12. Εμφύλιος -- δ. Εξορία

- Δες κι αυτά που έχω κρατήσει…
Η Ειρήνη σπρώχνει μπροστά μου ένα τετράδιο. Φύλλα κιτρινισμένα, μισοφαγωμένο από ποντίκια στις άκρες. Δεν υπάρχει καν εξώφυλλο. Ανάμεσα στις λιγοστές σελίδες υπάρχουν κάποιες κάρτες. Δεν είναι από κείνες τις χαρούμενες, τις πολύχρωμες που στέλνουν οι ταξιδευτές από μέρη που έχουν επισκεφτεί. Είναι εκείνες οι μονόχρωμες, απρόσωπες, λογοκριμένες καρτέλες που επέτρεπαν στους εξόριστους να στείλουν στους στενούς συγγενείς...
Είμαι ακόμα στο φοιτητικό καφενείο με την Ειρήνη απέναντί μου να με κοιτά με μάτια υγρά, πυρακτωμένα απ’ τον εσωτερικό πυρετό και την ένταση. Έξω χιονίζει ακόμα, μέσα καπνοί τσιγάρων…
Διάβασα το τετράδιο κάποιους μήνες αργότερα. Η Ειρήνη είχε φύγει ακολουθώντας τον χρόνο της, που είχε προσπαθήσει άλλη μια φορά να της ξεφύγει. Αντιγράφω κάποιες σελίδες χωρίς να αναφέρω τα ονόματα που είναι καταγραμμένα ή αλλάζοντας κάποια απ’ αυτά. Οι τίτλοι είναι δικοί μου.

Το ταξίδι

Στον Πειραιά μας φόρτωσαν -εμένα κι άλλους οκτώ- στο βαπόρι. Μας πέταξαν σαν ζώα σ’ ένα αμπάρι μέχρι να βγούμε απ’ το λιμάνι, μην τυχόν και αποδράσουμε. Πράγμα αδύνατον φυσικά γιατί έτσι όπως είμαστε με χέρια και πόδια αλυσοδεμένα ακόμα κι αν καταφέρναμε να πηδήξουμε στη θάλασσα, θα πνιγόμασταν με τέτοιο βάρος που κουβαλάμε. Και δεν είναι το βάρος των δεσμών μας, αλλά και κείνο που παγιδεύει τις ψυχές μας, κι εκείνο που σφίγγει σαν μέγκενη την καρδιά μας. Ξεκινήσαμε χαράματα… Κάποια στιγμή μας ανεβάζουν στο κατάστρωμα. Στο βάθος του ορίζοντα ο Πειραιάς μια κουκκίδα που απομακρύνεται. Αποχαιρετώ νοερά τον κόσμο όπως τον ήξερα. Δεν θα τον ξαναδώ ζωντανός… Ο αγέρας μου μαστιγώνει το πρόσωπο, αέρας θαλασσινός, αέρας που μυρίζει αλάτι. Κλείνω τα μάτια μου για να αποσυρθώ στις θύμησές μου. Τα ρουθούνια μου γεμίζουν με τον αγέρα του βουνού του σάπιου φύλλου του φθινοπώρου του βρεγμένου από την πρωινή πάχνη. Ρουφώ την μυρωδιά της ανάμνησης γιατί σιγά-σιγά θα την ξεχάσω έτσι όπως ξεχνά κανείς εικόνες όσων αγάπησε και τις ξεθώριασε ο χρόνος… Η πατρίδα μου έχει ένα σωρό αρώματα κι όλα τ’ αγάπησα. Προσπαθώ να θυμηθώ την μυρωδιά της ελευθερίας… Ποιο είναι το άρωμα της ελευθερίας; Ο αγέρας του βουνού; Με στέλνουν εξορία εκεί που θα με τριγυρίζει και θα ’ναι η μυρωδική φυλακή μου ο αλατισμένος αγέρας… Αναρωτιέμαι αν ήμουν ποτέ πραγματικά ελεύθερος… Τα όνειρα είναι ακριβά…

Το νησί

Σαν είδα από μακριά το νησί, πέτρωσα. Το νησί του διαβόλου, του μαρτυρίου, του θανάτου. Αρνούμαι να αποδεχτώ πως ανάμεσα στις ομορφιές της πατρίδας μου υπάρχει τέτοια ασχήμια. Στέκεται εκεί, λαβωμένο από μια θάλασσα που το αγριεύεται και χτυπά με λύσσα τις ακτές του, θυμωμένη μ’ ότι αποτρόπαιο έβλεπε να συμβαίνει πάνω του. Το πέλαγος ορμά να καταπιεί το νησί της ντροπής να πνίξει για πάντα απύθμενες αβύσσους την μιερή ύπαρξη. Ανήκω εδώ, σ’ αυτό το κομμάτι γης για κολασμένους, του ανήκω... μου ανήκει...

Ποιος είμαι;

Με κοιτούν με βλέμματα γεμάτα περιέργεια. Αυτό μόνον είναι ο καπετάν-πρίγκιπας ακούω να ρωτούν τα μάτια τους; Δεν φανταζόμουν ποτέ πως τα μάτια μιλούν, βγάζουν ήχους, κραυγές… Αυτό μόνον είμαι. Ο καπετάν-πρίγκιπας, χωρίς σκήπτρα, χωρίς στέμμα, χωρίς λαό, χωρίς ελευθερία, χωρίς όνειρα. Να ’ναι αυτό ο θάνατος; Ανυπαρξία, αδιαφορία, απελπισία, αβεβαιότητα; Τι ζητούν από μένα; Τι μπορώ να τους δώσω; Δεν έχω τίποτα, ούτε καν για τον ίδιο μου τον εαυτό, όποιος κι αν είμαι… Τελικά ποιος είμαι;


Σκόρπιες σκέψεις

Ανήκω στο τμήμα διανοούμενων μαζί με άλλους, που μας θεωρούν, -ακόμα και οι συγκρατούμενοί μου-, πιο «σημαντικούς». Οι ίδιοι οι συγκρατούμενοι -σύντροφοι και συμπολεμιστές- μας προστατεύουν λες και είμαστε οι βασίλισσες της κυψέλης. Αρνούμαι να αποδεχτώ τέτοια νοοτροπία, δεν απέχει απ’ αυτό που πολέμησα…
Το φαγητό δεν τρώγεται, το νερό δεν πίνεται, οι πέτρες είναι αβάστακτες. Πήρα δέμα απ’ την Ζωή, τα περισσότερα τρόφιμα χάλασαν στο ταξίδι, ότι πιθανόν να είναι ακόμα φαγώσιμο το κράτησαν οι δεσμοφύλακες. Έχω στείλει κάμποσες κάρτες. Πήραν δυο μου γράφει…
Χτες ονειρεύτηκα την Νανά. Έχω χρόνια να την δω, κι όμως απ’ όλες τις γυναίκες ήταν η μόνη που ονειρεύτηκα. Φαντάζομαι πως ξέρει τι απέγινα, πρέπει να της το είπε η αδελφή της η Αθηνά. Η Αθηνά δεν ήταν που με ξύπνησε από τον λήθαργο στο δικαστήριο; Έτσι νομίζω…

Μικρή επανάσταση

Τον έφαγαν τα ψάρια! Χριστέ μου, τον έφαγαν τα ψάρια. Χάθηκε πριν τρεις μέρες. Ήλπιζα, μια κρυφή ελπίδα, τρελή ελπίδα πως βρήκε τρόπο να το σκάσει απ’ το νησί. Τον βρήκε ο Γαβρίλης. Θαμμένος από την μέση και κάτω στην άμμο. Το κεφάλι έξω από το νερό, αλλά το υπόλοιπο μισοφαγωμένο και θαμμένο. Αυτός νεκρός, κι εμείς εδώ ζωντανοί-νεκροί…
«Μας σκότωσαν», ούρλιαξα. Ήμασταν μαζεμένοι στο μπουντρούμι μας, αυτό που ονομάζουν καταλύματα για όσους θέλει η πατρίδα μου να «εξυγιάνει». Πετάχτηκα πάνω κλαίγοντας. Όλοι μας πρόδωσαν και πάνω απ’ όλα τα ίδια μας τα όνειρα…
Μίλησα κι έκλαψα ώρες, έτσι όπως είχα καιρό να κάνω. Κανείς δεν μ’ αγκάλιασε, κανείς δεν με παρηγόρησε, έκλαιγαν και μιλούσαν κι εκείνοι. Είμαστε όλοι εδώ πέρα ίδιοι, το ίδιο απελπισμένοι, το ίδιο εγκαταλειμμένοι… Ανοίξαμε τα όστρακά μας και δείξαμε ο ένας στον άλλο τις ευαισθησίες και τις φοβίες μας…

Ελεύθερος

Το νησί χάνεται στην απεραντοσύνη της θάλασσας που ακόμα προσπαθεί να το καταπιεί. Πέρασα τρία χρόνια της ζωής μου εδώ. Με αφήνουν να φύγω αν και δεν υπέγραψα ποτέ το «χαρτί». Πολλοί το ’καναν μα δεν μπορώ να τους κατηγορήσω. Έχουν γυναίκες, παιδιά, τι να πω… τους λυπάμαι…
Σε λίγο θα πατήσω γη, στεριά. Αφήνουν είκοσι από μας σαν ένδειξη καλής θέλησης, η μαμά-πατρίδα προσποιείται την μεγαλόψυχη μάνα που συγχωρεί τα άτακτα παιδιά της. Δεν νοιώθω «απολωλόν τέκνο» που γυρνά στο πατρικό να ζητήσει συγχώρεση. Ξέρω καλά ποιος είμαι και ποιοι είναι οι άλλοι. Με χρησιμοποίησαν και νομίζουν πως θα συνεχίσουν να με χρησιμοποιούν. Θα ’ναι δύσκολο να μπορέσω να ζήσω εδώ έξω ελεύθερος… Όμως τίποτα δεν με σκότωσε ακόμα κι εγώ έχω κρεμαστεί απ’ τα πέπλα της Ζωής μ’ ένα πείσμα που δεν ήξερα ούτε εγώ πως έχω. Όνειρα για το αύριο δεν έχω, είναι νωρίς ακόμα… Ανασαίνω όμως, ανασαίνω, εισπνοή-εκπνοή, εισπνοή-εκπνοή κι αυτό μου φτάνει. Εισπνοή-εκπνοή, τα πνευμόνια μου πονούν, μα είναι μια καλή αρχή, όπως τότε την στιγμή που γεννήθηκα. Γεννιέμαι και πάλι, μόνο που τώρα είμαι γεμάτος εμπειρίες… Θα επιβιώσω, το ξέρω, θα το παλέψω, το ξέρουν, άλλωστε αυτό δεν έκανα όλη μου την ζωή;

No comments: