7. ΄Ονειρα και στάχτες -- α. Ανέστης Θέος

“Ο πατέρας μου ο Δημήτρης, ο γιος του Ανέστη του Θέου, μεγάλωνε όπως όλοι οι θνητοί αυτού του κόσμου, από την στιγμή της γέννησης μέχρι την στιγμή τής σε τούτο τον κόσμο ζωής τους, σύμφωνα με το βιολογικό ρολόι που αποκτούν τα σώματα κάθε έμβιου πλάσματος σ’ αυτόν τον πλανήτη. Κι είναι αυτό το ρολόι προσωπικό, ούτε δανείζεται, ούτε χαρίζεται, κι αντί για μοντέλο γράφει στην πλάκα του τ’ όνομά σου. Όχι αυτό που θα σου δώσουν οι γονείς σου, ή έτσι όπως η κοινωνία θα σε θυμάται σύμφωνα με το ‘πρόσωπο’ που θα δείξεις, αλλά εκείνο το Ρολόι το Μεγάλο εκείνο του Χρόνου του πραγματικού αφού μετρήσει τον χρόνο της ψυχής σου, το βάζει εντός σου. Κι υπάρχουν κάπου εκεί μέσα σου, και κανένα επιστημονικό όργανο δεν μπορεί να τα ανιχνεύσει, το όνομά σου το Συμπαντικό και το Ρολόι της ψυχής σου, ταυτότητα προσωπική και μοναδική, και συνάμα βόμβα προγραμματισμένη να μετράει μείον, ενώ η ζήση σου μετράει συν. Υπάρχουν και τα δυο εκεί κάπου, εντός σου, μα δεν τα βλέπεις, σχεδόν κανείς δεν τα ΄χει δει παρεκτός απ΄κάποιους λίγους μύστες που τους χαρίστηκε η Γνώση. Ξέρω τι θα πεις ... Θα πεις, μα δεν είναι άδικο να μην ξέρει κανείς πόσος χρόνος του απομένει; Εγώ, πιστεύω πως έτσι είναι το σωστό, γιατί αν το πάρεις απόφαση πως είσαι κάθε δευτερόλεπτο που ζεις στο ‘ένα λεπτό μείον και μετά η Κρίση’ ζεις την υπόλοιπη ζωή σου ανάλογα, έτοιμος και προετοιμασμένος κι το χρονόμετρό σου να δείξει 00:00.
Άκουσα πως οι Μύστες κάποια στιγμή βλέπουν τον Χρόνο τους να μορφοποιείται, και τον αναγνωρίζουν. Μορφοποιείται, αλλά δεν ξέρω αν γίνεται ανθρώπινη φιγούρα ή κάτι άλλο, αυτό το κρατούν επτασφράγιστο μυστικό. ‘΄Ισταται’ κάπου, και τους κοιτά, κι ύστερα γίνεται δίνη αέρα και κανείς δεν τον έχει δει παρά μόνον ο Μύστης. Λένε πως στην διάρκεια της εδώ ζωής μας μάς ‘επισκέπτεται’ πολλές φορές, ίσως να μας παρακολουθεί, ίσως μας δίνει την ευκαιρία να τον αντικρίσουμε, να τον αντιμετωπίσουμε, μα εμείς δεν είμαστε έτοιμοι να τον αναγνωρίσουμε. Αν όμως την στιγμή που είναι μορφοποιημένος το αγγίξουμε, περνάμε σε μια διάσταση που οι Μύστες αποκαλούν ‘αιωνιότητα’, φτάνει να μην φοβηθείς τον θάνατο του φθαρτού σου σώματος, του σαρκίου, γιατί η ύλη σου δεν μπορεί να περάσει σε τόσο υψηλά πεδία.
Το σώμα μας, η Ύλη δηλαδή και η λογική της είναι που φυλακίζουν την Ψυχή μας για να τής απομυζεί το κάθε κύτταρο μας ενέργεια, ζωή. Μια φυλακή είναι το σώμα μας, με κάγκελα τον φόβο για το πρώτο βήμα στον έξω του σώματός μας κόσμο. Και σαν περάσουν τα χρόνια τα γήινα και ξεχάσει η φυλακισμένη εντός του σώματος Ψυχή από που ήρθε, γιατί, και που της είναι ταγμένο να πάει, αρπάζεται γερά απ’ τα κάγκελα, πλέκεται πάνω τους σαν αναρριχώμενο, κι αρνείται να εγκαταλείψει την φυλακή, για να πετάξει για την ελευθερία. Τότε, έρχονται οι Ψυχές των αγαπημένων νεκρών, και της γνέφουν με τις αλυσίδες τους σπασμένες, Ψυχές ελεύθερες, Ψυχές αιώνιες. Και τότε η Ψυχή μας θυμάται ... Ανοίγει την πόρτα σου στόματος, βγαίνει, αποχαιρετά όσους αγάπησε, συγχωρεί, και ξεκινάει το πρώτο βήμα για όπου της είναι ταγμένο. ”

Από διηγήσεις της Ειρήνης Θέου λίγο πριν τα Χριστούγεννα στις αρχές κάποιας δεκαετίας προς το τέλος του εικοστού αιώνα (σημειώσεις από το τετράδιο με το κίτρινο εξώφυλλο).

Ο Δημήτρης, ο γιος του Ανέστη Θέου, μεγάλωνε, και ο κόσμος γύρω του άλλαζε. Η Ζωή, η αδελφή η αγαπημένη, ζούσε εδώ και χρόνια πια στο χωριό. Είχε πέντε παιδιά, δυο ζευγάρια δίδυμα, τον Γιάννη με τον Ανέστη, και τον Δημήτρη με τον Χρήστο, και μια κόρη, την Μαρία. Όπως είχε υποσχεθεί ο Γρηγόρης στον πεθερό του, δεν την έστειλε ποτέ να δουλέψει στα χωράφια. Ήταν κυρά στο σπίτι της, μαγείρευε, έπλενε, και γεννούσε και μεγάλωνε τα παιδιά της. Βοηθούσε και τα αγόρια της στα γράμματα, αλλά εκείνα αγάπησαν την γη και τα χωράφια περισσότερο. Η Μαρία, αντίθετα, αγάπησε το διάβασμα από μικρή, και έλεγε πως σαν μεγαλώσει θα σπουδάσει γιατρίνα. Η γιαγιά της η Μαρία, η μάνα του Γρηγόρη του πατέρα της, κάθε φορά που άκουγε τέτοια λόγια, κι έβλεπε το κοριτσάκι να γράφει, ανησυχούσε με τα καμώματά του, σταυροκοπιόταν διπλά, έφτυνε στον κόρφο της τρεις φορές, και έτρεχε στον παπά για ευχέλαιο.
-Άκου λέει, παπά μου, κορίτσι και θέλει να σπουδάσει! Λες να ΄ναι διαβόλου δάχτυλο, που ο γιος μου κλέφτηκε με την μάνα της και κάναν του κεφαλιού τους, και μπήκε στο μωρό ο έξω από δω; Λες να γεννήθηκε ο αναθεματισμένος στο κοριτσάκι μας;
-Μην ανησυχείς βρε Μαρία, την καθησύχαζε ο ιερέας γελώντας. Δεν το βλέπεις πως ο κόσμος αλλάζει; Ίσως εγώ και συ να μην ζούμε να δούμε τις αλλαγές, αλλά και γυναίκες γιατρίνες θα δει ο κόσμος ο μελλούμενος, και γυναίκες που θα ταξιδέψουν στο φεγγάρι.
Αλλά κι αυτό δεν την παρηγορούσε την Μαρία του Γέραλη. Αν και ο φεμινισμός και οι σουφραζέτες είχαν ξεκινήσει τον χορό της απελευθέρωσης, χόρευαν παρασάγγας απ’ το χωριό που ζούσε η αδελφή του Δημήτρη με την κόρη την ‘αλαφροΐσκιωτη’ που ήθελε να σπουδάσει γιατρίνα.

Από τότε που ο Γρηγόρης κατέβασε μετά τον γάμο την γυναίκα του με τον μικρό στο σπιτικό του Ανέστη, είχε γίνει συνήθεια απαραβίαστη η Κυριακάτικη επίσκεψη. Στην αρχή το ζευγάρι μόνο του, και όσο η οικογένεια μεγάλωνε, μαζί με όλα τα παιδιά. Ο Γρηγόρης, άνθρωπος εφευρετικός, παράγγειλε άμαξα ‘δίπατη’, και ζωγράφισε ο ίδιος έναν σκύλαρο , μαλλιαρό ασχημομούρη, μια πανέμορφη σκυλίτσα, και πέντε κουτάβια. Η οικογένεια, ξεκινούσε μετά την λειτουργία και έφταναν στο πατρικό της Ζωής το μεσημεράκι. Όταν έκανε κρύο, ή έβρεχε, γέμιζε η τραπεζαρία με μυρωδιές και φαγητά, και κρασί για τους μεγάλους, και πορτοκαλάδες και λεμονάδες ‘στιφτές’ για τους μικρότερους, και στο τζάκι τριζοβολούσαν σιγοκαίγοντας τα κούτσουρα. Το καλοκαίρι, μαζεύονταν στην αυλή, κάτω απ’ την σκιά των δέντρων, και τον κήπο της Ζωής που δεν έπαψε να τον περιποιείται κάθε Κυριακή. Έτρωγαν, έπιναν, και δόξαζαν τον Μεγαλοδύναμο που τους τα έδινε όλα απλόχερα.
Αργότερα, και ενώ η Ειρήνη και η Ζωή έπιναν καφεδάκι και έλεγαν τα των γυναικών, οι δυο άντρες έβγαιναν βόλτα. Γυρνούσαν ώρες αργότερα, κανείς δεν ήξερε που πήγαιναν και τι έκαναν, αλλά ήταν πανέμορφη εικόνα καθώς χάνονταν αργά ο ένας δίπλα στον άλλον, πότε μιλώντας ο ένας κι ο άλλος κουνώντας το κεφάλι, πότε σιωπηλοί, πάντα αργά-αργά και δίπλα-δίπλα σαν πατέρας με γιο. Αυτό έβαλε σε σκέψεις τον Λάμπρο, που ένιωθε να απειλείται η θέση του στην οικογενειακή δομή και τους ακολούθησε κρυφά κάμποσες φορές. Τα πρώτα χρόνια ο Ανέστης ήταν χολωμένος κι αποκαλούσε τον γαμπρό του, ‘εσύ’ όταν ήταν παρών και ‘ο χωριάταρος της κόρης μου’ όταν ήταν απών. Απ’ την άλλη, ο Γρηγόρης τον αποκαλούσε ‘κυρ’ Ανέστη’. Εδώ και κάμποσα χρόνια όμως τα πράγματα είχαν αλλάξει. Τώρα πια ήταν ο ‘Γρηγόρης μας’, και ο ‘Γρηγόρης της Ζωίτσας μου’. Ο γαμπρός πήρε θάρρετα, και τον αποκαλούσε ‘κυρ’ πατέρα’, κι όταν ο πεθερός δεν τον αγριοκοίταξε πολύ, πετάχτηκε το ‘κυρ’ στα σκουπίδια, κι απέμεινε το πατέρα. Ο γέρος μέχρι που το επιζητούσε, αυτό το ‘πατέρα’ από τον νέο άντρα που τον έκανε παππού. Πάντως ο Λάμπρος, ο κατάσκοπος, πάλι άκρη και συμπέρασμα δεν έβγαλε. Για μια στιγμή υπέθεσε πως αυτοί οι δυο κάτι βρώμιο έκαναν τα απογεύματα της Κυριακής, λες να πήγαιναν στις πουτάνες; Του ήταν αδύνατον να πιστέψει το προφανές: Δυο άνθρωποι που τους άρεσε να κάνουν παρέα, βόλταραν απ’ το ένα μέρος της πόλης μέχρι την κεντρική πλατεία συζητώντας, και πίσω πάλι με βήματα αργά και σταματώντας στο ίδιο σημείο για ώρα όταν η συζήτηση είχε ενδιαφέρον, ή όταν συναντούσαν φίλους και γνωστούς. Και μετά έφταναν στη στροφή απ’ όπου φαινόταν το σπιτικό του Ανέστη. Είχε πέσει το πρώτο σκοτάδι, και οι γυναίκες άναβαν ένα-ένα τα φώτα στο κατώι και στο πάνω όροφο. Οι άντρες στεκόντουσαν εκεί και κοιτούσαν την εικόνα, την ρουφούσαν στο μεδούλι του είναι τους.
Ήταν αρχές Φθινοπώρου, την χρονιά που είχε γεννηθεί η Μαρία, είχε ψιχαλίσει, και το χώμα και τα φύλλα που ΄χαν πέσει απ’ τα δένδρα μύριζαν όμορφα, μύριζαν χώμα λαίμαργο για νερό και φύλλο που χαρίζει τη τελευταία του ευωδιά. Το σπίτι ολόφωτο, φωτισμένο και το μεγάλο γωνιακό δωμάτιο στον πάνω όροφο. Καθισμένη δίπλα απ’ το παράθυρο η Ζωή θήλαζε την κόρη της. Το κεφάλι σκυμμένο να κοιτά το μωρό της, τα σπαστά μαλλιά μέχρι τους ώμους όπως πρόσταζε η μόδα να μισό-κρύβουν τον ψηλό, κρινένιο λαιμό. Ο Ανέστης αναστέναξε βαριά.
-Τα ΄δα όλα στην ζωή μου Γρηγόρη, είμαι έτοιμος να πεθάνω ...
Έμειναν ώρα στην στροφή, κι ο πατέρας εξομολογήθηκε στον ‘γιο’ του εκείνη την εικόνα που έβλεπε χρόνια πριν, προτού η Ζωίτσα του, το μικρό του κοριτσάκι παντρευτεί και φύγει μακριά.
-Σου χρωστάω πέντε δραχμές, μια για κάθε εγγόνι, μια για κάθε ευτυχία.
Έβαλε το χέρι στην τσέπη του, το ΄βγαλε γεμάτο κέρματα, και μέτρησε πέντε δραχμές. Τις έβαλε στο τσεπάκι του πουκάμισου του γαμπρού του, εκεί στο μέρος της καρδιάς, κι ήταν τόσο σημαδιακή κίνηση που δάκρυσαν κι οι δυο. Έκλαιγαν κι οι δυο βουβά, χωρίς ο ένας να ντρέπεται τον άλλον, κι ο γέρος συγχωρούσε τον νεότερο με τα λόγια, γιατί με την καρδιά τον είχε συγχωρέσει χρόνια πριν. Κι εκεί στην στροφή, την στροφή που άλλαξε την ζωή και των δυο, ο Γρηγόρης έκανε κάτι τελείως παλαβό. Στάθηκε ‘κλαρίνο’ κορδωμένος μπρος στον από χρόνια πεθερό του και δήλωσε επίσημα:
-Κυρ’ Ανέστη, είμαι ο Γρηγόρης ο Γεραλής. αγαπώ χρόνια τώρα την κόρη σου την Ζωή, έχω πέντε παιδιά μαζί της και σου ζητώ το χέρι της. Όλη, σού την ζητώ κυρ’ Ανέστη, και κείνη, και τα παιδιά της που κάναμε μαζί, όλη σου την οικογένεια ζητώ, εσένα, την γυναίκα σου, τα παιδιά σου. Κάθε φορά που σκέφτομαι πως σου την πήρα, νιώθω απατεώνας, αστεφάνωτος, και ντρέπομαι να σε κοιτάω στα μάτια πατέρα ...
Τέτοιο ξέσπασμα δεν το περίμενε ο Ανέστης. Έμεινε να κοιτάει έκπληκτος τον θεόμουρλο τον γαμπρό του. Ο άνθρωπος είναι άρρωστος, για το τρελάδικο, και γω που νόμιζα πως ήταν παροδικό! Μα περνάνε τέτοια χούγια; Άκου, λέει, θέλει να ξαναπαντρευτεί την γυναίκα του την ίδια, μάνα με πέντε παιδιά! Λες να πήραν και τα εγγόνια μου την ‘λόξα’ του; Ωχ! Ζωίτσα μου καημένη, που έμπλεξες; Μωρέ είναι ζαβός ο Γρηγόρης μας, στριμμένη την είχε την βίδα από γεννησιμιού! Άκου, λέει, απατεώνας, αστεφάνωτος, και με ντρέπεται! Εμένα ντρέπεσαι παιδί μου, γιόκα μου, φίλε και παρέα μου;
Ξανακοίταξε τον γαμπρό του για να σιγουρευτεί πως είχε ακούσει καλά και πως δεν έβλεπε εφιάλτες με γεμάτο στομάχι την νύχτα. Ο κουζουλός έτρεμε σαν κατσαδιασμένο παιδόπουλο. Του ΄ρθε να αρνηθεί, έτσι για να πάρει πίσω το αίμα του, αλλά τα γηρατειά είναι μεγαλόψυχα.
-Την άλλη Κυριακή να φέρεις την φαμελιά σου να εκκλησιαστείτε στην ενορία μας. Μετά την λειτουργία θα σας παντρέψει ο παπα-Κυριάκος, θα του μιλήσω αύριο, εγώ. Φέρε και στενούς συγγενείς.
-Ευχαριστώ, πατέρα.
Ξανακοίταξαν το φωτισμένο σπίτι. Η Ζωή σήκωσε το κεφάλι, και απίθωσε το μωρό στον ώμο της, κοιτώντας έξω, στο τέρμα του δρόμου. Τους είδε στην στροφή να την κοιτούν. Χαμογέλασε, κάτι είπε στην κόρη της, και την γύρισε να κοιτά προς το μέρος τους. Κούνησε το χέρι σε χαιρετισμό, και μετά σήκωσε το χεράκι του μωρού σε αστείο: ‘γεια σας, γεια σας’, γέλασε ρίχνοντας ελαφρά το κεφάλι πίσω, φίλησε τ’ ακροδάχτυλά της και τους έστειλε αέρινο φιλί. Μετά, απ’ το πουθενά, εμφανίστηκαν τα αγόρια της στο παράθυρο στέλνοντας φιλιά αγγίζοντας με τα χείλη το τζάμι, φιλιά να περάσουν μέσ’ απ’ το τζάμι και να πετάξουν για να τα πιάσουν στον αέρα ο μπαμπάς και ο παππούς, που στέκονταν στη στροφή στην άκρη του δρόμου και πηδούσαν στον αέρα τάχα αρπάζοντας τα πετούμενα φιλιά, σπρώχνοντας ο έναν τον άλλο να αρπάξουν όσο πιο πολλά μπορούσαν. Εκεί, στην στροφή του δρόμου μιας πόλης όπου τα όνειρα και η ευτυχία χόρευαν αγκαλιασμένα χορούς χαράς. Εκεί, στην στροφή στο τέλος του δρόμου, σημείο αναφοράς του Ανέστη Θέου, του ευλογημένου, που πολύ αγάπησε το καλό και μ’ αυτή την αγάπη εξόρκισε και μαλάκωσε το κακό και το μετουσίωσε σε καλό. Ανθρώπου σπάνιου, με χαρίσματα σπάνια, ανθρώπου σοφού, που συναντάς πια μόνο στα παραμύθια. Κι όταν ο Θεός μας στέρησε απ’ αυτόν, έσπασε το καλούπι κι άλλον τέτοιο δεν ξανάκανε γιατί είδε πως παραήταν καλός, και δεν αξίζει να δει το ανθρώπινο γένος συχνά-πυκνά σοφούς, διδαγμένους απ’ την σοφία της ζωής αυτής της γης, ανθρώπους.
Τη επόμενη Κυριακή έγινε ο γάμος της Ζωίτσας με τον από χρόνια άντρα της Γρηγόρη. Την παρέδωσε στον γαμπρό ο πατέρας της και οι γιοι της. Μέσα στην εκκλησία όλοι οι συγγενείς και όλη η ενορία που δεν έλεγε να φύγει με το τέλος της λειτουργίας. Μαζεύτηκαν σε ‘πηγαδάκια’, τάχα-τάχα να χαιρετηθούν οι κυράδες, να πουν δυο λόγια οι άντρες μεταξύ τους, και όταν παπά-Κυριάκος βγήκε απ’ το ιερό και ρώτησε αν δεν είχαν σπίτια να πάνε και γιατί έκαναν την εκκλησία καφενείο, απάντησαν χαμογελαστά πως περίμεναν για τον γάμο! Μέχρι που η κυρά Ειρήνη ομολόγησε κοκκινίζοντας ότι «καλέ δεν άντεξα, όλη την βδομάδα άχνα δεν έβγαλα, αλλά το Σάββατο το βράδυ την ώρα που μαζεύαμε τις καρέκλες απ’ την αυλή ίσως μου ξέφυγε στην απέναντι κάτι τις ...»! Σε λιγότερο από δέκα ώρες το είχε μάθει όλη η γειτονιά, και να φανταστεί κανείς πως εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τηλέφωνα ... Έτσι ο γάμος τελέστηκε όπως έπρεπε, με συγγενείς και φίλους και γειτόνους παρόντες. Όλοι γελούσαν και έδιναν ευχές, κάποιοι πείραζαν το ζευγάρι ‘άντε να ζήσετε και καλούς απογόνους’ και μόνο ο Λάμπρος ο ‘φαρμάκης’ στραβοκοιτούσε και δεν γέλασε το χειλάκι του. Ο Λάμπρος, η πληγή της ψυχής του Ανέστη ...

Πέρασε άλλος ένας χρόνος, κι όταν είναι κανείς καλά ο χρόνος περνάει γρήγορα σαν ποτάμι που δεν σταματά μετά από δυνατή βροχή. Ο χρόνος του Ανέστη έτρεχε προς το τέλος του, κι ίσως ο σοφός αυτός γέρος, - που δεν ήταν και τόσο γέρος με τα σημερινά δεδομένα μιας και ακόμα δεν είχε πατήσει τα εξήντα-, να είχε δει τον χρόνο του να μορφοποιείται. Ακόμα κι έτσι, δεν το ΄πε σε κανένα, γιατί ποιος ήταν τόσο ώριμος να καταλάβει τόσο βαθιές και βαριές αλήθειες; Δεν θα το μάθουμε ποτέ, παρά μόνο όταν περάσουμε κι εμείς εκεί που είναι τώρα. Μα τότε θα μας αποκαλυφθούν πολλές αλήθειες, και ίσως να μας νοιάζει λίγο ετούτη η ζωή που ζούμε σήμερα.
Ήταν απογευματάκι Κυριακής, κι ο Ανέστης με τον Γρηγόρη ετοιμαζόταν για την βόλτα τους. Στο μαγεριό η ‘κοπέλα’, -ποτέ δεν έλεγαν υπηρέτρια, δούλα, ή άλλο υποτιμητικό προσδιορισμό-, μια γυναίκα από την πέρα γειτονιά που ερχόταν δυο φορές την βδομάδα να κάνει τις βαριές δουλειές, είχε φτιάξει τα καφεδάκια της Ειρήνης και της Ζωής που της έκανα παρέα ενώ έπλενε τους τεντζερέδες. Τα απογεύματα της Κυριακής οι τρεις γυναίκες έκλειναν την πόρτα της κουζίνας και συζητούσαν ‘γυναικεία θέματα’ όπως δήλωναν, αλλά ο Ανέστης και ο Γρηγόρης ήταν σίγουροι πως μάλλον η Ειρήνη και η βοηθός της φρόντιζαν να κρατούν ενήμερη την Ζωή με τα κουτσομπολιά της εβδομάδας που πέρασε. Ένα πάντως ήταν σίγουρο: ούτε αρσενικό κουνούπι δεν τολμούσε να πετάξει στο μαγεριό εκείνες τις ‘ιερές’ ώρες. Γιατί ήταν νόμος απαραβίαστος, με το που μάζευαν οι γυναίκες γαβάθες, πιάτα, ποτήρια, και κουταλοπίρουνα, και η κυρά που τις βοηθούσε άρχιζε να ψήνει τους καφέδες, -των αντρών πρώτα για να τους ξεφορτωθούν μια ώρα αρχύτερα-, κι έκλεινε η βαριά ξύλινη πόρτα της κουζίνας, έπρεπε να ξέρεις πως έβαζες το κεφάλι σου σε κίνδυνο έτσι και τολμούσες να μπεις αν ήσουν άντρας! Κάθε τόσο ακουγόντουσαν γέλια δυνατά, και χάχανα, και «πω, πω, καλέ πως τα λες, που κακόχρονο να μην έχεις», και μετά οι τεντζερέδες να βροντάνε, και άντε γέλια απ’ την αρχή.
-Λοιπόν, αυτά εγώ μια μέρα θα τα τελειώσω να γίνονται στο σπίτι μου, γέλασε ο Ανέστης. Κλείνονται οι ‘κλώσες’ και κάνουν μάγια στον κόσμο σου λέω, δεν μου το βγάζεις εμένα από τον νου! Ένα βράδυ Γρηγόρη, παιδί μου, αλήθεια σου λέω, έκανα πως κοιμόμουν, αλλά με το ένα μάτι, το ζερβό, που το ΄χα ανοιχτό κρυφά, την είδα την κυρά Ειρήνη σαν ξωτικό να πετάει με την δική σου την γυναίκα παρέα στον αέρα. Και ξοπίσω της η δική σου είχε τέσσερα καλικαντζάρια αρπαγμένα απ’ τα φουστάνια της. Από τον τρόμο άνοιξα και τ’ άλλο μάτι, κι αναγνώρισα τα καλικαντζάρια πως ήταν τα παιδιά σου, μην γελάς ρε χαμένε. Κι ακόμα δεν σου είπα το χειρότερο, εκεί που είπα φτου,φτου,φτου, στον κόρφο μου τρεις φορές, είδα την κόρη σου με φασκιές, και μύριζε και σκατίλες το άτιμο, να έχει αρπαχτεί απ’ τις φούστες της γιαγιάς της και να χαχανίζει κι αυτό! Μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας και ξύπνησα, και μα τω Θεώ τ’ ορκίστηκα, δυο πιάτα παπάρα φασουλάδα δεν ξανατρώω βράδυ! Άιντε να πάμε τώρα την βόλτα μας που σ’ έκανα και γέλασες. Α! ρε έρμε, αφεντικά λέει ... Εμείς οι άντρες είμαστε τ’ αφεντικά; Έτσι μας μαθαίνουν οι μανάδες μας, κι έτσι μας πιπιλίζουν οι γυναίκες μας. Φούμαρα, φίλε μου! Τα πραγματικά αφεντικά είναι οι γυναίκες. Γι’ αυτές τα κάνουμε όλα, και σπίτια, και πλούτη, γι’ αυτές, κι είμαστε τυχεροί αν μας αφήσουν ν’ ανασάνουμε μια πνοή απ’ την αγάπη που έχουν μέσα τους, αλλιώς η ζήση σε τούτο τον κόσμο γίνεται στέρηση και μοναξιά, κι αν δεν γνωρίσεις την αγάπη της γυναίκας έχασες τον παράδεισο που δικαιούσαι στην γη.
Κι ενώ γελούσε ο Ανέστης, ένιωσε ξαφνικά κόμπους ιδρώτα στο μέτωπό του, και ένα φούντωμα εσωτερικό, κι ύστερα για μια στιγμούλα που του φάνηκε σαν αιώνες η καρδιά του να μην χτυπά, και τα πόδια να μην τον σηκώνουν. Κι άκουσε μια φωνίτσα στα βάθη του μυαλού του, -να ΄ταν δική του, να ΄ταν του μυαλού του δεν το ξεχώρισε-, να ψιθυρίζει «πεθαίνω, αχ! πεθαίνω». Τον γέμισε τρόμο η αδυναμία που ένιωσε να αντιμετωπίσει τον φόβο, τη φωνίτσα-πεθαίνω, μα πιο πολύ την ίδια την γνώση του τι σημαίνει πεθαίνω. Κι ύστερα όλα πέρασαν, κι ένιωσε δυνατός σαν ταύρος, και στέγνωσε ο ιδρώτας στο μέτωπο και καταλάγιασε το φούντωμα το εσωτερικό. Ανάσανε αέρα, και συνειδητοποίησε πως ο Γρηγόρης του ξεκούμπωνε το πουκάμισο, και ο Δημήτρης του έτριβε τα χέρια. Κι ο Λάμπρος, εκεί απέναντι καθόταν ο άπονος να παρατηρεί χωρίς να προσπαθεί να βοηθήσει. Τον γέμισε αγωνία η ιδέα πως ο μεγαλύτερος γιος του περίμενε να πεθάνει, ο μεγαλύτερος γιος του ήθελε να πεθάνει ο πατέρας του! Τι θ’ απογίνει η Ειρήνη και ο μικρός όταν κλείσω τα μάτια μου; Ο Λάμπρος μου δεν είναι μόνο άπονος, είναι κακός, κι αυτό δεν αλλάζει ...
Ο Λάμπρος προσπαθούσε να μην δείξει την δική του αγωνία. Αχ! με πόση λαχτάρα περίμενε την στιγμή που θα πέθαινε ο γέρος. Μέσα του σχεδόν πανηγύριζε «Ψώφα, γέρο, ψώφα, κι όλα δικά μου θα γίνουν. Ποιος θα τολμήσει να μπει στον δρόμο μου; Η γυναίκα σου, ή κόρη σου η πουτάνα, η το μυξιάρικο το μικρό;» Για τον Λάμπρο, μάνα δεν σήμαινε τίποτα περισσότερο από την μήτρα που τον κυοφόρησε, η αδελφή του ήταν θηλυκό, έπιπλο, αντικείμενο, και ο Δημήτρης εχθρός, και διεκδικητής της περιουσίας.
Ο Ανέστης ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα απ’ το τζάκι, στήριξε την πλάτη στον τοίχο, και προσπάθησε ν’ αστειευτεί:
-Πολύ ήπιαμε σήμερα, και μ’ εκδικήθηκε το σταφύλι βρε παιδιά. Θα με ξεκάνει Γρηγόρη ε; Λάμπρο, τι λες και συ;
-Να προσέχεις πατέρα, όχι να σε πιεί το σταφύλι, είπε δήθεν με πόνο σκύβοντας το κεφάλι.
Ο Γρηγόρης αναρωτήθηκε αν ο πεθερός του είχε καταλάβει τι του είχε συμβεί, κι αν ήταν η πρώτη φορά. Ο πατέρας του πέθανε με τον ίδιο τρόπο πριν δυο χρόνια, και στην ιδέα πως παρ’ ολίγο να περάσει την ίδια εμπειρία με τον άνθρωπο που θεωρούσε δεύτερο πατέρα του, ένιωσε την ανάγκη να το βάλει στα πόδια. Τον κυρίευσε πανικός και άρνηση. Έμεινε όμως ξέροντας πως λίγος χρόνος έμενε να χαρεί την παρουσία του ανθρώπου που παρ’ όλο που του είχε κλέψει ένα κομμάτι από την οικογένειά του κατάφερε τελικά να κλέψει και ένα κομμάτι της αγάπης του. Αν το έλεγε όμως αυτό στον πεθερό του, εκείνος θα χαμογελούσε και θα του υπενθύμιζε πως την αληθινή αγάπη δεν την κλέβεις μιας και είναι αγαθό που την κερδίζεις με τον χρόνο.
Δεν ήταν η πρώτη κρίση όμως. Την πρώτη και ελαφρότερη κρίση την είχε πάθει ο Ανέστης πριν λίγους μήνες, μόνος, στα χωράφια. Δεν ήταν καν σίγουρος αν ήταν κρίση ή βάρος στο στήθος που οι κακιές ‘μώρες’ σου ρίχνουν για να σου κλέψουν ενέργεια. Αυτοί οι ‘ενεργειακοί βρουκόλακες’ καρτερούν τους ζωντανούς σε σταυροδρόμια, σε αγρούς, και σε δάση. Όταν τριγυρνάς μόνος σου σαν σουρουπώνει, λένε οι παλιοί, σε βρίσκουν απροστάτευτο και ανυποψίαστο. Σε παίρνουν στο κατόπι, και σαν σε φτάσουν σ΄ αγαλιάζουν με τα αόρατα χέρια τους και σε σφίγγουν πάνω τους να σου κλέψουν την ενέργεια που διαφοροποιεί τον κόσμο μας από τους σκοτεινούς κόσμους χωρίς ζωή και φως. Στην μάχη που γίνεται κάποιοι σκιάζονται τόσο πολύ που η μώρα που τους άρπαξε νικάει και τους παίρνει την ενέργεια, και χωρίς την ενέργειά σου χάνεις και την ζωή. Για λίγα δευτερόλεπτα η μώρα σχεδόν γίνεται κομμάτι του κόσμου των ζωντανών. Ανασαίνει τον αέρα του κόσμου τούτου, κι όχι τον μουχλιασμένο του δικού της κόσμου που βρίσκεται μεταξύ ζωής και μη-ζωής. Βλέπει τα χρώματα του κόσμου μας και για δευτερόλεπτα ξεφεύγει από τον δικό της γκρίζο κόσμο. Αγγίζει και γεύεται την ζωή για δευτερόλεπτα, αλλά καθώς δεν είναι πλάσμα της ζωής και δεν γεννήθηκε ποτέ, δεν μπορεί να κρατήσει μέσα της ένα δώρο που οι θεοί δεν την έπλασαν να χαρεί. Κι έτσι την ενέργεια που έκλεψε η ‘μώρα’ από κάποιο ζωντανό, την παίρνει ο αγέρας, και με ένα φύσημά του την μοιράζει στα ζωντανά της γης, των νερών, και του αέρα. Πολλοί μπερδεύουν τις μώρες με τα φαντάσματα, μα δεν είναι το ίδιο, καθώς φάντασμα γίνεσαι αφού ζήσεις και πεθάνεις και για λόγους που μόνο ο Θεός ξέρει μένεις και περιμένεις ανάμεσα στην ζωή και στον Άλλο Κόσμο.
Εκείνη την πρώτη φορά ο Ανέστης φοβήθηκε, και η φωνίτσα στα βάθη του μυαλού του «πεθαίνω, αχ! πεθαίνω», το τρομαγμένο αγρίμι που πολεμούσε μέσα του, ήταν δική του, ήταν αυτός ...

Την επόμενη Κυριακή ξεκινώντας την καθιερωμένη απογευματινή τους βολτούλα κανείς από τους δυο άντρες δεν αναφέρθηκε στο γεγονός. Μα στον γυρισμό, εκεί στην στροφή που στέκονταν κάθε φορά να αγναντέψουν το φωτισμένο σπίτι κάτω από ένα μολυβί ουρανό, του ’πε ο Ανέστης τάχα όπως το έφερε η κουβέντα:
-Όταν φύγω, με το καλό, θέλω να θυμάσαι τούτο. Έχω τρία παιδιά και μια γυναίκα, και το βιός μου, τα λεφτά, τα χωράφια, τα ζώα, και το σπίτι θα τα χωρίσετε στα τέσσερα. Μ’ αυτά θα ζήσουν όλοι καλά, κι όταν ο Παντοδύναμος μου φέρει για αιώνια παρέα την κυρά-Ειρήνη, το μερτικό της να το κρατήσει όποιος την γηροκομήσει. Από σένα ένα μόνο θέλω: Να ’σαι πατέρας και στα τρία μου παιδιά και γιος στην γυναίκα μου. Αφήνω την οικογένειά μου στα χέρια σου. Και να προσέχεις τον Λάμπρο, γιος μου είναι, τον αγαπάω, αλλά στραβός δεν είμαι κι ας κάνω δήθεν τον ανυποψίαστο κι ανήξερο. Τον φοβάμαι τον μεγάλο, είναι ύπουλο παιδί.
Το ίδιο βράδυ μίλησε σ’ όλους για την μοιρασιά. Αγκάλιασε τρυφερά την Ειρήνη, και χάιδεψε την αναστατωμένη Ζωή στο πρόσωπο.
-Φως της ζωής μου, της ψιθύρισε στ’ αυτί, καλό άνθρωπο διάλεξες να μοιραστείς την ζωή σου.
Μετά φίλησε τα μαλλιά του Δημήτρη και του χάιδεψε το κεφάλι.
-Ψυχή μου, εσύ, τον παρηγόρησε, στερνοπούλι μου.
Ύστερα, στράφηκε στον Λάμπρο, τον μεγαλύτερο γιο. Άπλωσε να τον αγγίξει. Ανταπόκριση δεν έπαιρνε ποτέ, ούτε σε χάδια, ούτε σε γλυκόλογα, και ούτε τούτη την φορά συγκινήθηκε ο μη έχων συναισθήματα. Έμεινε στην θέση του, ούτε ένα βήμα μπρος, ούτε ένα βήμα πίσω. Δεν έβγαλε άχνα, μα μέσα του επαναστατούσε, ούρλιαζε. «Δια τέσσερα, όλα δια τέσσερα; Σε μισώ επί τέσσερα!»
Σαν έφυγε ο Γρηγόρης με την φαμελιά του, πάνω στην δίπατη καρότσα, για το χωριό, ο Ανέστης πήρε την κυρά του βόλτα στα χωράφια να αγναντέψουν το βιό τους, να μετρήσουν και να θυμηθούν την ζωή που έζησαν μαζί.

Ο Ανέστης πέθανε τον Νοέμβρη του 1933. Ο Δημήτρης ήταν μόλις δεκατέσσερα χρονών, και ο Λάμπρος ήδη δεκαεννιά, φαντάρος στην Θεσσαλονίκη σχεδόν ένα χρόνο. Στις άδειες που έπαιρνε δεν γύριζε πάντα στο πατρικό του, τις πιο πολλές φορές κυκλοφορούσε στην πόλη και γνώριζε κόσμο, χρήσιμο και χρειαζούμενο. Οι πρώτες του δειλές βόλτες ήταν στα μπορντέλα με τις όμορφες γυναίκες που του έμαθαν διάφορα που είχαν σχέση με το σώμα και τα ερωτικά πάθη. Του έμαθαν επίσης ότι τα πάντα είναι θέμα κυριαρχίας, και τις σχέσεις μεταξύ κυρίαρχου και αγόμενου. Αυτό το μάθημα ήταν που απόλαυσε πιο πολύ ο Λάμπρος. Το να έχεις την δύναμη όλη δική σου, να ορίζεις απόλυτα το περιβάλλον σου και όποιους συμπεριλαμβάνονταν στον χώρο που καθόρισες σαν ιδιοκτησία σου. Το sex δεν το χάρηκε σαν σωματική ή πνευματική απόλαυση ποτέ, αλλά σαν επίδειξη δύναμης και επιβολής στο ταίρι του. Ακόμα και με αρσενικά ταίρια για ελάχιστο καιρό όμως και μόνο σαν εμπειρία. Αν ήξερε τότε πως θα μεγάλωνε κάποτε ‘ένα ομοφυλόφιλο φίδι στον κόρφο μου’, ίσως να πάθαινε το πρώτο εγκεφαλικό στα νιάτα του αντί στα γηρατειά του.
Ο καλύτερος φίλος του ήταν ένας φαντάρος Θεσσαλονικιός, συμβολαιογράφος, που τον έμπασε με ταχύρρυθμες και συνοπτικές διαδικασίες στα κόλπα και τα παραθυράκια των νόμων, τις πλαστογραφίες, τα εικονικά χρέη, και τις εικονικές αγοροπωλησίες. Ο καλός αυτός φίλος λοιπόν, του έδωσε όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και κατευθύνσεις με το αζημίωτο, επισημαίνοντας πως το χρήμα είναι αυτό που κινεί γη και ουρανό και που αγοράζει συνειδήσεις.

Ο Ανέστης πέθανε Σάββατο απόγευμα, ο παπά-Κυριάκος κηδείες δεν έκανε τις Κυριακές, έτσι την ανέβαλαν για την Δευτέρα. Ο Λάμπρος έφτασε στο πατρικό του Κυριακή βράδυ. Καμώθηκε τον πολύ στεναχωρημένο, έφτασε στο σημείο ακόμα και να δακρύσει (έτσι όπως κάνουν οι τεθλιμμένοι συγγενείς σε ανάλογες περιπτώσεις), αλλά θεώρησε πως θα το παρατραβούσε με αναφιλητά και ουρλιαχτά απύθμενου πόνου. Τώρα πια, επί τέλους, ήταν ο άνδρας του σπιτιού, και οι άνδρες, οι στύλοι της οικογενειακής ενότητας είναι δυνατοί και δυναμικοί, και κυρίως ικανοί και έτοιμοι να πάρουν τα ηνία στα χέρια τους. Στην κηδεία αγκάλιασε προστατευτικά τις πλάτες της μάνας και του αδελφού του, αλλά αγνόησε σκόπιμα την Ζωή όπως της έπρεπε κατά την γνώμη του. Βράδυ Δευτέρας, σχεδόν έδιωξε τον Γρηγόρη, την Ζωή, και τα παιδιά τους λέγοντας: «δεν είναι ανάγκη να μένετε άλλο, εγώ είμαι εδώ, να πάτε και σεις στο χωριό, στα σπίτια και τις δουλειές σας.»
Τετάρτη πρωί επισκέφτηκε ένα δικηγόρο της πόλης που πίστευε ακράδαντα πως η Δικαιοσύνη, η Συμπαντική Κυρία που κρατάει την ζυγαριά, δεν είναι καθόλου τυφλή και ζυγιάζει υπέρ όποιου βάλει και κάνα χιλιάρικο (κι ας είναι βρομισμένο με αδικία) στην τσέπη του.
Ο Λάμπρος έβγαλε από την τσέπη του κάποια συμβόλαια που ήξερε που φύλαγε ο πατέρας του, -μιας και σε όλη του την ζωή κατασκόπευε κάθε κίνηση του Ανέστη-, και ένα ποσό που όπως είχε υπολογίσει θα τραβούσε σίγουρα την προσοχή του δικηγόρου, τα ακούμπησε στο γραφείο, και άναψε τσιγάρο.
-Ο πατέρας μου πέθανε το Σάββατο που πέρασε, διαθήκη δεν άφησε, αυτά εδώ είναι ότι συμβόλαια βρήκα. Άφησε όμως προφορική διαθήκη, ‘όλα δια τέσσερα’. Εγώ όμως τα θέλω όλα δικά μου, και με την σφραγίδα του νόμου. Να συνεχίσω, ή σπατάλησα τον χρόνο σου;
Ο δικηγόρος κάθισε ακόμα πιο αναπαυτικά στην πολυθρόνα του αφού έβαλε χωρίς να μετρήσει το ποσό στο κάτω συρτάρι του γραφείου. Μεταξύ κατεργαραίων αλληλεγγύη, έτσι κι αλλιώς είχε καιρό να μετρήσει το ‘δωράκι’ αργότερα. Άλλωστε δεν ήθελε να προσβάλει τον πελάτη με μικροπρέπειες στην αρχή της συνεργασίας τους. Χαμογέλασε πλατιά δείχνοντας δόντια κίτρινα απ’ το τσιγάρο, χάιδεψε την γραμμή των φρυδιών που βασίλευαν στο χοντρό φιλήδονο πρόσωπο, τακτοποίησε το ακριβό σακάκι που έμοιαζε με τσουβάλι στο παχύσαρκο ατσούμπαλο σώμα.
-Για να τα πούμε όλα ξανά απ’ την αρχή... Καφεδάκι;
Σ’ ένα μήνα ο Λάμπρος μάζωξε και πάλι την οικογένεια. Δασκαλεμένος από τον δικηγόρο είπε το ‘ποίημα’.
-Αυτά τα πολλά, τάχα, που έλεγε ο πατέρας πως μας άφησε, ήταν τίποτα, αέρας κοπανιστός, νούλα. Υποθήκες άφησε, και χρέη παντού. Πήγα και μίλησα και με δικηγόρο, και ο μόνος τρόπος να ξεχρεώσουμε είναι να πουλήσουμε ότι έχουμε και δεν έχουμε. Θα μας πάνε στα δικαστήρια και θα μας τα πάρουν όσο-όσο τώρα που πέθανε, και θα ατιμάσουν και την μνήμη του. Λέω λοιπόν να πουλήσουμε χωράφια, ζώα και σπίτι, να ξεπληρώσουμε τα χρέη, κι ότι απομείνει να το μοιράσουμε δια τέσσερα όπως είπε και ο γέρος. Ο δικηγόρος είπε πως θα προσπαθήσει να βρει αγοραστή που δεν θα μας ξεσπιτώσει, μα θα πρέπει να του δίνουμε κάθε μήνα νοίκι. Θα δουλεύουμε στα χωράφια μας, θα ταΐζουμε να ζώα μας, αλλά τίποτα δεν θα είναι δικό μας, τα κέρδητα όλα δικά του.
-Άκου βρε αδελφέ να σε βοηθήσω, πρότεινε ο Γρηγόρης, κάτι χρήματα για μια στιγμή ανάγκης εγώ και η Ζωή τα ΄χουμε στην πάντα. Να τα δώσουμε να σωθεί το πατρικό τουλάχιστον και βλέπουμε σιγά-σιγά. Εγώ και στον πατέρα σου το ΄χα πει, δεκάρα δεν γυρεύω από το βιός του. Την αδελφή σου ήθελα, την πήρα και με πήρε, ο πατέρας σου με έκανε γιο του και αδελφό σας.
Μα ο Λάμπρος τα είχε όλα καλά σχεδιάσει με τον δικηγόρο. Πούλησε εικονικά την μια μέρα όλη την περιουσία στον Φάνη Χαρίλη βάζοντας μάνα, αδελφή και αδελφό να υπογράψουν δίπλα από την δική του υπογραφή. Την επόμενη εν αγνοία τους αγόρασε τα πάντα στο όνομά του μόνο. Έδωσε και στον Φάνη ένα πουγκί λίρες να κρατήσει το όνομά του κλειστό όπως είχαν συμφωνήσει όταν προετοίμαζαν την ‘συνεργασία’ τους στο γραφείο του δικηγόρου. Για μερικά χρόνια ο Φάνης κάθε πρώτη του μήνα ερχόταν στο σπίτι νωρίς το πρωί και γύρευε το νοίκι του. Η κυρά Ειρήνη του έψενε καφεδάκι, ο Λάμπρος του μετρούσε το νοίκι μπροστά στην μάνα του, και σαν έφευγε ο Φάνης η κυρά του σπιτιού τον ξεπροβόδιζε με χίλιες ευχές για την καλοσύνη του που δεν τους άφησε άστεγους εκείνο τον χειμώνα που έφυγε για τον άλλο κόσμο το στήριγμα της ζωής της. Αργά το απόγευμα ο Λάμπρος συναντούσε τον Φάνη στο κεντρικό καφενείο της πόλης και έπαιρνε το ποσό πίσω αφού κερνούσε τον Φάνη έναν ακόμα καφέ. Τρία χρόνια αργότερα ο Λάμπρος παντρεύτηκε την Χρύσα, την κόρη του Καλλίγερου. Του την έφεραν, αυτή και την προίκα της μαζί, προξενιό μα ούτε που την θυμόταν την κοπέλα σαν φυσιογνωμία ή χαρακτήρα. Αλλά του προξένησε μεγάλο ενδιαφέρον η προίκα, και η πίκρα μιας ζωής δίπλα στην άχαρη μοναχοκόρη Χρύσα γλύκανε με το εργοστάσιο παραγωγής ζάχαρης του μελλοντικού πεθερού. Το ποσό της προίκας ταίριαξε γάντι στους υπολογισμούς του. Μάζεψε και πάλι την οικογένεια, και δήλωσε πως ‘έκλεισε νύφη’, και πως με την προίκα της θα αγόραζε όσα τους ‘άρπαξε’ ο Χαρίλης γιατί είχε ‘οικονομικό σφίξιμο’ και χρειαζόταν ρευστό. Το πρέπον, όπως είπε, είναι να αγοράσει τα πάντα πίσω στο όνομά του, αλλά φυσικά η μάνα και ο αδελφός του, όσο ήταν ακόμα μικρός και απροστάτευτος, θα ήταν καλοδεχούμενοι στο σπιτικό του. ‘Επί τέλους’, κατέληξε, ‘μάς αξίωσε ο Πανάγαθος να ξαναγυρίσει η περιουσία μας στα χέρια μας!’

Ο Πανάγαθος σίγουρα κάποιους λόγους έχει να επιτρέπει να γίνονται τέτοιες αδικίες και ανομήματα. Κάποιοι λένε πως το επιτρέπει για να τον αμφισβητήσουμε, να τον μισήσουμε ή να τον αγαπήσουμε πέρα απ τον μικρόκοσμό μας. Εγώ, στο θέμα πολλά δεν ξέρω, αυτά που η μάνα μου μού δίδαξε αυτά και γω πρεσβεύω. Με τα λίγα γράμματα που έμαθα όμως, σαν ήμουνα παιδί είχα διαβάσει -σε ένα ημερολόγιο από κείνα που αγοράζεις στα πανηγύρια και κανείς δεν ξέρει ποιος τα σχεδίασε- κάτι που τότε μου ΄χε κάνει πολύ εντύπωση: «Εσείς με λέτε άθεο, μα Εκείνος με θεωρεί αντιπολίτευση».
Πάντως ο έξω και πάνω από τον χρόνο και χώρο Γέροντας τους άδικους δεν τους έχει και περί πολλού, και την κατάλληλη στιγμή αφήνει την μοίρα να παίξει τα δικά της παιχνίδια.
Μερικά χρόνια αργότερα στο μέλλον, -έτσι όπως το ανθρώπινο γένος μετράει τον χρόνο σε παρελθόν παρόν και μέλλον-, συναντήθηκαν ο Δημήτρης ο Θέος, ο γιος του Ανέστη και αδελφός του Λάμπρου με τον Στέφανο Χαρίλη, τον γιο του Φάνη. Ο χώρος ήταν το νησί της Γιάρου, και οι δυο νέοι έκαναν ‘σωφρονιστικές διακοπές’ όπως η Πολιτεία αποφάσιζε για τους ‘κακούς πολίτες του πολιτεύματος της βασιλευομένης δημοκρατίας’!
Εκείνο το πουγκί με λίρες που πήρε ο Φάνης δεν του βάρυνε την ψυχή κατά την διάρκεια της ζωής του. Άρχισε να νιώθει το βάρος μετά από τον διάχυτο καρκίνο, τους φριχτούς πόνους, και τα οράματα του Ανέστη να του χαμογελάει θλιμμένα. Πολλοί τα λένε αμαρτίες που έρχονται να σε κυνηγήσουν ή να σου υπενθυμίσουν πως είναι καιρός να ζητήσεις εξιλέωση, άλλοι πάλι τα λένε Ερινύες, μα όποια κι αν είναι η σωστή ορολογία, ο φόβος που σου προκαλούν είναι τέτοιος που θέλεις να τον μοιραστείς με κάποιον που θα σε φέρει πιο κοντά στην λύτρωση. Στην περίπτωση του Φάνη, αυτός ο ‘κάποιος’ ήταν ο γιος του ο ίδιος ο Στέφανος, που ήταν παπάς. Ο Στέφανος από μικρό παιδί ένιωθε το κάλεσμα Του Πατρός να Τον υπηρετήσει. Δεν ήταν το αλαφροΐσκιωτο που έβλεπε θεϊκά οράματα ή άκουγε φωνές αγγέλων. Ήταν όμως από εκείνους τους ευλογημένους που η Συμπαντική Δικαιοσύνη διαλέγει να την υπηρετήσουν είτε στο όνομα κάποιου Θεού, είτε στο όνομα κάποιου ανιδιοτελούς αγώνα. Ο Στέφανος ήταν διπλά ευλογημένος, γιατί επιλέχτηκε να υπηρετήσει και τον Θεό που τον διάλεξε, και τον αγώνα που συνειδητά επέλεξε εκείνος αργότερα.
Ο παπά-Στέφανος έδωσε στην ψυχή του αμαρτωλού πατέρα του άνθρωπου-Στέφανου την συγχώρηση που ταπεινά ζήτησε ο Φάνης από τον Θεό. Ο άνθρωπος- Στέφανος έκλαψε πικρά για τις αμαρτίες του πατέρα του, -γιατί το ότι είχε εξαπατήσει χήρα και ορφανό δεν ήταν η μόνη αμαρτία του πατέρα του- ίσως να ήταν και η μικρότερη. Ο παπά-Στέφανος μετέλαβε τον γέρο πατέρα του και του άνοιξε ένα μικρό πέρασμα που οδηγεί στις Πύλες των Ουρανών. Έμεινε στο προσκέφαλο του άρρωστου γεννήτορα, και ήρθαν τόσο κοντά σαν πατέρας και γιος όσο λίγοι είχαν την τύχη να γευτούν. Ο Στέφανος επί τέλους είχε το θάρρος και τον χρόνο που του είχε στερήσει ο πατέρας του να του εξηγήσει γιατί τόσο πολύ αγάπησε τον Θεό. Ο Φάνης που θεωρούσε τον γιο του ένα αλαφροΐσκιωτο-τίποτα, έναν άνδρα-μη-άντρα ανακάλυψε το μεγαλείο του ιερωμένου, και δακρυσμένος ευχαρίστησε τον Θεό που από το δικό του σπέρμα γεννήθηκε τέτοιο άξιο πλάσμα. Μετά, για λίγες μέρες πριν πεθάνει ο Φάνης έπαψε να πονά. Πατέρας και γιος σχεδόν απομονώθηκαν στο δωμάτιο του πρώτου και μιλούσαν ώρες ατέλειωτες. Μίλησαν για τους θεούς, και για τον Θεό. Κοιμώντουσαν και έτρωγαν όσο και όταν ήταν απαραίτητο για να μην εξασθενήσουν. Σε μια στιγμή τον έπιασε πανικός τον Φάνη.
-Γιε, λες να μην αποθάνω μετά απ’ όσα μου έδωσε η Δύναμή Του να γνωρίσω; Αυτή λες να ΄ναι η τιμωρία μου; Να ζήσω όσο θέλει η Χάρη Του έχοντας επίγνωση της μικρότητας μου; Να μην τολμώ να ανασαίνω, να σκέφτομαι, να μιλώ, και να πράττω από τον φόβο μην αμαρτάνω πιότερο εγώ ο αμαρτωλός Του; Αχ! κανακάρη μου, έτσι ζεις την καθημερινότητά σου; Μεγάλο βάρος σου παρέδωσε στις πλάτες ο Παντοδύναμος...
Την μέρα που πέθανε ο Φάνης ‘αποτραβήχτηκε’ στον εσωτερικό του κόσμο. Δεν έδειχνε να υποφέρει, απλά δεν ανταποκρινόταν σε εξωτερικά ερεθίσματα. Ξαφνικά εκεί που οι στενοί συγγενείς στο δωμάτιό του περίμεναν το τέλος, απευθύνθηκε στον παπά-Στέφανο.
-Παπά μου, βλέπω οράματα και αγγέλους που δεν με σκιάζουν πια. Κι όλοι μου λένε πως είμαι αβάπτιστος στην καινούρια μου πίστη. Θέλω να με βαφτίσεις να μην πέσω στα πόδια του ανώνυμη ψυχή. Νεοφώτιστος είμαι, μου ‘εφάνη’ ο Θεός, γι’ αυτό να με βαφτίσεις Θεοφάνη.
Έτσι, ο αμαρτωλός που βαφτίστηκε Θεοφάνιος σαν μωρό και έζησε αμαρτωλή ζωή, ξανά-βαφτίστηκε και πάλι Θεοφάνιος σαν γέρος και απετάχθη συνειδητά τις αμαρτίες του. Ευτυχισμένη ψυχή, που γνώρισε το κακό και το καλό, ψυχή ελεύθερη να γονατίσει μπροστά στον Δημιουργό της και να εξομολογηθεί πως στο μεγάλο ταξίδι που έκανε στον κόσμο της ύλης είναι πολλές οι σειρήνες και εύκολα ξεχνάς την καταγωγή και τον προορισμό σου και τα μαθήματα που σε έστειλε ο Πατέρας σου να διδαχτείς.

Ο παπά-Στέφανος κλήθηκε να ιερουργεί σε ένα ορεινό χωριό της Κρήτης λίγο πριν αρχίσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος. Κάποιο βράδυ, όταν πια οι Γερμανοί έφτασαν και σε κείνο το μέρος της γης και η Αντίσταση ‘πήρε τα βουνά’, τον απήγαγαν μέσα στην φτωχική εκκλησία του οι αντάρτες που είχαν ‘βγει στο κλαρί’. Του έδεσαν τα μάτια και του έχωσαν ένα κομμάτι ύφασμα στο στόμα πριν προφτάσει να καταλάβει πως πετάχτηκαν ξοπίσω του. «Για όνομα του Θεού», πρόφτασε να διαμαρτυρηθεί, «είναι ανάγκη να με τραβολογάτε στον αγριότοπο για να με αποθάνετε! Κόψτε με κι αφήστε με εδώ να με βρουν το πρωί οι Χριστιανοί να με θάψουν». Ταξίδεψαν ώρα αρκετή, ο παπά-Στέφανος ταξίδεψε πρώτη θέση καθισμένος σε μουλάρι. Όταν επί τέλους σταμάτησε και αυτή η δοκιμασία και του έλυσαν το μαντίλι που είχαν δέσει να μην βλέπει είδε πως τον είχαν ανεβάσει στο βουνό που είχαν γίνει μάχες με τους Γερμανούς την προηγούμενη μέρα. Τριγύρω του, εκτός από τους τρεις άνδρες που τον απήγαγαν, πεθαμένοι, τραυματίες και ετοιμοθάνατοι.
-Να ΄ξομολογηθούμε θέλουμε, ομολόγησε σχεδόν ντροπαλά ο ένας απ΄ τους τρεις. Κι αυτοί που πεθαίνουν απόψε, κι΄ εμείς που αύριο ίσως να μας βρει του εχθρού το βόλι.
-Και να κηδέψουμε τους συντρόφους και συντοπίτες μας, πρόσθεσε ξεθαρρεμένος ένας άλλος. Κι έχουμε και έναν Γερμανό ετοιμοθάνατο που φοράει σταυρό, ‘πιάνει’ αν τον μεταλάβεις εσύ που είσαι δικός μας παπάς;
‘Να θυμηθώ να τους εξηγήσω ότι είμαι παπάς ενός και μοναδικού Θεού με πλείστα ονόματα’ σημείωσε σε μια γωνίτσα του μυαλού του ο ιερέας.
-Καλά, τι Χριστιανοί είσαστε εσείς μωρέ!, αποπήρε αυτόν που φαινόταν ο αρχηγός της αποστολής ‘απαγάγετε τον παπά’. Ούτε άμφια, ούτε τα άχραντα δεν με αφήσατε να πάρω, πως θα τους μεταλάβω τούτους τους δύστυχους; Μετά ντροπιασμένος με τον πανικό που προξένησε συνέχισε δήθεν συμβιβάζοντας την κατάσταση: Τέλος πάντων, ο Θεός δεν θα αφήσει ασυγχώρετους τα πλάσματά του με τα δικά μας τα λάθη...
Καλού-κακού πάντως την επόμενη φορά που είδε τις τρεις σκιές ξαφνικά να ξεπετιούνται απ΄ τα σκοτάδια, πριν προλάβουν να του χώσουν το ύφασμα στο στόμα «πριν με δέσετε να πάρω τα χρειαζούμενα», πρόφτασε να ψιθυρίσει! Εκείνη την δεύτερη φορά δεν είχε μελλοθάνατους να μεταλάβει ο παπά-Στέφανος, αλλά να ενώσει με τα ιερά δεσμά του γάμου ένα ζευγάρι που δημιουργήθηκε σε τόσο αντίξοες συνθήκες.
Έτσι άρχισαν οι ...διπλοβάρδιες του ιερέα, την μέρα στο χωριό, και ανάλογα με τις μάχες στα βουνά, την νύχτα με τους αντάρτες. Ξεθάρρεψαν και κείνοι και αφού ταξίδευαν με τα μουλάρια κάμποσα χιλιόμετρα του έβγαζαν απ΄ το στόμα εκείνο το απαίσιο στουπί και έπιαναν την κουβέντα. Ρωτούσαν οι αντάρτες για τους δικούς τους ανθρώπους από τα γύρω χωριά, και όταν τον έφερναν πίσω του άφηναν ‘μηνύματα’ να τους μεταφέρει με διακριτικότητα. Μετά από μπόλικες ‘απαγωγές’ σταμάτησαν και να του δένουν τα μάτια. Εκείνη την πρώτη φορά που είδε τα μονοπάτια στο βουνό που περνούσαν τόσο καιρό, ο παπά-Στέφανος ευχαρίστησε Τον Κύριό του που δεν πέρασε κι αυτή την λαχτάρα την πρώτη βραδιά της απαγωγής. Σιγά-σιγά σταμάτησε και το μαρτύριο να τον λαχταρνούν και να ξεπετάγονται από τα σκοτάδια ή να πηδάνε πίσω του απ΄ τα δέντρα, επιδεικνύοντας και οι δυο πλευρές μια ...αμφίπλευρη εμπιστοσύνη. Χτυπούσαν διακριτικά την πόρτα του μικρού σπιτιού πίσω απ΄ την εκκλησία «παπά-Στέφανε ετοιμάσου και σε περιμένουμε στο ποτάμι» ψιθυρίζαν σαν τον άκουγαν να αποκρίνεται ‘εμπρός’. «Σε δέκα λεπτά», απαντούσε, έσβηνε την λάμπα που είχε στο φτωχικό τραπέζι της κουζίνας για να διαβάζει, και κίναγε για την εκκλησιά του να βάλει σε ένα τορβά τα χρειαζούμενα.

Τρία χρονάκια μόνο εξαναγκαστικό τουρισμό στα Γιούρα έφαγε ο παπά-Στέφανος Χαρίλης μιας και όπλο δεν έπιασε στα χέρια του, αλλά εξομολογούσε, μεταλάβαινε, και πάντρευε, τους αντάρτες.
-Στα μάτια του Θεού δεν υπάρχουν αριστεροί και δεξιοί, είπε στην δίκη του όταν τού ζήτησαν να απολογηθεί. Τα μάτια τα δικά μου, του ανάξιου υπηρέτη Του έβλεπαν φριχτά τραυματισμένους που την ώρα του θανάτου ζητούσαν συγχώρεση και εξιλέωση. Τα μάτια τα δικά μου δεν μπορούσαν να ξεχωρίσουν ποια ψυχή ανήκε σε Έλληνα, σε σύμμαχο, ή σε κατακτητή. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να τους ευλογήσω και να τους δώσω μεταλαβιά, κι όταν μου τέλειωνε κι άλλη δεν είχα έπαιρνα αίμα απ΄ τις πληγές τους και ιδρώτα απ΄ το μέτωπό τους, σταυροκοπιόμουν, έλεγα «Θεέ μου, συχώρα με τον αμαρτωλό και πάρε κοντά Σου τούτη την ψυχή που υποφέρει, πάρε κοντά Σου τούτο το παιδί Σου που ουρλιάζει και αποζητάει την μάνα του, τούτο τον άνθρωπο που οι πληγές του ρέουν το γάλα που βύζαξε...»
Ο παπά-Στέφανος Χαρίλης στις Μακρόνησο και Γιούρα, τα νησιά της ντροπής, έγινε αποδεκτός και σεβαστός και από τους πιο σκληροπυρηνικούς αριστερούς. Εκεί του γνώρισαν και τον καπετάν-δάσκαλο τον πρίγκιπα που ήταν συντοπίτης του. Ο ιερέας είδε αυτή την σύμπτωση σαν σημάδι πως η οικογένεια του Ανέστη έπρεπε να μάθει την αλήθεια, αλλά εκείνος δεν είχε το δικαίωμα να μιλήσει μιας και είναι ιερή και απαραβίαστη η εξομολόγηση του μελλοθάνατου. Όταν επέστρεψε μετά την αποφυλάκιση του στην γενέθλια πόλη όμως, η αδελφή του τού είπε πως η μάνα τους πριν πεθάνει είχε μιλήσει για τα γεγονότα εκείνα στον Δημήτρη και την Ζωή.

Ο Στέφανος Χαρίλης έζησε φτωχό βίο, όπως και ο Γιος του Θεού του. Έζησε έξω από τα στεγανά της θρησκείας που του έδωσαν, άγγιξε τον πόνο, μέσα από τον δικό του προσωπικό πόνο είδε τον Θεό του, και μετουσίωσε την ύλη που τον περιέβαλε σε Αγάπη για τον άνθρωπο και για την Πλάση. Στις αρχές του πενήντα ανέβηκε στον Άθω, (προφανώς τα Κρητικά βουνά του άφησαν το ...κουσούρι με τα ύψη) και δεν ξαναγύρισε στον κόσμο που συνέχιζε να πλέκει το γαϊτανάκι της καθημερινότητας. Έζησε, -κάποιοι λένε πως ζει ακόμα- σε μια σπηλιά και προσεύχεται για τις ψυχές όλων των ανθρώπων, καλών και κακών, αλλά οι προσευχές του για τις ψυχές των αμαρτωλών είναι πιο δυνατές μιας και εκείνες είναι που πνίγονται μέσα στο φθαρτό σαρκίο που μασ περιβάλει, την εγκόσμια τούτη φυλακή μας. Υπάρχουν φήμες που διηγούνται οι επισκέπτες του, φήμες που ο ίδιος όταν τις ακούει χαμογελάει και τους λέει πως το μόνο που σίγουρα δεν είναι φήμη, είναι ο Θεός.
Κάποιοι λένε πως ενώ εκείνος μιλούσε με μερικούς επισκέπτες έξω απ΄ την σπηλιά του, την ίδια ώρα άλλοι τον είδαν να σώζει ένα παιδάκι που κατασκήνωνε με τον πατέρα και τ΄ αδέλφια του και παρ΄ ολίγο να πέσει στον γκρεμό σαν παραπάτησε στα ριζά ενός δένδρου. « ... Στον αέρα το άρπαξε το αγόρι ο παπά-Στέφανος που κανείς δεν τον είχε προσέξει να έρχεται από κάπου. Εμφανίστηκε, έτσι ξαφνικά, κι΄ άρπαξε το αγόρι στον αέρα. Το άφησε να τρέξει κατατρομαγμένο στην αγκαλιά του πατέρα του και γύρισε και χάιδεψε το δέντρο. ‘Πολύ μεγάλωσες εσύ’ το μάλωσε τρυφερά ‘και τις ρίζες σου τις άφησες πλοκάρια! Για συμμαζέψου λιγουλάκι και χώστες πιο βαθιά μην έχουμε κάνα ατύχημα σε τούτο δω τον αγιασμένο τόπο!’ Και το γέρικο δέντρο θρόησε την φυλλωσιά του ντροπιασμένο και έχωσε πιο βαθιά στην γη τις ρίζες του...» Υπάρχει μια άλλη φήμη πως κανείς δεν μπορεί να πάρει φωτογραφία τον φτωχογέροντα παπά-Στέφανο κι ας ποζάρει χαμογελαστός ανάμεσα στους επισκέπτες φίλους του. Άλλες φορές καίγεται το φιλμ, και σε άλλες φωτογραφίες στην θέση του ιερομόναχου εμφανίζεται έντονο φως λες και πήγες να φωτογραφίσεις τον ήλιο.
Τέλος, υπάρχει και μια τρίτη φήμη πως σαν σε κοιτά στα μάτια ο φτωχογέροντας ιερομόναχος που κάποτε ήταν ο παπά-Στέφανος Χαρίλης, νιώθεις πως είναι καιρός σου πια να κοιτάξεις με τόλμη εντός σου, κι ότι βρεις εκεί καλό και άγιο να το δουλέψεις ν΄ αβγατίσει, κι ότι κακό και μαύρο να το πετάξεις απ΄ τα βράχια να το πνίξει η θάλασσα.

“Δεν ξέρω ποιες είναι αλήθειες και ποιες φήμες απ΄ όλα όσα λένε για τον γιο του αμαρτωλού Φάνη που τον παλάβωσε τόσο ο καρκίνος που ζήτησε να ξαναβαφτιστεί μια ώρα πριν πεθάνει. Ξέρω πως σαν περάσει ο χρόνος και οι παλιές γενιές φύγουν και δεν αφήσουν καταγραμμένα τα γεγονότα με μελάνι σε χαρτί, οι νεότεροι παραποιούν τις αλήθειες και πλέκουν μύθους με υπαρκτά και ανύπαρκτα πλάσματα. Για μένα ένα είναι σίγουρο κι όχι φήμη: Ο Στέφανος, ο κάθε πιστός και ακλόνητος στα ιδανικά που επέλεξε Στέφανος, βρήκε αυτό που έψαχνε και του δόθηκε τόσο πλέρια, που το δίνει και κείνος με την σειρά του σ΄ όσους έχουν ανάγκη να πιστέψουν σε κάτι που θα τους στηρίξει...”

No comments: