14. Προς το τέλος -- β. Οι κύριοι ‘Απέναντι’

Τετράδιο με μπλε σκληρό εξώφυλλο σελίδα δέκα. Στην πρώτη σειρά η ημερομηνία πάνω αριστερά, το όνομα της πόλης στην δεύτερη, και ακολουθεί η ακριβής ώρα, το όνομα του ξενοδοχείου, ο αριθμός του δωματίου.

Έχω ακούσει πολλά αστεία ή παράξενα επίθετα, αλλά το πιο περίεργο το είχαν οι στρατιές των κυρίων Απέναντι που έμεναν πότε ακριβώς απέναντί μας ή στις χειρότερες περιπτώσεις ένα-δυο σπίτια απόσταση από το δικό μας, αλλά πάντα απέναντι. Το σπίτι μας, εκείνο που θυμάμαι σαν δικό μας σπίτι όχι με ενοίκιο, ήταν στο τέταρτο τετράγωνο ενός κεντρικού δρόμου της πόλης που ξεκινούσε από την κεντρική πλατεία. Δεξιά κι αριστερά υπήρχαν δυο στενά δρομάκια που οδηγούσαν στην πίσω αυλή μας με τον χαμηλό ξύλινο φράχτη που πάνω του είχαν αναρριχηθεί αγιόκλημα και γιασεμί για να μας προστατεύουν από την περιέργεια των κυρίων Απέναντι. Το απέναντι σπίτι ανήκε στον φούρναρη τον κυρ-Κώστα και το νοίκιαζε στους κύριους Απέναντι που άλλοτε ήταν ‘μπεκιάρηδες’, -χωρίς οικογένεια- κι άλλοτε κουβαλούσαν γυναίκες, παιδιά σκυλιά και έπιπλα. Περίεργη ‘φάρα’ οι κύριοι Απέναντι, δεν μας μιλούσαν ποτέ, όχι όλη την γειτονιά, εμάς μόνο τον μπαμπά, την μαμά κι εμένα. Τους θυμάμαι όλους τους κυρίους Απέναντι κι εκείνους και τα παιδιά τους. Σαν άκρως κοινωνικό παιδί που ήμουν με όλους προσπάθησα να πιάσω φιλίες, αλλά κάθε προσπάθειά μου ήταν μάταια.

Ήταν Κυριακή πρωί τέλη Απρίλη. Ο καινούριος κύριος Απέναντι είχε ξεκινήσει την μετακόμιση από τα χαράματα. Ξύπνησα από γδούπους επίπλων από τον ουρανό του αυτοκινήτου στο έδαφος και πόρτες που ανοιγόκλειναν και φωνές παιδικές. Αχ τι ωραία, αχ τι καλά, ο καινούριος Απέναντι έχει παιδιά, όχι σαν τον προηγούμενο τον μαγκούφη! Χωρίς να τραβήξω τις κουρτίνες κοιτώ το απέναντι σπίτι. Αχά! Ωραίο αυτοκίνητο, πράσινο στο χρώμα της κάμπιας, και ο ήχος της κόρνας σαν βραχνιασμένη καρακάξα! Πριν προφτάσω να κουτρουβαλήσω στον κάτω όροφο η Απέναντι οικογένεια χώθηκε στο λαχανί αμάξι και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Ολη μέρα έφευγαν ‘άδειοι’ και γύριζαν με το αμάξι γεμάτο, στην αρχή με τα πιο ογκώδη έπιπλα και στην συνέχεια με ένα σωρό τσάντες και ρουχισμό και τεντζερέδες να χτυπούν γκλαν-γκλονγκ χαρούμενα. Εγώ είχα καθίσει στο πεζοδρόμιο και δεν έχανα την παραμικρή κίνηση της κόρης τους. Πρέπει να ήταν στην ηλικία μου, με μακριά ίσια ολόμαυρα μαλλιά δεμένα με μπλε φιόγκο ασορτί με το κοντό φορεματάκι της. Ήδη έκανα όνειρα για το πόσο καλές φίλες θα γινόμασταν και ήμουν απόλυτα σίγουρη πως αν προφταίναμε να μιλήσουμε μέχρι το σούρουπο που ξεκινούσαμε τα κυνηγητά και τα κρυφτά με την υπόλοιπη ‘μαρίδα’ της γειτονιάς, θα την παίρναμε στην ομάδα μας. Εμείς ήμασταν τα ‘γυφτάκια’, ενώ οι άλλοι με αρχηγό τον γιο του φούρναρη ήταν τα ‘σκατόπουλα’. Κάθε τόσο ξερόβηχα για να τραβήξω την προσοχή τους θέλοντας να δηλώσω: «Ει καλέ γειτόνοι, παιδί εδώ, ρίξτε και καμιά ματιά...» Εκείνοι όμως την δουλειά τους, δεν μπορεί να μην με είχαν δει να περιμένω ένα βλέμμα, ένα χαμόγελο, κάτι τέλος πάντων που να αναπτέρωνε τις ελπίδες μου. Ααααα! Έπρεπε να κάνω κάτι που να φαίνονται ξεκάθαρα οι προθέσεις μου. Για να δούμε τώρα που χαράζω γραμμές με την κόκκινη κιμωλία στο πεζοδρόμιο για να φτιάξω τα κουτιά για ‘κουτσό’ θα έχω την προσοχή σας; Βλέπετε τι ωραία ‘σινιαρισμένη’, σχεδόν οβάλ, πέτρα ΄πλακέ’ που έχω για την περίσταση μιας σοβαρής μονομαχίας στο κουτσό; Και ω του θαύματος, η καινούρια γειτόνισσα μου ρίχνει μια κλεφτή ματιά κι ένα κρυφό χαμόγελο! Μα το ήξερα εγώ, το ένιωθα πως εμείς οι δυο θα γίνουμε οι καλύτερες φιλενάδες! Θα είμαστε στην ίδια τάξη, θα καθόμαστε στο ίδιο θρανίο και θα χαχανίζουμε σαν χαζούλες όταν τα αγόρια θα μας κοιτούν με εκείνο το βλέμμα που όλα τα κορίτσια ξέρουμε τι σημαίνει μα κανένας δεν τολμά να πει. Και μετά στο δρόμο για το σπίτι περπατώντας η μια κολλημένη πάνω στην άλλη να λέμε με χαμηλή φωνή πως ο τάδε που τόσο πολύ γλυκούλης είναι, -καλέ τον είδες τι ποδήλατο καλό που κάνει;- με κοίταξε νομίζω με εκείνο το βλέμμα ξέρεις ποιό εσύ ε;
Η μέλλουσα καινούρια φιλενάδα μου με κοίταξε κλεφτά και μου έσκασε ένα δεύτερο αχνό χαμόγελο και αμέσως έσκυψε το κεφάλι της σημάδι πως οι γονείς της την είχαν προειδοποιήσει να αγνοήσει την παρουσία μου. Την Τρίτη φορά που με κρυφοκοίταξε δεν άντεξα, χαμογέλασα πλατιά και κούνησα σε φιλικό χαιρετισμό το χέρι για καλωσόρισμα. Το κοριτσάκι σταμάτησε να σέρνει προς την είσοδο του καινούριου της σπιτιού μια κούτα γεμάτη με παιδικά βιβλία και παραμύθια, και μου ανταπέδωσε την χαιρετούρα με ενθουσιασμό. Και τότε μας είδε ο μπαμπάς της ο κύριος Απέναντι και άστραψε και βρόντηξε. Άρπαξε βίαια το κοριτσάκι από το μανίκι και την έστρεψε προς το σπίτι γρυλίζοντας «Στο είπα, πολλά-πολλά με την απέναντι δεν θα έχεις, δεν στο είπα;». Ύστερα γύρισε προς το μέρος μου και με κοίταξε με βλέμμα φωτιά μέσα στα μάτια. Σήκωσε το δεξί χέρι στο ύψος του ώμου και με κλειστά τα υπόλοιπα δάχτυλα τέντωσε τον δείκτη απειλητικά προς το μέρος μου σκοπεύοντάς με ανάμεσα στα μάτια.

Οι κύριοι Απέναντι είχαν το ίδιο ωράριο με τον μπαμπά μου αν και ποτέ δεν ήξερα τι δουλιά κάνουν. Ο μπαμπάς έφευγε για το γραφείο του κάθε πρωί στις εφτά. Με το που ξεπόρτιζε ο μπαμπάς να και ο εκάστοτε κύριος Απέναντι έτοιμος να φύγει για την δική του. Το πρωί έφευγαν μπροστά ο μπαμπάς και ο κύριος Απέναντι μερικά βήματα ξοπίσω του, και όποτε γυρνούσε ο μπαμπάς να και ο κύριος Απέναντι μερικά βήματα πιο πίσω. Πάντα μερικά βήματα πιο πίσω, ποτέ μπροστά, λες και περίμεναν οι κύριοι Απέναντι τον μπαμπά μου να τον ακολουθήσουν στην καθημερινότητά του. Εκείνος πάλι δεν έδειχνε να ενοχλείται αν και καμιά φορά όταν είχε κέφια τους ‘έκανε γυμνάσια’ όπως έλεγε γελώντας στην μαμά. Συνήθως ο μπαμπάς είχε μεγάλα κέφια όταν κέρδιζε δύσκολες δίκες όπου «έβρισκε το δίκιο του ο φτωχός και απροστάτευτος από το αλήτο-κεφάλαιο κοσμάκης». Γυρνούσε σπίτι με ένα μεγάλο κουτί γλυκά, πάστες λευκές και σοκολάτας, κορμούς και κορνέ, οπωσδήποτε κάμποσα κωκ και μπόλικα καραμελωμένα σουδάκια, και χτυπούσε τα παντζούρια τα μισόκλειστα συνθηματικά, τρεις φορές με ελάχιστη παύση μεταξύ τους και τρεις με μεγαλύτερη. Αυτό σήμαινε πως σήμερα υπήρχε σημαντική δίκη και την κέρδισε ο φτωχούλης που υπερασπιζόταν ο μπαμπάς μου -που έτσι κι αλλιώς πάντα φτωχούληδες και αδικημένους αναλάμβανε. Με το που άκουγα το σύνθημα «γλυκάαα!» ούρλιαζα και ορμούσα να ανοίξω την κυρία είσοδο. Ορμούσα στην αγκαλιά του και σκαρφάλωνα πάνω του σαν μαϊμουδάκι αφρικάνικο. «Φρόνημα ξετρελαμένο μου τιγράκι» έκανε δήθεν παραπονιάρικα κι αρχίζαμε το να χορεύουμε σαν ‘αγριεμένοι ινδιάνοι’ γύρω από το τραπέζι της κουζίνας, άτσαλα στην αρχή και μετά μπροστά ο μπαμπάς πίσω εγώ και πιο πίσω η μαμά. Εκείνες τις μέρες που ο μπαμπάς είχε απίστευτα κέφια αφού τρώγαμε και καταβροχθίζαμε όσα γλυκά μπορούσε να ‘σκοτώσει’ ο καθ’ ένας μας, κι ήμασταν έτοιμοι να πέσουμε σαν ‘Πολικές Αρκούδες’ σε νάρκη, ξαφνικά χαμογελούσε με πονηρό ύφος και ρωτούσε αθώα: «Καλά εγώ δεν είχα φέρει ένα πακέτο τσιγάρα;» Χτυπούσε τις τσέπες του παντελονιού και ακόμα και αν έβρισκε τα τσιγάρα του συνέχιζε το θέατρο: «Βρε τιγράκι, μαζί με το σουδάκι το τελευταίο μήπως μάσησες και τον καπνό μου;» «Μπαμπά, μπαμπάκι, μπαμπακούλη, μπαμπακουλάκι τι λες τώρα;!» απαντούσα βαθιά δήθεν προσβεβλημένη. «Τότε τα ξέχασα στο γραφείο, έ Νανούλα τι λες και συ;» και πριν προφτάσει να απαντήσει η μαμά μου που είχε και κάποιο οίκτο για τους κύριους Απέναντι και συνήθως απαντούσε «Λέω να κάτσεις στα αυγά σου Δημήτρακη, άσε τον κοσμάκη να ξεκουραστεί, απ τα χαράματα στο πόδι, άνθρωποι είναι και αυτοί...» πεταγόταν όρθιος φορούσε το σακάκι βιαστικά και «πάω μέχρι την πλατεία να πάρω τσιγάρα!» και ορμούσε βιαστικά στον δρόμο. Και τότε άρχιζε το πανηγύρι! Να πετάγονται οι κύριοι Απέναντι στο κατόπι του σαν αλαφιασμένοι, άλλοτε με πιτζάμες και παντούφλες, άλλοτε με τα σώβρακα και φανελάκια ξυπόλυτοι να προφτάσουν να δουν που πάει ο πατέρας μου ντάλα μεσημέρι. Και εγώ με την μαμά να κοιτάμε από το παράθυρο της τραπεζαρίας τον μπαμπά μου μπροστά κορδωμένο σαν γύφτικο σκεπάρνι με κοροϊδευτικό-σαρκαστικό χαμόγελο και τον κύριο Απέναντι -με το μακαρόνι να κρέμεται ακόμα απ το στόμα- να τον ακολουθεί ασθμαίνοντας στο απέναντι πεζοδρόμιο. Και ξαφνικά ο μπαμπάς μου σταματούσε απότομα και έμενε σαν στήλη άλατος λες και του είχε έρθει επιφώτηση. Χτυπούσε τις τσέπες του σακακιού επιδεικτικά μετά του παντελονιού και σχεδόν πάντα έβγαζε θριαμβευτικά ένα γεμάτο πακέτο σέρτικα! Χαμογελούσε έβγαζε ένα και το άναβε στην μέση του δρόμου και έστριβε γυρνώντας στο σπίτι με βήμα αργό και βαριεστημένο αγνοώντας παντελώς την μέρα-νύχτα σκιά του. Με το που έμπαινε στο σπίτι χόρευε κοροϊδευτικά χαζογελώντας και μιμούμενος τον κύριο Απέναντι. «Βρε τον κακομοίρη τον ασφαλίτη πάλι στον ύπνο τον έπιασα, αλλά γι’ αυτό είμαι εγώ εδώ να τους εκπαιδεύω! Ξέρουν τα ‘αφεντικά’ τους και τους στέλνουν στον καλύτερο!» Κάποια στιγμή σταματούσε το γέλιο και η μελαγχολία έπαιρνε την θέση της ευφορίας. Τα μάτια του σκούραιναν και τα ύγραινε μια υποψία δακρύων λες και άγριες θύελλες είχαν σκεπάσει την ψυχή και το μυαλό του. Σερνόταν μέχρι τον καναπέ και μέσα από τις κουρτίνες ‘κοιτούσε’ τον αόρατο αλλά ‘πανταχού παρόντα’ δεσμοφύλακά του. «Φυλακή στα ξερονήσια του πόνου, φυλακή και στην πλαστή ελευθερία» σιγο-ψιθύριζε στον εαυτό του λες και μιλούσε σε κάποιον που είχε βολευτεί σε ένα ψέμα... «Με αφήνουν να ζω σε χρυσό κλουβί, μου χαϊδεύουν την πλάτη και κάπου-κάπου μ΄ αφήνουν να κερδίζω μια μικρή μάχη για να με τυφλώνουν και να μην βλέπω πως χάσαμε τον πόλεμο, χάσαμε την αξιοπρέπειά μας, χάσαμε το όνειρο...» Κι ύστερα τον έπιανε ο θυμός για τον εκάστοτε Απέναντι: «Τον άθλιο, πως τα βγάζει πέρα με την συνείδησή του, τι της λέει για να εφησυχάζετε, τι αξίες διδάσκει στα παιδιά του; Το καθίκι, τέτοια δουλιά που κάνει τα θέλει ο βρωμόκολός του!». «Επ!» τον μάλωνε χαϊδευτικά η μαμά μου, «για πρόσεξε το λεξιλόγιο μπροστά στο παιδί, κύριος!» Για λίγο καιρό σταματούσαν τα μαρτύρια των κυρίων Απέναντι, ο μπαμπάς μου πολεμούσε εντός του τις αλήθειες και τα φαντάσματα στις μοναχικές σκοτεινές γωνιές του μυαλού και της ψυχής του και μετά κόπαζαν οι θύελλες και τα μάτια του καθρέφτιζαν καλοσύνη και συμπόνια ακόμα και για το κακό...

Τετράδιο με μπλε σκληρό εξώφυλλο σελίδα δέκα-οκτώ. Στην πρώτη σειρά, πάνω αριστερά η ημερομηνία της μεθεπόμενης μέρας, το όνομα της ίδιας πόλης στην δεύτερη, και ακολουθεί η ακριβής ώρα, το όνομα του ξενοδοχείου, ο αριθμός του δωματίου.

Ήταν εκείνη η εποχή που η συνήθως ήσυχη πόλη μας άλλαζε, μυρίζει αγριάδα και μπουνίδι και αίμα και κύλισμα κορμιών που παλεύουν στους λασπωμένους δρόμους, ήταν η εποχή των εκλογών που είδα για πρώτη φορά στην ζωή μου πως λειτουργεί η τρομοκρατία σε συνδυασμό με την βία. Αφού ...αποκήρυξα την ΕΡΕ, -τελικά η μπλε μπογιά δεν ταίριαζε ούτε στα χρώματά μου ούτε στις αργότερα κοσμοθεωρίες, πιστεύω και αρχές μου- δεν είχα και πολλά να κάνω εκείνο το καλοκαίρι. Ανακάλυψα πως μου άρεσε το διάβασμα, ανακάλυψα επίσης πως μου άρεσε να φτιάχνω σενάρια στο μυαλό μου και να τα ‘παίζω’ μέσα μου, δημιουργώντας διαλόγους, ‘προβάροντάς’ τους μέσα μου με μοναδική ακροάτρια τον εαυτό μου. Στην αρχή ήταν ‘προχειροδουλειές’ ‘του μπουλουκιού να ενιάμερα’, όπως έλεγε η θεία Αθηνά όταν δεν της άρεσε πως έπαιζε στις πρόβες στο θέατρο μαλώνοντας τον ίδιο της τον εαυτό. Σιγά-σιγά και με μπόλικη εξάσκηση το ένιωθα πως γινόμουν καλύτερη. Όπως ήταν φυσικό χρειαζόμουν χώρο και χρόνο να αποσυρθώ στην εντός μου ‘σκηνή’, πράγμα που σήμαινε πως καθόμουν σαν ‘κατατονικό’ στο δωμάτιό μου κοιτώντας το άπειρο και το πουθενά με τα μάτια της ύλης, εξερευνώντας τις καλλιτεχνικές και δημιουργικές μου ικανότητες στην πραγματικότητα. Η καημένη η μάνα μου η Νανά με έψαχνε σε όλο το σπίτι, φώναζε το όνομά μου και απελπισμένη που δεν έδινα σημεία ζωής, μπούκαρε στο δωμάτιό μου, με έβλεπε να χαμογελώ ή να δακρύζω στο κενό ανάλογα με την σκηνή που ‘έπαιζα’ και δεν ήξερε τι να υποθέσει. «Α!» της αποκρινόταν πειραχτικά ο πατέρας μου, «όλα αυτά από το δικό σου το σόι τα έχει κληρονομήσει, εμείς είμαστε μυαλά απλοϊκά, δεν ‘καίμε λάδια’ εύκολα!»
Καλοκαίρι, απομεσήμερο, και βαριεστημάρα. Είχα ξαπλώσει φαρδιά-πλατιά στον καναπέ στο γραφείο του πατέρα μου με το παράθυρο ανοιχτό αλλά να με τις λευκές κεντητές κουρτίνες κλειστές να με προστατεύουν από τον καυτό ήλιο. Ζέστη και υγρασία, μάλλον θα τον έπαιρνα εκείνον τον υπνάκο που με συμβούλεψε η μαμά πριν πάει στο κομμωτήριο. Ο μπαμπάς είχε ήδη ξαπλώσει στο υπνοδωμάτιό τους στον πάνω όροφο και λαγοκοιμόταν. Μπα θα τα κλείσω τα παντζούρια τελικά να μετριάσει και η κάψα που έμπαινε απ το ανοιχτό παράθυρο. Την ώρα που πλησίαζα το παράθυρο άκουσα να στρίβει απ την γωνία η μηχανή κάνοντας διαβολεμένο θόρυβο. Βγάζοντας το κεφάλι να τραβήξω το αριστερό παντζούρι είδα τον οδηγό, τον κοίταξα και με κοίταξε. Κι ύστερα τον είδα να βγάζει κάτι από το σακάκι, -άκου σακάκι με τόση ζέστη- και περνώντας μπροστά απ το παράθυρο να τινάζει το δεξί χέρι και να πετά ένα αντικείμενο μέσα στο σπίτι αδιάφορος αν θα με χτυπούσε! Το βαρύ τούβλο πέρασε πάνω από το κεφάλι μου -που πρόφτασα να προστατεύσω σκύβοντας- και έπεσε στο γραφείο του πατέρα μου σπάζοντας το τζάμι. Κομμάτια πετάχτηκαν σε όλο το δωμάτιο, κομμάτια-λεπίδια που με χτύπησαν στα χέρια και στο σώμα. Άκουσα τον πατέρα μου να ουρλιάζει το όνομά μου κατεβαίνοντας τις εσωτερικές σκάλες. Δεν ένιωσα κανένα φόβο, μόνο θυμό ενάντια στον άνθρωπο που δεν είχε κανένα σεβασμό στην ιδιωτική ζωή μας και αδιαφορία για το γεγονός ότι μπορεί να είχε σκοτώσει ένα παιδί. «Εκεί», έδειξα στον πατέρα μου μιλώντας ψύχραιμα, «το πέταξε, τον είδα και με είδε, κι όμως το πέταξε. Δεν τον ενόχλησε ότι μπορεί και να με σκότωνε!». Οι γείτονες είχαν βγει στις αυλές, στα πεζοδρόμια, στον δρόμο και κοιτούσαν έντρομοι τον πατέρα μου να με κουβαλάει αιμόφυρτη στην αγκαλιά μέχρι το αυτοκίνητό μας. Η κυρά-Μαρία που έμενε στο διπλανό σπίτι μπήκε απρόσκλητη στο πίσω κάθισμα και άπλωσε τα χέρια στον πατέρα μου: «εγώ θα κρατάω το παιδί, εσύ οδήγα...» Ο άντρας της όρμησε με τις πιτζάμες στο δικό τους αυτοκίνητο και ξεκίνησε πρώτος κορνάροντας συνεχώς για να ελευθερώνει τους έτσι κι αλλιώς άδειους δρόμους μέχρι το νοσοκομείο. Η μητέρα μου έφτασε την ώρα που ξεκινούσαμε για το σπίτι. Αφού με καθάρισαν από τα θραύσματα που είχαν μπηχτεί στο σώμα μου απολυμαίνοντας μία-μία τις πληγές απαίτησα να επιστρέψω στο σπίτι αμέσως. Οι γείτονες βγήκαν πάλι στα πεζοδρόμια με το που είδαν τα δυο αυτοκίνητα να επιστρέφουν. Κοιτούσαν σιωπηλά την μητέρα μου να με κουβαλάει στο σπίτι. Ένας δρόμος γεμάτος θεατές και απόλυτη σιγή. Και ξαφνικά εκεί που είχαμε σχεδόν και οι τρεις μπει στο σπίτι μας ο πατέρας μου γύρισε και διέσχισε τον δρόμο. Πήδηξε τον φράχτη του απέναντι σπιτιού και με μια κλωτσιά έσπασε την ξύλινη είσοδο. Βγήκε σέρνοντας τον κύριο Απέναντι από το πουκάμισο. Τον πέταξε στην μέση του δρόμου λες και κουβαλούσε ένα άδειο σακί.
- Το βλέπεις εκείνο το παιδί το τραυματισμένο κερατά; Είναι το δεύτερο της μάνας της. Το πρώτο της το σκοτώσατε, φτάνει πια, φτάνει η βία, φτάνει η τρομοκρατία, φτάνει! Θα πας τώρα, τώρα καθίκι, μ΄ακούς, στ΄ αφεντικό σου και θα του πεις πως είπε ο Θέος πως αν συμβεί κάτι στην οικογένειά του ξανά θα δικά του τα παιδιά θα φτύσουν το γάλα που τους βύζαξε η μάνα τους πριν ξεψυχήσουν. Και μην τολμήσεις ούτε το βιός σου να γυρίσεις να μαζέψεις...
Κανείς δεν έβγαλε άχνα, απόλυτη σιωπή, ένοχη σιωπή.
- Αυτός είναι ο καθρέφτης σας απευθύνθηκε στον Κώστα τον φούρναρη. Το ίδιο άσχημος είσαι, τρυπωμένος σε υπόγεια και σκιές συνωμοτείς με τους όμοιούς σου και παίζεις στα ζάρια τις ζωές αθώων παιδιών! Εγώ είμαι το πρόβλημά σας, όχι το παιδί μου. Τι θα πεις στο δικό σου που κάθε βράδυ παίζουν παρέα ρε; «Την περιποιηθήκαμε την Ειρήνη του Θέου πασά μου, παιδί αριστερού είναι, δεν έχει τα ίδια δικαιώματα στην ζωή που έχεις εσύ.» Πως μπορείς και ξυπνάς κάθε πρωί μ΄ αυτό που νύχτα-μέρα θεριεύει μέσα σου;
Ήταν η τελευταία φορά που είδαμε τον συγκεκριμένο κύριο Απέναντι. Την επόμενη κάποιος άλλος ‘συνάδελφός’ πήρε την θέση του και άρχισε να παρακολουθεί κάθε κίνηση του πατέρα μου. Αυτός ο καινούριος που ήταν αρκετά νεότερος από τον προηγούμενο ήταν και ‘κορτάκιας’, «άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα» όπως άκουγα τους γονείς μου να λένε γελώντας με τα καμώματά του. Τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα έφερνε την ‘σταθερή’, και στα ενδιάμεσα όλο και κάποια καινούρια έσκαζε μύτη στην γειτονιά. Μετά από κανένα δεκάλεπτο που κατέφτανε η κοπελιά ακούγαμε τον Απέναντι να κλείνει τα παντζούρια του υπνοδωματίου. Το τρίξιμο του σκουριασμένου μάνταλου στο φουσκωμένο από την υγρασία του Θεσσαλικού κάμπου ξύλου έκανε τον πατέρα μου να γελάει: «Είναι και βιαστικός σήμερα ο ‘σαβουρογάμης’, τυχερός είναι γιατί έχω όρεξη να παίξω λιγάκι μαζί του σήμερα.» Και ξεκινούσε το γνωστό ‘παιχνίδι’ κάνοντας πως έψαχνε για τσιγάρα, -και προσποιόταν πως έψαχνε ακόμα κι όταν μόλις είχε ανοίξει ένα πακέτο που προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή του από το τραπέζι της κουζίνας. Με το που έβγαινε βιαστικά από την κυρία είσοδο χτυπώντας πίσω του την πόρτα για να ακουστεί πως κάποιος έφευγε από το σπίτι μας, πεταγόταν και ο Απέναντι πότε από το παράθυρο, πότε από την είσοδο με τα μαλλιά ανακατωμένα κουμπώνοντας τα σώβρακα και με τα παντελόνια στο χέρι. Όταν το παράκανε ο μπαμπάς μου με τα παιχνίδια με τον ‘γκομενάκια’ επενέβαινε η μαμά μου μαλώνοντάς τον: «Σταμάτα τα γυμνάσια στον απέναντι, θα τον καταντήσεις δυσλειτουργικό!», και για λίγο καιρό τα πράγματα ηρεμούσαν.

Η Ειρήνη είχε έναν πολύ δικό της τρόπο να περιγράφει στιγμές στον χρόνο της. Ξεκινούσε να καταγράφει τα γεγονότα συνήθως αποστασιοποιημένη, κάνοντας σαφείς αναφορές σε χρόνο παρελθοντικό, αλλά όταν πια καταδυόταν και χανόταν μέσα στην ιστορία που περιέγραφε ο παροντικός ενεστώτας αντικαθιστούσε το παρελθόν. Τετράδιο με γκρίζο σκληρό εξώφυλλο σελίδα σαράντα-δύο. Στην πρώτη σειρά, πάνω αριστερά η ημερομηνία, το όνομα της πόλης στην δεύτερη, και ακολουθεί η ακριβής ώρα, το όνομα του ξενοδοχείου, ο αριθμός του δωματίου.

Ήταν Πάσχα σαν σήμερα. Μέρα γιορτινή, μέρα χαράς και κεφιού. Ήμουν μεγάλο τιγράκι πια, πήγαινα στην πρώτη δημοτικού. Από τα χαράματα οι γείτονες σούβλιζαν στις αυλές αρνιά και κοκορέτσια και συκωταριές. Φέτος θα ψήναμε το αρνί στο δικό μας σπίτι. Μέχρι πέρυσι πηγαίναμε στο πατρικό της μαμάς, αλλά φέτος που το σπίτι ήταν δικό-καταδικό μας κι όχι με ενοίκιο επιβαλλόταν κατά τις κοινωνικές προσταγές να κάνουμε Πασχαλιάτικη σπονδή για να στεριώσει η οικογένεια μας στο καινούριο σπιτικό μας. Η αλήθεια είναι πως η μαμά και ο μπαμπάς δεν τα πολύ-πίστευαν αυτά.
- Άκου Χριστέ μου να σφάξω το αρνί στην αυλή μου και να ποτίσω με το αίμα του το χώμα, έκανε αηδιασμένος ο πατέρας μου. Δεν θέλω να έχω κοινωνικές σχέσεις με το φαΐ μου πριν γίνει το γεύμα μου!
Μετά κοιτούσε με σημασία την μητέρα μου στραβά:
- Αλήθεια πως ήταν εκείνη η ιστορία με τον πρωτομάστορα που είχε βαρεθεί την γκρινιάρα γυναίκα του και την έχτισε κάτω απ το γιοφύρι γιατί τάχα την μέρα το έχτιζαν-την νύχτα γκρεμιζόταν Νανά μου;
- Εκείνη την ιστορία που στο τέλος η γκρινιάρα γυναίκα γινόταν εκδικητικό φάντασμα και δεν τον άφηνε σε χλωρό κλαρί Δημήτρη μου;
Η μαμά μου σήκωνε τα χέρια πάνω απ το κεφάλι της και τα έσειε σαν άγρια κύματα βγάζοντας κοφτές άναρθρες κραυγές κινούμενη απειλητικά προς το μέρος του πατέρα μου. Ο μπαμπάς ούρλιαξε δήθεν τρομοκρατημένος και άρχισε να τρέχει χαζοχαρούμενα γύρω από τον καναπέ. Από πίσω εμείς, ‘τα δυό κορίτσια της ζωής του’ εκδικητικά φαντάσματα να τον στοιχειώνουμε μέχρι που ξαφνικά ο κυνηγημένος βαριόταν τον ρόλο του θύματος, γυρνούσε απότομα και γινόταν κυνηγός!
Τελικά το αρνί ‘κατέφτασε’ αργά το απόγευμα μεγάλο Σαββάτο. Χτύπησε την πόρτα μας, -ο βοηθός του χασάπη όχι το αρνί- και με το που άνοιξα να σου φάντης-μπαστούνι στην σούβλα του το αυριανό φαΐ μας! Εκείνη την εποχή δεν είχα ακόμα συνδυάσει τα πανέμορφα αρνάκια που πουλούσαν κάθε μέρα στο παζάρι με το ‘Πασχαλινό αρνί’. Τα πρώτα ήταν ζωντανά και φορούσαν μαλλί, το δεύτερο το έφτιαχνε ο χασάπης! Συνωνυμία ήταν αρνί-ζώο και αρνί-φαγητό, όπως λέμε πασχαλιά-λουλούδι και Πασχαλιά-γιορτή... Δεν μπορώ να πω πως μου γέμισε και πολύ το μάτι κανένας απ τους δυό τους. Ο βοηθός του χασάπη φορούσε μια άσπρη ποδιά που τον κάλυπτε από τον λαιμό μέχρι κάτω από τα γόνατα λερωμένη με αίμα σε διάφορα στάδια πήξης. Το Πασχαλινό αρνί πάλι δεν ήταν καθόλου όμορφο θέαμα, και καθόλου δεν μου θύμιζε την τραγανιστή καλοψημένη περσινή νοστιμιά...
Κυριακή του Πάσχα και από τις οχτώ το πρωί στην κάθε αυλή οι νοικοκυρές είχαν στρώσει τα τραπέζια κάτω απ τις σκιές των δέντρων και είχαν απλώσει κάθε νοστιμιά, ορεκτικά, γλυκά, αυγά βαμμένα, κρασιά και ούζα και τσίπουρα, και φυσικά το αγαπημένο μου ‘κρασί της Ειρηνούλας που κάνει μπουρμπουλήθρες’. Εμάς την ‘μαρίδα’ μας έντυναν οι μανάδες τα ‘καλά’ μας, -τα ρούχα τα Πασχαλινά- και μας άφηναν να χαζολογάμε από σπίτι σε σπίτι στην γειτονιά. Τα μεγαλύτερα παιδιά καβαλούσαν τα ποδήλατα να πάνε να δούνε τους συγγενείς στην παρά-κάτω γειτονιά. Τα μικρότερα έκαναν όσες σκανδαλιές σκαρφιζόντουσαν αφού την μέρα της Πασχαλιάς ξύλο δεν έπεφτε εκτός κι αν σε είχε για τα καλά βαρέσει η ζέστη όλη μέρα και ξεπερνούσες τα όρια. Από την ώρα που ξύπνησα το είχα βάλει στο μάτι εκείνο το τεράστιο γυάλινο μπουκάλι με το ‘μπουρμπουληθρέ’ κρασί. Πάγωνε στην πόρτα του ψυγείου, -ήμασταν οι πρώτοι στην γειτονιά που είχαμε αγοράσει ηλεκτρικό ψυγείο- και στάλες δροσιάς ‘δάκρυζαν’ πάνω του υγραίνοντας την χάρτινη ετικέτα που έγραφε ‘Ταμ Ταμ’. Το Ταμ Ταμ ήταν η καινούρια μόδα για μικρούς και μεγάλους. Είχε μια γεύση γλυκεία και άφριζε και αν είχες και καλαμάκι και φύσαγες μέσα στο ποτήρι σου -το γεμάτο Ταμ Ταμ και παγάκια- έκανες βουνά μπουρμπουλήθρες! Το Ταμ Ταμ ήταν Ελληνόπουλο, ενώ η ‘ξαδέλφη’ του η Κόκα Κόλα ήταν Αμερικάνα. Κάθε πέντε λεπτά άνοιγα το ψυγείο και το καμάρωνα εκείνο το μπουκάλι με το κόκκινο-σαν-κρασί γλυκό ποτό. Μέχρι που με βαρέθηκε η μάνα μου και έριξε την ύστατη απειλή: «Αν ξανανοίξεις το ψυγείο για να κάνεις τα γλυκά μάτια στο Ταμ Ταμ δεν θα πιεις ούτε μιά γουλιά μέχρι του χρόνου το Πάσχα» Αχ αυτό το ψυγείο που το κάλυπτε διαγώνια το καλό τετράγωνο λινό κέντημα τι θησαυρό ανεκτίμητο έκρυβε...
Επί τέλους, έτοιμο το Πασχαλινό αρνάκι! Καθίσαμε στο τραπέζι κάτω από το σκιερό δέντρο της αυλής μας, και αρχίσαμε το φαγοπότι. Χριστέ μου τι απόλαυση! Τα παγάκια να χορεύουν μέσα στο ‘κρασάκι’ που άφριζε και γέμιζε το ποτήρι μπουρμπουλήθρες που έσκαζαν χαρωπά. Στο τρίτο ποτήρι -αλλά εγώ έπινα σε μικρό ποτήρι ενώ ο μπαμπάς και η μαμά έπιναν σε ‘ποτήρι για ενήλικες’ το δικό τους κρασάκι από σταφύλι- η μαμά με προειδοποίησε πως «τέρμα κρασάκι για το Ειρηνάκι σήμερα, αύριο πάλι έχει ο Θεός!»
Κατά τις τρεις το απόγευμα ‘σερνόμασταν’, κουβαλώντας τις παραγεμισμένες μας κοιλιές από την αυλή μέχρι τα κρεβάτια μας. Εγώ ξάπλωσα στον καναπέ του γραφείου του μπαμπά και οι γονείς μου ανέβηκαν μέχρι το δωμάτιό τους βαριανασαίνοντας. Ποπό πόσο με δίψασε αυτό το Πασχαλινό αρνάκι τελικά. Δυό βήματα είναι η κουζίνα, για να ακριβολογούμε δεκαοχτώ δικά μου βήματα, βήματα παιδικά. Βήματα πολύ προσεκτικά να μην τρίξει το ξύλινο πάτωμα και «πάλι με το ψυγείο παίζεις Ειρηνούλα;» η φωνή της μαμάς. Θα ανοίξω το ψυγείο, προσεκτικά πολύ προσεκτικά να μην με ακούσει η μαμά και αρχίσει το κήρυγμα ότι θα το χαλάσω άνοιξε-κλείσε το ψυγείο και θα πάρω παγωμένο νεράκι που βάζουμε στο γυάλινο μπουκάλι.
Κάποια μέρα να θυμηθώ να ρωτήσω τον μπαμπά γιατί όταν χτίζουν ένα σπίτι το χτίζουν σύμφωνα με το μέγεθος των ενηλίκων. Για να πάρω ένα ποτήρι απ το ντουλάπι πρέπει να κουβαλήσω την καρέκλα μέχρι τον νεροχύτη, να ανέβω πάνω της, και σηκωμένη στις μύτες των παπουτσιών μου να φτάσω το κάτω ράφι του ντουλαπιού που βάζει τα ποτήρια το ένα δίπλα από το άλλο σαν στρατιωτάκια η μαμά. Ωραία, ωραία, τα κατάφερα και δεν έριξα κανένα κάτω να σπάσει με θόρυβο, να γεμίσει το πάτωμα με γυαλιά και εγώ να κάθομαι σαν το χαζό να περιμένω να έρθει η μαμά να καθαρίσει πρώτα το πάτωμα για να κατέβω μετά. Δεν ξέρω γιατί αλλά ποτέ δεν με πίστευε ότι «ούτε καν που άνοιξα το ντουλάπι μαμά, από μόνο του έπεσε το ποτήρι, εγώ στην καρέκλα ανέβηκα να χορέψω όπως το αρκούδι στο ταψί...» Ας κουβαλήσω πάλι την καρέκλα στην θέση της να μην αρχίσει την ανάκριση όταν ξυπνήσει η Νανούλα του μπαμπά. Μπράβο μου, τα κατάφερα! Τα υπόλοιπα είναι εύκολη δουλειά. Ανοίγω το ψυγείο και στο κάτω ράφι της πόρτας είναι το μπουκάλι με το νερό. Και δίπλα του το ‘κρασάκι της Ειρηνούλας που κάνει μπουρμπουλήθρες’, αυτό που η μαμά είπε πως δεν μου επιτρέπει να πιω άλλο σήμερα. Αν όμως πιω ένα δαχτυλάκι ακόμα ποιος θα το καταλάβει; Αμάν πια δεν θα το αδειάσω κιόλας το μπουκάλι, ένα δαχτυλάκι του ποτηριού θα πιω... Μπα, μπα, τελικά δυό μπουκάλια με το κρασάκι το ‘μπουρμπουληθρέ’ παγώνουν στο ψυγείο. Θα πάρω απ αυτό που είναι πιο άδειο, καλέ γιατί να μην πάερω και από τα δυο από ένα δαχτυλάκι; Αχ τι δροσερό που είναι, αχ αυτός ο αφρός με τρελαίνει! Φτάνει, φτάνει ένα δαχτυλάκι από το κάθε μπουκάλι είπαμε. Βιδώνουμε το καπάκι στο λαιμό του μπουκαλιού και το βάζουμε στο ψυγείο. Βγάζουμε τον φελλό από τον λαιμό του άλλου μπουκαλιού και ρίχνουμε ένα δαχτυλάκι στο ποτηράκι, ε καλά δεν πειράζει που έπεσε λίγο περισσότερο, ποιος θα το καταλάβει; Κι αυτό δροσερό και γλυκό είναι, αλλά που είναι οι μπουρμπουλήθρες; Για να βάλουμε άλλο ένα δαχτυλάκι, -έστω δυο- μήπως οι μπουρμπουλήθρες ήταν στον πάτο του μπουκαλιού και δεν πρόφτασαν να σκαρφαλώσουν μέχρι τον λαιμό. Άντε στην υγειά σου Ειρηνούλα, άσπρο πάτο! Αχ βρε Ειρηνούλα στη υγειά του μπαμπά δεν θα πιεις ένα δαχτυλάκι; Ε τώρα την μαμά απ έξω από τον χορό θα την αφήσουμε, άντε ένα δαχτυλάκι και για την Νανούλα που κάθε τόσο ουρλιάζει δείχνοντάς με στον μπαμπά απελπισμένα ότι «δεν είναι παιδί αυτό, ο διάβολος μεταμορφωμένος είναι ποιόν έμοιασε Θεέ μου;» Αλλά και ο μπαμπάς την απάντηση την έχει έτοιμη: «την μάνα της και τις θειές της έμοιασε το κορίτσι, από το σόι τα πήρε τα πατήματα!» Αντε μαμά ένα δαχτυλάκι και για σένα κι ας μου μπήγεις τις φωνές που «όλο το μυαλό μου στο παιχνίδι το έχω και όχι στα βιβλία». Ε τι να κάνω βρε μαμά, βαρέθηκα να με ξυπνάς από τις πέντε να κάνουμε επανάληψη αυτά που έχουμε στο σχολείο για σήμερα και που διαβάζαμε χτες από την ώρα που τελειώσαμε το φαγητό μέχρι που έπεσα στο κρεβάτι! Να πιω και ένα δαχτυλάκι για τον μπαμπά; Καλά ήπια για την μαμά και δεν ήπια για τον μπαμπά; Αχ, αχ, δροσερό και γλυκό κιας μην έχει μπουρμπουλήθρες... Ωραία γιορτή το Πάσχα, γιατί να μην έχει κανα-δυο γιους ο Θεούλης να γιορτάζουμε δυο φορές Χριστούγεννα και δύο Πάσχα τον χρόνο; Το Πάσχα μ΄ αρέσει, το κρασάκι Ταμ Ταμ -με μπουρμπουλήθρες ή χωρίς- μ΄ αρέσει πιο πολύ. Κάθε φορά που πίνω από ένα δαχτυλάκι κρασάκι, μετράω δαχτυλάκια δικά μου να μην χάσω τον λογαριασμό. Πόσα δαχτυλάκια μέτρησα οχτώ ή εννιά; Γιατί φελλός είναι φελλός και το καπάκι είναι καπάκι; Απ αύριο είπε η μαμά θα αρχίσουμε επαναλήψεις τα βιβλία μην ξεχάσω ότι έμαθα και είμαι ‘στουρνάρι’ και την κάνω ρεζίλι που είναι και δασκάλα! Έλλη να ένα μήλο! Να ένα μήλο Έλλη! Για μήλα είμαστε τώρα βρε Ειρηνούλα; Για κρασάκι Ταμ Ταμ είμαστε! Ο παπάς ο παχύς έφαγε παχιά φακή. Γιατί παπά παχύ έφαγες παχιά φακή; Ένα επί ένα ίσον δυο. Η πρόσθεση είναι σαν τον πολλαπλασιασμό. Φτου λάθος ο πολλαπλασιασμός είναι σαν πρόσθεση ρε Ειρηνούλα ότι σου κατέβει λες, καήκαμε αν σ΄ ακούσει η μαμά να κάνεις τέτοια λάθη! Εννιά δαχτυλάκια επί ένα δαχτυλάκι Ταμ Ταμ μας κάνουν ... σιγά μην κάτσω να μετράω τώρα, λες και έβαζα ακριβώς ένα δαχτυλάκι, -οριζόντιο όμως όχι κάθετο- την φορά! Ωχ άδειασε το μπουκάλι, καλά ήρθε και μου το πήρε η μαμά και δεν την είδα; Που να το έκρυψε άραγε; Ε που αλλού; Στο υπνοδωμάτιό τους στον πάνω όροφο! Η μαμά και ο μπαμπάς, ο μπαμπάς και η μαμά. Παίζουν και κάτι παιχνίδια με μένα και όλο γελάνε: «Ποιόν αγαπάς πιο πολύ Ειρηνούλα την μαμά ή τον μπαμπά;» Αν πω «τον μπαμπά» θα αρχίσει να κλαίει η μαμά, αυτό το κλάμα το ψεύτικο που μας κάνει και γελάμε όταν προσποιείται πως κλαίει αλλά μετά ξεσπάει σε γέλια. Κλάμα ψεύτικο για να γελάσουμε αλλά εγώ το νιώθω πως ξεκινάει πραγματικό από τα βάθη της καρδιάς της. Έτσι κι εγώ σκαρφίστηκα μια καινούρια λέξη, -«Μπαμά-Μαμπά»- και την χρησιμοποιώ για να βγαίνω από την δύσκολη θέση της επιλογής. Ρεύομαι και τρίζει ο τόπος, πιφ πιφ πιφ, βρωμοκοπάει το χνώτο μου κρασάκι. Ανηφορίζω τις σκάλες για τον πάνω όροφο κι εκείνες κατηφορίζουν! Στο τέλος τις νικώ και φτάνω ανεβαίνοντας με τα τέσσερα, σηκώνομαι όρθια, ποπό όλα χορεύουν μπροστά μου, -η σκάλα, τα δωμάτια-, και με μια σπρωξιά ανοίγω την πόρτα. Η μαμά ουρλιάζει με τρόμο, όχι εκείνο τον ψεύτικο για να γελάμε, ορμάω στο κρεβάτι και προσγειώνομαι στην αγκαλιά της!
- Μαμά, μαμάκι, μαμακούλι, μαμακουλάκι, σε αγαπάω και εσένα και τον μπαμπά, μπαμπάκι, μπαμπακούλι, μπαμπαλουλάκι!
- Σκνίπα στο μεθύσι είναι το παιδί, την καθησυχάζει ο μπαμπάς μου γελώντας.
- Πόσο κοκκινέλι ήπιες τιγράκι μου; με ρωτάει την στιγμή που η μαμά στραβώνει την μούρη καθώς ξανά ρεύομαι δυνατά!
- Όλο, απαντώ θριαμβευτικά και πέφτω τάβλα.

Δωμάτιο λευκό, αποστειρωμένο, νοσοκόμα, το ‘Μπαμά-Μαμπά’ μου χαιδεύει το χέρι, πάλι σε νοσοκομείο βρίσκομαι; Πολύ μπαμπάδες-Δημήτρης και μαμά-Νανά μπερδεύονται μεταξύ τους, φιγούρες που η μία απορροφάται και μετά ξεπετιέται από την άλλη. Φαλακρός, γυαλιά πατομπούκαλα, ποδιά άσπρη, στηθοσκόπιο, ωχ την βάψαμε Ειρηνούλα! Φωνή καμπάνα, «πλύση στομάχου» διατάζει. Παλεύω να σηκωθώ και παλεύει να με κρατήσει στο κρεβάτι, που είπε ο μπαμπάς να κλωσήσω αν κάποιος προσπαθήσει να μου κάνει κακό; Σηκώνω το γόνατο και το μπήγω εκεί που νομίζω πως μου είχε δείξει ο μπαμπάς, ο φαλακρός-γυαλιά πατομπούκαλα-ποδιά άσπρη-στηθοσκόπιο, ουρλιάζει και διπλώνεται στα δυό. «Έλλη, να ένα μήλο» του λέω ενώ με πλησιάζει με προφυλάξεις, «να ένα μήλο Έλλη» το διορθώνω αμέσως μετά. Κι αυτό όμως δεν μου αρέσει και το αλλάζω: «Έλλη ένα μήλο, να!», τον μουτζώνω και γελάω σαν μανιασμένο.
Ξανά ρεύομαι θριαμβευτικά, και ξανά ταβλιάζομαι! Κερδίζω την μάχη αλλά χάνω τον πόλεμο, η πλύση στομάχου δεν είναι και τόσο ευχάριστη υπόθεση...
Αλλεργία νούμερο δυο: Μυρίζω αλκοόλ (να το πιω δεν τίθεται θέμα!) και φουντώνω αναφυλαξία, μικρά κατακόκκινα σπυράκια σε όλο το σώμα, ακόμα και στ΄ αυτιά!

No comments: