6. Η Ειρήνη κι εγώ 1

- Σε κούρασα ε; Πλήθος, ζωντανοί άλλοι, κι άλλοι πεθαμένοι. Αυτή είναι η κληρονομιά μου. Θυμήσου μετά να σού πω για τον αδελφό μου. Α! Ναι, ναι, είμαι μοναχοπαίδι, αλλά είναι γιος του πατέρα μου. Πριν παντρευτεί την μάνα μου, ξέρεις, κάπου εκεί ανάμεσα στις εξορίες... Ήταν μεγαλύτερος μου κάμποσα χρόνια, κι όταν εγώ πήγαινα στο γυμνάσιο και κείνος ήταν φοιτητής τον είχα ερωτευθεί, δεν ήξερα πως με τραβούσε το αίμα το ίδιο που κύλαγε στις φλέβες μας. Εκείνος όμως ήξερε και κάθε φορά που τύχαινε να συναντηθούμε στους δρόμους της πόλης με κοιτούσε και μού ΄σκαγε πάντα ένα χαμόγελο. Δύσκολο είναι να ερωτευθεί ένα δωδεκάχρονο τον πιο όμορφο φοιτητή της πόλης, ιδίως όταν εκείνος δεν κρύβει το ενδιαφέρον του;
Όταν πέθανε ο πατέρας μου ο ένας από τους δυό ‘αριστερούς’ που ήρθε στην κηδεία. Το κουκουέ είχε απαγορέψει να τον τιμήσουν ακόμα και στον θάνατο τον ‘καπετάν-πρίγκιπα’ οι συναγωνιστές και φίλοι του. Κρατούσε ένα κόκκινο γαρίφαλο, και στεκόταν παράμερα, μάλλον κάποιος από τους ‘επίσημους’ συγγενείς θα τού το είχε επιβάλει. Ήρθε τελευταίος και έφυγε πρώτος... Τώρα του πάω εγώ κόκκινα γαρίφαλα κάθε δεκαεφτά Νοέμβρη αν είμαι στην Ελλάδα. Κι αν δεν είμαι, φροντίζω να του στολίζει τον τάφο ένα ανθοπωλείο εκείνη την μέρα. Μέρα γιορτής, μέρα θυσίας... Πέθανε κι η μάνα του κι ο άνδρας της πριν λίγα χρόνια και ο τάφος του χορτάριασε. Είμαι η τελευταία ζωντανή συγγενής του. Με κοιτούν περίεργα που χαϊδεύω τα μάρμαρα και ανάβω το καντήλι του και τού μιλώ. Τού εξιστορώ τις εμπειρίες μου σαν γυρνώ από κάποια αποστολή, ακόμα και φωτογραφίες κουβαλάω μαζί μου και τις δείχνω στα μάρμαρα που τον σκεπάζουν. «Νίκο μου, του λέω, πόνος και εξαθλίωση, ορφανά παιδιά, γυμνά να τρέχουν πεινασμένα στα χαλάσματα των πολέμων να βρουν νερό και κάτι που να τρώγεται. Έχω γίνει επιλεκτική πια ακόμα και με τα πτώματα που φωτογραφίζω. Πρέπει να έχουν κάτι ιδιαίτερο να μου ‘πουν’, να βγάζουν μια φρίκη που να σοκάρει, γιατί ο μέσος αναγνώστης έχει κορεστεί με τόσο θάνατο, τόσο που μόνο κάτι ‘ιδιαίτερο’ τον ικανοποιεί πια. Κανείς δεν ανατριχιάζει με σκοτωμένους υπερήλικες και ακρωτηριασμένα παιδιά. Θέλουν έγκυες νεκρές, ξεκοιλιασμένες, με το έμβρυο να σπαρταράει ακόμα ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο για να δυσφορήσουν. Πόσο άγριος είναι ο άνθρωπος, πόσο μικρός. Ευτυχώς, του λέω, που πέθανες κaι συ κι ο πατέρας μας νωρίς. Για φαντάσου να είχε μερτικό σ΄ αυτό το σήμερα ο μπαμπάς. Θα τον απομυθοποιούσαμε. Για φαντάσου να ζούσες και συ... Να ΄σουν τώρα βουλευτής, ή χειρότερα, υπουργός, να ΄χες ‘εξαγοράσει’ το δικό σου μερτικό, να ΄σουν άλλο ένα απολίθωμα του Πολυτεχνείου, να κατέθετες στεφάνια κορδωτός και έξω απ΄ τα κάγκελα να σε γιουχαΐζουν οι αναρχικοί... Ευτυχώς που πέθανες Νίκο μου, ευτυχώς που διάλεξες να πεθάνεις, ευτυχώς που σε διάλεξε ο θάνατος... »
- Οι ήρωες, συνέχιζε η Ειρήνη πλησιάζοντας το πρόσωπό της στο δικό μου κοιτάζοντάς με μέσα στα μάτια, -μέσα στην ψυχή μου-, οι ήρωες πρέπει να πεθαίνουν την στιγμή του μεγαλείου τους, ή να τους σκοτώνουμε πριν γίνουν ‘ανθρωπάκια’, καθημερινοί και γήινοι. Ευθανασία για την Αθανασία ενάντια στην φθορά της εξουσίας. Ποιος θα θυμόταν τον Χριστό αν στον κήπο της Γεθσημανή μάζευε τα μπογαλάκια του και γύριζε στο σπιτάκι του; Αυτό το ‘έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα’ των παραμυθιών μού φαίνεται πολύ ύποπτο και κατασκευασμένο να αποκοιμίζει τους μικρόμυαλους. Εγώ λέω ‘έζησαν καλά αυτοί και σκότωσαν τα όνειρά μας’. Ήρωας, είσαι την στιγμή που καίει το μπαρούτι, μέχρι να καεί η σπίθα του μεγαλείου σου, μετά, μετά γίνεσαι πάλι καθημερινός στη καθημερινότητα, μικρός με μικρότητες στην μικρή ζωούλα σου, ότι φάμε, ότι πιούμε κι ότι αρπάξει η τσέπη και ο κόλος μας. Ευτυχισμένοι όσοι πέθαναν την στιγμή του μεγαλείου τους και σφράγισαν την τιμή τους με την θυσία τους, ακόμα κι αν περάσουν στην λήθη. Θυμάσαι τον Παναγούλη; Η επόμενη, άντε μεθεπόμενη, γενιά θα τον μπερδεύει με Βαλκανικούς πολέμους αν δεν τον υποψιάζονται για αγωνιστή του ’21 με τις μουστάκες που είχε! Και κείνος θα σκάει στα γέλια εκεί που είναι, όπου κι αν είναι... Καλύτερη η λήθη απ΄ την φθορά, γι΄ αυτό είναι λίγοι εκείνοι που μπαίνουν στην τροχιά της σφαίρας ‘εν πλήρη συνειδήσει’. Οι πραγματικοί ήρωες προτιμούν την αιωνιότητα της στιγμής τους απ’ την μετριότητα της ζήσης που φθείρει... Σε κούρασα ε; Πλήθος, ζωντανοί άλλοι, κι άλλοι πεθαμένοι. Ξεκουράσου, να παραγγείλουμε άλλο ένα τσάι...

Φοιτητικό καφενείο, αρχές κάποιας δεκαετίας προς το τέλος του εικοστού αιώνα. Καταχείμωνο, έξω χιονίζει. Η Αθήνα χιονίζεται, τι ώρα να ΄ναι; Μοιάζει βαθύ απόγευμα και ήρθαμε περπατώντας απ΄ την Σόλωνος φορώντας μπότες δερμάτινες με γούνινη επένδυση και γάντια και σκουφιά και παλτό με σηκωμένους γιακάδες που άφηναν μόνο τα μάτια ακάλυπτα. Οι κατακόκκινες μύτες μας ρουφούσαν τον παγωμένο αέρα σχεδόν με αγαλλίαση. Μετά η ζέστη της σόμπας, συννεφάκια καπνού, αχνιστός νες με γάλα και τσάι με γεύσεις εξωτικές, γλυκό κανταΐφι και νεραντζάκι του κουταλιού. Τραπεζάκια μαρμάρινα σπασμένα στις άκρες, και με ρωγμές εκεί που κάτι βαρύ είχε πέσει. Καρέκλες ξύλινες, με ψηλή πλάτη και κάθισμα από πλεχτή ψάθα πλεχτή.

Τι δουλιά έχω εγώ, εδώ, μ΄ αυτή την άγνωστη που μ΄ έχει μαγέψει; Μια αφιονισμένη που μιλάει χωρίς ειρμό, πετάγεται απ το σήμερα στο παρελθόν και μιλάει με νεκρούς, και τα μισά τουλάχιστον που λέει πρέπει να είναι αποκύημα της φαντασίας της. Καπνίζει σέρτικα-άφιλτρα. Με την γόπα του τσιγάρου της ανάβει το επόμενο και πίνει τσάι που το δυναμώνει με ρούμι που έβγαλε από την τσάντα της! Μαλλιά μακριά, κατακόκκινα, γυναίκα-μέδουσα. Μάτια σκιστά, γκριζοπράσινα. Μεγάλο, αφύσικα κόκκινο αλλά όχι βαμμένο στόμα, σε πολύ σκούρο δέρμα. Ρουμάνα, Γιαπωνέζα, Ινδή, Ελληνίδα και σίγουρα τρελή για δέσιμο!

Πίσω της, στον τοίχο ένας τεράστιος καθρέφτης. Κοιτάζω την πλάτη της κι εμένα. Γινόμαστε ένα σιγά-σιγά, αναρωτιέμαι αν μ΄ αφήνει να μπω μέσα της συνειδητά, ή αν έχει μπει μέσα μου εκείνη. Δυσκολεύομαι να συγκρατήσω τα μόρια της ύπαρξης μου σε σταθερό δεσμό, τα νιώθω να απορροφώνται εντός της, αδυνατώ να συγκροτήσω την ταυτότητά μου και διαχέομαι στο είναι της. Αναρωτιέμαι αν η Ειρήνη υπάρχει, αν υφίσταται σαν οντότητα, αν υπήρξε ποτέ, ή αν υπάρχω εγώ και δεν είμαι αποκύημα και εκτόπλασμα της Ειρήνης.

Κοιτάζω τις σημειώσεις μου, τα δυο οικογενειακά δένδρα, Δημητρίου και Θέου. Άνθρωποι που έζησαν και πέθαναν πριν γεννηθεί η τηλεόραση κα το ασύρματο τηλέφωνο. Ποιος ενδιαφέρεται γι΄ αυτούς που οι τάφοι τους χορτάριασαν, για τις αμαρτίες ή την μεγαλοσύνη τους; Γιατί να γράψει κανείς γι΄ αυτούς, όταν κάποιοι άλλοι έχουν γράψει ήδη για ένα σωρό ίδιους σαν αυτούς; Ο Γρηγόρης ο Γέραλης έκλεψε την Ζωή. Και λοιπόν; Οι νέοι ανά την υφήλιο σπάζουν τα ταμπού καθημερινά, και μένουν τα επιτεύγματά τους στην αιωνιότητα, επώνυμα επιτεύγματα ανωνύμων. Γιατί ο Γρηγόρης να περάσει στην αθανασία; Και ο Γιάρεκ Δημήτριεφ υποψιάζομαι πως ήταν κολίγος, ένας οπορτουνιστής βλαχορουμάνος που κατέβηκε με την φαμελιά και τους υπηρέτες του να κλέψει από την Ελληνική γή μετά το φευγιό των Τούρκων. Ακόμα και οι απόγονοι του, ο Μιχαήλ και ο Φώτης δεν ήταν τίποτα πιότερο από φανατικοί αδελφοκτόνοι. Η Ελληνική επαρχία βρίθει από ιστορίες με φαντάσματα ανικανοποίητων ψυχών που σκοτώθηκαν από χέρι ανθρώπου που έτρεχε στις φλέβες του το ίδιο αίμα με το δικό τους, καταγραμμένοι σε μοιρολόγια μανάδων που θρηνούν τα παλικάρια τους που τα ‘έκοψε’ στον πόλεμο ο Χάρος.

- Σε κούρασα ε; Πλήθος, ζωντανοί άλλοι κι άλλοι πεθαμένοι...

Η Ειρήνη εκεί, απέναντι μου, καπνίζει άφιλτρα-σέρτικα, ανάβω τσιγάρο και γω. Πίνει τσάι με ρούμι και γω την παραβγαίνω με καυτό νες με γάλα. Αντιπαλεύομαι με το κανταΐφι μου το νεραντζάκι του γλυκού που κόβει με το μικρό πιρουνάκι στο πιατάκι της.
Κι η μια τρυπώνει βαθιά στο είναι της άλλης σε μια απόλυτη ταύτιση συμβιωτικού τύπου...

No comments: