13. Μετά τον πόλεμο -- α. Κλειώ

Ο Δημήτρης επέστρεψε στην γενέθλια πόλη μια εβδομάδα μετά την αποφυλάκισή του. Δεν υπήρχε κάτι που να τον τραβάει εκεί, κανείς δεν τον περίμενε με αγωνία εκτός από την γριά μάνα του. Όλα του φαινόταν ξένα, άγνωστα, εχθρικά. Έπρεπε κάθε πρώτη και δεκάτη-πέμπτη «εκάστου μηνός» να παρουσιάζεται στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής διαμονής και φυσικά να δηλώνει προκαταβολικά κάθε πιθανή επιθυμία μετακίνησής του έξω από τα όρια του νομού για να πάρει την σχετική έγγραφη άδεια.
Το πρώτο φιλικό πρόσωπο που είδε ήταν η Κλειώ, η αδελφή του φίλου του Χρήστου Γκέκα που ήταν και συγκάτοικοι στην Αθήνα. Μόλις είχε φτάσει στην κεντρική πλατεία ο Δημήτρης με μια ξεφτισμένη βαλίτσα και πετάχτηκε από το κατάστημα υφασμάτων του Τάσου, όπου δούλευε σαν πωλήτρια με το που τον είδε. Όρμησε κατά πάνω του με τα χέρια ανοιχτά φωνάζοντας το όνομά του. Αγκαλιάστηκαν, εκείνη χώθηκε στην αγκαλιά του, -πόσο όμορφα μύριζε το κορμί της- και τον φίλησε στα μάγουλα. Έκλαιγε κι έλεγε τ’ όνομά του ξανά και ξανά, κι ο Δημήτρης κατάλαβε πως αυτή η νεαρή και όμορφη γυναίκα τον αγαπούσε ακόμα. «Τι κρίμα που δεν μπόρεσα να την ερωτευθώ», σκέφτηκε και ένιωσε μια περίεργη ντροπή για όσα μοιράστηκαν οι δυό τους στα εφηβικά τους χρόνια. Η Κλειώ ήταν αδελφή του Χρήστου, αυτό και τίποτ’ άλλο.

Έφτασε στο πατρικό του την ώρα που βράδιαζε. Έστριψε δεξιά τον μεγάλο δρόμο κι έμεινε εκεί στην γωνία να κοιτά το σπίτι, όπως έκανε -του φάνηκε λες και είχαν περάσει αιώνες- ο πατέρας του ο Ανέστης. Τα παράθυρα του κάτω ορόφου όλα φωτισμένα και η αυλή φωτισμένη κι αυτή. Τρία παιδάκια έπαιζαν «κρυφτό» και κρύβονταν πίσω από τις γλάστρες. Του ’ρθε η μυρωδιά από βασιλικό και νυχτολούλουδο που σκαρφάλωνε στους τοίχους του σπιτιού. Κοίταξε με λαχτάρα το γωνιακό παράθυρο του πάνω ορόφου. Για μια στιγμή του φάνηκε πως ήταν κι αυτό φωτισμένο και πρόφτασε να δει την αδελφή του, την Ζωή, στην κουνιστή πολυθρόνα, μα γρήγορα η ανάμνηση ξεθώριασε κι έσβησε. Στην αυλή τα παιδάκια έτρεχαν να κρυφτούν ενώ μια κοριτσίστικη φωνούλα μετρούσε «37, 38, 40, 42, 43, 47, 48, 49 και πενήντα βγαίνω». Τού ’ρθε να γελάσει, η Ειρήνη-Χριστίνα, η μεγαλύτερη κόρη του αδελφού του έκλεβε στο μέτρημα αλλά, ούτε η Νίκη, ούτε ο Ανέστης τολμούσαν να διαμαρτυρηθούν μιας και θα αποκαλυπτόταν η κρυψώνα τους. Το μικρότερο παιδάκι, η Χαρά, καθόταν σε μια χαμηλή καρέκλα και έπαιζε με κάτι που έκανε διαβολεμένο θόρυβο. Μια γυναικεία φιγούρα βγήκε στην πόρτα. «Άντε νύχτωσε μέσα τώρα» πρόσταξε η Χρύσα. Ο Δημήτρης παραλίγο να μην την αναγνωρίσει. Η γυναίκα του αδελφού του έδειχνε τεράστια. Πάντα ήταν ψηλή, αλλά τώρα με πάρα πολλά κιλά πάνω από το κανονικό βάρος έμοιαζε τρομακτική. Ο Δημήτρης ντράπηκε για τις σκέψεις του και προχώρησε προς το πατρικό. Η Χρύσα είδε την σκιά να πλησιάζει, έβαλε το χέρι πάνω από τα μάτια να δει καλύτερα, τον γνώρισε και άρχισε να φωνάζει με χαρά μιμούμενη την τοπολαλιά που εκείνη και ο Δημήτρης υπερτόνιζαν αστειευόμενοι:
- Ούϊ, ούϊ μάναμ’ ου Δημήτρς, μάνα, ου Δημήτρς σι λιέου.
Μέχρι να φτάσει την είσοδο της αυλής, γείτονες πετάχτηκαν από τις αυλές κι έτρεξαν να τον δουν. Κι ύστερα βγήκε η μάνα του η αγαπημένη. «Πόσο γέρασε η μάνα μου», σκεφτόταν την ώρα που έπεφτε στην αγκαλιά του κλαίγοντας. Τον έσφιγγε και τον φιλούσε κι όλο έκλαιγε. Τελευταίος βγήκε ο αδελφός του, τον κοίταξε βλοσυρά «πότε σ’ άφησαν;» ρώτησε κι έμεινε εκεί καλύπτοντας με το μέγεθός του την είσοδο στο εσωτερικό του σπιτιού. Ο Δημήτρης ένιωσε πως ήθελε να γυρίσει την πλάτη και να φύγει τρέχοντας απ’ αυτό το σπίτι. Το πατρικό του, εκεί που είχε ζήσει τα πιο όμορφα χρόνια της ζωής του έμοιαζε εφιαλτικά ξένο.
Όμως οι δύο γυναίκες τον τραβούσαν μέσα και ο μικρούλης ο Ανέστης του πήρε την βαλίτσα και του άπλωσε το χέρι. Περπάτησαν έτσι χέρι-χέρι πιασμένοι και ο Λάμπρος αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Ο Δημήτρης αναρωτήθηκε, πώς αυτό το άγνωστο πλασματάκι, ο ανεψιός του διαισθάνθηκε τι συνέβαινε και αν συνειδητά αποφάσισε να δώσει την λύση. Αργότερα βέβαια, πολλές φορές σκεφτόταν ότι ένας ευαίσθητος άνθρωπος σαν τον Ανέστη πολλά διαισθανόταν και λίγα αποκάλυπτε. Η ζωή του Ανέστη δεν ήταν εύκολη, είχε να ανταπεξέλθει σε ένα σωρό δυσκολίες που ένας ομοφυλόφιλος θα συναντούσε και η άνευ όρων αγάπη και κατανόηση του θείου του Δημήτρη αποδείχθηκε η άγκυρα απ’ όπου αρπάχθηκε σε περιόδους απελπισίας και ψυχικού πόνου.
Όταν μαζεύτηκαν πια όλοι μέσα στο σπίτι και κάθισαν γύρω από το τραπέζι της κουζίνας κι αφού η κυρά-Ειρήνη έπαψε να κλαίει «πόσο αδύνατο ήταν το παιδί της και πώς θα της το πέθαιναν οι που-κακόχρονο-να-μην-έχουν», ο Λάμπρος τον κοίταξε στα μάτια.
- Τι θα κάμεις από δω και πέρα; Πώς να δικηγορήσεις, εδώ σε ξέρουν όλοι, ποιος θα σε πάρει για δικηγόρο;
«Να φύγω, να φύγω απ’ αυτό τον τόπο, απ’ αυτό το σπίτι, όλα με πληγώνουν, όλα με διώχνουν», ούρλιαζε παγιδευμένο το μυαλό του Δημήτρη.
- Λέω να πάω στην Αθήνα…
- Στην Αθήνα, κλαψούρισε η κυρά-Ειρήνη, άχ παιδάκι μου μην με σφάζεις, όχι στην Αθήνα γιε μου, χαρά μου…
- Καλά θα ’ναι στην Αθήνα, να πας τότε... Πάψε ρε μάνα, όλο κλαίγεσαι, ο γιος σου, η ψυχή σου, πάψε πια.
Η κυρά-Ειρήνη έσκυψε το κεφάλι και σιώπησε. Η Χρύσα της έπιασε κρυφά κάτω απ’ το τραπέζι το χέρι και οι δύο γυναίκες έμειναν έτσι με τα χέρια σφιγμένα, για λίγα δευτερόλεπτα.
«Έλειψα καιρό», σκέφθηκε ο Δημήτρης, «η μάνα μου περνάει άσχημα», «Ζωή γιατί δεν πήρες εσύ την μάνα;». Σκόρπιες σκέψεις χωρίς ειρμό. Στην Γυάρο είχε γνωρίσει τον Στέφανο Χαρίλη, τον γιό του Φάνη του δικηγόρου που βοήθησε τον Λάμπρο να πουλήσει και να αγοράσει την πατρική περιουσία. Ήξερε πόσο πονηρός, -ντρεπόταν να σκεφθεί «βρόμικος», ήταν ο αδελφός του, ήξερε ακόμα πως είχε εξαπατήσει και αυτόν και την Ζωή, αλλά δεν μπορούσε να φανταστεί πώς μεταχειριζόταν την μάνα τους, σαν σκουπίδι. Ένοιωσε έναν πόνο σουβλερό στην καρδιά, «άχ μάνα μου, σ’ εγκατέλειψα»
- Θα φύγω για Αθήνα και μόλις βρω δουλειά θα πάρω μαζί μου την μάνα... Μέχρι τότε να την προσέχεις…
- Πάντα την πρόσεχα, αντέταξε με θράσος ο Λάμπρος, και τότε που πήγες στον πόλεμο και τότε που έκανες τον αντάρτη και στις φυλακές σου...
- Δεν ήμουν ποινικός κατάδικος, ήμουν αντάρτης κοίτα με στα μάτια Λάμπρο, κοίτα με. Α-ντά-ρτης, εγώ ήμουν κυνηγημένος, πολεμούσα, κι εσύ έκανες οικογένεια, ούτε πείνασες, ούτε σε πλήγωσαν, ούτε σε πρόδωσαν... Και κάτι ακόμα, στην Γυάρο γνώρισα τον γιο του Χαρίλη. Κάποια βράδια τον επισκέπτονταν η ψυχή του πατέρα του και του μιλούσε στον ύπνο. Τα άκουσαν οι διπλανοί και μου τα μετέφεραν... Πριν φύγω θα πάμε να γράψεις το ένα τρίτο όσων έχεις αυτή τη στιγμή στην Ζωή! Το δικό μου τρίτο κράτα το σαν πληρωμή που κράτησες τη μάνα. Εγώ βάζω τους όρους πια Λάμπρο, εγώ... Δεν έχεις δικαίωμα να ορίζεις την ζωή μας, το έχασες όταν εξαπάτησες την οικογένεια. Ο μικρός αδελφούλης δεν είναι πια μικρός, μεγάλωσε...
Ο Λάμπρος κοκκίνισε μα όχι από ντροπή, μόνο θυμός, λύσσα του ανήμπορου ξεχείλιζε από μέσα του μα δεν είχε τίποτα ν΄ αντιτάξει. Δυο μέρες αργότερα έγιναν οι συμβολαιογραφικές πράξεις και την επομένη ο Δημήτρης έφυγε για Αθήνα.

Κανείς δεν ρώτησε τι έγινε και γιατί ο Δημήτρης ξέσπασε μ’ αυτό τον τρόπο. Ο Λάμπρος φρόντισε να είναι στα χωράφια όταν έφυγε ο αδελφός του. Η κυρά-Ειρήνη έκλαιγε η Χρύσα ήταν σκασμένη από στενοχώρια.
- Μείνε Δημήτρη, μην εγκαταλείπεις εμάς τους υπόλοιπους εξ’ αιτίας του αδελφού σου...
- Χρύσα είσαι καλός άνθρωπος, σου άξιζε καλύτερη ζωή... Αδελφό, πραγματικό αδελφό, δεν είχα. Δυό αδελφές έχω, την Ζωή και σένα!
- «Ε, μάναμ’ η καθ’ ένας μας μη τη μοίρατ’ , έχουμι τέσσερα καλά πιδιά κι’ δεν με βαράϊ... Άλλοι’ μιθάν κι’ τσι χτυπάν τσι σκοτώνουν τσι γινέκιστς, τι πιρισσότερου καλό να βρούν;».
Aυτήν ήταν η Χρύσα Θέου το γένος Καλίγερου. Μια γυναίκα πολύ μπροστά από την εποχή της που προσποιούνταν μια γυναικούλα σχεδόν ευγνώμωνα που ο άντρας της δεν την κακοποιούσε σωματικά. Αυτό έδειχνε στον έξω κόσμο, γιατί ο εντός της ήταν ελεύθερος, και ο Δημήτρης ήταν ένα από τα ελάχιστα, τυχερά, άτομα που τον είχαν γνωρίσει.
Αυτή ήταν η Χρύσα όταν ο Δημήτρης γύρισε από τη Γυάρο... Γιατί είκοσι χρόνια αργότερα η Χρύσα Θέου είχε αρπάξει την καραμπίνα του άντρα της που την είχαν πάντα οπλισμένη για ώρα ανάγκης και με πλήρη επίγνωση και διαύγεια έλεγε αποφασιστικά:
- Βρωμερό και τρισάθλιο σκουλήκι Λάμπρο, κάθε στιγμή μαζί σου ήταν τα μαρτύρια του Ταντάλου, κάθε σου λέξη, κάθε σου βλέμμα, κάθε υπονοούμενο... Αλλά εμένα με αγόρασες τότε που οι άνθρωποι πουλιόντουσαν κι αγοράζονταν και λόγο δεν είχα. Αν ξανατολμήσεις να προσβάλλεις οποιοδήποτε από τα παιδιά μου, θα αδειάσω την καραμπίνα ανάμεσα στα παγερά σου μάτια και μετά θα την γεμίσω και θα την αδειάσω και πάλι πάνω σου και ξανά και ξανά!
Αυτή όμως ήταν μια Χρύσα είκοσι χρόνια αργότερα, που από «ζώον», όπως την αποκαλούσε ο Λάμπρος, μεταλλάχθηκε σε «μάνα-κουράγιο», αργά, αλλά σταθερά, όσο ο κόσμος γύρω της άλλαξε.

Ο Δημήτρης το τελευταίο του βράδυ στην πόλη βγήκε και περπάτησε μέχρι το τέρμα του δρόμου. Γύρισε και κοίταξε το πατρικό του. Μα είχε πάψει από χρόνια να είναι το «πατρικό». Ήταν το σπιτικό του Λάμπρου, ήταν το πατρικό των παιδιών του Λάμπρου.
- Μακάρι η σπορά του με την Χρύσα να μην κάρπισε άλλους Λάμπρους, αναστέναξε σιγανά.
- Μόνος σου μιλάς, σε τρώει πυρετός και παραμιλάς; άκουσε μια φωνή σιμά του στα σκοτάδια.
Όπου κι αν πήγαινε την συναντούσε δήθεν τυχαία, λες και τον παρακολουθούσε.
- Ο Χρήστος μου είπε πως αύριο φεύγεις για την Αθήνα, μόνιμα... Σε περίμενα Δημήτρη, σε περίμενα χρόνια, σ’ αγαπάω χρόνια, σε θέλω χρόνια. Είμαι μόνη απόψε στο σπίτι, οι γονείς μου πήγαν στο χωριό της μάνας μου σε γάμο και θα γυρίσουν αύριο βράδυ. Αύριο φεύγεις, σε χάνω για πάντα κι ας μην σε είχα ποτέ, αλλά απόψε θέλω να ζήσω μαζί σου μια ολόκληρη νύχτα. Θέλω να μοιραστώ το κρεβάτι μου μαζί σου, θέλω να κοιμηθώ στην αγκαλιά σου για ένα βράδυ κι ας ξυπνήσω μόνη το πρωί. Πρέπει να κλείσω αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου Δημήτρη, αλλιώς θα σε αποζητώ, λύτρωσέ με...

Ο Δημήτρης με το που έφτασε στην Αθήνα παρουσιάστηκε στο Αστυνομικό Τμήμα, δήλωσε κατοικία ένα φτηνό ξενοδοχείο όπου είχε ενοικιάσει δωμάτιο με την εβδομάδα και κίνησε να βρει δουλειά. Δεν ήταν εύκολο, αλλά τελικά τα κατάφερε, είχε άλλωστε … προϋπηρεσία στο καφενείο της γενέθλιας πόλης! Βρήκε δουλιά σαν γκαρσόνι σε ταβέρνα, είχε άλλωστε και ένα επί πλέον προσόν, έπαιζε μπουζούκι, όχι τίποτε ιδιαίτερο, κάτι είχε ψιλό-μάθει στα φοιτητικά χρόνια. Σε τρεις-τέσσερις μήνες νοίκιασε ένα υπόγειο στα Εξάρχεια. Για κάμποσο καιρό ήταν γκαρσόνι φούλ-τάϊμ! Το πρωί σ’ ένα καφενείο, το βράδυ στην ταβέρνα. Τον επόμενο μήνα ειδοποίησε την κυρά-Ειρήνη να έλθει να μείνει μαζί του… Ίσα που τα ’βγαζαν πέρα, αλλά ήταν σχεδόν ευτυχισμένοι.
Κάθε πρώτη και δεκαπέντε παρουσιαζόταν στο Τμήμα, όχι πως χρειαζόταν… Από την πρώτη ημέρα που πάτησε γη μετά την εξορία, ένιωθε πως το παρακολουθούσαν. Σιγά- σιγά και με εξάσκηση βρήκε τρόπο να ανακαλύπτει ποιος ήταν η ‘σκιά’ του. Μετά από κάθε φορά που τους ξέφευγε, την θέση της προηγούμενης ‘σκιάς’ την έπαιρνε άλλη. Στην αρχή τον ενόχλησε η ιδέα ότι κάποιος ήξερε τι, πού, και πώς για την ζωή του, αλλά μετά το έβρισκε σχεδόν φυσιολογικό.

Εκείνο το καλοκαίρι ήταν ζεστό, ο κόσμος έβγαινε τα βράδια για φαγητό σε ταβερνάκια. Κι ένα βράδυ απ’ ένα τραπέζι άκουσε μια φωνή: «Δημήτρη, ρε Δημήτρη εσύ είσαι;». Ο Άγγελος Κώσκας, παλιός συμφοιτητής τον κοίταξε έκπληκτος.
- Έχω ένα γραφειάκι, όχι τίποτε μεγαλοδουλειές, ξέρεις… Έλα να τα πούμε, αυτή είναι η διεύθυνσή μου.
Ο Δημήτρης υποσχέθηκε πως θα πήγαινε, αλλά για κάποιον ανεξήγητο λόγο δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Την επόμενη φορά ο Άγγελος τον μάλωσε. «Μα φίλε μου θα σε παρακαλώ συνεχώς; Χρειάζομαι συνεργάτη και σε θυμάμαι απ’ την Σχολή, ήσουν ο καλύτερος, σε περιμένω αύριο…». Πήρε ρεπό την επομένη και πήγε στο ...γραφειάκι του Κώστα.
- Δημήτρη μου πάνω στην ώρα, έλα, πώς πίνεις τον καφέ, πάρτε μια καρέκλα, πάρε κι αυτούς τους φακέλους, οι υποθέσεις σου είναι! Ελπίζω να λύσουμε γρήγορα το θέμα σου με την άδεια εξάσκησης επαγγέλματος, δυό δικηγόροι είμαστε, κάτι θα σκαρφιστούμε, τι στο καλό αδελφέ!
Πάλεψαν δέκα μήνες. Επί δέκα μήνες ο Δημήτρης ετοίμαζε τα πάντα και μόνο ο Άγγελος δικηγορούσε. Τον ενδέκατο με το που παρουσιάστηκε την πρώτη του μήνα στο Τμήμα, ο βλοσυρός Διοικητής του έδωσε ένα φάκελο:
- H άδειά σας κύριε Θέο, να υπηρετήσετε την πατρίδα σας και τον νόμο κατά συνείδησην... Η πατρίδα είναι μεγαλόψυχη μάνα.
Την επομένη αγόρευσε υπόθεση για πρώτη φορά. Φυσικά κέρδισε. Δύο χρόνια από την ημέρα που πρωτομπήκε στο γραφείο του Άγγελου έγινε συνεταίρος. Είχε δημιουργήσει ερωτική σχέση με την Αρετή, μία γραμματέα στα δικαστήρια, και η ζωή του πορευόταν….
Ο Άγγελος ήταν πια φίλος του, ο κόσμος του ήταν η Αθήνα μέχρι που μια μέρα, έτσι χωρίς να υπάρχει λόγος χώρισε με την Αρετή και είπε στον Άγγελο πως έπρεπε να αρχίσουν να ψάχνουν για τον αντικαταστάτη του.
- Το έβλεπα να ’ρχεται, Δημήτρη, περίμενα να το συνειδητοποιήσεις μόνος σου… Έτσι είναι η ζωή, κεφάλαια... Κλείνεις ένα για ν’ ανοίξεις το επόμενο. Θα μου λείψεις, αδελφέ, αλλά πιο πολύ θα λείψεις στον «Αυστραλό». Tο ’πες στον Ιωσήφ ότι θα φύγεις;

O Ιωσήφ Καπετανίδης τον είχε πετύχει μια μέρα στα δικαστήρια. Ο Δημήτρης δεν τον αναγνώρισε, αλλά όταν ο «Αυστραλός» του έκλεισε τον δρόμο και χαμογελώντας με στόμα και μάτια του είπε «Σας έγινε τρόπος ζωής η αγόρευση κύριε Θέο!», έγειρε πίσω το κεφάλι και γέλασε, γέλασε έτσι όπως είχε να κάνει χρόνια.
- Έμεινες στην Ελλάδα τελικά; Άκουσες έναν μισότρελο σαν εμένα;
- Nαι, έμεινα, κι είναι καιρός να την αλλάξουμε καπετάνιε-πρίγκιπα…

Ίσως να ήταν κι εκείνη η ερώτηση του Ιωσήφ που τον πίεσε να κλείσει το κεφάλαιο Αθήνα. Πριν μία εβδομάδα, ο καθένας σκυμμένος στα γραπτά του σ’ ένα καφενεδάκι στην Σανταρόζα, πετώντας σκόρπιες κουβέντες… Κι ύστερα ο «Αυστραλός» τον κοίταξε στα μάτια.
- Δημήτρη, πώς θα προσδιόριζες τον όρο “ευτυχία”;
To ίδιο βράδυ ο Δημήτρης πρότεινε στην μητέρα του να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Η κυρά-Ειρήνη έκλαψε από ευτυχία. Κάποιοι άνθρωποι προσδιορίζουν όρους με πολυπλοκότητα, άλλοι με απλότητα...

No comments: