16. Η Ειρήνη κι εγώ 3

- Σε κούρασα ε; Πλήθος, ζωντανοί άλλοι, κι άλλοι πεθαμένοι. Μύθοι που μπλέκουν με αλήθειες, σφιχταγκαλιασμένα, γαντζωμένα το ΄να με τ΄ άλλο έτσι που να μην ξεχωρίζεις την αλήθεια από το μύθευμα, μα στο ΄πα και πριν, αυτή είναι η αλήθεια μου, αυτή είναι η κληρονομιά μου.
Καταχείμωνο, αρχές κάποιας δεκαετίας προς το τέλος του εικοστού αιώνα. Φοιτητικό καφενείο, τσάι, καφές, κάπνα τσιγάρων, τσιγάρων σέρτικων, τσιγάρων φτηνών για φοιτητές και διανοούμενους. Το τετράδιό μου αναπαύεται στο μαρμάρινο τραπεζάκι. Χρησιμοποιώ πάντα μολύβι μηχανικό 0.7, σημειώνω με γράμματα βιαστικά ότι μου κάνει εντύπωση από όσα μου λέει η Ειρήνη. Προσθέτω ότι θυμάμαι πολλά χρόνια αργότερα στις αρχές του καινούριου αιώνα.
Χώρος παράξενος, μυστηριακός, καταλυτικός. Πίσω από την πλάτη της Ειρήνης ένας τεράστιος καθρέφτης σε ξύλινο ‘κεντητό’ κάδρο. Βλέπω μέσα του την πλάτη της και τον εαυτό μου. Στον καθρέφτη βλέπω τις δυο πλευρές του εαυτού μου. Κι όμως αρνούμαι να πιστέψω πως η Ειρήνη κι εγώ έχουμε κοινά σημεία, αρνούμαι σθεναρά πως η Ειρήνη και εγώ είμαστε μια οντότητα και μοναδική. Είμαι άχρωμη, άοσμη, κι ανύπαρκτη μπρος στην ακτινοβολία που εκπέμπει.
- Λοιπόν ‘Εγώ’ μου...
Επαναστατώ ακόμα και στο άκουσμα της φωνής της.
- Εγώ μου, πως αλλιώς να σε ονομάσω;
Διαβάζει τις σκέψεις μου; Την ακούω να γελάει μέσα μου, την ακούω να γελώ.
- Φυσικά, μικρή, γλυκιά, αθώα Εγώ. Είσαι ένα βιβλίο ανοιχτό, Σε μελετούσα καιρό, σε διάλεξα. Ρώτησα τα παιδιά της παρέας, «τίποτα το ιδιαίτερο, απ΄ αυτά τα άτομα που δεν θα σου λείψουν ποτέ αν αύριο δεν υπάρχουν στην ζωή σου, αν χαθούν ξαφνικά θα ξεχάσεις την ύπαρξή τους την επόμενη στιγμή». Μα εγώ σε ξέρω, σε έχω ‘διαβάσει’... Έχεις εκείνο το Χάρισμα, το Δώρο που δίνεται μόνο στον ‘δεύτερο’, σ΄ εκείνον που θα καταγράψει την ιστορία που έπλεξαν οι επίλεκτοι. Περνάς σχεδόν απαρατήρητη, ακούς, βλέπεις. Κι όταν ο διαλεγμένος από Θεούς, Μοίρες και Χρόνο χαθεί στο Τίποτα του Χωροχρόνου εσύ θα λάμψεις, κι όλοι θ΄ αναρωτηθούν: «Μα που ήταν αυτή η ύπαρξη, στο Πουθενά;» Γιατί στο Πουθενά είμαστε πριν το Θείο Δώρο γίνει φλόγισα και ανάψει το κερί της ύπαρξης μας. Και το δικό σου το κερί θεριεύει μέσα στον Χρόνο, ανάμεσα απ το πιατάκι που ακουμπάς το τσάι σου και την παλιά ταμπακιέρα σου, κρύβεται πίσω απ το τζάμι του παραθύρου του θολού απ την μοναχική σου ανάσα. Κι όταν σε σκεπάσει η νύχτα η εσωτερική, κοιτάς τους δρόμους τους γεμάτους ζωή και στις ατέλειωτες σιωπές σου αφουγκράζεσαι τις ανάσες των ψυχών. Κράτα τις σημειώσεις σήμερα και κρύψτες μόλις ξημερώσει. Κάποια μέρα θα ξυπνήσουν μέσα σου, θα ξυπνήσω μέσα σου, θα ξυπνήσεις εντός μου. Με λένε Ειρήνη...
Πίνω μια γουλιά απ το τσάι μου, το ‘δυναμώνω’ με ρούμι που κρύβω στην τσάντα μου, ανάβω άφιλτρο σέρτικο. Πάλι ‘κοπάνα’ απ την σχολή σήμερα, αλλά είμαι τόσο άχρωμη κι ανύπαρκτη όταν δεν ‘είμαι’ με την Ειρήνη που δεν θα λείψω σε κανένα. Η Ειρήνη ξετυλίγει το παρελθόν, εγώ το μέλλον.
Η Ειρήνη διαβάζει τις σκέψεις μου, ή εγώ διαβάζω τις δικές της. Αναρωτιέμαι αν υπάρχει Ειρήνη, ή ίσως η Ειρήνη να αναρωτιέται αν υπάρχω εγώ. Η Ειρήνη κι εγώ, ταυτόσημα μόνο σε κάποιο περιορισμένο Χωροχρόνο που δημιουργήθηκε από την ανάγκη μας να υπάρξουμε ταυτόχρονα κι όχι όταν η μια κοιμάται μέσα στην αφυπνισμένη άλλη. Η δική μου αλήθεια συναντά την δική της σ΄ ένα καφενείο που είναι κοινή επιλογή, ένα καφενείο που ίσως δεν υπήρξε ποτέ και δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια προβολή ενός χώρου που δημιουργήσουμε για να συνυπάρξουμε. Το καφενείο άδειασε, ακούω τον ήχο των ρολών να χτυπούν με δύναμη στο πεζοδρόμο, αύριο η Ειρήνη θα φύγει για κάποια καινούρια αποστολή. Το ξέρω πως δεν θα την ξαναδώ, και προσπαθώ να ρουφήξω ότι απομένει από τα αρώματά της, προσπαθώ να κρατήσω στην μνήμη μου ότι μου δίδαξε, ότι της δίδαξα. Ακούω την φωνή της και ξέρω πως παραμιλώ πάλι.
- Έτσι είναι το μεταφυσικό που οι άλλοι του δίνουν ονόματα που σε φοβίζουν. Δεν ξέρεις ποτέ αν ονειρεύεσαι, αν είσαι μέσα στην πραγματικότητα του συνόλου, ή αν είσαι το όνειρο του συνόλου. Πολέμησα Θεούς και Δαίμονες, πολέμησα Μοίρες και Δεδομένα, μα ο Χρόνος θα με νικήσει...

Στο τσάι μου το δυναμωμένο με ρούμι πέφτει το πρώτο δάκρυ μου. Ομόκεντροι κύκλοι δονούν την επιφάνεια, δονούν την ύπαρξή μου. Χάνομαι στο ‘Αλλού’, στον Συμπαντικό ΧωροΧρόνο, άχραντα μυστήρια μετουσιώνονται εντός μου.

No comments: