11. Αντίσταση -- α. Ντεμέτριο – Σάντρο Καλαμπρέζε

Ο Σάντρο Καλαμπρέζε ήταν πιο κοντά στο στερεότυπο του Ιταλού που κίνησε για τον πόλεμο. Ήταν «κιθαροπλάτης»! Έτσι αποκαλούσαν ειρωνικά τους Ιταλούς που κίνησαν για τον πόλεμο με μια κιθάρα στην πλάτη. Να ήταν η άγνοια των κινδύνων του πολέμου, η υπέρμετρη σιγουριά πως οι λαοί θα υποκλινόταν στις Ιταλικές στρατιές, ή μια παθητική αντίσταση στο φασιστικό καθεστώς, κανείς δεν ξέρει...
Ο Σάντρο μόλις είχε τελειώσει τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Βενετίας στο τμήμα Καλών Τεχνών, αποφάσισε να επισκεφτεί την Ελλάδα. Έζησε στην Αθήνα και την Κρήτη σχεδόν δύο χρόνια και δεν θα γύριζε στην Βιτσέντσα, την πατρίδα του, αν δεν λάμβανε το γράμμα της μητέρας του, που του ανακοίνωνε την κακή υγεία του πατέρα. Επέστρεψε με βαθιά καρδιά και ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση κατασκευής πήλινων. Αργά το βράδυ ο Σάντρο γυρίζοντας στο σπίτι έπιανε την κιθάρα του κι έπαιζε διάφορα τραγούδια που του ζητούσαν οι αδελφές του, τελειώνοντας σχεδόν κάθε φορά «μ’ εκείνα τα ωραία τα Ελληνικά» που έμαθε στην ξένη χώρα. Μόνο που για τον Σάντρο η Ελλάδα δεν ήταν ούτε ξένη, ούτε μακρινή. Τον επισκεπτόταν συχνά στα όνειρά του, σαν φίλη αγαπημένη. Όμως μιας κι ήταν ο μόνος γιος με πέντε αδελφές, που άλλες ήταν της παντρειάς κι άλλες ακόμα μαθήτριες, είχε την υποχρέωση πρώτα να τις αποκαταστήσει, να φροντίζει την σωστή λειτουργία της επιχείρησης, να προσέχει τους γονείς του… Μέρα με την μέρα το όνειρο της επιστροφής στην Ελλάδα ξεθώριαζε στο φως της σκληρής πραγματικότητας. Σιγά-σιγά άρχισε να ξεχνά τα Ελληνικά που είχε μάθει και όταν ήταν μόνος του μιλούσε στον εαυτό του στην γλώσσα που αγάπησε κι ύστερα του απαντούσε και πάλι στα Ελληνικά.
Ο Σάντρο είχε από μικρό παιδί αυτή την συνήθεια. Μιλούσε στον εαυτό του. Η μητέρα του κλασική, θρησκευόμενη Καθολική εξομολογήθηκε την ...αμαρτία του πρωτότοκου στον ιερέα της Ενορίας, φοβούμενη πως το παιδί είχε δαιμόνια μέσα του. Για καλή τύχη του μικρού Σάντρο ο καλός ιερέας μετά από δυο-τρεις επισκέψεις στο σπίτι των Καλαμπρέζε αποφάνθηκε πως, απλώς το καημένο το αγόρι ανάμεσα σε τόσα θηλυκά, μόνο με τον εαυτό του μπορούσε να επικοινωνήσει και τελικά δεν ήταν και τόσο κακό να λέει κανείς δυνατά τις σκέψεις του. Έτσι, ο Σάντρο συνέχισε την προσφιλή του συνήθεια που την ανέπτυσσε ιδιαίτερα σε εποχές που ένιωθε να πιέζεται κοινωνικά ή συναισθηματικά. Τελικά το γεγονός έγινε αποδεκτό απ’ όλους και σε λίγο καιρό κανείς δεν του έδινε σημασία. Κι εκεί που δεν περίμενε πια να συμβεί κάτι συνταρακτικό που θ’ άλλαζε την πορεία της ζωής του και θα τον έστελνε πίσω στην Ελλάδα, βρέθηκε φαντάρος να πολεμά εναντίον της χώρας που αγαπούσε. Η αλήθεια είναι πως ο Σάντρο Καλαμπρέζε έβγαλε τον πόλεμο χωρίς να ρίξει ούτε μια σφαίρα. Πάντα στην τελευταία σειρά στις επιθέσεις και στην πρώτη στις υποχωρήσεις. Δεν ήταν δειλός, ίσα-ίσα που με την ζωή του απέδειξε πόσο γενναίος μπορεί να γίνει ένας άνθρωπος για να υπερασπίσει τις ιδέες και τα ιδανικά του. Ήξερε όμως πως η πατρίδα του έκανε επιθετικό και επεκτατικό πόλεμο κάτω από φασιστική διακυβέρνηση και σ’ ένα κουβεντολόϊ με τον εαυτό του, αποφάσισε πως δεν είχε καμιά διάθεση να συμμετέχει σε τέτοιο εξευτελισμό.
Ο Σάντρο βρέθηκε στην πόλη που ζούσε ο Δημήτρης Θέος σαν ...κατακτητής στον στρατό κατοχής. Δεν ήξερε κανείς πως καταλάβαινε την γλώσσα κι έτσι συχνά καθόταν στο καφενείο της κεντρικής πλατείας με τα σύνεργα της ζωγραφικής απλωμένα μπροστά του, σκιτσάροντας την Ελληνική επαρχία, που τόσο αγαπούσε. Κι όμως η Ελλάδα τού σήμερα σε τίποτα δεν θύμιζε την Ελλάδα που είχε κρατήσει μέσα του. Δεν άκουγε γέλια και τραγούδια. Δεν υπήρχε χαρά, ούτε στα πρόσωπα, ούτε στην φύση. Αυτή η Ελλάδα ήταν ξένη, μια Ελλάδα που μύριζε πόνο. Κι ύστερα κάποια στιγμή άκουσε να μιλούν για τους αντάρτες στα βουνά. Πήρε την κιθάρα του, τα σύνεργα ζωγραφικής, χοντρά ρούχα και κίνησε να γίνει ...αντάρτης! Ήθελε την Ελλάδα του, έτσι όπως την ήξερε, έτσι όπως την έζησε. Γι’ αυτή την Ελλάδα πολεμούσαν οι αντάρτες, γι’ αυτή θα γινόταν αντάρτης! Όταν όμως βρέθηκε μπρος σε πραγματικούς αντάρτες τα χρειάστηκε. Μόλις είχε φτάσει σ’ ένα χωριό, στην πλαγιά του βουνού και πετάχτηκαν καμιά δεκαριά γύρω του. Ζεμένοι τ’ άρματα, μακρυμάλληδες γενειοφόροι με άγριες φάτσες, σκοτεινές. Τον έσυραν στο «παντοπωλείον του Λεφτέρη» κι έκλεισαν τις πόρτες. Κάποιοι βγήκαν περιπολία μήπως τον ακολουθούσε μάχιμος στρατός. Για κάποιο παράξενο λόγο δεν τόλμησε να μιλήσει Ελληνικά. Η φιλοξενία περιλάμβανε νερό, ξερό ψωμί και ...σφαλιάρες, πολλές σφαλιάρες για την ακρίβεια. Την τρίτη μέρα, τον έδεσαν πίσω από ένα γαϊδούρι και κίνησαν για το κρησφύγετό τους. Ο Σάντρο βρισκόταν κάτω από τεράστια ψυχολογική πίεση και κατά την προσφιλή του συνήθεια έπιασε κουβέντα με τον εαυτό του.
- Άσχημα τα πράγματα, Σάντρο…
- Λες, ε;…
- Άσχημα κι επικίνδυνα…
- Αυτό τώρα γιατί το λες;
- Κοίτα, ούτε τα μάτια μας έδεσαν, ούτε τους ενδιαφέρει αν κοιτώ γύρω μας. Δεν τους ενδιαφέρει, γιατί δεν θα μπορέσουμε να γυρίσουμε πίσω ξανά. Μην με ρωτήσεις γιατί…
- Γιατί;
- Βλάκας είσαι;
- Γιατί;
- Γιατί θα μας σκοτώσουν, ηλίθιε!
- Λες;
- Άντε παράτα με. Μια ζωή μαζί μου εσύ και η βλακεία σου!
- Μα εγώ είμαι εσύ…
- Λάθος, εσύ δεν είσαι, δεν υπάρχεις, εγώ υπάρχω.
- Μα έχω φωνή, μ’ ακούμε, μου μιλάς.
- Πνίξου! Δεν υπάρχεις και σε λίγο δεν θα υπάρχω κι εγώ. Τέλος!
- …Σάντρο;… Σάντρο;… Σάντρο;… Καλά, όταν σου περάσουν τα νεύρα θα τα ξαναπούμε…
Οι αντάρτες είχαν πάθει σοκ! Ήταν γνωστό ότι οι Ιταλοί δεν ήταν στα συγκαλά τους. Αυτός όμως ήταν ο πιο τρελός από τους τρελούς. Τι έλεγε, κανείς δεν καταλάβαινε, όμως αυτός εδώ μιλούσε στον εαυτό του, κι ύστερα απαντούσε!
Έφτασαν στην κορυφή αργά την νύχτα, μετά από κουραστική πεζοπορία. Ο Σάντρο ήταν σίγουρος πως θα πέθαινε, όταν θα έφταναν, όπου ήταν να φτάσουν. Η αλήθεια όμως ήταν τελείως διαφορετική. Όσοι Ιταλοί έφευγαν από τον στρατό και πιάνονταν αιχμάλωτοι, γινόταν «υπηρέτες» στα χωριά, μιας και οι άντρες έφευγαν στα βουνά αντάρτες. Είχαν μια σχετική ελευθερία, τους πρόσεχε συνήθως κάποιο παιδί ή καμιά μαυροντυμένη γριά, οπλισμένοι με τσουγκράνα ή τσάπα. Έκαναν όλες τις αντρικές δουλειές, έκοβαν ξύλα για τον χειμώνα, όργωναν, πότιζαν. Όταν λοιπόν βρέθηκε μπρος στον Δημήτρη Θέο με μια σπρωξιά, -«αυτός είναι ο αρχηγός» σκέφτηκε «και του φαίνεται»-, άρχισε να κάνει την προσευχή του δυνατά. Ο Δημήτρης περίμενε τον Σάντρο να τελειώσει κοιτώντας τον αυστηρά.
- Amen, πρόσθεσε στο τέλος.
- Λοιπόν τι καλό έχεις να μας πεις, σινιόρε;
- Io sono un povero italiano amico (είμαι ένας κακομοίρης Ιταλός φίλος).
- Αυτά μας τα είπαν κι άλλοι. Χορτάσαμε φιλίες…
- Io voglio stare qui con voi… (εγώ θέλω να μείνω εδώ μαζί σας…).
Κάποιοι προσπαθούσαν να μεταφράσουν με τα λίγα Ιταλικά που καταλάβαιναν.
- Io sono un artista, non amo la guerra…
- Καλά, είσαστε με τα καλά σας, τι μου τον φέρατε εδώ πάνω; Την «νάνα» στους Ιταλούς θα κάνουμε; Γιατί δεν τον αφήνατε «υπηρέτη» στο χωριό;
- Χρειαζόμαστε μάγειρα, ο Θοδωρής τραυματίστηκε, δεν τα βγάζει πέρα μόνος του.
- Ωραία, μου φέρατε έναν Ιταλό να μας δηλητηριάσει. Κρατήστε τον μακριά από μανιτάρια, τα μάτια σου δεκατέσσερα Θοδωρή τι βάζει για μαγείρεμα. Άκου Ιταλό για μάγειρα, άκου Ιταλό. Είστε τρελοί, μωρέ; Πώς σε λένε σινιόρε-βάσανο;
- Sandro Calabrese, agli ordini Signiore-Principe! (Σάντρο Καλαμπρέζε, στις διαταγές σας κύριε Πρίγκηπα).
- Με κοροϊδεύεις κι από πάνω, ε; Κιθαρο-πλάτη, κομψευόμενε, ούτε την θέση που σου έταξε η πατρίδα σου δεν τίμησες! Πάρτε από μπροστά μου αυτό το πράγμα, ευτυχώς που όλοι τους έτσι είναι, ήρωες της δεκάρας…
Ο Σάντρο έπρεπε να μιλήσει Ελληνικά. Ο Δημήτρης πρόσβαλε και αυτόν και όσους δεν πίστευαν σ’ αυτό τον άσχημο πόλεμο.
- Η πατρίδα μου δεν μου ’ταξε να πολεμώ όσους αγάπησα. Η πατρίδα είναι ιδανικό και την αγαπώ όσο εσύ την δική σου. Εσύ υπερασπίζεσαι τα ιδανικά σου πολεμώντας, κι εγώ τα δικά μου εγκαταλείποντας την θέση που μ’ ανάγκασε να υποκλιθώ σ’ ένα δικτατορικό σύστημα. Εσύ τι θα ’κανες αν ήσουν εγώ; Ακόμα κι εμείς, οι Ιταλοί, -βρωμο-ιταλοί, μακαρονάδες, έτσι δεν μας λέτε;- έχουμε και τιμή και αξιοπρέπεια. Εγώ δεν έφυγα από την πόλη για να μαγειρεύω για τους αντάρτες, αλλά να πολεμήσω τους Γερμανούς. Γιατί η Ελλάδα που μυρίζει πόνο αντί αγιόκλημα, δεν είναι η Ελλάδα που αγάπησα.
Έτσι, ο Σάντρο Καλαμπρέζε μπήκε στο Αντάρτικο, σαν βοηθός-μάγειρας και περιστασιακός χαρτογράφος. Όπλα όμως δεν του εμπιστευόταν κανείς. Ο ελεύθερος χρόνος που είχε ήταν ατέλειωτος. Άρχισε να φουρνίζει ψωμί που έμοιαζε με αστεία πρόσωπα ή ζώα. Οι σύντροφοί του γελούσαν και πήρε θάρρος. Οι επόμενες φραντζόλες ήταν καρικατούρες του Θοδωρή του μάγειρα, του Κώστα του Ιωάννου, ακόμα και του ίδιου του Δημήτρη. Ενός Δημήτρη αυστηρού, θυμωμένου, που μόλις είδε τον εαυτό του-ψωμί έβαλε τα γέλια.
- Έτσι με βλέπεις, Σάντρο;
- Το κακό δεν είναι πως σε βλέπω εγώ, το κακό είναι πως εσύ αναγνώρισες τον εαυτό σου σ’ αυτό το κακομούτσουνο κατασκεύασμα. Κι όσο περνά ο καιρός, η ψυχή του γίνεται δική σου. Πότε γέλασες για τελευταία φορά; Ε; Κύριε Πρίγκιπα;
Ο Δημήτρης θυμήθηκε τα παιδικά του χρόνια, τότε που ήταν πρίγκιπας στις καρδιές των αγαπημένων του. Ο Κώστας θυμήθηκε την στιγμή που η Ζωή, η αδελφή του, τον είχε αποκαλέσει «πρίγκιπα» μέσα στην εκκλησία. Ο Κώστας θυμήθηκε κι εκείνο τον κατακόκκινο σταυρό που είχε σχηματιστεί πίσω από το παιδί που έμοιαζε καρφωμένο πάνω του, μα προτίμησε να μην το αναφέρει. Κι έτσι έμεινε ο τίτλος στον Δημήτρη: Ο Καπετάν Πρίγκιπας.
Κάπως έτσι ξεκίνησε και η φιλία του Σάντρο με τον Δημήτρη. Μόνο που η καριέρα του Ιταλού ...εξελίχθηκε σύντομα.
Είχαν κατεβεί σ’ ένα χωριό στην πλαγιά, γιατί τους είχε τελειώσει το αλεύρι. Οι Γερμανοί δεν είχαν ανεβεί ποτέ τόσο ψηλά. Όμως, μετά την θυσία των αδελφών Δέση, οι Γερμανοί ήθελαν να διαλύσουν τους αντάρτες. Είχαν πέντε μέρες στο χωριό. Είχαν σκοτώσει όλα τ’ αγόρια, -τρία νεογέννητα και οκτώ ακόμη, το μεγαλύτερο δεκάχρονο. Είχαν βιάσει και σκοτώσει δυο κορίτσια και τον Ιταλό υπηρέτη. Και περίμεναν τους αντάρτες. Πρώτος μπήκε στο χωριό ο Θοδωρής ο μάγειρας και τον ακολουθούσε ο Σάντρο. Ήταν μια ομάδα από δώδεκα άτομα, απροετοίμαστοι για ότι θα συνέβαινε. Τον πρώτο που σκότωσαν οι Γερμανοί ήταν ο Θοδωρής, δέκα μέτρα μακριά απ’ το πατρικό του. Ο Σάντρο με το που άκουσε την πρώτη σφαίρα, έπεσε στο χώμα. Δίπλα του βρέθηκε το όπλο του μάγειρα. Το άρπαξε, κρύφτηκε πίσω από ένα σπίτι κι άρχισε να πυροβολεί. Για πρώτη φορά από τότε που σύρθηκε σ’ αυτό τον πόλεμο ο Σάντρο δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει από τους πρώτους. Δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει με τίποτα, ακόμα κι αν σκοτωνόταν. Ο ξαφνικός ηρωισμός του έσωσε τους υπόλοιπους. Έγινε μάχη πραγματική και οι Γερμανοί που υποτίθεται ότι είχαν το χαρτί του αιφνιδιασμού, βρέθηκαν κυκλωμένοι από αποφασισμένους αντάρτες.
Μετά απ’ αυτό, ο Σάντρο απέκτησε τον τίτλο του αντάρτη και τον σεβασμό των συναγωνιστών του. Τον αποκαλούσαν σύντροφε-Σάντρο, αλλά εξακολουθούσαν να μην κατανοούν την ανάγκη του να μιλά με τον εαυτό του, παρ’ όλο που κανείς δεν γέλασε ξανά όταν τον έβλεπαν σε πλήρη ανάπτυξη διαλόγου με τον εαυτό του. Και πως μπορούσαν να το κάνουν όταν η υπόλοιπη ζωή του ήταν γεμάτη μικρότερες ή μεγαλύτερες πράξεις ηρωισμού; Όχι μόνο κατά την διάρκεια του πολέμου και του αντάρτικου, αλλά και μετά όταν αποφάσισε να μείνει για πάντα στην Ελλάδα, παίρνοντας Ελληνική υπηκοότητα σε εποχές ταραγμένες όταν οι αριστεροί αντάρτες δεν είχαν και εύκολη ζωή στην Ελλάδα. Ακόμα πιο δύσκολη ήταν η επιβίωση ενός Ιταλού αριστερού και πρώην αντάρτη. Όμως ο Σάντρο ήταν αγωνιστής κι αντάρτης σε κάθε κατεστημένο, ήταν ένας γνήσιος ονειροπόλος και όταν ακολούθησε την κλίση του, την γλυπτική και την κατασκευή ομοιωμάτων από πηλό, έγινε ευτυχισμένος και πετυχημένος. Παντρεύτηκε ένα καλό κορίτσι από μια γειτονική πόλη, που την γνώρισε λίγο μετά αφού εγκαταστάθηκε στην πόλη μας, όταν ήρθε να δουλέψει σαν δασκάλα. Απέκτησαν πέντε παιδιά, τρία αγόρια και δυο κόρες, πολλά εγγόνια και ευτύχησαν να δουν δισέγγονα.
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μετά από πάνω από είκοσι χρόνια πολιτικά ανενεργός, ο Σάντρο έβαλε υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος. Πήγε μια ωραία μέρα στο κόμμα, το οποίο είχε αποποιηθεί την ημέρα της κηδείας του «πρίγκιπά» του, άγγιξε το χερούλι της εισόδου κι ένιωσε ν’ανατριχιάζει ολόκληρος. Έκανε να γυρίσει να φύγει, μέτρησε από μέσα του μέχρι το δέκα περιμένοντας τους χτύπους της καρδιάς του να επανέλθουν στο κανονικό, και άνοιξε την πόρτα. Μερικοί νεαροί, που τον ήξεραν περισσότερο από τις διηγήσεις των παλιών και των γέρων, έμειναν εκεί, αποσβολωμένοι να τον κοιτούν. Τους χαμογέλασε, ίσως να υπήρχε και λίγο κοροϊδία σ’ εκείνο το στραβό χαμόγελο, έβγαλε το καπελάκι του, το πέταξε, στέλνοντάς το να κρεμαστεί στον καλόγερο με χάρη, πλησίασε τον πιο νεαρό τόσο κοντά που σχεδόν τα σώματά τους άγγιξαν και είπε χαμηλόφωνα: «Φέρε μου τον υπεύθυνο του καταστήματος!» Ο νεαρός ανοιγόκλεισε τα μάτια απορημένος, τον κοίταξε στα μάτια και είδε πολλά εκεί μέσα. Έτρεξε σ’ ένα άλλο δωμάτιο, παρασέρνοντας μια καρέκλα, σκοντάφτοντας σε κάποιο γραφείο… Σχεδόν αμέσως εμφανίστηκε ο ‘υπεύθυνος’. Παλιός συμπολεμιστής και φίλος, μα είχαν δύο δεκαετίες να μιλήσουν αν και έμεναν στην ίδια πόλη, σε κοντινές γειτονιές. Αναμετρήθηκαν κοιτώντας σιωπηλά ο ένας τον άλλο. Μετά, ο Γιάννης Βασιλείου τον πλησίασε και τον αγκάλιασε δακρυσμένος.
- Αδελφέ μου, Σάντρο!... Ακόμα μιλάς με τον εαυτό σου μαθαίνω…
- Σήμερα το πρωί έσπασα κάθε προσωπικό ρεκόρ! Μέχρι που με βαρέθηκαν όλοι και με πέταξαν με τις κλωτσιές απ’ το σπίτι. Με απείλησαν ότι γίνομαι επικίνδυνος και θα με πάνε σε ψυχίατρο. Άκου ψυχίατρο… Αντί να με μιμηθούν να τα πουν λιγάκι με την άλλη τους περσόνα… Ο κόσμος έπαψε να έχει φαντασία Γιάννη… Έχω να σου μιλήσω όμως, πάμε να τα πούμε κάπου ήσυχα.
Έτσι πήγαν στο άλλο δωμάτιο και τα είπαν, για να λέμε και του στραβού το δίκιο ο Σάντρο είπε την πρότασή του και ο Γιάννης την μετέφερε εκεί που έπρεπε. Στις δημοτικές εκλογές που έγιναν σε ένα εξάμηνο ο Σάντρο ήταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος σαν ανεξάρτητος συνεργαζόμενος, έτσι όπως είχε προτείνει στο κόμμα μιας και το να ενταχθεί στο κόμμα το «άφηνε παγερά αδιάφορο» όπως δήλωσε. Στην πρώτη συνεδρίαση μετά τις δημοτικές εκλογές, έβγαλε τα γυαλιά του, τα ακούμπησε στο τραπέζι, έσπρωξε τα χαρτιά που ήταν μπρος του και έκανε την μία και μοναδική πρότασή του σαν δημοτικός σύμβουλος. Φυσικά η πρότασή του ψηφίστηκε ομόφωνα, αφού αυτός ήταν και ο μοναδικός όρος που έθεσε για να συνεργαστεί.
Τριάντα χρόνια μετά τον θάνατό του, η πόλη τίμησε τον Δημήτρη Θέο, τον καπετάν-Πρίγκιπα στήνοντάς του ανδριάντα στην κεντρική πλατεία. Την επόμενη μέρα ο Σάντρο παρέδωσε την παραίτησή στον έκπληκτο δήμαρχο. Του χτύπησε φιλικά την πλάτη: Είσαι σπουδαίο παλικάρι, του είπε, και τολμηρό, έκλεισες ένα κεφάλαιο ντροπής. Κοίτα εσύ κι όσοι είναι μαζί σου να δουλέψετε με σεβασμό στην μνήμη όσων πέθαναν για να γεννηθείτε εσείς. Την ευχή μου να ’χεις… Φόρεσε το καπελάκι του, ακούμπησε τ’ ακροδάχτυλα στο γείσο σε χαιρετισμό και άνοιξε την πόρτα του γραφείου του δημάρχου να φύγει. Κάτι πήγε να του πει εκείνος, μα ένιωσε πως ότι κι αν ήταν, θα ’ταν κατώτερο του μεγαλείου του γέρου αντάρτη. Κάθισε στην καρέκλα του, λες και είχε ξαφνικά βαρύνει ο κόσμος στις πλάτες του, ακούμπησε την πλάτη και το κεφάλι στην πολυθρόνα, έκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε. Τριάντα χρόνια πριν κάποιος (ή κάποιοι;) είχαν απαγορέψει τους συντρόφους του καπετάν-Πρίγκηπα να τον αποχαιρετήσουν την μέρα της κηδείας του. Θυμήθηκε τον πατέρα του να του διηγείται την ιστορία.
- «Πέθανε κατά τις δυο το μεσημέρι… Το μάθαμε από έναν γιατρό που τηλεφώνησε κάποιον δικό μας… Έκλαψα για τον καπετάνιο μου, μα κι αυτό στα κρυφά… Πήγα και κλείστηκα στο μπάνιο κι έκλαιγα κρυφά, σαράντα τόσο χρονών άνδρας. Ένιωσα τόση ντροπή για την μικροψυχία μου… Ήξερα πως ήταν άρρωστος και πέθαινε… και δεν πήγα να τον δω έστω και μια φορά. Δεν ήταν ο φόβος πως θα με μπαγλάρωναν αν πήγαινα να τον δω, να θυμηθούμε τα νιάτα μας… Ήταν ο φόβος του τι θα ’λεγαν οι σύντροφοι στο κόμμα… Ο φόβος μην βρεθώ στην θέση του, μόνος, χωρίς συντρόφους, να παλεύω μόνος όπως έκανε κι αυτός τόσα χρόνια. Και πάλι όμως δεν θα ’ταν η ίδια μοναξιά. Δεν ήμασταν εμείς που τον είχαμε διαγράψει, ήταν εκείνος που διέγραψε όλους εμάς από την ζωή του… Και για να κάνεις κάτι τέτοιο, έπρεπε να ’σαι άντρας… Κι εγώ εκείνη την στιγμή που το συνειδητοποίησα κλαίγοντας κλειδωμένος στο μπάνιο, ένιωσα ένα ταπεινό τίποτα παγιδευμένο στις φοβίες του. Αναρωτιέμαι ακόμα πως ένας αντάρτης οδηγείται στο ταπεινό τίποτα γιε μου… Σε κάνα-δυο ώρες ήρθε και το ‘φιρμάνι’: “Κανείς στην κηδεία αύριο!” Υπήρχε και δικαιολογία, πως τάχα οι ασφαλίτες θα την παρακολουθούσαν και θα ’χαμε μπλεξίματα. Λες και δεν μας ήξεραν, λες και δεν μας παρακολουθούσαν. Μα ήταν ‘φιρμάνι’ κι εγώ δεν ήμουν πια άντρας… Από κείνη την μέρα αποφάσισα να κάνω εσένα τουλάχιστον να δεις τον κόσμο έτσι όπως πραγματικά πορεύεται… Στην κηδεία πήγε μόνον ο Καλαμπρέζε, αψηφώντας τις ‘οδηγίες προς ναυτιλωμένους’. Έτσι κι αλλιώς ο Σάντρο ήταν διαφορετικός. Ο μόνος από μας που συνέχιζε να έχει απροκάλυπτα, προκλητικά θα έλεγα, σχέσεις μαζί του. Πήγαινε στο γραφείο του καπετάνιου, βόλταραν μαζί στην κεντρική πλατεία τα απογεύματα του Σαββάτου… Κανείς όμως δεν τολμούσε να του πει κουβέντα. Μια φορά είχε τολμήσει κάποιος από τα κεντρικά να του κάνει μια φιλική, συντροφική σύσταση. Τον πήρε ο διάολος και τον σήκωσε… Δεν τόλμησε ο ‘κεντρικός’ να βγάλει άχνα, σαν άρχισε ο Σάντρο να πετάει κεραυνούς σε Ελληνικά και Ιταλιάνικα… Μόνον ο Σάντρο πήγε στην κηδεία κι ένας δικός μας ασημάδευτος (που κανείς δεν ήξερε που ανήκε πολιτικά, αλλά με σκοπό να παρατηρεί και να δίνει πληροφορίες για τα συμβάντα μόνο σε δύο υψηλόβαθμους). Στην κηδεία ο Σάντρο αποχαιρέτησε τον καπετάνιο μας, έτσι όπως του έπρεπε, και μας αποκήρυξε… Ένας Θεός ξέρει που βρήκε εκείνο το χαρτί της ντροπής, «την δήλωση μεταμέλειας και εξυγίανσης». Το συμπλήρωσε, το υπέγραψε και το παρέδωσε σε έναν έκπληκτο ασφαλίτη που παρακολουθούσε την κηδεία για λόγους …τάξης και ασφάλειας…».
Ο δήμαρχος χαμογέλασε άλλη μια φορά σκουπίζοντας τα δάκρυά του. Όλα είναι κύκλος, ψιθύρισε, κι αν κάποιος δεν τον κλείσει, το σύμπαν συνωμοτεί να φέρει την ουρά του φιδιού στο στόμα του…

Ο Σάντρο Καλαμπρέζε δεν πρόφτασε να δει τον καινούριο αιώνα. Πάντα το ’λεγε πως ήθελε να πεθάνει τον ίδιο αιώνα που γεννήθηκε. Δεν προηγήθηκε κάποια αρρώστια, απλά ένα πρωινό δήλωσε στην οικογένειά του, -που ήταν τόσο μεγάλη όσο ένα μικρό χωριό-, πως εκείνη την μέρα θα πέθαινε. Μιας όμως και ήταν γνωστό πως ήταν ένας γερο-ιδιόρρυθμος, και παρά το προχωρημένο της ηλικίας του υγιέστατος, το θεώρησαν άλλη μια από τις παραξενιές του. Έτσι σαν τον είδαν να φορά το λευκό λινό κουστούμι του, το ασορτί καπελάκι και να στηρίζεται στο καλόγουστο μπαστούνι του με την φιλντισένια λαβή και να ετοιμάζεται για περίπατο με τον αγαπημένο του δωδεκάχρονο εγγονό, τον πιο μικρό, χαμογέλασαν ανακουφισμένοι. Ο Αλεσάντρο Καλαμπρέζε και ο εγγονός του ο Αλέξης, επισκέφτηκαν πρώτα το νεκροταφείο. «Να πάμε να ξεχορταριάσουμε τον τάφο της γιαγιάς…» Μόνο που με τόσα παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα ο τάφος δεν πρόφταινε ποτέ να χορταριάσει, όλο και κάποιος την επισκεπτόταν να της πει δυο κουβέντες και να της ανάψει το καντηλάκι της. Εκείνη την μέρα ο γέρος ζήτησε να μείνει μόνος με την «γριούλα» του. Ο Αλέξης τον είδε να μιλά ώρα πολύ τον παππού του, όρθιο, κοιτώντας με αγάπη την φωτογραφία της αγαπημένης του συζύγου. Μετά πλησίασε τον εγγονό ευδιάθετος «πάμε να σε κεράσω πορτοκαλάδα». Πήγαν στην κεντρική πλατεία και κάθισαν στο μοναδικό καφενείο -«οι καφετέριες είναι για χλεχλέδες, όχι για άντρες»- έλεγε πάντα στους γιους και τους εγγονούς του. Έβαλε έτσι την καρέκλα του που να βλέπει απέναντί του το άγαλμα του καπετάνιου του. Ο Σάντρο επισκεπτόταν σπάνια την Ιταλία μιας και είχαν χαλαρώσει οι δεσμοί του με τους εκεί συγγενείς είχε όμως κρατήσει μια πολύ Ιταλική συνήθεια: τον Ιταλικό καφέ. Δεν χρειαζόταν καν να παραγγείλει. Με το που τον έβλεπε ο «καφενετζής» να πλησιάζει, κατέβαζε ένα φλιτζάνι από την εξάδα που του ’χε φέρει ο ιδιόρρυθμος αλλά γλυκύτατος πελάτης και φώναζε: «Έτοιμος σε δύο λεπτά κυρ-Σάντρο». Σε δυο λεπτά έφτανε ο «ντόππιο» στο φλιτζάνι που είχε ζωγραφισμένο ένα κάστρο κι έγραφε «saluti da Vicenza» (χαιρετισμούς από την Βιτσέντσα) κι ένα ποτήρι παγωμένο νερό, νερό παγωμένο χειμώνα-καλοκαίρι. Αυτά τα έξι φλιτζάνια τα ’χε φτιάξει με τα χέρια του, τα ’χε «γεννήσει» για να θυμάται την καταγωγή του. Καθένα είχε ένα όνομα γραμμένο στον εσωτερικό πάτο, τα ονόματα των πέντε παιδιών και της γυναίκας του. Κάθε φορά ο καφετζής, «καφενετζής» κατά τον Σάντρο, χρησιμοποιούσε διαφορετικό φλιτζάνι και κάθε φορά ο Σάντρο χαμογελούσε και του ’λεγε «α! σήμερα θα πιω στην υγειά του Χρίστου μου!» (ή «της Μαρίας που ’χει τ’ όνομα της μάνας μου της συγχωρεμένης»). Τα έξι φλιτζάνια ήταν ολόιδια, ο καφετζής κι άλλοι περίεργοι προσπάθησαν να βρουν κάποια διαφορά μάταια. Κάποιες φορές τον ρώτησε «μα πως ξεχωρίζεις ποιο είναι ποιο, σινιόρ-Σάντρο;» Τότε ο ιδιόρρυθμος Ιταλός χαμογελούσε μ’ έναν πονηρά-αθώο τρόπο και δήθεν έκπληκτος ρωτούσε: «Εσύ δεν αναγνωρίζεις από μακριά την οικογένειά σου; Θέλεις να δεις ταυτότητα για να καλημερίσεις τα παιδιά σου;» Δεν είπε ποτέ σε κανένα πως αναγνώριζε τα φλιτζάνια, πέθανε και πήρε το μυστικό μαζί του... Εκείνη την μέρα ήταν το φλιτζάνι του Βαγγέλη του δεύτερου γιου. Ο γέρος σήκωσε το φλιτζάνι κάνοντας την κίνηση «εις υγείαν» προς την κατεύθυνση του αγάλματος. Έμεινε στο καφενείο με τον εγγονό μέχρι αργά το μεσημέρι και του είπε πολλά. Μετά, «ώρα να πάμε σπίτι» είπε και σηκώθηκε, «προχώρα εσύ και φτάνω ξωπίσω σου, να πω κάτι του καπετάνιου μου». Μιας και το κουβεντολόι με τον καπετάνιο, -το άγαλμα της κεντρικής πλατείας-, ήταν ένα συχνό φαινόμενο που δεν παραξένευε κανέναν πια στην πόλη, ο εγγονός τον άφησε και κίνησε για το σπίτι. Λίγο πριν στρίψει στην γωνία, γύρισε να δει τον παππού του. Το άγαλμα ήταν στηριγμένο πάνω σ’ ένα βάθρο από δύο επίπεδα, δύο σκαλιά. Ο Σάντρο είχε σηκώσει το δεξί πόδι στο δεύτερο σκαλί, είχε βγάλει το λευκό καπέλο και κοιτούσε ψηλά, κατάματα τον καπετάνιο του. Δεν έβγαζε κουβέντα από το στόμα, αλλά κάθε πόρος του σώματός του επικοινωνούσε με το άψυχο μάρμαρο. Φόρεσε το καπέλο και πάλι, ακούμπησε το γείσο με τα ακροδάχτυλα σε κίνηση χαιρετισμού και στηριγμένος στο κομψό με τη φιλντισένια λαβή μπαστούνι ξεκίνησε για το σπίτι του.
Έφαγε ελαφρά, αστειευόμενος με όλους. Αν και πάντα ήταν τρυφερός, εκείνη την μέρα ήταν διπλάσια στοργικός. Μετά το μεσημεριανό φαγητό πήρε μια παγωμένη λεμονάδα και κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα του στην αυλή του σπιτιού. Εκεί τον βρήκε ο Αλέξης την ώρα που σουρούπωνε. Ήταν ένα γλυκό ανοιξιάτικο απόγευμα. Κατά την προσφιλή του συνήθεια μιλούσε ...στον εαυτό του.
- …Κι όμως, Σάντρο, ζητήσαμε μια ζωή γεμάτη με χαρές κι αγάπες…
- …Και πόλεμο, και πόνο, και προδοσία…
- …Κι αγάπες σου λέω, κι έναν έρωτα μεγάλο. Πόσοι θνητοί αγάπησαν κι αγαπήθηκαν όσο εμείς; Χαρές μικρές και μεγάλες, πολύχρωμες όσο το χαμόγελο του πρώτου παιδιού, μυρωδάτες όσο το πρώτο χάδι της αγαπημένης δασκαλίτσας…
- …
- Δεν έχεις τίποτα να αντιτάξεις λοιπόν; Κατά βάθος συμφωνείς… Πάντα συμφωνούσες μαζί μου… Παραδέξου το… Δεν υπάρχεις, ποτέ δεν υπήρξες…
- …
Ο Σάντρο γύρισε προς την μεριά του Αλέξη. Χαμογέλασε με θλίψη…
- Πέθανε πρώτος… Έπαψε, δεν τον ακούω πια. Έφυγε πρώτος ν’ ανοίξει τον δρόμο, να παραμερίσει τις κουρτίνες, να στρώσει το χαλί να περπατήσει η ψυχή μου γυμνή από σώμα.
Ο Σάντρο Καλαμπρέζε χαμογέλασε θλιμμένα κοιτώντας το άπειρο.
- «Παγερή η μοναξιά, σαν στιλέτο που σκίζει την καρδιά», ψιθύρισε με τον τρόπο που οι γριές μοιρολογήτρες ομοιοκαταληκτούσαν στην χώρα που τον γέννησε.
Ξάπλωσε το σώμα του στην κουνιστή πολυθρόνα. Έκλεισε τα μάτια και το χαμόγελο τώρα ήταν γεμάτο ευτυχία.
- Η ζωή είναι μια περιπέτεια, ένα ταξίδι που σε πάει αυτό όπου πρέπει, όταν τ’ αφήσεις να κυβερνήσει το καράβι σου χωρίς ενδοιασμούς. Διάβασα τόσα βιβλία κι άλλοι τόσοι άνθρωποι έγραψαν πανέμορφες ιστορίες. Κι όμως, κανείς τους δεν περιέγραψε μια ζωή τόσο γεμάτη, όσο η δική μου. Είμαι το πιο όμορφο βιβλίο που διάβασα… είπε.

Έκλεισε τα μάτια και χαμογέλασε... Χαμογελούσε στους αγαπημένους του νεκρούς που μαζεύτηκαν απόγευμα Πρωτομαγιάς στην αυλή του αρχοντικού των Καλαμπρέζε στην πόλη μας να του δείξουν «τον δρόμο». Αναστέναξε με ανακούφιση, ψιθύρισε τα ονόματα ολονών ένα-ένα, κι άπλωσε το χέρι σαν μικρό παιδί που αποζητάει εκείνο της μάνας του να στηριχτεί σαν είναι έτοιμο να κάνει το Πρώτο Βήμα...

No comments: