7. ΄Ονειρα και στάχτες -- β. Δύσκολα χρόνια

Ο Λάμπρος τα είχε όλα δικά του, κι ολοδικά του. Ζώα, χωράφια, πατρικό σπίτι, και ρευστό καλά κρυμμένο. Ήταν το αδιαμφισβήτητο αφεντικό της οικογένειας, ήταν ο βασιλιάς του κόσμου του, όσο μικρός κι αν ήταν ο κόσμος που μπορούσε να διαφεντέψει σε σύγκριση με το Σύμπαν. Δεν είχε αυταπάτες ο Λάμπρος. Δεν ήθελε να γίνει ο βασιλιάς του κόσμου όλου, αλλά ήθελε ότι όριζε σαν ιδιοκτησία του, είτε έμβιο είτε όχι, να το ελέγχει απόλυτα. Η λέξη που τον καθόριζε ήταν το πρώτο κτητικό ‘μου’: Η ζωή μου, η οικογένειά μου, η περιουσία μου. Και το απύθμενο πάθος του ήταν όποιο ‘σου’ και ‘του’ αντίκριζε και ορεγόταν να τα προσεταιριστεί στο προσωπικό του ‘μου’!
Αν κάποιος μελετούσε τον χαρακτήρα και την συμπεριφορά του θα έβρισκε και κάποια θετικά στον χωρίς αισθήματα για τον άνθρωπο Λάμπρο. Ήταν δουλευταράς, μέχρι τα βαθιά του γεράματα ξυπνούσε πριν χαράξει, και όλη του η μέρα ήταν δουλιά στα χωράφια, στα μποστάνια, στα μελίσσια, στην μεγάλη αυλή του πατρικού. Ποτέ του δεν παραπονέθηκε πως κουράστηκε δουλεύοντας, κι αν η μέρα είχε πιότερες ώρες με κάτι θα είχε να ασχοληθεί και να δουλέψει ο Λάμπρος. Κι όμως, η γη ‘του’, τον τιμώρησε για την αδικία που έκανε στους δικούς του ανθρώπους. Φαίνεται πως τούτος ο πλανήτης που εμείς οι μικροί με το πεπερασμένο μυαλό μας θεωρούμε ένα βράχο, είναι πιο σοφός και δίκαιος από τα ανθρώπινα πλάσματα που νομίζουν πως τον κατέχουν.
Όσο ο Λάμπρος ίδρωνε και πότιζε μ’ αυτό τον ιδρώτα την γη, τόσο αυτή τον τιμωρούσε γεννώντας αγκάθια και ζιζάνια, καταστρέφοντας τις σοδειές του και αφήνοντας τα ζώα του πεινασμένα. Ήρθαν μέρες δύσκολες, χρόνια δύσκολα, μα εκείνου δεν του πέρασε ποτέ απ’ τον νου πως τούτο ήταν ένα σημάδι θεϊκής τιμωρίας. Κατά την άποψή του ο Θεός δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τα δικά του προβλήματα επιβίωσης, και εκείνος δεν είχε ούτε τον χρόνο ούτε την γνώση να ασχοληθεί με θεούς και διαβόλους. Αυτά ήταν ‘χωράφια’ των γραμματιζούμενων που είχαν πρωί-μεσημέρι-βράδυ την μούρη τους χωμένη σε βιβλία σαν τον μικρόν τον αλλοπαρμένο τον αδελφό του, ή εκείνων που έτρεχαν στις εκκλησιές και προσευχόταν ψιθυριστά ψάχνοντας παρηγοριά σαν την αλαφροΐσκιωτη την μάνα του. Κάθονται όλοι και φιλοσοφούν και αναζητούν αλήθειες και αγάπες. Τίποτα απ’ την ζωή δεν έχουν καταλάβει όλοι αυτοί οι αεριτζήδες. Η μόνη αλήθεια είσαι εσύ ο ίδιος, εσύ ο εαυτός σου. Η μόνη αγάπη που μπορείς να δώσεις είναι ο ιδρώτας σου να διαπερνά και να τρέφει τους κόπους σου για να σου δώσει καρπούς φτιαγμένους απ’ τα υγρά της ύπαρξης σου. Η μόνη αγάπη που μπορείς να πάρεις, είναι ότι δούλεψες να το δεις να θεριεύει για να σου δώσει τον επιούσιο.
Αν τότε, εκείνα τα χρόνια ο Λάμπρος είχε μιλήσει στον πατέρα του και του είχε εξηγήσει την κοσμοθεωρία του, ίσως πολλά να είχαν αλλάξει, ίσως και τίποτα. Αλλά ο Λάμπρος ήταν τόσο πολύ σίγουρος πως κανείς άλλος δεν θα τον καταλάβαινε εκτός απ’ τον εαυτό του, που άφησε και τα πιστεύω του και τον εαυτό του αμπαρωμένο στο ίδιο του το εγώ. Δεν ένιωσε ποτέ την ανάγκη να μοιραστεί ούτε σκέψεις, ούτε όνειρα, ούτε συναισθήματα. Ήταν αυτός που ήταν, του άρεσε αυτό που ήταν, και το μοιραζόταν με τον εαυτό του που δεν θα τον πρόδινε ποτέ.

Όταν του προξένεψαν την Χρύσα την μοναχοκόρη του Καλλίγερου, μόνο που δεν έβαλε τα γέλια. Όμορφη δεν ήταν, μια ασθματικιά, ατσούμπαλη, και άχαρη μεγαλοκοπέλα ήταν, που ήταν και τρία χρόνια μεγαλύτερή του. Χάρισμα ουδέν! Και όντως, η Χρύσα δεν είχε κανένα εξωτερικό χάρισμα που θα την έκανε έστω και συμπαθητική για να τραβήξει το βλέμμα κάποιου άνδρα να την διαλέξει για σύντροφό του. Ο πατέρας της με το που ξεπετάχτηκε λιγάκι το μοναχοπαίδι του, έκατσε και υπολόγισε τα υπέρ και τα κατά της υπόθεσης. Γαμπρός που να την αγαπήσει δύσκολα θα βρισκόταν, γαμπρός που θα την έπαιρνε για την προίκα της δεν ήταν δύσκολο να βρεθεί. Επειδή ο Κώστας ο Καλλίγερος όσο κι αν έβλεπε τα τρωτά της εμφάνισης της κόρης του, την είχε σπλάχνο και μοναχοπαίδι και την αγαπούσε, αποφάσισε πως θα την πάντρευε με κάποιον που δεν θα κακοπερνούσε μαζί του τουλάχιστον. Μίλησε με κάνα δυο γνωστούς, έταξε πουγκιά με λίρες στις προξενήτρες, και περίμενε να του φέρουν τον κατάλληλο γαμπρό. Αυτό που γύρευε ήταν κάποιο εργατικό φτωχόπαιδο, χωρίς πάθη που θα κατέστρεφαν το γάμο του, και που θα ήταν πρόθυμος να φορτωθεί δια βίου την Χρύσα. Όταν λοιπόν μια προξενήτρα σκέφτηκε πως ο Λάμπρος ο Θέος ήταν η εικόνα του ιδανικού γαμπρού και το ανέφερε στον Κώστα, εκείνος φρόντισε να πληροφορηθεί το ποιόν του πιθανού μελλοντικού γαμπρού. Σαν έμεινε ευχαριστημένος μ΄ αυτά που του είπαν, φώναξε την προξενήτρα στο γραφείο του.
-Κυρά, εγώ τον διάλεξα τον γαμπρό για την κόρη μου. Φρόντισε να μου τον φέρεις στο πιάτο. Πενήντα λίρες τώρα στο χέρι, κι άλλες πενήντα στα στέφανα.

Η ‘βόλτα’, στην κεντρική πλατεία της πόλης, -σε άλλες περιοχές ονομαζόταν ‘περατζάδα’-, ήταν το κατ’ εξοχή κοινωνικό γεγονός κυρίως τα Σαββατοκύριακα, που ήταν και πιο επίσημες μέρες. Δυο ανθρώπινα κύματα, το δεξί να ανεβαίνει και το αριστερό να κατεβαίνει, κατέκλυζαν με το που σουρούπωνε τον χώρο. Και εκεί, σαν η μια παρέα συναντούσε μια άλλη με συγγενείς, φίλους, ή γνωστούς σταματούσαν στην μέση και άρχιζαν το κουβεντολόι. Οι υπόλοιπες παρέες τους περνοδιάβαιναν, κι αν ήταν και κείνοι γνωστοί κοντοστέκονταν να χαιρετήσουν. Το τυπικό σε τέτοιες περιστάσεις ήταν πως αν η καινούρια ομάδα ήταν καλοδεχούμενη να μοιραστεί την κουβεντούλα και τα κουτσομπολιά, όλο και κάποιος από τον ‘πυρήνα’ θα τους έλεγε «Καλέ που πάτε έτσι βιαστικά και μας αφήνετε μόνους; Δεν λέμε και κανένα μυστικό, για τον τάδε που έκανε το δείνα στον κείνονα λέγαμε!» Αν πάλι ο πυρήνας δεν ήθελε να μοιραστεί τα κουτσομπολιά, γιατί κακά τα ψέματα αυτά ήταν πάντα το θέμα, έπεφτε μια επιδεικτική βουβαμάρα και αμηχανία μετά τις πρώτες χαιρετούρες, σημάδι πως οι καινούριοι έπρεπε να αποχωρήσουν. Πολλές φορές μετά την ‘κοινωνική κριτική’ την προσφιλή ενασχόληση του πυρήνα, οι δυο ομάδες αποφάσιζαν πως «αχ! Τι καλά που βρεθήκαμε και τα είπαμε καλέ» και χωρίζοντας και πάλι στις δυο ή τρεις αρχικές ομάδες συνέχιζαν την βόλτα τους χωριστά. Άλλες φορές πάλι αποφάσιζαν πως οι κυρίες και τα παιδιά θα συνέχιζαν μαζί και οι κύριοι θα σχημάτιζαν μια δεύτερη ομάδα να βολτάρουν και να πούνε τα δικά τους. Οι ομάδες χώριζαν ξανά αφού έδιναν ραντεβού πως μετά από τρεις ή τέσσερις βόλτες, -κάθε βόλτα σήμαινε ένα ανέβασμα και ένα κατέβασμα της πλατείας- θα συναντιόντουσαν και πάλι να αποφασίσουν τι θα κάμουν. Ανάλογα με το τι ρευστό υπήρχε στον προϋπολογισμό της κάθε οικογένειας ή θα επέστρεφαν τιτιβίζοντας στην εστία, ή θα καθόταν στα μαγαζιά τριγύρω στην πλατεία.
Γύρω απ την πλατεία υπήρχαν φαγάδικα, γιαουρτάδικα και ζαχαροπλαστεία, και αν ο καιρός το επέτρεπε οι καταστηματάρχες έστρωναν τραπέζια και καρέκλες για τους πελάτες που μετά του τερπνού, είχαν και το ωφέλιμο, την θέα των δυο ανθρωπο-κυμάτων που ανεβοκατέβαιναν στην κεντρική πλατεία. Στις γωνίες της πλατείας οι μικροπωλητές που έψηναν κάστανα και ρόκες στην φουφού έκαναν χρυσές δουλειές.
Μόνο που δεν γέλασε ο Λάμπρος σαν βγήκε Κυριακή βράδυ να δει στην βόλτα την υποψήφια νύφη. Η όλη τελετουργία όταν το προξενιό το ξεκινούσε ο πεθερός είχε κανόνες απαραβίαστους. Ο γαμπρός και η προξενήτρα έβγαιναν την προκαθορισμένη ώρα στην κεντρική πλατεία της πόλης. Ο ‘υποψήφιος’ φορούσε κόκκινο γαρούφαλο στο πέτο του καλύτερου του κουστουμιού και κορδωτός σαν γύφτικο σκεπάρνι χαμογελούσε δεξιά και ζερβά χαιρετώντας συγγενείς και γνωστούς κρατώντας αγκαζέ την προξενήτρα. Με το που ‘έσκαγε μύτη’ κουστουμιά με κόκκινο γαρίφαλο στην ‘βόλτα’, όλη η πόλη τους έπαιρνε ξοπίσω να μαντέψει ποια θα είναι η ‘υποψήφια’ και να κάνει κριτική αν το ζευγάρι ήταν ταιριαστό. Υπήρχαν τρόποι που πεπειραμένοι στην ‘μαντεψιά’ έκοβαν την υποψήφια πριν καν πλησιάσει. Συνήθως η ‘νύφη’ ήταν καλοντυμένη και καλοβαλμένη πιότερο απ’ το συνηθισμένο. Άλλο ένα στοιχείο που βοηθούσε στην μαντεψιά ήταν και το αφηρημένο και γεμάτο προσδοκία ταυτόχρονα ύφος της κοπέλας που κρατώντας σφιχτά αγκαζέ τον πατέρα ή τον μεγαλύτερο αδελφό σε μια προσπάθεια να κρύψει τον άκρατο πανικό και την πανικόβλητη κραυγή του μυαλού της «αχ! ας είναι ωραίος σαν τον πρίγκιπα του παραμυθιού, κι αν δεν είναι μην με δώσεις πατέρα!» Το αν ακολουθούσε ή όχι αρραβώνας και γάμος και πάλι είχε το τυπικό του. Στο πρώτο ανέβασμα ο γαμπρός έβλεπε την νύφη. Αν δεν του άρεσε καθόλου, αυτό ήταν και τέλειωσε. Αν ήθελε να το ξανασκεφτεί, ή να την ξαναδεί άλλη μια φορά του δινόταν η ευκαιρία στο κατέβασμα. Αν τελικά αποφάσιζε πως «δεν βαριέσαι αδελφέ, η προίκα που έχει θα τις καλύψει τις μικροατέλειες», υποψήφιος και προξενήτρα χαμογελούσαν από μακριά στον πατέρα της υποψήφιας, -συνήθως της προξενήτρας γελούσαν ακόμα και τα μουστάκια της- και σταματούσαν να συστήσει η προξενήτρα τον γαμπρό στον πατέρα της νύφης πρώτα, στους αδελφούς της ή τους θείους μετά, και τελευταία σ’ εκείνη της οποίας το υπόλοιπο της ζωής της είχε αποφασιστεί απ’ όλους τους υπόλοιπους εκτός από την ίδια...
-Λοιπόν, τι λες κύριε Λάμπρο, θα το προχωρήσουμε το θέμα; ρώτησε όλο λαχτάρα η προξενήτρα. Αυτό είναι το κορίτσι, καλό, ηθικό, και υπάκουο. Δεν λέμε ότι είναι και κούκλα, αλλά έχει σκελετό για να σου γεννήσει γερά παιδιά. Χώρια που τέτοια προίκα που τάζει ο Κωσταντής, -τι λέω προίκα καλέ εγώ η χαζή σάμπως έχει κι άλλον εκτός από την Χρύσα να τον κληρονομήσει τον άνθρωπο-, ισάξια σ’ όλη την πόλη δεν έχει δώσει κανείς άλλος πατέρας.
-Λέω να το προχωρήσουμε κυρά Δήμητρα…
Στο δεύτερο ανέβασμα ο Λάμπρος και η προξενήτρα χαμογελώντας κοντοστάθηκαν πλησιάζοντας την παρέα της υποψήφιας νύφης. Χαμογέλασε και ο Κώστας ο Καλλίγερος, και οι δυο παρέες στάθηκαν στην μέση της βόλτας. Οι παρέες που τους είχαν πάρει στο κατόπι καθυστέρησαν τον βηματισμό όσο πιο πολύ μπορούσαν μήπως και πιάσουν τις πρώτες κουβέντες που θα αντάλλασσαν πεθερός και γαμπρός.
Δεν είναι και άσχημος σκέφτηκε η Χρύσα, φαίνεται του έταξε πολλά ο πατέρας. Το χαμόγελό του όμως είναι προσποιητό, ψεύτικο. Το πρόσωπό του δείχνει άνθρωπο κλεισμένο στον εαυτό του, εσωστρεφή. Πολλές μάχες θα δώσω μέχρι να κερδίσω τον πόλεμο…
Η Χρύσα Καλλίγερου, που έγινε Χρύσα Θέου, δεν ήταν η ομορφότερη γυναίκα της πόλης. Ούτε οι ίδιοι της οι γονείς όμως δεν ήξεραν πόσο έξυπνη ήταν. Μιας και δεν τους ενδιέφεραν τα ενδιαφέροντα της κόρη τους πίστευαν πως σαν γινόταν σύζυγος και μάνα δεν θα είχε χρόνο να ασχοληθεί με την αγαπημένη της, και τόσο άχρηστη εδώ που τα λέμε, ενασχόλησή της με τα βιβλία και τις τέχνες. Άκου εκεί ακόμα και τώρα σε ηλικία γάμου, γυναίκα πράμα, στην εποχή μας να τρέχει να αγοράζει βιβλία... Ήθελε να βγάλει όλο το δημοτικό, άντε της το κάναμε το χατίρι, την αφήσαμε να δώσει εξετάσεις για το γυμνάσιο, έτσι για να μην το στενοχωρήσουμε το παιδί, πέρασε πρώτη, μπράβο της μας έκανε περήφανους, μα τι ήταν και κείνο που τραβήξαμε όλο το καλοκαίρι να θέλει να πάει στο γυμνάσιο από Σεπτέμβρη! Θεός φυλάξει, μας έσωσε ο Παντοδύναμος από τέτοια ρεζιλίκια.

Ο Λάμπρος με την Χρύσα απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Την Ειρήνη-Χριστίνα που γεννήθηκε ανήμερα τα Χριστούγεννα και επέμενε η μάνα της να πάρει δυο ονόματα.
-Για το καλό και την πρωτιά Λάμπρο μου, λέω να πάρει το όνομα της μάνας σου και το όνομα της γιορτινής τούτης μέρας που γεννήθηκε το σπλάχνο μας.
«Δεν βαριέσαι, ας πάρει και εκατό», σκέφτηκε ο πατέρας του νεογέννητου, «εμένα μην με πολυσκοτίζετε μόνο, να έχω χρόνο να τρέχω στις δουλειές μου.»
-Ότι πεις εσύ κυρά Χρύσα, εσύ κουράστηκες να την γεννήσεις, εσύ θα κουραστείς να την μαλώνεις με δυο ονόματα.
Ακολούθησαν η Νίκη, ο Ανέστης, και η Χαρά. «Καλά να είναι τα κορίτσια μου, και βγήκαν και όμορφα τα άτιμα, ποιόν έμοιασαν, που και γω κι η μάνα τους τέτοια όνειρα δεν κάναμε; Καλά να ΄ναι οι κόρες μου σε καλά χέρια θα πέσουν με την περιουσία έχω και να τα προικίσω. Αλλά ο γιος, ο Ανέστης μου, είναι ο συνεχιστής του ονόματός μου», κόρδωνε ο Λάμπρος. «Αχ ο Ανέστης μου ο πουτσαράς μου, που θα μου γεννήσει Λάμπρους, κι εκείνοι Ανέστηδες, και το ‘Θεέικο’ θα βασιλεύει στους αιώνες τους άπαντες!»

Ο Ανέστης, ο μοναχογιός του Λάμπρου, ένας τρυφερός, ευαίσθητος, και καλλιεργημένος άνθρωπος, ο πολυαγαπημένος ξάδελφος της Ειρήνης. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει την μάνα του, που βοήθησε τον γιο της να καταλάβει την διαφορετικότητα του και να αποδεχτεί την ομοφυλοφιλική του υπόσταση. Ο Ανέστης Θέος, διάσημος Έλληνας ζωγράφος του εικοστού αιώνα, και θεατρικός σκηνογράφος, φίλος και προστατευόμενος της Αθηνάς Δημητρίου, της ‘αρτίστας’, -ίσως της πιο γνωστής Ελληνίδας ηθοποιού ανά την υφήλιο-, αδελφής της Νανάς, της μητέρας της Ειρήνης Δημητρίου.

No comments: