4. Οικογένεια Θέου -- α. Η αρχή

« Από πατέρα και μάνα γεννιέσαι κι αυτοί έρχονται σε τούτο ΄δώ τον κόσμο πάλι από πατέρα και μάνα...
Και το δέντρο απλώνεται, διακλαδίζεται και φουντώνει μέχρι που αν λησμονήσεις να καταγράψεις τα ‘ριζά’ του δένδρου σου χάνεις την αρχή κι οι ρίζες μένουν στον αέρα ψάχνοντας στέρεο έδαφος για να φυτρώσουν. Γιατί όσο δεν ψάχνεις, οι ρίζες γίνονται κορμός, ο κορμός κλαδιά, και τα κλαδιά φύλλα, κι αρχή δεν βρίσκεις...»

Από το προσωπικό ημερολόγιο της Ειρήνης, κάτω από ένα πρόχειρα σχεδιασμένο γενεαλογικό δένδρο, στην πρώτη σελίδα.

Ο Δημήτρης Θέος γεννήθηκε στις 21 Απριλίου του 1918, κι ήταν μια μέρα όμορφη, γιατί τότε η εικοστή πρώτη μέρα του Απρίλη ήταν μια μέρα του Θεού όπως όλες οι άλλες.
Ο Δημήτρης ήταν το τρίτο παιδί, το τελευταίο του Ανέστη Θέου του ‘άρχοντα’ όπως τον έλεγαν, κι όπως ήταν στο χωριό του. Μα σαν κατέβηκε στην πόλη, ήταν πια μόνον ο Ανέστης Θέος. Πούλησε ότι είχε και δεν είχε στο χωριό, και τα ΄δωσε όλα για ν΄ αγοράσει τριάντα στρέμματα στα περίχωρα της πόλης. Σε δυο χρόνια, ότι έσπειρε στα χωράφια του τού ΄δωσε πίσω το χρήμα που ξόδεψε στο δεκαπλάσιο. Ο Ανέστης σε ένδειξη σεβασμού φίλησε το χώμα της γης του, και αγόρασε και το διπλανό χωράφι. Τα παλιά καλά χρόνια έδινες στην γη τον ιδρώτα σου, και εκείνη λες και ήταν πλάσμα με ψυχή και καρδιά σού επέστρεφε τους κόπους σου με τους καρπούς της. Ο Ανέστης την αγάπησε την γη του, όπως αγαπούσε όλα τα άψυχα και τα έμψυχα τού Θεού που μοιράζονται μαζί μας αυτό τον πλανήτη.
Ο Ανέστης ήταν γιος του Δημητρού, και εκείνος του Αθανάσιου, γιου του Δημήτριου που πολέμησε, δοξάστηκε και πέθανε πολεμώντας τους Οθωμανούς το 1821. Αυτός ο πρώτος Δημήτριος, άφησε στους απογόνους ευχή και κατάρα «να δίνουν την ζωή τους για το δίκιο και τα πιστεύω τους». Ο Ανέστης είχε γυναίκα την Ειρήνη, όμορφη, προκομμένη, και δουλευταρού όπως ο άντρας της, και χάρηκαν τρία παιδιά μαζί.

Με την ευχή και κατάρα του προγόνου στο κεφάλι του για στέμμα γεννήθηκε ο Δημήτρης ο Θέος ο αργότερα επονομαζόμενος ‘πρίγκιπας’. Μα τι να καταλάβει από ηρωισμούς εκείνο το πλασματάκι που μόλις είχε εγκαταλείψει την φιλόξενη, ζεστή, και σκοτεινή μήτρα, την χορταστική και ήρεμη προστασία; Τον άρπαξε ένα συναίσθημα που αργότερα ζώντας στην κοινωνία των ανθρώπων έμαθε πως την ονόμαζαν τρόμο. Τι αλλαγές ήταν αυτές; Που να ήξερε αυτό το μωράκι πόσες δραματικές αλλαγές θα ζούσε στην ζωή του! Πριν κάμποσο ‘χρόνο’ που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, -γιατί ακόμα δεν είχε μάθει πώς η κοινωνία των πλασμάτων σαν αυτόν μετρούσαν τον χρόνο-, άρχισε να νιώθει άβολα στην ιδιωτική λιμνούλα που μεγάλωνε. Κι ύστερα ένιωσε κάποια ‘δύναμη’ να τον σπρώχνει ‘εκτός’ να τον εκδιώκει από τον χώρο που ανήκε και του ανήκε, σαν τον Αδάμ που διώχτηκε από τον μοναδικό κόσμο που γνώριζε, τον Παράδεισο. Και τώρα, κάτι που ήταν ‘έξω’ από την ‘ιδιωτική του ύπαρξη’, άγγιζε το εξωτερικό περίβλημα της οντότητάς του, που -κι αυτό- αργότερα έμαθε πως οι άνθρωποι ονόμαζαν σώμα. Το ξένο ‘κάτι’ τον αναποδογύρισε από την φορά της βαρύτητας έτσι όπως την είχε μέχρι τώρα γνωρίσει, και ένιωσε να του πιέζει ρυθμικά, αλλά ενοχλητικά το πίσω μέρος του σώματός του. Πόνος, αυτό ήταν, πόνος. Πρώτα έβηξε, κι ύστερα έφτυσε αίμα και απομεινάρια του περιεχόμενου της σπηλιάς του, και κατόπιν ούρλιαξε δυνατά με κλάμα μωρουδίστικο που θύμιζε όμως άντρα. Κι ύστερα ήρθε η Ανάσα. Άγνωστη, δύσκολη, κουραστική, κι όμως ω! δυνάμεις των συμπάντων, - που οι άνθρωποι τόσο ελάχιστα ποιητικά τις ονομάζουν Θεό -, η πιο όμορφη κινητήρια δύναμη στον κόσμο. Σε κάποιο ‘εσωτερικό τής ύπαρξης’ του ξύπνησαν οι θύμησες της ίδιας διαδικασίας σε κάποιες άλλες υπάρξεις-ζωές που είχε βιώσει, αλλά όλα ήταν τόσο καινούρια και πρωτόγνωρα -και πάλι-, που ούρλιαξε τρομαγμένος απ΄ αυτή την ομορφιά. Για πρώτη φορά και πάλι ένιωσε αυτό που για όλη την υπόλοιπη ζωή του έγινε γνώση και αγάπη: Ελευθερία ...
Τα χέρια του μωρού χτύπησαν με δύναμη τον αέρα, το κεφαλάκι του στράφηκε δεξιά και ζερβά. Ο Δημήτρης Θέος, από την στιγμή της γέννησης του συνέδεσε την έννοια της ζωής με εκείνες της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης. Αυτή η γνώση ήταν η ηθική του, οι αρχές του, τα ιδανικά να πεθάνεις πολεμώντας για να τα κατακτήσεις και να τα παραδόσεις στους απογόνους σου. Αυτή την ίδια γνώση την κληρονόμησε και ο γιος και η κόρη του, μια γνώση που ‘φυτεύτηκε’ εντός τους μέσα από τα δικά του γονίδια. Μισό αιώνα αργότερα η κόρη του η Ειρήνη έλεγε πως την ώρα που γεννήθηκε εκείνη, όλη η γνώση και οι εμπειρίες του πατέρα της όρμηξαν μέσα της οδηγημένες από κάποια μυστικιστική δίοδο που ανοίχτηκε στον χωροχρόνο, κι εκεί λαγοκοιμήθηκαν μέχρι την στιγμή της ‘Εκούσιας Αφύπνισης’...

Ύστερα, τον έπιασαν δυο χέρια τρυφερά, και τον έπλυναν με χλιαρό νερό και σαπούνι, τον τύλιξαν σε μαλακά ρούχα, ζεστά και καθαρά που μοσχομύριζαν σιδέρωμα από σίδερο με κάρβουνα. Χέρια που τον άγγιζαν με περισσή αγάπη και χάιδευαν το κεφαλάκι και το λαιμουδάκι το κόκκινο ακόμα απ΄ την δύναμη των ουρλιαχτών και του αέρα που ξεχύθηκε στους πνεύμονες του. Αυτά τα πρώτα χέρια που τον άγγιξαν ήταν και η πρώτη του επαφή με τον ‘έξω της μήτρας που τον φιλοξένησε’ άνθρωπο. Τα χέρια τής κατά έντεκα χρόνια μεγαλύτερης αδελφής του, ‘πρωτότοκης του Ανέστη Θέου και της γυναίκας του της Ειρήνης-, της πολυαγαπημένης αδελφής του Ζωής.
- Μάνα ο γιος σου...

Η Ζωή ήταν έντεκα χρόνια μεγαλύτερη από τον Δημήτρη, και επτά από τον Λάμπρο. Τον μικρότερο αδελφό τον αγάπησε όχι μόνο σαν αδελφή αλλά και σαν μάνα, μιάς κι αυτή τον τράβηξε στον έξω της μήτρας κόσμο. Εξήντα πέντε χρόνια αργότερα ο Δημήτρης ξεπλήρωσε το πέρασμα από την προετοιμασία για την ζωή στην ‘ζωή καθ΄ αυτή’, οδηγώντας την αδελφή του στον πέρα τούτης της γνώσης κόσμο μιάς κι εκείνος είχε περάσει πρώτος τον Αχέροντα. Λίγο πριν φύγει από τον εδώ κόσμο, η Ζωή τον Δημήτρη ζητούσε και στο παραλήρημά της αποκρινόταν σ΄ ένα δικό τους διάλογο που μόνο εκείνη συμμετείχε από τους ζωντανούς. Καθόταν εκεί δίπλα της, -έλεγε τις στιγμές που επικοινωνούσε με το περιβάλλον και τους δικούς της που είχαν μαζευτεί τριγύρω της-, και την περίμενε να νιώσει εκείνη έτοιμη να ξεκινήσει το καινούριο ταξίδι. Στο μεταξύ τα δυο αδέλφια έλεγαν τα δικά τους, από τα παιδικά χρόνια μέχρι τα γηρατειά της... Στα έντεκά της βοήθησε την μάνα της να ξεγεννήσει τον μικρότερο αδελφό, μα κανείς δεν ρώτησε την κοπελίτσα που μόλις έμπαινε στην εφηβεία, τι σήμαινε γι΄ αυτήν ο μικρότερος αδελφός.

Για τον Ανέστη, ο δεύτερος γιος, ο Δημήτρης, ήταν ένα ακόμα αγόρι που λαχταρούσε να αποκτήσει. Είχαν περάσει οι δύσκολες εποχές και έγνοιες για το μέλλον -που πολλές στιγμές ήταν αβέβαιο και ασταθές οικονομικά. Τούτη η εποχή ήταν γεμάτη υποσχέσεις και προοπτικές και ο καινούριος γιος ήταν ‘παιδί με προοπτικές’. Ο Λάμπρος, ο πρώτος γιος ήρθε σ΄ εκείνες τις ‘δύσκολες εποχές’, και ο χαρακτήρας του λες και είχε κλέψει στοιχεία αβεβαιότητας, και σιωπής. Μεγάλωνε χωρίς να αγαπήσει τους γύρω του, χωρίς συναισθηματικό δέσιμο με ανθρώπους και ζώα, χωρίς να λέει πολλά, προσπαθώντας να περάσει απαρατήρητος, σιωπηλός και ύπουλος. Ο Λάμπρος ‘αγόραζε και δεν πούλαγε’ κουβέντες, καταγράφοντας στο μυαλό του και τις παραμικρές λεπτομέρειες που κάποτε θα χρησιμοποιούσε προς όφελός του ή εναντίον σ΄ όποιον τολμούσε να βρεθεί στον δρόμο του. Όλοι όσοι έτυχαν στο διάβα της ζωής του πήραν το μερτικό τους από την κακία του, όλους τους πλήρωσε μ΄ αυτή την έλλειψη ν΄ αγαπήσει.

Για την Ειρήνη η γέννηση του Δημήτρη ήταν ακόμα μια απόδειξη αγάπης και σεβασμού για τον άντρα της. Δυο φορές το είχε αποδείξει η Ειρήνη, -με δυο γιους-, γιατί η γέννα μιας κόρης ήταν πάντα μπελάς και ‘φύραμα’, όπως έλεγαν οι παλιότεροι. Τι ήταν η γυναίκα εκείνη την εποχή πιότερο από ένα ‘θηλυκό πράγμα’ χρήσιμο για την ανδροκρατούμενη κοινωνία; Μια μηχανή ήταν για να γεννοβολάει γιους-απογόνους και κόρες που με την σειρά τους θα συνέχιζαν το είδος και την γενιά του άντρα που θα τις παντρεύονταν; Κορίτσι ήταν η Ζωή, αντικείμενο, έπιπλο του σπιτιού. Θα μαγείρευε, θα έπλενε, θα σφουγγάριζε, θα υπέκυπτε στις ορέξεις του αρσενικού, -κάποτε και του πεθερού εν γνώσει του ίδιου της του συζύγου που σιωπηλά δεχόταν την επιβολή ιδιοκτησίας του κυρίαρχου αρσενικού της οικογένειας-, και θα μεγάλωνε γιους ίδιους με τον άντρα της και κόρες ίδιες μ΄ εκείνη. Κορίτσι ίσον μπελάς και έγνοια από την στιγμή της γέννησης για τον πατέρα, που έπρεπε να την προικίσει για να την ‘ξεφορτωθεί’ κάποια στιγμή απ΄ την καμπούρα του, γιατί το χειρότερο ήταν να σου ξεμείνει κόρη γεροντοκόρη στο σπιτικό σου.
Η Ειρήνη ήταν από τις τυχερές εκείνες γυναίκες που την είδε μια και μοναδική φορά στο χωριό της ο Ανέστης που γνώριζε τον μεγαλύτερο αδελφό της, του άρεσε, και την στεφανώθηκε την επόμενη Κυριακή στο χωριό του. Την μέρα του γάμου της η Ειρήνη γνώρισε τους υπόλοιπους συγγενείς. Πραγματικά τυχερή γυναίκα η Ειρήνη, γιατί ούτε ο άντρας της, ούτε οι δικοί του χειροδίκησαν, όπως κακοποιούσαν πολλές άλλες γυναίκες της εποχής της οι συγγενείς τους. Σιγά-σιγά οι ‘δικοί’ του έγιναν και δικοί της συγγενείς, αίμα της, οικογένειά της, αλλά όπως είπαμε η Ειρήνη ήταν πραγματικά μια τυχερή γυναίκα. Η κόρη της όμως ποια τύχη θα είχε; Η Ειρήνη δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις πως ο κόσμος θα άλλαζε και το θηλυκό φύλλο θα αποκτούσε τον σεβασμό του αρσενικού που δεν ήθελε να χάσει τα προνόμια της εξουσίας πάνω στην ζωή και τον θάνατο των ‘κατώτερων’ πλασμάτων όπως είναι η γυναίκα.
Το άλλο της παιδί ήταν ο Λάμπρος. Αναρωτιόταν από που πήρε αυτό το παιδί τόσα ...προτερήματα! Ύπουλος και εσωστρεφής, μια οχιά που έφτυνε δηλητήριο σε ότι ζωντανό ήταν κοντά του. Την μέρα των έκτων γενεθλίων του, πήγε στον κήπο, το καμάρι της Ζωής, και ξερίζωσε όλα τα λουλούδια, γιατί το σπίτι ήταν δικό του, αυτός ήταν ο αρσενικός κληρονόμος του Ανέστη κι εκείνη δεν είχε δικαιώματα ούτε λουλούδια να σπείρει.
- Εσύ από τα ‘πατρικά’ δεν θα πάρεις τίποτα, ούτε σπιθαμή για τον τάφο σου. Ότι αγγίζω είναι δικό μου, ότι βλέπω είναι δικό μου, κι όπου απλώνεται το χέρι και το μάτι μου πάλι δικό μου θα γίνεται. Σ΄ ότι ανασαίνω πάνω του μου ανήκει, κι ότι η βούλησή μου ορέγεται μην τολμήσεις να το ζητήσεις.
Κι έτσι όπως είπε ο Λάμπρος στα έξι του, έτσι έζησε, κατά πως είπε έπραξε κι άρπαξε. Το μεγαλύτερό του ελάττωμα όμως δεν ήταν που δεν είχε αισθήματα και αυτό που οι Αρχαίοι ονόμαζαν ‘ήθος’, μα το ότι ακόμα κι αν τα είχε κανείς δεν τα είδε, σε κανένα δεν επέτρεψε να αγγίξει την ψυχή του αυτό το πλάσμα. Γελούσε και έκλαιγε κατά τις περιστάσεις, όταν και όσο έπρεπε και θεωρούσε σωστό και πρέπον εκείνος. Πάνω απ΄ όλους και όλα, γονείς, γυναίκες, παιδιά, και εγγόνια έβαζε τον εαυτό του. Ίσως τελικά να μην είναι αλήθεια πως ο Λάμπρος δεν αγάπησε ποτέ κανέναν. Αγάπησε τον εαυτό του, αγάπησε τον Λάμπρο με όλη την δύναμη της ύπαρξης του.

Ο Δημήτρης άνοιξε καινούριο κεφάλαιο στην ιστορία της οικογένειας. Γεννήθηκε και όλοι, -ή σχεδόν όλοι-, τον αγάπησαν γιατί ο μεγαλύτερος αδελφός τον είδε σαν αντίπαλο και διεκδικητή της πατρικής περιουσίας. Ο Ανέστης το αγάπησε πολύ το στερνοπαίδι του, που μεγάλωνε και γινόταν ένα χαρούμενο και καλόβουλο αντράκι, που όλο γελούσε κι έπαιζε κι ορμούσε σε όποια αγκαλιά βρισκόταν ανοιχτή. Η Ειρήνη το αγάπησε πολύ το μικρό της παλικάρι για την έμφυτη ευγένεια και την αρχοντική του συμπεριφορά. Όσο για την Ζωή, ο μικρότερος αδελφός της ήταν το τελευταίο ‘παιχνίδι’ πριν την εφηβεία, και ο πρώτος της ‘γιος’ πριν να αποκτήσει τους δικούς της.

No comments: