυφλή υποταγή. Το σώμα του είχε τεντωθεί σαν χορδή, έμοιαζε να είχε μια απόλυτη μυστικιστική επικοινωνία με το Θείο. Μέσα από κάποιο τζάμι της εκκλησίας είχε τρυπώσει μια ηλιαχτίδα και του φώτιζε το πρόσωπο. Άλλη μια βούτηξε μέσα από ένα κόκκινο τζαμάκι και χύθηκε μέσα στην εκκλησία σχηματίζοντας έναν κόκκινο σταυρό πίσω από την πλάτη του παιδιού, πάνω στον τοίχο. Ο Δημήτρης φάνταζε λες και ήταν καρφωμένος πάνω σ΄ αυτό τον κατακόκκινο σταυρό, λες και η μοίρα του είχε προδιαγραφεί και φανερωθεί στον ιερέα για κάποιο άγνωστο σ΄ εκείνο λόγο.
- «Σαν πρίγκιπας!», συμπλήρωσε η Ζωή. Ήταν κάτι που το πίστευε εδώ και καιρό, αλλά ούτε και στον εαυτό της δεν το έλεγε, και ξαφνικά τής ξέφυγε μέσα στην εκκλησία! Κι όμως, κανείς δεν γέλασε, ούτε η μάνα της την σκούντηξε με θυμό «τι χαζομάρες λες κόρη μου, σάμπως είμαστε εγώ και ο πατέρας σου βασιλιάδες για να ΄ναι ο αδελφός σου πρίγκιπας», ούτε και ο πατέρας της δεν της έριξε κάποιο άγριο βλέμμα από την άλλη πλευρά του εκκλησιάσματος των αντρών. Η Ζωή μόλις είχε σπάσει το ταμπού που επέβαλε την σιωπή των γυναικών στην εκκλησία, εκτός κι αν ήταν να μοιρολογήσουν ένα νεκρό, η να χαζολογήσουν σε γάμους και βαφτίσια. Η Ζωή μόλις είχε σπάσει το ταμπού κορίτσι-γυναίκα-έπιπλο.
Έτσι ο Δημήτρης απέκτησε το δεύτερό του όνομα και παρατσούκλι, αυτό που χρησιμοποίησαν οι φίλοι και συναγωνιστές του στο ΕΑΜ: Ο ‘καπετάν-πρίγκιπας’.
Ήταν η τελευταία Κυριακή που η Ζωή εμφανίστηκε στη εκκλησία φέροντας το επίθετο του πατέρα της. Το επόμενο Σάββατο την ‘έκλεψε’ ο Γρηγόρης ο Γέραλης, αλλά απ΄ ότι υποψιάζομαι ίσως να ήταν αυτή που τον έκλεψε, τον απήγαγε και τον ... ντρόπιασε!
Ο Γρηγόρης, ήταν είκοσι χρονών, το μεγαλύτερο και ομορφότερο παλικάρι του Γιάννη Γέραλη, άρχοντα με ζώα και χωράφια στο χωριό του. Δυο χρόνια πριν ο Γρηγόρης είδε την Ζωή σε ένα πανηγύρι στο χωριό της μάνας της που πήγαιναν μια φορά τον χρόνο. Μέσα σε τόσο κόσμο, χωριανούς και επισκέπτες συναντήθηκαν τα μάτια τους και αυτό ήταν όλο. Ο νεαρός φρόντισε να μάθει ποια ήταν η κρινένια κοπελιά και από την επόμενη μέρα φρόντιζε να περνάει μπροστά από το σπίτι της τουλάχιστον μέρα παρά μέρα. Την είδε στην αυλή της να περιποιείτε τα λουλούδια της, κουτούλησε σ΄ ένα δέντρο, -που βρέθηκε το καταραμένο μπρος του-, ενώ εκείνος περπατούσε και αγνάντευε την ‘κρινένια’, τον είδε και εκείνη και γελούσε ώρα πολύ με το πάθημά του, μέχρι που έστριψε στο τέλος του δρόμου και τον έχασε από το βλέμμα της. Τον είδε και πάλι τρεις μέρες αργότερα, πέρασε αργά-αργά μπρος από τον κήπο της, της χαμογέλασε, καλησπέρισε το δέντρο στο πεζοδρόμιο, -λες και το δένδρο είχε όρεξη για χαιρετούρες με απρόσεκτους ερωτοχτυπημένους με την κόρη του σπιτιού-, πράγμα που την έκανε να γελάσει ξανά, και χάθηκε πάλι στην στροφή, αφού γύρισε και την κοίταξε για άλλη μια φορά. Την επόμενη φορά του χαμογέλασε και εκείνη, και ύστερα γέλασε μ΄ ένα γέλιο κελαρυστό όταν τον άκουσε να χαιρετάει τον ‘φίλο’ του το δέντρο. Την τέταρτη φορά που ο νεαρός έκανε ‘περαντζάδα’ η Ζωή δεν ήταν στην αυλή, καθόταν στο γωνιακό δωμάτιο τού πάνω ορόφου μπρος στο παράθυρο που έβλεπε το τέρμα του δρόμου, κεντώντας ένα τραπεζομάντιλο για τα προικιά της. Σουρούπωνε, και σκέφτηκε πως σε λίγο τα νυχτολούλουδα που σκαρφάλωναν τους τοίχους του σπιτιού θα άρχιζαν να σκορπούν την μεθυστική τους μυρωδιά, σήκωσε τα μάτια από το κέντημά της, και ετοιμάστηκε να ανοίξει το παράθυρο. Τον είδε που μόλις είχε προσπεράσει την αυλή τους, και για μια στιγμή έμεινε να τον κοιτά. Για μια στιγμή μόνο, γιατί μετά όρμησε στην σκάλα και την κατέβηκε χορεύοντας από χαρά, παρασέρνοντας με τις φούστες τον Δημήτρη στο διάβα της, που την ακολούθησε μιμούμενος το χαρωπό της τρεχοβολητό, νομίζοντας ότι ήταν κάποιο καινούριο παιχνίδι. Την πρόφτασε να έχει σχεδόν σκαρφαλώσει στην αυλόπορτα και να κοιτάει με λαχτάρα στο τέλος του δρόμου, εκεί που ο Γρηγόρης γύρισε να κοιτάξει άλλη μια φορά προς την αυλή της. Την είδε και η καρδιά του πήγε στην θέση της. Της χαμογέλασε, μα ήξερε πως ήταν πολύ μακριά για να διακρίνει το χαμόγελο του, και σήκωσε το χέρι σε χαιρετισμό. Του φάνηκε πως την είδε να χαμογελάει και κείνη, καθώς είδε το χεράκι της να σηκώνεται δειλά στον αέρα σε χαιρετισμό. Την ξαναχαιρέτησε και είδε πως του απάντησε δείχνοντας τον ουρανό! “Τον ουρανό; Αλαφροΐσκιωτη είναι;” Τις έκανε νόημα ‘τι εννοείς’ και εκείνη ξαναέδειξε τον ουρανό, “A! Όχι, το γωνιακό δωμάτιο του πάνω ορόφου έδειχνε η κοπέλα! Ήταν στον πάνω όροφο και δεν πρόφτασε να κατέβει!” Αποχαιρετήθηκαν για ώρα πολύ, μέχρι που σκοτείνιασε και δεν έβλεπαν ο ένας τον άλλον και ο Γρηγόρης κίνησε για το χωριό. “Αχ αχ αχ, μου λάβωσες την καρδιά Ζωή Θέου, εσύ και το κρινένιο σου χεράκι, και το κελαρυστό σου γέλιο!”. Την επόμενη φορά που ο Γρηγόρης επισκέφτηκε την γειτονιά της την είδε στο παράθυρο τού πάνω ορόφου να κεντάει. Σκέφτηκε πως αν προσπαθούσε με όλη την δύναμη τού νου του να της ‘χτυπήσει’ το τζάμι, θα τον έβλεπε να έρχεται αργά-αργά προς το μέρος της αυλής της. Και μάλλον τα κατάφερε, με την δύναμη τού νου του, -ή με την δύναμη τού έρωτα-, γιατί η Ζωίτσα ξαφνικά σαν κάτι να χτύπησε το παράθυρό της κοίταξε στο τέλος του δρόμου, και τον είδε. Πέταξε το κέντημα στο στρογγυλό τραπεζάκι το γεμάτο με διάφορα χρώματα κλωστές δίπλα της, του κούνησε το χέρι, και εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Πριν ο νεαρός προφτάσει να πλησιάσει την αυλόπορτα τους η Ζωή ήταν εκεί και τον περίμενε δήθεν κόβοντας κάποια ζιζάνια στον κήπο της.
- Καλησπέρα, της είπε και για πρώτη φορά άκουσε την φωνή της αγαπημένης του ύπαρξης.
- Καλησπέρα, του απάντησε.
Ο Γρηγόρης έλιωσε στο άκουσμα της φωνής της, η Ζωή έλιωσε στο χαμόγελό του, και αυτό ήταν όλο που είπαν μεταξύ τους. Ένα ‘καλησπέρα’ που συνοδεύτηκε με ματιές που έλεγαν πολύ περισσότερα, και γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας.
Ο Γρηγόρης ξεπάστρεωε δυο τρία ζευγάρια σόλες να πηγαινοέρχεται απ΄ το χωριό στην πόλη κάθε δυο τρεις μέρες στη αρχή, και μέρα παρά μέρα όταν έπαψαν απλά να λένε μόνο ‘καλησπέρα’. Μέχρι που τα πόδια του έβγαλαν φουσκάλες απ΄ το πέρα-δώθε περπάτημα, και η μάνα του άρχισε τις επίμονες ερωτήσεις πού χανόταν ο γιος της συχνά πυκνά. Την όρκισε σε σιωπή και της αποκάλυψε πως είναι μια κρινένια που μένει στο τέρμα της πόλης που «μου έχει κάνει μάγια μάνα, κι αν δεν την δω θα αποθάνω, κι αν δεν με δει και κείνη, θα πάρει δηλητήριο, κρίμα δεν είναι;»
Από την επόμενη ο Γρηγόρης ανέβαινε στο κάρο και κατηφόριζε στο τέρμα της πόλης να δει την καλή του με την συγκάλυψη της μάνας του της Μαρίας, που ανησυχούσε μεν αλλά δεν ήξερε και τι να κάνει μιας και ο κανακάρης της την όρκισε πρώτα και μετά της ξεφούρνισε τα καθέκαστα! Δεκαοχτώ μήνες τράβηξε η ιστορία, βόγγηξαν τα έρμα τα άλογα το καθημερινό πέρα-δώθε τρέξιμο στην πόλη τα απογεύματα, και στο τέλος του είπε ότι έπρεπε να μιλήσει στον πατέρα του και σαν άντρες με τιμή και υπόληψη να στείλουν προξενιό στην κοπέλα που την είχε καταντροπιάσει με τα καλησπερούδια του κι αυτός πια!

Ο Δημήτρης που εκπλήρωνε κάθε προδιαγραφή του πως πρέπει να είναι ένα αδελφάκι-παιχνίδι, ήταν η ‘ζωντανή παιχνίδι-κούκλα’ της Ζωής. Τον έπλενε, τον έντυνε, τον τάιζε, και έπαιζε μαζί του με τις ώρες. Κι εκείνος πάλι της έκρυβε τα χτένια της πλεξούδας της στα πιο απίθανα μέρη, και μόνο όταν τον απειλούσε πως δεν τον αγαπούσε πια, ο μικρός κουτρουβαλούσε τις σκάλες τις ξύλινες, έτρεχε στην αυλή και της έκοβε λουλούδια, και ω! του θαύματος ανάμεσα στα φρεσκοκομμένα τριαντάφυλλα που μοσχομύριζαν, είχαν μόλις φυτρώσει τα χτένια της! Βέβαια και τι δεν φύτρωνε σ΄ εκείνο τον κήπο, μέχρι και ...χρυσές λίρες Αγγλίας φύτρωσαν μερικά χρόνια αργότερα! Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία και καλά θα κάνετε να μην αρχίσετε να ψάχνετε τις σελίδες, γιατί αν είναι έτσι να σας πω το τέλος αμέσως να τελειώνετε και σεις το διάβασμα να σταματήσω και γω το γράψιμο απόψε που κουράστηκα! Πάντως σας προειδοποιώ πως κανένας σοβαρός αναγνώστης που σέβεται τον πνευματικό κόπο του συνανθρώπου του δεν διαβάζει την πρώτη, την μεσαία και την τελευταία σελίδα ενός βιβλίου, και μετά λέει όπου βρει κι όπου καθίσει πως το βιβλίο δεν του άρεσε...!
Είπαμε ότι εκτός από χτένια φύτρωσαν και λίρες, αλλά πιο συχνά φύτρωναν και ραβασάκια του Γρηγόρη, που έδινε στον μικρούλη φίλο του αν τύχαινε και η Ζωή έλειπε απ΄ το σπίτι με την μάνα της. Τα δυο αδέλφια τον συναντούσαν πια στο μεγάλο χωράφι με τα ψηλά σπαρτά να μην τους βλέπει το ‘κακό μάτι της γειτονιάς’, γιατί όπως είχε ορμηνέψει η μεγαλύτερη αδελφή τον μικρότερο «να ΄σαι και συ εκεί τριγύρω μην του μπούνε τίποτα πονηρές ιδέες του Γρηγόρη μου».

Ήταν Παρασκευή μεσημέρι όταν ο Γιάννης Γέραλης έστειλε προξενήτρα να ζητήσει για τον μεγαλύτερο γιο του την κόρη του Ανέστη. Προξενήτρα -με όνομα και κύρος στην πιάτσα-, ήταν η Στάσα, η επονομαζόμενη ‘Στάσα η γκαβή’, επίθετο αδιάφορο, επάγγελμα προξενήτρα και ξεγεννήτρα. Προξενήτρα με όνομα και κύρος στην πιάτσα. Γκαβή σήμαινε τυφλή, τυφλή σαν την τύχη που περνά και σκορπά δώρα όπου λάχει. Βέβαια η Στάσα δεν ήταν γκαβή, έπασχε από πτώση βρεφάρων, αλλά το παρατσούκλι την βόλευε στο ...επάγγελμα. Εκείνη ‘μοίραζε’ νύφες και γαμπρούς -με το αζημίωτο βεβαίως. Σε κάθε προξενιό για τον ‘κόπο’ της την ‘φίλευαν’ λίρες, φλουριά και ρευστό. Η ίδια είχε οκτώ γιους, μόνο γιους, καμία κόρη. Τους πέντε τους είχε ήδη προξενέψει και παντρέψει, και από όλους είχε πληρωθεί για τα πάει προξενήτρα στις υποψήφιες νύφες της. Συνέχιζε να πληρώνεται από τους γιους της κάθε φορά που ξεγεννούσε τις γυναίκες τους, τις ίδιες της τις νύφες κάθε φορά που έφερνε στον κόσμο τα ίδια της τα εγγόνια! Δεν ήταν πως δεν αγαπούσε τα παιδιά και τα εγγόνια της, αλλά η οικογένεια-οικογένεια, και η δουλιά-δουλιά όπως έλεγε. Βέβαια η Στάσα κατά βάθος ήταν εκτός από ‘επαγγελματίας’ και συναισθηματική γιαγιά... Κάθε φορά που ξεγεννούσε τα παιδιά των παιδιών της το επόμενο πρωινό, -άγρια χαράματα- φύτευε ένα δέντρο στην αυλή τους και του έδινε το όνομα του νεόφερτου στην οικογένεια. Στον λάκκο που άνοιγε έχωνε το ποσόν που είχε πληρωθεί από τον γιο της και πατέρα του εγγονού ή της εγγονής. Αφού φύτευε και πότιζε το δέντρο του έπιανε κουβέντα... Του έλεγε τα όνειρα που είχε για το καινούριο της εγγόνι, και για την ‘προίκα’ που έπρεπε τον δένδρο να φυλάξει στις ρίζες του μέχρι να μεγαλώσει το παιδί να την ζητήσει από το δένδρο-φύλακα.
Μπήκε λοιπόν η Στάσα στο σπίτι του Ανέστη, και του ΄κανε την πρόταση του Γιάννη να συμπεθερέψουν. Ο Ανέστης τον ήξερε τον Γιάννη, καλός άνθρωπος και έντιμος ήταν, είχε καλή περιουσία σε χωράφια και ζώα, και για τους γιους του καλά πράγματα έλεγε το χωριό, τιμή ήταν για την οικογένεια του Θέου η πρόταση, αλλά υπήρχε ένα μελανό σημείο. Η οικογένεια έμενε σε χωριό, και ο Ανέστης που και αυτός σε χωριό μεγάλωσε...
- Άκου Στάσα, η Ζωίτσα μου, είναι μικρή, όμορφη, πήγε και έξι τάξεις στο σχολείο, προίκα της έχω καλή, και σε προικιά και σε χρήμα, θα την παντρέψω με ένα καλό παιδί εδώ στην πόλη. Το παιδί μου δεν το ΄ζησε το χωριό και την λασπούρα, το χωράφι δεν το δούλεψε ούτε στα μικράτα, ούτε στα μεγάλα της, για σκέψου να το καταδικάσω τώρα να πάει να ζήσει σε χωριό. Η μάνα της μόνο τις ελαφριές δουλειές του σπιτιού την βάζει και κάνει, και την έχει να κεντάει και να πλέκει σαν αρχοντοπούλα. Ο Γρηγόρης και ο πατέρας του είναι καλοί, έντιμοι και εργατικοί, με τιμούν με την πρότασή τους πες τους, αλλά δεν της ταιριάζει της μοναχοκόρης μου το παλικάρι. Ας βρει εκείνος μια κοπέλα της σειράς του, και κείνης να της βρω εγώ έναν εδώ στην πόλη, να γίνουν τέσσερις άνθρωποι ευτυχισμένοι. Άντε στο καλό κυρά μου και συ, πέρνα και από το μαγειρειό που είναι η γυναίκα μου να σε φιλέψει για τον κόπο σου, και να σου δώσει να πάρεις αλεύρι και γάλα, -που έχουμε τα καλύτερα στην περιοχή-, για το σπίτι σου και την οικογένειά σου.
Η γκαβή, χολωμένη που έχανε ένα πουγκί φλουριά που της έταξε ο Γιάννης αν πετύχαινε και έκλεινε το προξενιό, σηκώθηκε, μάζεψε τις φούστες της, και κατέβηκε τις σκάλες του αρχοντικού. Σαν έφτασε στο κατώι, το ισόγειο, φώναξε δυνατά τάχα θυμωμένα, για ν΄ ακούσουν οι γείτονες που μόλις την είδαν να στρίβει απ΄ το τέλος του δρόμου μυρίστηκαν προξενιό και βγήκαν και κάθισαν στις αυλές, να μάθουν αμέσως ποιανού τον γάμο έπλεκε με την Ζωίτσα.
- Φεύγω Ανέστη, φεύγω και ξανά δεν θα με ματαειδείς, κι ούτε θα διάβω ξανά την πόρτα σου ούτε σε χαρά ούτε σε λύπηση. Ακούτε γειτόνοι καλέ, να μου προσβάλει το προξενιό λες και θα το πετούσα το κορίτσι του σε γύφτους! Κράτα την καλοαναθρεμένη σου, δεν λέω, καλή και όμορφη είναι, βαριοπροικιωμένη την έχεις, και χαρά σ΄ αυτόν που θα την πάρει, αλλά το ‘δικό’ μου το παλικάρι είπε να την τιμήσει με την περιουσία, την ομορφάδα και το όνομά του. Τι να σε κάνω που εσύ είσαι ζαβός και ανάποδος άνθρωπος και δεν βλέπεις το συμφέρον του παιδιού σου; Θα το βαρέσεις το κεφάλι σου σαν τον δεις να παντρεύεται την άλλη Κυριακή με αλλουνού κόρη, αλλά τότε θα ναι αργά έρμε Ανέστη.
Η σωστή επαγγελματίας προξενήτρα ποτέ δεν θα πρόσβαλε την κοπέλα ακόμα κι αν δεν πετύχαινε το προξενιό. Συνέχισε να μονολογεί δυνατά να ακουστεί στην γειτονιά, διότι ήταν καλή ευκαιρία διαφήμισης της δουλειάς της ακόμα και σε ένα αποτυχημένο προξενιό. Περπατούσε αργά και βαριά και κάθε τόσο με ένα άσπρο μαντίλι σφούγγιζε τους κόμπους ιδρώτα από το μέτωπό της.
- Τι να τα κάνω τα καλούδια που μ΄ έστειλες στο πλούσιο μαγειρειό σου να μου δώκει η γυναίκα σου που καλή και προκομμένη είναι. Ποπό καλέ, τέτοια καθαριότητα χρόνια είχα να δω σε σπίτι που πήγα να κάνω προξενιό!...
Ακόμα και να μην πετύχαινε το προξενιό η σωστή επαγγελματίας δεν κατηγορούσε τις καλοσύνες και την φιλοξενία του πατέρα.
- Το συμφέρον του παιδιού σου δεν το κοίταξες, και γω θα το δώσω αλλούθε το παλικάρι.
Το τελευταίο μεταφραζόταν σε ανοιχτή πρόταση στους γειτόνους του Ανέστη που είχαν κορίτσια της παντρειάς πως υπήρχε διαθέσιμος γαμπρός και μπορούσαν να την επισκεφτούν στο σπίτι της και να αντιπροτείνουν τις δικές τους κόρες.
Η αλήθεια ήταν ότι η Στάσα πριν μπει στο σπίτι του Ανέστη είχε περάσει κάμποσες φορές και είδε την Ζωίτσα, και στο μυαλό της Γρηγόρης και Ζωή έμοιαζαν ταιριαστό ζευγάρι, αλλά «όσα ο Θεός καθορίζει εγώ δεν τα ορίζω» όπως έλεγε φιλοσοφώντας με τις φιλενάδες της.

Η Στάσα η γκαβή όπως το είπε έτσι και έπραξε, δεν μπήκε ξανά στο σπίτι του Θέου ούτε σε χαρά, ούτε σε λύπη. Έτσι ήταν τότε οι σχέσεις των ανθρώπων, η έχθρα, -συνήθως για ασήμαντο λόγο-, κρατούσε μια ζωή, αλλά ήταν θέμα τιμής. Ούτε η μια πλευρά έκανε πίσω, ούτε η άλλη. Έχθρα ‘μέχρι τον θάνατο κι όχι παρέκει’, γιατί αυτός που απέμενε είχε το ιερό καθήκον να πάει στον τάφο του εχθρού το σούρουπο της δεύτερης μέρας, -ποτέ την πρώτη μέρα που ήταν εκεί οι συγγενείς και φίλοι-, και να συγχωρέσει και να ζητήσει να συχωρεθεί.

Αυτό το σκηνικό έγινε Παρασκευή απογευματάκι. Παρασκευή βράδυ οι δυο ερωτευμένοι έμαθαν τα μαντάτα από τους πατεράδες τους. Σάββατο απόγευμα ο Γρηγόρης συνάντησε την απαρηγόρητη Ζωή και τον Δημήτρη στον αγρό, και προσπάθησαν να βρουν λύση στο πρόβλημά τους. Η άρνηση του Ανέστη οδηγούσε μόνο στην λύση ‘πονάει χέρι, κόβει χέρι’ και ...έκοψαν τον Γόρδιο Δεσμό με τον μοναδικό τρόπο που υπήρχε. Εκείνο το απόγευμα ο Γρηγόρης έκλεψε την Ζωή ...και τον Δημήτρη! Η ‘Δακρύβρεχτη Απαγωγή της Ωραίας Ζωής, και η Αρπαγή του Πρίγκιπα Δημήτρη’, όπως διακωμωδούσαν αργότερα οι τρεις τους την περιπέτειά τους.
Ανέβηκαν και οι τρεις στο κάρο, και τα άλογα ξεκίνησαν τον γνωστό δρόμο της επιστροφής. Η Ζωή έκλαιγε από φόβο και ευτυχία, ξέροντας ότι ο πατέρας της θα μπορούσε να σκοτώσει τον αγαπημένο της, και να αρχίσει έτσι άσβεστο μίσος και μια βεντέτα που μόνο ποταμοί αίματος θα μπορούσαν να ξεπλύνουν, αλλά από την άλλη της φαινόταν αδύνατον να μην επιχειρήσει να ζήσει μαζί του έστω και λίγες μέρες. Ο Γρηγόρης έκλαιγε γιατί ατίμαζε την τιμή της καλής του και το όνομα του πατέρα της, και γιατί κινδύνευε το κεφάλι του. Με την άρνηση όμως του Ανέστη και τα συνοικέσια που θα άρχιζαν να έρχονται όλο και πιο πολλές πιθανότητες υπήρχαν να ‘λογοδώσει’ την κόρη του σε κάποιον από την πόλη ο πατέρας. Ο Δημήτρης μιας που όλοι οι άλλοι έκλαιγαν, έκλαιγε κι εκείνος! Προσωπικά ο ίδιος την όλη ιστορία την έβλεπε αστεία, και σ΄ όλη την διαδρομή για το χωριό σκεφτόταν τις φάτσες των δικών του όταν ανακάλυπταν ότι δυο από τα τρία παιδιά της οικογένειας το είχαν σκάσει. Η περιπέτεια τον είχε ενθουσιάσει, μιας και δεν καταλάβαινε τον κίνδυνο.
Αυτός που δεν έκλαψε καθόλου ήταν ο Γιάννης ο Γέραλης όταν, περασμένα μεσάνυχτα ο μεγαλύτερός του γιος του έφερε πεσκέσι την κοπέλα που ο πατέρας της αρνήθηκε να τους δώσει νύφη, και ένα μισοκοιμισμένο μικρό παιδί στο κάρο. Άστραψε και βρόντηξε και με την αγριοφωνάρα του ξύπνησε όλο το χωριό.
- Μας έκαψες μωρέ χαμένε, τ΄ ατίμασες το κορίτσι, ρεζίλεψες δυο οικογένειες. Τι θα πούμε αύριο στον πατέρα της που μας απόρριψε, μας χαστούκισε ο άνθρωπος χτες, κι εσύ έφερες εδώ τα δυο παιδιά του; Τι θ΄ αποκάμεις τώρα;
Ο Γρηγόρης ποτέ δεν είχε αντιμιλήσει στον πατέρα του, ήταν το καλό παιδί, αυτό που είχε αποκτήσει την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό του γεννήτορα, και ποτέ δεν είχε σηκώσει κεφάλι στις αποφάσεις του. Είχε φτάσει η ώρα να πει την γνώμη του, να αποφασίσει για την ζωή του, αλλιώς θα μεγάλωνε, θα γέραζε και ακόμα θα ήταν το παιδί για τα θελήματα που θα έδιναν διαταγές ακόμα και τα μικρότερα αδέλφια του που θα μεγάλωναν και θα έφτιαχναν την δική τους ζωή και θα όριζαν την δική του, τού άβουλου αδελφού. Αν ήταν κάποτε να σηκώσει κεφάλι ήταν ή τώρα, ή ποτέ ξανά. Ήταν μια απόφαση που καθορίζει την μετέπειτα ιστορία σου, εκείνο το δευτερόλεπτο που ή θα κατεβάσεις τα μάτια, ή θα υψώσεις το ανάστημά σου. Κοίταξε τον πατέρα του στα μάτια αποφασισμένος για την μάχη που ετοιμαζόταν να δώσει, όχι όμως και ασεβής.
- Άκου πατέρα, μια γυναίκα μου πέφτει, εγώ αυτή αγάπησα, αυτή είναι, αυτή θα την παντρευτώ, κι αν την διώξεις, θα φύγω και γω μαζί της, όπως είναι πρέπον. Νέος είμαι, δυνατός σαν ταύρος, θα βρω δουλειά, δεν θα πεθάνουμε της πείνας. Αφού εγώ την θέλω, να την θέλεις και συ για μένα.
Ο Γιάννης έμεινε να κοιτά τον πρωτότοκο και ένιωσε βαθιά γερασμένος. Ο κόσμος του άλλαζε, και ο γιος του δεν ήταν πια ούτε παιδάκι, ούτε έφηβος, ήταν ένας άντρας που είχε αποφασίσει ότι ήταν έτοιμος να ενωθεί με μια γυναίκα και να κάνει δικά του παιδιά. Ανορθόδοξος και παράτολμος τρόπος να ξεκινήσεις οικογένεια βέβαια, μιας και όταν ο πατέρας μιας κόρης αρνιόταν να σου δώσει την ευχή του τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα και η ιστορία είχε κλείσει. Ήταν παράδοση, ήταν νόμος, και έτσι το ΄χε πάρει ο Γιάννης από τον πατέρα του, όπως το ΄χε πάρει και κείνος από τον δικό του και όπως κι αυτός το παρέδιδε στους γιους του. Μα ο μεγάλος του γιος τόλμησε να φέρει τα πάνω κάτω. Ανυπακοή στην παράδοση, στον τρόπο που γυρίζει ο κόσμος. “Θα το πληρώσει ο παραβάτης κάποια στιγμή, ποιος ξέρει πως, και μακάρι να μην ζω να το δω να συμβαίνει”, σκέφτηκε. Γιατί κανείς δεν μένει ατιμώρητος όταν καταπατά τούς νόμους, -κυρίως εκείνους που έχουν θεσπίσει οι κοινωνίες για την επιβίωσή τους-, που έχουν γίνει ταμπού και υπάρχουν χωρίς κάποιος να έχει το δικαίωμα να ρωτήσει ‘γιατί’. Γι αυτό τον λόγο ο Γιάννης θύμωνε, μιας και το σπάσιμο των ηθικών νόμων θα το πλήρωναν τα παιδιά του γιου του, ή οι απόγονοί τους, αν βέβαια πρόφταινε να αποκτήσει παιδιά. Από την άλλη ο Γιάννης ένιωσε κρυφά περήφανος που ο γιος του ήξερε γιατί φορούσε παντελόνια. Έκρινε πως το θέμα είχε πλέον λήξει, ουσιαστικά είχε λήξει από την στιγμή της απαγωγής και τώρα ήταν ώρα να περιμένουν τις συνέπειες της πράξης. Μούγκρισε λοιπόν σαν λύκος λαβωμένος, κοκκίνισε, και γούρλωσε τα μάτια σαν βαθύτατα προσβεβλημένος, έστριψε τσιγάρο, και έκανε πως δήθεν έχασε το τσακμάκι του. Ο Γρηγόρης όλη την ώρα δεν έβγαλε μιλιά, μόνο κρατούσε σφιχτά από τις πλάτες δεξιά του την Ζωή και αριστερά τον μπόμπιρα. Όταν όμως έπιασε το κρυφό μήνυμα, έσκυψε στο τζάκι και πρόσφερε στον πατέρα του φωτιά μ΄ ένα ξυλαράκι που σιγόκαιγε δίνοντας έτσι την συγκεκαλυμμένη απάντηση με το σκύψιμο μπρος στο τζάκι, την ‘εστία’: «Επαναστατώ, αλλά εσύ είσαι ο πατέρας μου, σε σέβομαι, και ζητώ να με αποδεχτείς σαν τον ‘δεύτερο τη κεφαλή’ άντρα του σπιτιού». Ίσο σίγουρα όχι, γιατί αυτό έρχεται μετά από καθημερινή απόδειξη της ικανότητας και η διεκδίκησης της ισότητας δεν είναι και κατ΄ ανάγκη πάλη δυο αρσενικών, αλλά σεβασμού.
Πλησίασε προς το ξυλάκι που μόλις είχε αρπάξει φωτιά με το τσιγάρο στο στόμα, και ρούφηξε βαθιά κατεβάζοντας τον κανό στα πλεμόνια του. «Στην καρδιά μού τόμπηξες» μούγκρισε ο πατέρας κουνώντας το κεφάλι προς το ξυλαράκι που ήδη φλεγόταν ολόκληρο στο τζάκι. «Στο κεφάλι σας το κρίμα», αποφάνθηκε.
Μετά γύρισε στην γυναίκα του που δεν είχε βγάλει άχνα παρ’ όλο που ήταν παρούσα όλη την ώρα.
- Μαρία, είδες τι ωραίους μπελάδες μας κουβάλησε ο γιος σου; Τάισέ τα βρε καλή μου και κοίμισε τα κι έλα μαζί ν΄ αποφασίσουμε πως θα ξεπλύνουμε την ντροπή την δική μας και του έρμου του πατέρα της.

Η Μαρία ήταν σχεδόν γριά, -είχε πατήσει τα τριάντα εφτά-, αλλά έζησε να γίνει πολύ γριά, ξεπερνώντας τα ενενήντα. Με έξι γιους που μεγάλωνε και δεν είχε στο πλάι της μια κόρη, μέτρησε το νεαρό θηλυκό με μια ματιά από την κορυφή μέχρι τα νύχια και της φάνηκε μια χαρά κορίτσι. Δεν έδειχνε να έχει προβλήματα υγείας, ομορφούτσικο ήταν, αδυνατούλικο βέβαια, αλλά αυτό το πρόβλημα θα το έλυνε η Μαρία. “Θα την ταΐζω πρωί, μεσημέρι, βράδυ, που θα πάει θα στρουμπουλέψει να κάνει γερά παιδιά” σκέφτηκε, και “επί τέλους άλλη μια γυναίκα σ΄ αυτό το κονάκι που ήταν γεμάτο άντρες κάθε ηλικίας ήταν χρειαζούμενη και ευπρόσδεκτη”. Περιμάζεψε την Ειρήνη και τον μικρό στην κουζίνα, και άναψε την φωτιά να τα ταΐσει.
- Τούτο δω τι είναι, ρώτησε την κοπέλα δείχνοντας το μικρό αγόρι. Ο Δημήτρης μπορεί να ήταν κουρασμένος, νυσταγμένος, και πεινασμένος, ίσως και λιγάκι φοβισμένος, αλλά δεν ένιωθε καθόλου πως ήταν ένα ‘τούτο δω’. Τέντωσε το κουρασμένο, νυσταγμένο, πεινασμένο, ίσως και λιγάκι φοβισμένο ύψος του και δήλωσε όσο πιο επιβλητικά μπορούσε.
-Είμαι ο πρίγκιπας Δημήτρης γιος του Ανέστη και της Ειρήνης !
Η Μαρία ετοιμάστηκε να γελάσει κι όμως ‘τούτο δω’ -που σίγουρα ήταν ζαβό-, είχε τσαγανό κατά την γνώμη της, κι αποφάσισε να μην προσβάλει τον μικρό φιλοξενούμενό της. Τον έπλυνε, τον τάισε, τον κοίμισε μαζί με την αδελφή του, και επέστρεψε στο μεγάλο δωμάτιο με το τζάκι όπου την περίμεναν ο άντρας της και ο μεγαλύτερος της γιος.

Εικοσιδυό χρόνια αργότερα, στα χρόνια του μεγάλου μίσους, η Μαρία πάλι τον περιμάζεψε στα κρυφά. Και πάλι περασμένα μεσάνυχτα, και κάποιος χτύπησε την πόρτα της. Ο άντρας που σύρθηκε στο κατώι της ήταν αξύριστος, βρόμικος και πληγωμένος, άλλος ένας αντάρτης που έβλεπε πως η ζωή του τέλειωνε και ζητούσε βοήθεια από δικούς του ανθρώπους. Η γριά τον αναγνώρισε αμέσως, γιατί αν και ο τόπος είχε βουίξει πως ήταν πεθαμένος, εκείνη ήλπιζε πως ίσως ο ‘ζαβούτσικους’ της ήταν ακόμα ζωντανός και κρυβόταν.
-Αχ πρίγκιπά μου, πως είσαι έτσι μανάρι μου, ψιθύρισε καθώς ο Δημήτρης λιποθυμούσε στα πόδια της.

Εκείνο όμως το βράδυ της πρώτης συνάντησης άλλα ήταν τα φλέγοντα. Κάθισε μπρος στην φωτιά, δίπλα απ΄ τον άντρα της που έκανε χώρο για να την έχει σιμά του, και την κοίταξε να πάρει και την δική της έγκριση.
-Καλή είναι, μικρόσωμη, αλλά γερή, θα κάνει καλά παιδιά.
Αυτή η δήλωση, της έμπειρης γυναίκας για μια ‘τσουτσέκω’, νεαρή και άπειρη κοπέλα, ήταν και η απαρχή μιας τίμιας και γεμάτης αλληλοσεβασμό σχέσης μεταξύ των δυο γυναικών. Εκατό χρονών πέθανε η Μαρία στα χέρια της Ζωής της πρώτης της νύφης, και η Ζωή την έκλαψε σαν μάνα και σαν φίλη της. Αγγόνια, δισέγγονα, και αγγόνια των δικών της πρόφτασε και είδε η Μαρία από τα περισσότερα παιδιά της, και όλες της η νύφες ήταν καλές και προκομμένες, αλλά η Ζωίτσα της ήταν η νύφη η ‘καλή’.

Εκείνο το βράδυ λοιπόν, μπήκε στην οικογένειά τους η Ζωή μιας και την ήθελε ο Γρηγόρης, και μιας που ήθελε και κείνη τον Γρηγόρη. Κυριακή πρωί τους πάντρεψε ο παπάς του χωριού μετά την λειτουργία, και την Ζωή την παρέδωσε στον γαμπρό ο αδελφός της. Μετά τον γάμο έγινε γλέντι, και κανείς στο χωριό δεν ρώτησε γιατί έλειπαν οι συγγενείς της νύφης. «Φως φανάρι πως το κορίτσι τόχε κλεμμένο, αλλά κι αυτό χαρούμενο έδειχνε, άντε να βγάλεις άκρη με όλα αυτά που κάνουν οι νέες γενιές, θα πέσει φωτιά και θα μας κάψει καλέ, άκου κλέφτηκαν !» Γλέντι, με σκιές φόβου ...
Κυριακή απόγευμα, ο Γρηγόρης ανέβασε την γυναίκα του ντυμένη νύφη στην άμαξα με τα άλογα στολισμένα από γάμο. Δίπλα της ανέβασε τον κουνιάδο του τον Δημήτρη και εκείνος κάθισε από την άλλη πλευρά και ξεκίνησαν για την πόλη. Στην διαδρομή η ευφορία ξεθύμανε και η Ζωή συνειδητοποιούσε πως πλησίαζε η ώρα της κρίσης και της πατρικής τιμωρίας. Κι αν ο πατέρας της πάνω στον θυμό του τον σκότωνε τον άντρα της; Aχ, τι ωραία ακουγόταν στο μυαλό της οι λέξεις ‘ο άντρας της’! Κι αν την έδιωχνε για πάντα και δεν ξανάβλεπε την μάνα της και τον αδελφό της; Της Ζωής της ήταν αδιανόητο πως σε λιγότερο από χρόνο θα είχε δυο δικά της, καταδικά της μωρά να παίζει, και σε άλλον ένα χρόνο άλλα δυο, και ύστερα από δεκαοχτώ μήνες άλλο ένα...

Ο Ανέστης σαν είδε πως είχε για τα καλά σκοτεινιάσει και τα δυο παιδιά του αργούσαν να φανούν, ανησύχησε και άρχισε να ψάχνει την γειτονιά σαν τρελός. Αφού σιγουρεύτηκε πως δεν έπαθαν κάποιο ατύχημα, και πως δεν τα είχαν κλέψει οι γύφτοι που λυμαίνονταν την πόλη, και κυρίως αφού άκουσε κάτι μισόλογα από τους γειτόνους και κάποια χαζοχαχανητά από τις συνομήλικες τής κόρης του στην γειτονιά, -που μάλλον ήξεραν πιο πολλά απ΄ όσα έλεγαν και σίγουρα κάλυπταν την Ζωίτσα-, δεν άργησε να καταλάβει πως η μικρή του, το μπουμπούκι του, η κρινένια του, δεν ήταν θύμα. Μάζεψε ότι απέμεινε από την οικογένειά του στο σπιτικό του, και έκανε ότι ένας αξιοπρεπής, θιγμένος οικογενειάρχης έπρεπε να κάνει. Έκατσε στ΄ αυγά του, έβρασε στο ζουμί του, και περίμενε να του φέρει πίσω την κόρη και τον γιο του ο ...γαμπρός του. Γιατί γαμπρός του θα εμφανίζονταν ο Γρηγόρης, “Πήγες να τον παντρευτείς Ζωίτσα μας, δεν ανέβηκες σε κάρα να πας βόλτες με ‘άγνωστους’ που γνώριζες σχεδόν δυο χρόνια μωρή μουσίτσα εσύ! Από το προπέρσινο πανηγύρι στο χωριό της μάνας σου τον ξέρεις και κουβαλιέται πάνω-κάτω στην πόλη ο αναθεματισμένος, και γω δεν κατάλαβα τίποτα.” Γύρισε και αγριοκοίταξε την γυναίκα του την Ειρήνη σαν σκέφτηκε το χωριό της.
- Εγώ τι φταίω τώρα και με κοιτάς έτσι; τον ρώτησε αθώα, υπενθυμίζοντας στον εαυτό της να της τραβήξει τα μαλλιά μέχρι να της μείνουν τούφες από της πονηρής της κόρης της την κεφαλή. “Άκου καλέ, τόσκασε, μου πήρε και το μωρό μαζί. Τι φορούσε μωρέ ο μικρός, ούτε θυμάμαι, είχε καθαρό βρακί που σίγουρα θα τον έπλυνε πριν τον ταΐσει η Μαρία πριν τον κοιμίσει; Τόσκασε που τόσκασε, δεν έπαιρνε και κάνα δυο ρουχαλάκια της προκοπής να φορέσουν; Άντε θα παντρευτεί αύριο, τι θα φορέσει καλέ, χωρίς νυφικό θα πάει στην εκκλησία; Ρεζίλι μας έκανε η σκασμένη, σαν γυφτάκια θα είναι τα παιδιά μου. Θα σε ξεμαλλιάσω εγώ Ζωίτσα μας που μας ήθελες και γάμους στα δεκάξι! Αλλά τι να κάνεις και συ, να σ΄ έχω βρωμομούνα στο ράφι στα είκοσι και να μην σε θέλει κανένας, μωρέ καλά έκανες δεν λέω, αλλά να μην πεις της μάνα σου, «μάνα πάω να παντρευτώ»; Όχι ότι θα σ΄ άφηνα και γω, τον κόσμο στο πόδι θα σήκωνα, αλλά να ξέρω και γω πως δεν έπαθες τίποτα κακό βρε ψυχή της ψυχής μου. Μα τι λέει και μένα τώρα το μυαλό μου και παραλογίζομαι, μου το μάγεψε και κείνος ο σκασμένος ο Γρηγόρης το κορίτσι μου, και γω να μην πάρω χαμπάρι!”
- Φταις, πως δεν φταις; Εσύ φταις που δεν την επέβλεπες και τα άφηνες τα δυο τα χαμένα να τρέχουν όποτε και όπου! Αλλά κι αυτή σαν εσένα βγήκε, θυμάσαι πως με κοίταγες όταν ήσουν στην ηλικία της και συ; Από την μάνα της πήρε από ποιον θα ΄παιρνε, από μένα;
- Μπα, εγώ σε κοίταγα και συ δεν με ήθελες ε; Άιντε θα μας βγάλεις και πουτάνες τώρα στα γεράματα!
- Αν δεν σε ήθελα δεν θα σ΄ έπαιρνα, και εγώ ήμουν τίμιος άντρας, σε ρώτησα αν με θέλεις, είπες πως με θέλεις και με παραθέλεις, και ήρθα γραμμή στον πατέρα σου. Κι ας τολμήσει ένας μπάσταρδος να πει πως η γυναίκα μου είναι πουτάνα!
Το τελευταίο καλό ήταν να το επισημάνει γιατί τον περίμενε άγρια φασαρία έτσι και της έμπαιναν ιδέες της Ζωής ότι την πρόσβαλε. “Καλά μωρέ ντιπ χαζή είναι η γυναίκα μου μετά τόσα χρόνια να μην ξέρει πόσο την εκτιμάω;”
- Κι αυτός τίμιος ήταν και έστειλε προξενιό... Εσύ το απέρριψες, έκαναν κι αυτοί το λάθος...
Η Ειρήνη ήξερε πως έπρεπε να προετοιμάσει το έδαφος για την επόμενη μέρα, ή ίσως την μεθεπόμενη που θα τους είχαν ‘μουσαφίρηδες’ μην και βγάλει και κάνα όπλο και τον βαρέσει τον καράβλακα τον γαμπρό του. Σε μια γωνιά του μυαλού της σημείωσε με το που ξυπνήσει αύριο Κυριακή να αδειάσει όλα τα όπλα και να κρύψει τα κοφτερά μαχαίρια. Ας τον σακάτευε στο ξύλο, -τού άξιζε κιόλας του παλιοχωριάταρου που της έκλεψε το κοριτσάκι-, τι το ΄κλεψε δηλαδή που κι αυτηνής τα ΄θελε ο κόλος της.
- Πάμε να κοιμηθούμε Ειρήνη μου, και βλέπουμε αύριο τι θ΄ απογίνει.
Εκείνο το βράδυ το πρώτο που η οικογένεια δεν κοιμήθηκε όλη στο ίδιο σπίτι, ο Ανέστης έσφιξε κοντά του την Ειρήνη, και της φίλησε τρυφερά τα δάχτυλα.
- Ένα-ένα θα μας φύγουν Ειρηνούλα μου, το ξέραμε πως κάποτε θα μας φύγουν να ανοίξουν δικές τους φωλιές, αλλά αυτό με το κορίτσι μας να μας το παίρνει χωρίς την ευχή μου ήταν πούστικο, και μου κάρφωσε την καρδιά με πυρωμένο σίδερο και η μικρή που έκρυβε πως τον γνώριζε, και τον συναντούσε κρυφά και είχε και τον Δημήτρη συνένοχο. Με γέλασε η κόρη μας Ειρήνη, με γέλασε και με γέρασε μέσα σε ώρες. Τόσο κακός πατέρας είμαι και το ίδιο μου το σπλάχνο μ΄ εγκατέλειψε;
- Αλλάζουν οι καιροί Ανέστη, και εμείς τα βλέπαμε, οι νέοι δεν είναι όπως ήμασταν εμείς στην ηλικία τους. Ο καιροί αλλάζουν εμείς δεν αλλάξαμε, ο χρόνος πέρασε από πάνω μας αλλά εμείς πεισματικά μείναμε όπως μας ‘έφτιαξαν’ οι γεροντότεροι γιατί φοβηθήκαμε τις αλλαγές. Μα πως να δούμε πως τα παιδιά μας δεν είναι σαν εμάς όταν φοβούνται να το δείξουν; Τόσο κακή μάνα είμαι και το ίδιο μου το σπλάχνο μ΄ εγκατέλειψε;
Αγκαλιάστηκαν ακόμα πιο σφιχτά, να αλλήλο-παρηγορηθούν, και να ζεστάνει ο ένας του άλλου το εντός τους ψύχος το δριμύ...

Έπεφτε το σούρουπο, μια Κυριακή αλλιώτικη από τις άλλες, μια Κυριακή που η οικογένεια Θέου δεν πήγε στην εκκλησία γιατί ντρεπόταν να αντικρίσουν τα βλέμματα των γειτόνων, μια Κυριακή μοναξιάς και αγωνίας.
Η Ειρήνη άκουσε την άμαξα να στρίβει από τον μεγάλο δρόμο στον δικό τους. Είδε άλογα στολισμένα για γάμο και χαρά. “Αχ, τα παιδιά μου”, τραγούδησε από μέσα της. Ένας-ένας οι γείτονες βγήκαν στις αυλές τους, το περίμεναν πως αργά ή γρήγορα θα επέστρεφε η Ζωή με τον μικρό, και όλοι ήταν περίεργοι να δουν τις εξελίξεις. Η άμαξα η στολισμένη από γάμο σταμάτησε μπρος στην αυλή, και ο Δημήτρης πήδηξε κάτω πρώτος. “Αχ, ωραία ρουχάκια του φόρεσε η Μαρία, από τα παιδιά της θα είναι τα καλά τα Κυριακάτικα”. Η Ζωή φορούσε νυφικό! Μα πότε πρόλαβε να ράψει νυφικό; Να ’ταν της Μαρίας και να το ΄δωσε στην πρώτη της την νύφη; Ο Δημήτρης χοροπηδώντας μπροστά από την αυλόπορτα και τιτιβίζοντας ασταμάτητα χαιρετούσε τους γείτονες στις αυλές.
Πρώτος, βγήκε ο Ανέστης, σκοτεινός σαν τον θάνατο, και η Ειρήνη τον ακολούθησε με ένα ξαφνικό αίσθημα παγωμάρας να της σφίγγει την καρδιά. Και τελευταίος, πολύ πιο πίσω ο Λάμπρος, βλοσυρός και με τα χέρια στις πλάτες. Ο Δημήτρης πήδηξε στην αγκαλιά του πατέρα του, του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο και μετά όρμηξε στις φούστες της μάνας του της πολυαγαπημένης.
- Μάνα, μάνα, είμαστε όλοι εδώ, εγώ, η Ζωή, ο Γρηγόρης, τι όλοι δηλαδή λέω ο χαζός, οι άλλοι ακόμα γλεντάνε στο χωριό! Πω πω, μάνα να δεις γάμο, να δεις γλέντι μάνα τρικούβερτο, κάηκε το πελεκούδι σου λέω...
- Πως να δω γάμο και γλέντια, σάμπως με κάλεσαν; της ξέφυγε με θυμό κοιτώντας την κόρη της στα μάτια. Της φάνηκε πως η Ζωίτσα δάκρυσε, μα δεν ήταν και σίγουρη μιας και κατέβασε τα μάτια παίζοντας αμήχανα με την βέρα στον αριστερό της παράμεσο.
Ο Γρηγόρης κατέβηκε από την άμαξα, βοήθησε την Ζωή κρατώντας τρυφερά το χέρι της, και στάθηκε μπρος της. Για μια στιγμή, την ώρα που έβγαινε από το σπιτικό του ο πεθερός του, τού φάνηκε πως θα γινόταν μακελειό, κι έτσι αποφάσισε πως καλό θα ήταν να την προστατεύσει. Πεθερός και γαμπρός κοιτάχτηκαν στα μάτια κατάματα και αναμετρήθηκαν. Ο νέος άντρας ένιωσε άβολα και καταντροπιασμένος, καταράστηκε την στιγμή που αντί να αρπάξει τα παιδιά του πατέρα, δεν πήγε να χτυπήσει την πόρτα του και να του ζητήσει να ακούσει την καρδιά του. “Του έκλεψα την κόρη του, και τώρα πρέπει να απολογηθώ, μα ότι και να πω, όλα τα δίκια είναι δικά του. Στέκομαι στην αυλή του μπροστά, εγώ ο κλέφτης, και εκείνος βγήκε να προστατέψει ότι του απέμεινε, ούτε κουμπούρια κρατάει, ούτε μαχαίρια, μόνο την λαβωμένη του υπόληψη”. Άκουσε τον εαυτό του να λέει στην απόλυτη σιωπή που ακολούθησε.
- Την κόρη σου την αγάπησα, την ήθελα, και την παντρεύτηκα. Καλά σκεφτόταν από μέσα του ένα δευτερόλεπτο αργότερα, τι είπα τώρα; Κι αν ερχόταν κάποιος να μου πάρει χωρίς την ευχή μου την κόρη μου εγώ τι θα έκανα;
- Κι εκείνη βρομιάρη, η κόρη μου, ο ήλιος της ζωής μου, εκείνη σε ήθελε; Μου ’στειλες προξενιό, τιμή μου έκανες, αλλά για το συμφέρον του παιδιού μου της είπα της Στάσας να κοιτάξεις για άλλη. Πανάθεμά σε, καταραμένε χωριάταρε που μου ‘χάλασες’ το παιδί μου. Τι έχεις εσύ να της προσφέρεις; Χωριό, και λάσπη και βουνιές...
Έπρεπε να μιλήσει, ήταν η σειρά της να πει την αλήθεια.
- Πατέρα, και εγώ τον ήθελα, δεν με έκλεψε, έφυγα μαζί του με την θέλησή μου...
Ο δύστυχος πατέρας ένιωσε να του κόβονται τα πόδια. Η τελευταία ελπίδα μιας ακούσιας απαγωγής γκρεμιζόταν μπροστά στην πραγματικότητα. Η Ζωίτσα του, το καμάρι του, το καλομαθημένο του κοριτσάκι πέταξε από το σπίτι της, την φωλίτσα της. Τέρμα πια τα κελαρυστά γέλια ανεβαίνοντας τις σκάλες. Τέρμα πια το νεραιδοτρέξιμο από δωμάτιο σε δωμάτιο. Σιγά-σιγά θα ξεθώριαζε και ο πίνακας που ξεδίπλωνε και είχε ζωγραφίσει η καθημερινότητα στο μυαλό του. Να γυρίζει απ΄ τις δουλειές του αργά το απόγιομα και να βλέπει το αρχοντικό του να υψώνεται ανάμεσα από δένδρα και λουλούδια, και εκεί, στο παράθυρο το γωνιακό τού πάνω ορόφου να χτυπάει τις τελευταίες του ακτίνες ο ήλιος. Καθισμένο στην καρέκλα την κουνιστή το κορίτσι του, -το καλό κι αγαπημένο- να κεντάει ή να πλέκει, οι χοντρές κοτσίδες τυλιγμένες γύρω απ΄ το όμορφο κεφάλι το ελαφρά σκυμμένο, ο κρινένιος της λαιμός, οι στητοί ώμοι. Ξαφνικά το κορίτσι λες και ένιωθε ότι πέρασε η ώρα, κι όπου να ΄ναι θα εμφανιζόταν ο πατέρας, κοιτούσε μέσα από το τζάμι, μέσα απ΄ τα μάτια του σπιτιού, κοιτούσε τον γεννήτορα κατάματα μ΄ ένα χαμόγελο αχνό, σήκωνε το δεξί χέρι ανεπαίσθητα και τον χαιρετούσε με τ΄ ακροδάχτυλα. Κι ύστερα έστρεφε το κεφάλι κάπου μέσα στο σπίτι, το κατακόκκινο στόμα ανοιγόκλεινε σε λόγια και γέλια που εκείνος δεν άκουγε αλλά τα έβλεπε, και το σπίτι ξαφνικά ξύπναγε και ζωντάνευε. Η γυναίκα του η Ειρήνη ήταν στην πόρτα να τον προϋπαντήσει με το που έφτανε και άνοιγε την αυλόπορτα, οι κυράδες που είχαν στην δούλεψή τους έτρεχαν να πάρουν από τα χέρια του ότι καλούδια είχε κουβαλήσει, η μαγείρισσα χτυπούσε τους τεντζερέδες και ότι άλλο έκανε εκείνο τον διαβολεμένο, γνώριμο σαματά. Ο Δημήτρης τσούλαγε την κουπαστή της ξύλινης σκάλας από τον πάνω όροφο και την τελευταία στιγμή πηδούσε και προσγειωνόταν στο πάτωμα και από κει μ΄ ένα πήδο φώλιαζε στην αγκαλιά του πατέρα. Στιγμές της καθημερινότητας που κάθε άνθρωπος ονειρευόταν, και που εκείνος τις ζούσε, γιατί ο Θεός ήταν απλόχερος στις χαρές για τον Ανέστη.
Απ΄ αύριο αυτόν τον ‘πίνακα της ευτυχίας’, όπως τον έλεγε μέσα του, δεν θα τον ξανάβλεπαν τα μάτια του. Γιατί όλα ξεκινούσαν με την φιγούρα της Ζωίτσας στο πάνω γωνιακό παράθυρο την ώρα που έδυε ο Θεός τον ήλιο του. Το παράθυρο, το τελάρο του ζωντανού πίνακα της ευτυχίας απ΄ αύριο θα ήταν άδειο...
Κάτι με χίλιες μύτες τσίμπησε την καρδιά του. Ένας πόνος οξύς, πρωτόγνωρος. Ένας φόβος πως όλα άλλαζαν ξαφνικά και γρήγορα, όχι μόνο στην φαμελιά του μα και στον κόσμο ολόκληρο. Σαν μια σκιά μαύρη που κρυβόταν στα σκοτάδια να σήκωσε ύπουλα κεφάλι πίσω από τον ήλιο και κοιτούσε την Πλάση απειλητικά. Οι ώμοι του βάρυναν, στήριξε το σώμα του στον φράχτη της αυλής, σαν να γέρασε δεκαετίες μέσα σε δευτερόλεπτα. «Και τώρα τι θέλετε από μένα;» μονολόγησε. Στράφηκε στην γυναίκα του, το σώμα του πονούσε, μα πιότερο πονούσε η ψυχή του.
- Μάζεψε τα προικιά της κόρης και δώς΄ της τα να τα φορτώσει στο κάρο του άντρα της να τα πάρουν. Στο σπίτι μην την βάλεις, δεν την θέλω ούτε στις χαρές μας ούτε στις λύπες μας.
Μετά κοίταξε κουρασμένα τον με το ζόρι γαμπρό του.
- Πόσα θέλεις σε μετρητό;
- Εγώ ότι ήθελα από το σπίτι σου και το βιος σου το πήρα κυρ΄ Ανέστη. Το πήρα με τρόπο όχι αντρίκειο, αλλά δεν μπορούμε να αλλάξουμε ότι έγινε. Τις προίκες και τα φλουριά κράτα τα να προικίσεις κανένα ορφανό. Το μόνο που σου ζητώ είναι σε κάθε παιδί που θα γεννάει η Ζωίτσα να το προικίζεις με μια δραχμή.
“Μα είναι ζουρλός μωρέ τούτος; Μια δραχμή, άκου λέει κάθε παιδί και μια δραχμή! Σιγά το ποσόν δηλαδή... Μα είναι ντιπ ζουρλό αυτό το παιδί του Γέραλη; Μην το μάγεψαν τίποτα νεράιδες που βγαίνουν νυχτιάτικα στις πηγές και του ΄χουν πάρει τα λογικά; Αι μωρέ Ανέστη τι πλάθεις και συ με το μυαλό σου λες και υπάρχουν νεράιδες!”
Ο Ανέστης έβλεπε κιόλας με τα μάτια του μυαλού του δεκάδες, εκατοντάδες μικρούς διαβόλους με το χέρι το δεξί απαιτητικά τεντωμένο να ζητούν την δραχμή τους, να γεμίζει το κατώι και ο πάνω όροφος μικρούς Γρηγόρηδες με το χέρι τεντωμένο, να γεμίζει η σκάλα με τα διαόλια, να γεμίζει το μαγειρειό, να γεμίζει η αυλή του, να γεμίζουν τα χωράφια του με χέρια παιδικά απλωμένα, κι άκουγε ένα βουητό που επαναλάμβανε τέσσερις λέξεις όλες κι όλες: «την δραχμούλα μου παππού». Τελειωμό δεν είχαν τα σκασμένα, «την δραχμούλα μου παππού, την δραχμούλα μου παππού, παππού, παππού, παππού ... ». Κι όσο γέμιζε το σπίτι και η αυλή και τα χωράφια του με παιδιά της Ζωίτσας και του Γρηγόρη, του ζαβού ντε που τού έφτανε μια δραχμή για κάθε παιδί, διαόλια σαν τον πατέρα τους, -αλλά και η μάνα τους δεν πήγαινε πίσω να λέμε την αλήθεια-, παιδάκια με τα χέρια τεντωμένα για μια δραχμούλα και χίλιες αγκαλιές, ο εφιάλτης γλύκαινε. Ο εφιάλτης γλύκαινε σε ένα καινούριο όνειρο, και στο μεγάλο παράθυρο του γωνιακού δωματίου του πάνω ορόφου γέμιζε το τελάρο με χαρούμενες παιδικές φιγούρες, και πίσω, αχνά πίσω, η πρωτότοκή του καθισμένη στην κουνιστή της πολυθρόνα νανούριζε ένα μωρό με τραγούδια που της είχε μάθει η μάνα της.
Άνθρωπος ευλογημένος από κάποια Παγκόσμια Δύναμη που μετουσίωνε το άσχημο σε ομορφιά ήταν ο Ανέστης. Η φαντασία του γκρέμιζε την κόλαση και έχτιζε Παραδείσους. Τ΄ όραμα τούτο κάτι σήμαινε, τόσο ζωντανό που τόειδε. Ο κόσμος άλλαζε, τα ταμπού και οι παραδόσεις σαν νόμος ιερός και απαραβίαστος είχε τις εξαιρέσεις του για να αυτό-επιβεβαιώνεται. Κάποιος, κάπου, κάποτε, θα τολμούσε να σπάσει την παράδοση, και στον δικό του χρόνο-μικρόκοσμο έλαχε ο κλήρος στον Γρηγόρη και την Ζωή. Σε πενήντα χρόνια μπορεί τα ήθη να όριζαν τον γαμπρό να τον κλέβει η νύφη! Στο μυαλό του μορφοποιήθηκε ένας δισέγγονός του φτυστός Γρηγόρης, -είχε πάρει και από τον Ανέστη λίγο, πολύ λίγο όμως ευτυχώς-, φιμωμένος, δεμένος χειροπόδαρα μέσα σε ένα σακί, να τον σέρνει μια μπρατσωμένη νύφη κάτω από ένα φεγγάρι που γελούσε περιπαιχτικά στο φάντασμα του Ανέστη κι έκλεινε το μάτι στ΄ αστέρια. “Φρίκη, φρίκη, ευτυχώς μέχρι τότε θα ΄χω αποθάνει θα ΄χουν τα κόκαλα μου λιώσει και την λίγη σκόνη που θ΄ αφήσω θα την έχουν οι αγέρηδες σκορπίσει σε κόσμους γνωστούς και άγνωστους, να μην δω τέτοια καμώματα.”
Αυτός ο Γρηγόρης τέλος πάντων ήταν το πρόβλημα. Έπρεπε να τον ‘φάει’, να τον ‘χαλάσει’ για να ξεπλύνει την ντροπή. Με μπαρούτι, με μαχαίρι, με κάτι τέλος πάντων βρε αδελφέ! Και ξαφνικά το γωνιακό παράθυρο του πάνω ορόφου άδειαζε σιγά-σιγά από παιδιά, άδειαζε και η κουνιστή καρέκλα της Ζωίτσας, κι έσβηναν οι ήχοι από νανουρίσματα, και ερείπωνε ο πάνω όροφος και το κατώι, γκρέμιζε η σκάλα, κι άγριο-χορτάριαζε η αυλή αφού η κόρη του δεν ήταν εκεί να περιποιηθεί τον κήπο της, κι έπνιγε τα λουλούδια και τα αρώματα του γιασεμιού η οσμή του χυμένου αίματος. Του φάνηκε πως ένιωσε τις μπότες του να γλιστρούν στο φρέσκο αίμα, εκεί στο κατώφλι του αρχοντικού το χορταριασμένο κι αραχνιασμένο, εγκαταλειμμένο απ΄ όσους αγάπησε και το αγάπησαν για να ξεχάσουν το φονικό.
“Αυτός ο Γρηγόρης τέλος πάντων ήταν το πρόβλημα. Και το πρόβλημα το λύνεις ή με μπαρούτι, ή με μαχαίρι, ή, ...ή τι βρε αδελφέ; Αυτό το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί εδώ, τώρα και μια για πάντα... Εδώ που τα λέμε ένας άντρας της πέφτει... Άκου λέει έφυγε μαζί του με την θέλησή της! Αφού τον ‘καθαρίσω’ αυτόν πρώτα, θα την κρεμάσω εγώ αυτή την σουσουράδα στο δέντρο στο πεζοδρόμιο ανάποδα και θα κάνω γιορτή να ΄ρθει η Ελλάδα ολόκληρη να θαυμάσει πατέρα που ξέρει να τιμωρεί τους άτιμους! Αυτήν κρεμασμένη ανάποδα, κι εκείνος εκεί παραδίπλα πεσμένος και ‘κομμένος’ να τον τρώνε οι μύγες και τ΄ αγριοπούλια για μερόνυχτα... Άι και σεις βρωμόπουλα, ουστ! σκασμένα μακριά απ΄ τον γαμπρό μου ρε!
Αχ βρε κοριτσάκι μου και συ... Είχα εγώ όνειρα καμάρι μου για σένα... Το καλύτερο αρχοντόπουλο της πόλης θα σου ΄φερνα. Όποιον σου άρεσε, εσύ θα διάλεγες, δεν θα άφηνα να σε διαλέξουν σαν έπιπλο, μονάκριβή μου. Εδώ που τα λέμε εσύ διάλεξες. Τι του βρήκες ψυχή μου; Διάλεξες ... Αυτό δεν ήθελα και γω για σένα; Να διαλέξεις! Διάλεξες... Εσύ διάλεξες και εγώ είχα ‘οφθαλμούς και ώτα’ κλειστά λες και δεν ήθελα να διαλέξεις και να μου φύγεις, να μου πετάξεις σ΄ άλλη φωλιά, πουλάκι μου.
Κι εσύ βρε Γρηγόρη, ντροπή βρε, ρεζίλι γίναμε και συ και γω. Έπρεπε να ΄ρθεις να με κοιτάξεις στα μάτια και να μου πεις «εγώ την κόρη σου την αγαπάω, και κείνη μ΄ αγάπησε, λυπήσου μας ρε κυρ΄ Ανέστη». Ίσως και να μην έλεγα και γω όχι, ξέρω και γω από αγάπες, πως νομίζεις ότι την πήρα την κυρά Ειρήνη; Τι να πω, δεν ξέρω, με κούρασαν οι άσχημες σκέψεις που βροντοφωνάζουν θάνατο...
Άκου μωρέ τον μουρλό μια δραχμή για κάθε παιδί! Μια δραχμή για κάθε ψυχή απ΄ τον Παράδεισο σταλμένη ... Μια δραχμή για κάθε κομμάτι ευτυχίας... Μια δραχμή η τιμή της ευτυχίας...
- Νυχτώνει, ψιθύρισε, νυχτώνει και σε λίγο θα κρυώσει ο Θεός τον κόσμο του. Που να γυρνάτε στα σκοτάδια και με την παλαβή την κόρη μου να της ανεμίζουν σαν ξωτικό τα νυφικά, θα σας βαρέσει κανένας με κουμπούρια με την τρομάρα που θα πάρει αν την δει έτσι, μπάτε στο σπίτι...
Ο Λάμπρος όλη την ώρα της κρίσης μετρούσε και μελετούσε τα γενόμενα. Στην αρχή είχε σταθεί πίσω από τον Ανέστη με τα χέρια στις πλάτες και από μέσα του πανηγύριζε. “Υπέροχα, αυτή έσκαψε τον λάκκο της με τα ίδια της τα χέρια, έχασε κάθε δικαίωμα σε προίκες”. Και κάπου, αυτό που γινόταν τώρα, και οι εξελίξεις, ήταν έξω από τα σχέδιά του. Πήδηξε μπροστά και άρπαξε τον Ανέστη από τους ώμους, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
- Πατέρα, ούρλιαξε, πατέρα, εγώ είμαι εδώ, εγώ θα σε στηρίξω, οι ανόητες ευαισθησίες σού αποδυναμώνουν την λογική και την κρίση σου. Σε ρεζίλεψαν, σε εξαπάτησαν, κύλησαν το όνομά σου το τίμιο στην προστυχωσύνη. Πάρε το όπλο σου και τίναξέ τους τα μυαλά, τώρα πριν χάσεις τον σεβασμό μου, αυτόν τον λίγο που έχω ακόμα για σένα.
Έσπρωχνε τον πατέρα του τον ίδιο στην παιδοκτονία με την ελπίδα πως ένας πατέρας στην φυλακή, μια κληρονόμος λιγότερη, και εκείνος ‘προστάτης’ της οικογένειας δεν ήταν καθόλου άσχημα σαν αρχή. Το σχολείο, το περιβάλλον, οι παπάδες, και το αίμα των ηρώων που έτρεχε στις φλέβες του, δεν είχαν καταφέρει να ελευθερώσουν το πνεύμα του από τον βούρκο απ΄ όπου αναδύθηκε για να γεννηθεί, πριν ακόμα συλληφθεί στην μήτρα της μάνας του. Και όταν ο γεννήτορας τον στραβοκοίταξε και τον αποπήρε: «Γίνε άνθρωπος, ρε, μάθε να αγαπάς και να συχωρνάς», τότε ο Λάμπρος είδε την αλήθεια που τον τρόμαζε κι εκείνον τον ίδιο και πάλευε χρόνια να κρύψει μέσα του, να ξεσπά σαν βίαιο κύμα: Ούτε τον πατέρα, ούτε την μάνα του αγάπησε ποτέ πραγματικά. Μόνο τον εαυτό του, μόνο το συμφέρον του, μόνο τον Λάμπρο αγαπούσε, κι όλοι οι άλλοι ήταν ή αδιάφοροι, ή εχθροί. Όλοι, αυτοί που τον γέννησαν, τ΄ αδέλφια του, κι όσοι κοντινοί και μακρινοί ζούσαν όπου το βλέμμα του έφτανε και οι ορέξεις του ορεγόταν.

No comments: