7. ΄Ονειρα και στάχτες -- δ. Κορίτσια έξι, παιδιά ...δυό

Το σπιτικό του Άβελ Δημητρίου ήταν ένα τρελοκομείο κοριτσιών. Έξι θεοπάλαβες Δημητρίου κάθε ηλικίας και δύο μικρότερα αγόρια έρμαια στα χέρια των δεσποινίδων.

Κόρη πρώτη: Κατερίνα, επί το οικειότερο «πτανί», αν πρόσθετες ένα «ου» ανάμεσα στο πρώτο και δεύτερο σύμφωνο, -μιας και φωνήεντα στην αρχή, μέση ή τέλος της λέξης αποπέμπονταν συχνά στην περιοχή-, δημιουργούσες την ανήλικη «επί χρήμασι εκδιδόμενη γυναίκα». Τα κατάξανθα μαλλιά, τα μενεξεδιά μάτια, το κατακόκκινο ζουμερό στόμα, το προκλητικό αν και μικροσκοπικό σώμα και κυρίως το χαμόγελο όλο υποσχέσεις για αμαρτίες, την έκαναν δημοφιλή στους νέους (και γηραιότερους). Η Κατερίνα χρησιμοποιούσε τα χαρίσματά της από μικρή. Ξετρέλαινε τους πάντες ξεκινώντας την καριέρα της «σαγηνεύτρας» και «αντρο-τραγανίστρας» από μωρό. Πατέρας και θείοι ήταν τα πρώτα αρσενικά θύματά της. Τ’ αγόρια που δούλευαν στις αποθήκες και το εργοστάσιο ήταν τα επόμενα. Εξελίχθηκε σε ένα θηλυκό που τα μάτια και το σώμα έδιναν ένα σωρό υποσχέσεις για ακατονόμαστες αμαρτίες, υποσχέσεις όμως που ποτέ δεν ξεπλήρωνε, μιας και όλα ήταν ένα παιχνίδι σαγήνης που πήγαζε από τα εσώψυχά της. Ίσως να «αμάρτησε» και να χάρισε και μερικά φιλιά σε κάποιους εκλεκτούς, αλλά αποδείξεις δεν υπάρχουν, μόνον ενδείξεις. Όλα τα υπόλοιπα τα γεύτηκε ο νόμιμος σύζυγος. Όμως το παρατσούκλι «πτανί» έμεινε δια βίου.

Την ακολουθούσε η Ερμιόνη. Ήταν πολύ ψηλή και καλοφτιαγμένη με μαλλιά τόσο μαύρα που έμοιαζαν μπλε σκούρα. Τα μαύρα μάτια στο λευκό πρόσωπο και η Γαλλική μύτη της χάριζαν δεκάδες θαυμαστές. «Βία και νοθεία», αυτό ήταν η προσφώνηση που της χάρισαν. Μιλούσε ακατάπαυστα όπως η γιαγιά της η Αθηνά, αλλά ποιος ξέρει από πού κληρονόμησε την ικανότητα να σε πείθει πως το μαύρο είναι άσπρο και το άσπρο κίτρινο. Διαβολική, ραδιούργα, παμπόνηρη, κι όμως τόσο αθώα για …το έγκλημα. Αν είχε τις στοιχειώδεις γνώσεις πέρα από την Γ΄ Δημοτικού θα κυβερνούσε τούτο τον τόπο μια μέρα. Όπως και η μεγαλύτερη αδελφή της μισούσε οτιδήποτε είχε σχέση με την μόρφωση. Παρ’ ολ’ αυτά διηύθυνε το δικηγορικό -και αργότερα το βουλευτικό- γραφείο του συζύγου. Έδωσε σε ψηφοφόρους τόσες υποσχέσεις για «τακτοποίησή» τους σε θεσούλες που έμεινε γνωστή με το παρόνομα «έξι ψήφους-μια θέση»! Και τις τηρούσε τις υποσχέσεις αν της έφερναν αποδείξεις έξι ψήφων η άθλια, ζαλίζοντας τον αρχηγό του κάθε κόμματος που στέγαζε τον «κύριο της κυρίας Ερμιόνης», όπως έμεινε να τον θυμούνται τον βουλευτάκο, μέχρι να βάλει σε μια θεσούλα τον «με ψήφους πληρώσαντα».

Η Αλεξία, η τρίτη κόρη, ήταν ψηλή, ξανθιά, με καστανά τρυφερά μάτια. Γι’ αυτή ο κόσμος ήταν μια τεράστια πηγή γνώσης. Μιας κι είχε το όνομά του, ήταν η αγαπημένη του θείου Αλέξιου, του συγγραφέα. Της έμαθε γραφή κι ανάγνωση, πριν καν εκείνη πάει σχολείο. Της ξεκίνησε τα βασικά στα Γαλλικά και τα Γερμανικά, ενώ οι αδελφές και οι αδελφοί της έπαιζαν. Η Αλεξία ξάπλωνε στις σκιές των δέντρων και χανόταν για ώρες ολόκληρες μέσα στους κόσμους των βιβλίων. Ήταν λογικό ν’ αναπτύξει πνεύμα κριτικό και επαναστατικό. Η Αλεξία «η όχι» ενδιαφέρθηκε για θέματα κοινωνικά και ισότητας, κυρίως ισότητας γυναικών. Το όνειρό της ήταν να σπουδάσει κάτι ανάλογο στο Παρίσι. Το Παρίσι το λάτρεψε όταν της γνώρισε «το Παρίσι για μυημένους» λίγο πριν τον πόλεμο ο αγαπημένος θείος. Το δεκατετράχρονο κορίτσι με τον σαραντάρη, ήδη γνωστό συγγραφέα, βόλταραν αγκαζέ στις μποέμ γειτονιές, έτρωγαν σε μπιστρό της μόδας, έβγαιναν με την αφρόκρεμα της Τέχνης και των Γραμμάτων που με την σειρά τους λάτρεψαν την μικρή πεταλούδα που μόλις άνοιγε τα φτερά της. Την έκλαψαν πικρά και προσπάθησαν να συμπαρασταθούν στον απαρηγόρητο Αλέξιο που ποτέ δεν ξεπέρασε τον θάνατό της από φυματίωση την εποχή του πολέμου. Όλα ξεκίνησαν μετά από τον ομαδικό βιασμό της από μια παρέα Γερμανών που την συνάντησαν μετά την απαγόρευση κυκλοφορίας στο κέντρο της Αθήνας, όπου με μια ομάδα κολλούσε προκηρύξεις κατά των κατακτητών. Μόλις είχε κλείσει τα είκοσι... Ήταν η αγαπημένη αδελφή της Νανάς, που ποτέ δεν την κορόιδευε όπως έκαναν οι υπόλοιπες αδελφές.

Η Νανά το νούμερο τέσσερα. Το παιδί «ακρίδα» με άκρα λεπτά και μακριά, που τονίζονταν ιδιαίτερα στο ψηλό σώμα της. Κατασκευή εύθραυστη, υγεία ταύρου. Το ωχρό δέρμα όμως και τα κατακόκκινα μαλλιά της χάρισαν το παρατσούκλι «κόκκινο μέτριο». Αυτή η μετριότητα έκρυβε έναν κύκνο. Δεν είχε καμιά κλίση, τις τάξεις τις έβγαζε με το ζόρι, το όνομά της φιγουράριζε μονίμως στην λίστα των μετεξεταστέων. Όλο το καλοκαίρι κυκλοφορούσε ωχρότερη απ’ το συνηθισμένο μ’ ένα βιβλίο στο χέρι, -πότε Γραμματικής, πότε Μαθηματικών, πότε Ιστορίας,- σε κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Εκεί που ζωντάνευε ήταν όταν είχε να κάνει με παιδιά. Την Ιστορία, στην οποία μονίμως αποτύγχανε παταγωδώς σε κάθε τάξη, την έκανε παραμυθάκι και την εξιστορούσε με περισσή ευφράδεια. Τα «σύνολα και υποσύνολα», που την παίδευαν στον πίνακα, γινόταν στρατός λόχοι, στρατιωτάκια, ζωγραφισμένα στο χώμα για χάρη των πιτσιρικάδων της γειτονιάς. Είχε ατέλειωτα αποθέματα υπομονής όταν είχε να κάνει με παιδιά. Η Νανά και η μετριότητα της σε ότι καταπιανόταν ήταν το μαράζι των Πωλίν και Ανζελίκ που δίδασκαν στα βλαστάρια Δημητρίου Γαλλικά και πιάνο. Ήταν γενικά το μαράζι οποιουδήποτε προσπαθούσε να της διδάξει οτιδήποτε. Η Αλεξία όμως πρόσεξε το ταλέντο της.
- Νανά, σκέφτηκες ποτέ να γίνεις δασκάλα;
- Αυτό τώρα είναι αστείο; Μόλις τελειώσω το σχολείο, θα περνώ χιλιόμετρα μακριά του. Ούτε θα μου λείψει, ούτε θα του λείψω.
- Κοίτα, με την φαντασία που διαθέτεις, γιατί δεν τα γράφεις τον Σεπτέμβρη έτσι όπως τα λες στα παιδιά της γειτονιάς;
- Αυτό,κι είναι αστείο!
- Και τι έχεις να χάσεις;
- Την τάξη και μια χρονιά απ’ την ζωή μου. Θα με κοροϊδεύουν το “πτανί” κι η “βία και νοθεία” χώρια που η “αρίστη” (η Μάϊρα δεν είχε γίνει ακόμα “κυρά καθηγήτρια”) θα πετά κακίες-δηλητήριο όποτε βρίσκει ευκαιρία. Εγώ, θα τελειώσω το σχολείο με τα εγγόνια μου, να το δεις, κι αν πάρουν από μένα, κλάψτα προκαταβολικά. Τούβλα με σφυγμό θα είναι κι αυτά σαν εμένα!...
- Νανούλα, στ’ ορκίζομαι, δεν θα μετανιώσεις, έχε μου εμπιστοσύνη.
Η Νανά την άκουσε, κι …αρίστευσε! Οι επόμενες δύο τάξεις ήταν μια προετοιμασία για την Ακαδημία. Οι καθηγητές διασκέδαζαν με την εφευρετικότητά της και το ‘ντύσιμο’ κάθε μαθήματος με παραμύθια, ζωγραφιές, στιχάκια κι ότι η φαντασία της επιστράτευε. Την επιτυχία της, με καλή σειρά μάλιστα, στην Ακαδημία Θεσσαλονίκης την θεώρησαν μια φυσική συνέπεια της εξέλιξής της. Η Νανά στενοχωρήθηκε που χώρισε με την Αλεξία που ήδη είχε μετακομίσει στην Αθήνα, αλλά τα δυο κορίτσια άνοιγαν τα φτερά τους ακολουθώντας η κάθε μιά τα δικά της όνειρα. Η Αλεξία ήθελε να ζήσει στην πρωτεύουσα ένα-δυο χρόνια πριν φύγει για το Παρίσι. Άρχισε να εργάζεται σε κάποιο κατάστημα υφασμάτων για να δει πως θα επιβίωνε χωρίς τα χρήματα του Άβελ. Κανείς στον εργασιακό της χώρο δεν ήξερε πως ήταν κάποτε ένα απ’ τα πλουσιότερα κορίτσια της Ελλάδας.

Η Αλεξία ήταν προάγγελος κακών μαντάτων από την στιγμή της γέννησής της. Μόλις η γιαγιά Αθηνά ήλεγξε το φύλο του ‘άρτι αφιχθέντος’ μέλους, και μιας που ένα κάποιο μέλος του συγκεκριμένου μωρού δεν ταίριαξε με τις προσδοκίες της, φώναξε «ωλελέ τι έπαθα που κακόχρονο να μην έχω» και ταβλιάστηκε λιπόθυμη!
Το εγκεφαλικό το ’παθε μετά την γέννα των διδύμων …κοριτσιών! Δεν άντεξε διπλή δόση θηλυκών ορμονών. Άλλοι λένε πως το ’παθε αφού έβρισε δαιμόνους και θεούς, -κυρίως τους δεύτερους- μ’ όλους τους συνακόλουθους αγίους, οσίους και ότι τέλος πάντων εμπόδιζε την ολοκλήρωση της ευτυχίας της κόρης της Θεανούλας.

Κι όμως το ζευγάρι έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Δυο παιδιά, διπλή χαρά. Ο Άβελ δεν καταλάβαινε την έκφραση «έχω δυο παιδιά (κι αυτό για την περιοχή ήταν ταυτόσημο με την λέξη αγόρια) και ένα κορίτσι». Γι’ αυτόν η λέξη «παιδιά» σήμαινε μικρής ηλικίας άνθρωποι, αγόρια και κορίτσια. Και σε κάτι ακόμα ήταν πρωτοπόρος στον τόπο και για την εποχή του. Ήθελε τις κόρες του μορφωμένες «με χρυσό μπιλιτζίκι (χρυσαφικό, πτυχίο) στο χέρι», για παν ενδεχόμενο.
- Μα κυρ’ Άβελ τι ανάγκες να ’χουν οι κόρες σου... Θα τις χρυσοπροικιώσεις, θα τις καλοπαντρέψεις…
- Οι καιροί αλλάζουν, θα δείτε πράγματα φόβια», έλεγε σκεφτικός, «έχω διαίσθηση εγώ.
Η Μάϊρα και η Αθηνά, ήταν ….αυγό δίκροκο! Μα τα δυο κορίτσια ήταν τελείως διαφορετικά.
Μάϊρα, ομορφιά κρινένια, δέρμα αψεγάδιαστο, πυκνά καστανόξανθα μαλλιά, μπλε μάτια, όμορφο πρόσωπο, μέτριο ύψος, μυαλό ξουράφι και «μαθήτρια αρίστη», εξ ου και το παρατσούκλι. Έτρεχε μονίμως πίσω από την Αλεξία που την θαύμαζε για τις γνώσεις, και ζήλευε κρυφά την αγάπη του θείου Αλέξιου προς την μεγαλύτερη αδελφή της. Αρκετή από τη ζωή της την πέρασε προσπαθώντας να του αποδείξει πως ήταν τόσο καλή, ίσως και καλύτερη από την αδικοχαμένη μικρή πεταλούδα. Κι αυτό της στέρησε πολύ από την λάμψη της, μιας που η ίδια αποφάσισε να ζήσει στην σκιά ενός φαντάσματος που έγινε το ιδανικό της, η Ιθάκη της. Κατέστειλε τον εαυτό της, υψώνοντας την σημαία «είμαι αυτό που θα γινόταν η Αλεξία, σκέφτομαι όπως η Αλεξία, δρω και αντιδρώ όπως η Αλεξία». Μα δεν πέταξε με τα φτερά της Αλεξίας, -που έτσι κι αλλιώς ήταν φτιαγμένα από όνειρα κι αστροσκόνη,- δεν τόλμησε να κοιτάξει πέρα από τους ορίζοντες, απλά πίστεψε πως έμαθε να σκέφτεται να δρα και να αντιδρά σαν Αλεξία. Εκείνη την εποχή η Μάϊρα ήταν ένα κακό αντίγραφο και τίποτα περισσότερο. Κι εκεί ο θείος Αλέξιος επενέβηκε. Σ’ ένα ταξίδι του στην Ελλάδα (με Ελβετικό διαβατήριο, γιατί αλλιώς κινδύνευε φυλάκισης και άλλων δεινών σαν «αντιφρονών» μιας κι ήταν δηλωμένος κουμουνιστής) της αφιέρωσε πολύ χρόνο. Όπως έπρεπε να κάνει, και είναι δύσκολο να πονέσεις κάποιον που αγαπάς, την πλήγωσε πετώντας της εκείνο το ωμό:
- Αλεξία δεν είσαι κι ούτε θα γίνεις ποτέ. Ο καθένας μας είναι μοναδικός, υπέροχος στα προτερήματά του τόσο, όσο και στα ελαττώματά του. Αυθεντικός και πρωτότυπος όσο και η ψυχή μας. Κι εσύ είσαι ένα άχρωμο αντίτυπο της αδελφής σου. Βγες απ’ τις σκιές κι από αστεράκι γίνε ήλιος μ’ ότι κι όσα έχεις να δώσεις. Ήλιος μικρός, ήλιος μεγάλος, τι σημασία έχει, όσο είσαι ήλιος. Φτάνει να φτάσεις να γίνεις αυτόφωτο. Ακόμα και μια στιγμή να διαρκέσει, αξίζει μια ολόκληρη ζωή.
Η Μάϊρα του ’κοψε την καλημέρα. Ο Αλέξιος δεν επέμενε, δεν ωφελούσε. Έφυγε λίγες μέρες αργότερα χωρίς να ξαναμιλήσουν. Αλλά η Μάϊρα ήταν έξυπνος άνθρωπος. Θύμωσε, πληγώθηκε κι αφού έκλαψε πολύ και τον μίσησε πολύ, στέρεψε από αισθήματα και βασίλεψε η σκέψη. Έζησε με τον εαυτό της, τον μελέτησε, κι έψαξε για βάθος. Βρήκε τον εαυτό της «ρηχό». Πάτωσε σ’ένα κουτάλι νερό. Έκπληκτη ανακάλυψε πως δεν είχε «εαυτό». Ξεκίνησε να γράψει σε μια κόλλα χαρτί τον τίτλο «τι είμαι» κι έμεινε με την πένα μετέωρη, με την καρδιά μετέωρη, με μια ζωή μετέωρη. «Αχ!» σκέφτηκε, «ούτε τι είμαι ούτε ποια στ’ αλήθεια είμαι δεν ξέρω». Γέμισε ένα τετράδιο μ’ αυτά που το μυαλό και η ψυχή της ούρλιαζαν χρόνια να ελευθερωθούν. Το ’βαλε σ’ ένα φάκελο έτσι με τις μουτζούρες, τα αφηρημένα σχέδια στις άκρες των σελίδων, και με κάποια δάκρυα που πότισαν το σπάσιμο των εκούσιων δεσμών της και το ’στειλε στον θείο Αλέξιο. Κι ο τρυφερός κι ευαίσθητος συγγραφέας έκλαψε από χαρά. Πήρε και ζωγράφισε ένα κακομούτσουνο αγροίκο νάνο να κρύβεται σε μια σπηλιά στην μια πλευρά του φύλλου. Στην άλλη ένα γίγαντα όμορφο σαν θεό να βγαίνει απ’ την ίδια σπηλιά που την φώτιζε ένα γαλάζιο φως. Από κάτω έγραψε: «Μπορείς να είσαι έτσι ή …έτσι. Και έχεις το δικαίωμα της επιλογής».
Η επικοινωνία μεταξύ τους συνεχίστηκε για χρόνια. Η νεαρή γυναίκα στην αρχή δειλά άφησε μέσα από τον γραπτό λόγο να κυλήσει ο πόνος της ψυχής της. Κι όσο γιατρευόταν ο έσω πόνος και έσπαζαν τα δεσμά που η ίδια έπλεξε για να σφιχταγκαλιαστεί με το ίνδαλμα της, τόσο χτιζόταν πιο στέρεος ο έσω κόσμος της. Ένας κόσμος που δεν χρειαζόταν να μοιάζει και να μιμείται για να γίνει αποδεκτός και να γνωρίσει αγάπη. Η Μάϊρα έψαξε εντός της και ‘έκαψε’ ότι δεν της ανήκε, κι από τις στάχτες τις ποτισμένες με δάκρυα που λυτρώνουν, αναγεννήθηκε μια γυναίκα με αυτοσεβασμό και αυτοπεποίθηση. Χρόνια αργότερα σε ένα γράμμα του ο Αλέξιος την προσφώνησε αντί με το τρυφερό «Μάϊρα, γλυκιά μου» (το «πολυαγαπημένη» το κράτησε μόνο για την Αλεξία) μ’ εκείνο το «Αυτόφωτό μου, Μάϊρα». Η Μάϊρα το διάβασε καθισμένη στο κομψό γραφειάκι της μπροστά στο μεγάλο παράθυρο που το έλουζε ο ήλιος με τα πόδια να τρέμουν, τα δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπο και να φιλούν το πάτωμα, και τα μάτια να αντιδρούν να προχωρήσουν στο διάβασμα του υπόλοιπου γράμματος.
Η Μάϊρα δεν αντικατέστησε ποτέ την Αλεξία, μα βρήκε τον εαυτό της. Τον έφτιαξε με πόνο, δάκρυ κι ιδρώτα χτίζοντας το είναι της. Όρθωσε ένα στέρεο άνθρωπο με «θέλω» και «μπορώ» και σεβασμό στου κάθε ανθρώπου την ιδιαιτερότητα. Σπούδασε φιλόλογος κι ασχολήθηκε για πολλά χρόνια με τα «ειδικά» παιδιά, τα δύσκολα, εκείνα που και οι ίδιοι οι γονείς τους δεν θέλουν. Χώρισε τον Άλκη, τον άνδρα που παντρεύτηκε στα είκοσι, ένα χρόνο αργότερα. Δεν τον είχε αγαπήσει, απλά ήθελε να τον πάρει απ’ την Αθηνά. Ήταν κάτι που πλήρωσε ακριβά. Την κατέτρωγαν οι τύψεις, μιας κι ήταν μια από τις αμαρτίες του παρελθόντος (κι εννοούσε την ‘υπό την σκιά του φαντάσματος της Αλεξίας’ εποχή) που δεν μπορούσε να διορθώσει. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου ν’ αγαπήσει πραγματικά κι εκείνη, συσκέφθηκαν οι μοίρες και θυμήθηκαν το νεανικό παράπτωμα. Κι έβαλαν στο δρόμο της τον Κώστα Κουμιώτη, “πολύ” παντρεμένο εκείνη την εποχή.
Ο Κώστας είχε σπουδάσει ψυχίατρος στο Παρίσι, εκεί γνώρισε μια καταπληκτική Γαλλιδούλα, την ερωτεύτηκε, την παντρεύτηκε και την έφερε στην Ελλάδα. Η γλυκιά, τρυφερή Αννέτ μετά από μια απρόσμενη αποβολή, άρχισε να συμπεριφέρεται ιδιόρρυθμα μέχρι η πρώτη και μεγάλη κρίση σχιζοφρένειας να την οδηγήσει στο Δαφνί.
Ο Κώστας έμαθε να ζει ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο, όπου δίδασκε Ψυχιατρική, και το Ψυχιατρικό θεραπευτήριο, όπου επισκεπτόταν την άρρωστη γυναίκα του.
Τον Κουμιώτη-καθηγητή επισκέφτηκε η Μάϊρα να ζητήσει συμβουλές για κάποιον μαθητή της. Οι μοίρες γέλασαν κρυφά και αποφάσισαν για το παλαντζάρισμα της ζυγαριάς. Τιμωρία ίση με την αμαρτία των νεανικών χρόνων. Η Αννέτ ήταν ψυχικά άρρωστη, αλλά είχε κράση ταύρου κι έζησε άλλα είκοσι χρόνια. Η Αλεξία, η κόρη η πρωτότοκη της Μάϊρας και του Κώστα, ήταν δεκαεννιά χρονών όταν παντρεύτηκαν οι γονείς της. Κι ήταν χρόνια δύσκολα για την Μάϊρα, καταξιωμένη επιστημόνισσα, και τον Κώστα να ζουν μαζί, να κάνουν παιδιά, που όλο και κάποιος να θυμάται πως αυτά τα παιδιά ήταν «μπαστάρδικα» κι ότι οι γονείς τους «ζούσαν μαζί στην αμαρτία». Πράγμα που ποτέ δεν σκέφτηκε η Αθηνά παρ’ όλο που όταν η δίδυμή της τής «έκλεψε» τον Άλκη είχε ουρλιάξει: «Κάποτε θα το πληρώσεις διπλά. Κι όταν θα χτυπιέσαι, θα ’ρθω δίπλα σου και θα στήσω χορό. Προς το παρόν ‘αντιέ’». Σήκωσε αποφασιστικά την βαλίτσα της, άνοιξε την πόρτα, βγήκε στο πεζοδρόμιο, κατέβηκε στον δρόμο και κατευθύνθηκε προς τον σταθμό των τρένων περπατώντας στη μέση του δρόμου μέχρι να χαθεί η εικόνα της χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει το πατρικό της. Κι έκανε δρόμο πολύ, όλη της η ζωή ήταν ένας δρόμος ατέλειωτος, κι αν δεν υπήρχε δρόμος και τρόπος τον έφτιαχνε εκείνη.

Ένα χρόνο αφού γεννήθηκαν η Μάϊρα και η Αθηνά, συνάντησε η ξεγεννήτρα την Θεανώ με την μάνα της.
- Γειά σου κυρά Θεανώ, φώναξε με χαρά. Γειά σου κυρ’Αθηνά.
- Γειά σου και σένα, απήντησε πρόσχαρα η Θεανώ. Πώς πας καλέ; Χρόνια και ζαμάνια. Έλα να σε φιλέψουμε ή όλο ξεγεννάς και χρόνο δεν έχεις;
- Ξεγεννάει ζημιές στον κοσμάκη, μούγκρισε η κυρ’Αθηνά, που φυσούσε και δεν κρύωνε τα έξι που της …‘ξεφούρνισε’ η μαμή.
- Είπες τίποτα καλέ κυρά;
- Είπα, δεν είπα;, άστραψε και βρόντηξε. Από πού κι ως πού κυρά μου όλο κορίτσια μας φέρνεις;
- Εγώ τα φέρνω καλέ; Απ’ την κόρη σου μέσα τα βγάζω!
- Ναι, μωρέ; Από κει τόβγαλες κι εκείνο το τελευταίο, εκείνο δα το μαυριδιασμένο ή τόβγαλες απ’τα φουστάνια σου, που σου περίσσεψε από κάνα παρακατιανού, κάνα γύφτου γέννα;!...
Οι δυο γυναίκες έβαλαν τα γέλια, αλλά η αθεόφοβη γιαγιά συνέχισε ακάθεκτη.
- …Κι αν τόβγαλες απ’ την κόρη μου, δεν τόδες μωρή, γκαβή είσαι; Γιατί μωρή δεν τόχωνες πάλι μέσα να το ξαναβγάλεις παιδί κι όχι μαϊμούλι;
Η μαμή μόνο που δεν έβαλε τα κλάματα.
- Μια χαρά είναι καλέ το κοριτσάκι, γεμάτο υγεία, άνθρωπος, όχι ζώο…
- Έ, μάνα, γέλασε η Θεανώ, η κόρη μου είναι μια χαρά παιδάκι, υγιέστατο, πανέξυπνο. Μην σε ξανακούσω να μου το κακολογάς, ούτε την καλημέρα μου δεν θα’χεις.

Αυτή ήταν η Αθηνά. Το «μαϊμούλι». Μόλις γεννήθηκε κι έκλαψε, περνούσε έξω απ’ το δωμάτιο μια υπηρέτρια και σταυροκοπήθηκε.
- Καλέ, κυρ-Άβελ, γομάρι χώσατε στο δωμάτιο της λεχώνας;
Έτσι πρωτοέκλαψε η Αθηνά: Γκάριξε ! Είχε μια βαθιά, μπάσα, αντρική φωνή, που στην αρχή τρόμαζε τους πάντες. Η Αθηνά πάλεψε να ‘επιβληθεί’ στις φωνητικές της χορδές, μέχρι που παραιτήθηκε και αποδέχτηκε κι η ίδια το γεγονός.
Ποτέ δεν θ’αποκτούσε γλυκιά κοριτσίστικη κελαρυστή φωνούλα. Ανέπτυξε όμως μια υπέροχη μπάσα, μπλουζ φωνή. Φωνή νέγρικη που τραγούδησε τον πόνο, την αγάπη και το πάθος. Το δέρμα της ήταν σκούρο, μπορούσες να την κάνεις μιγάδα (ή «γυφτούλι»). Κάτω απ’ τις μακριές μαύρες βλεφαρίδες έλαμπαν δυο τεράστια μενεξεδιά μάτια που στα παιδικά χρόνια κάλυπταν ολόμαυρα σγουρά μαλλιά.
Ο μακρύς κόκκυγας ήταν όμως το μόνο πράγμα που την ενοχλούσε πραγματικά. Δεν μπορούσε να καθίσει όπως όλος ο κόσμος. Κι αυτό όμως το νίκησε με τον μόνο τρόπο που είχε μάθει: Προσπαθώ και νικώ. Στηριζόταν μόνο στο ένα μισό του πισινού της και περνούσε πάνω από το γόνατο το άλλο πόδι. Ήταν ελάχιστοι όσοι ήξεραν το σωματικό μειονέκτημά της και όλοι οι υπόλοιποι πίστευαν πως ο αισθησιακός τρόπος που καθόταν ήταν άλλο ένα ερωτικό μήνυμα. Άλλο ένα «μειονέκτημά» της ήταν η στειρότητα, μιας που οι ωοθήκες της παρέμειναν σχεδόν παιδικές και ανίκανες να οδηγήσουν σε τεκνοποιία. Κι όμως έγινε μητέρα τριών παιδιών, ορφανών του πολέμου, μητέρα τρυφερή, μητέρα πρότυπο.
Η Αθηνά ήταν ένα χαρούμενο και από την φύση του αισιόδοξο άτομο. Γκάριζε χαρούμενα, χοροπηδούσε μονίμως γύρω από την Μάϊρα και την Νανά χαρούμενα, πείραζε τους πάντες κι όταν γινόταν αφόρητη κι έτρωγε καμιά αγκωνιά στα πλευρά ή κλοτσιά στα πισινά, αντί να βάλει τα κλάματα, το αντιμετώπιζε με χιούμορ. Έπεφτε με μιας στα τέσσερα και με περισσή σβελτάδα έτρεχε στους στάβλους. Τρύπωνε ανάμεσα στα ζώα, άλογα, γαϊδούρια και γομάρια και γκάριζε. Συνήθως της απαντούσαν κι άρχιζε ένας διάλογος και διαγωνισμός γκαρισμάτων. Κι εκεί όμως δεν είχε πολύ τύχη. Κάποιο ζώο στο τέλος θύμωνε και την φιλοδωρούσε με σπρωξιές απ’ το παχνί. Έφευγε γελώντας.
- Α ρε χαζέ Μέντιο, γκάριξα καλύτερα και ζήλεψες.
Μετά ήταν η σειρά των πουλερικών. Καθόταν ‘α λα κοτοπουλέ’, όπως έλεγε, ανάμεσα στην κοτοπαρέα με τα χέρια κολλημένα στα πλευρά σαν φτερά, τ’ ανοιγόκλεινε ανάλογα, τσιμπολογούσε τάχα σκύβοντας καλαμποκάκι κι έπινε δήθεν νερό όπως έκαναν τα πουλιά, σηκώνοντας ψηλά το κεφάλι για να «ευχαριστήσει τον Θεό όπως κάθε πετεινό Του». Μέχρι που κάποια τσιμπιά την έφερνε στην ανθρώπινη πραγματικότητά της, για λίγο όμως. Γάβγιζε τρέχοντας προς τα σκυλιά, στήνοντας άγριους σκυλοκαυγάδες, δαγκώνοντας σαν λυσσασμένο τετράποδο σκύλους και γάτες. Ήταν οι πρώτες της μιμήσεις. Αφού τσάκιζε και τα νεύρα των ζώων, ξαναγύριζε στους ανθρώπους, έτσι κι αλλιώς αυτοί είχαν περισσότερη πλάκα και πολυπλοκότητα. Άρπαζε ένα βιβλίο, καθόταν κάτω από ένα δέντρο, γύριζε το βιβλίο το πάνω κάτω, κοιτούσε το άπειρο και ούρλιαζε, συγνώμη, γκάριζε.
- Μαμά, μαμά, είμαι η Νανά. Μην μ’ενοχλείτε τώρα, διαβάζω.
Ερχόταν τρέχοντας απ’ το παχνί με ξεραμένα χόρτα μπλεγμένα στα μαλλιά, σηκωμένα τα φουστάνια της, κατεβασμένα ανέμελα τα βρακιά της.
- Μαμά, μαμά, έγινα Κατερίνα τώρα και τ’ αγόρια στο στάβλο αλλάζουν το φαΐ των ζωντανών.
Μετά έκλεβε ένα κάτι τι κοιτώντας τάχα μην την είδε κανείς. Το ’κρυβε πίσω από την πλάτη της και κουνώντας μια πάνω, μια κάτω το κεφάλι της σε «ναι» και «όχι» ξανά-γκάριζε.
- Μαμάκα, η “Ερμινόνη” σου είμαι. Δεν σούφρωσα, δεν είπα ψέματα, δεν έδειρα, ούτε διαβολοσκέφτηκα εγώ μανουλίτσα. Εγώ είμαι το αγγελάκι σου!
‘Ερμινόνη’ γιατί έκλεψε λέει απ’ το τετράδιο της «μελετηρής» Κατερίνας ένα «ν» και μιας που δεν ήξερε τι να το κάνει γιατί ένα γράμμα τι αξία μπορεί να έχει, το κράτησε καλού κακού μην αποκτήσει αξία κάποτε, και το πρόσθεσε στ’όνομά της μιας και οι τσέπες της ήταν ήδη γεμάτες με κλεμμένα από δω κι από κει. Αυτό κατά τα πρώτα σενάρια της Αθηνάς. Γιατί κάθε τόσο πρόσθετε στις ιστορίες της «κεφάλαια βγαλμένα απ’ την ζωή», ξεμπροστιάζοντας τ’ αδέλφια της με έναν χαριτωμένο τρόπο.
Άρπαζε τις μαθητικές τσάντες της Αλεξίας κι έβαζε δυο καρέκλες απέναντι να κοιτιούνται. Καθόταν στη μια, άνοιγε ένα βιβλίο κι έκανε πως χανόταν στην ανάγνωση. Σηκωνόταν, καθόταν στην απέναντι καρέκλα, έπαιρνε ένα διανοουμενίστικο στυλάκι κι έκανε ακριβώς ότι και προηγούμενα, με τρόπο μιμητικό, παλιατσίστικο.
- Μαμά- μαμά, είμαι-είμαι η-η Αλεξία-Αλεξία, Αλεξία-Μάϊρα. Ένα, συν παραένα, ίσον ένα, συν μηδέν!
Την Μάϊρα δεν την μιμήθηκε στα παιδικά χρόνια ούτε στα πρώτα εφηβικά. Ένιωθε σεβασμό στην επί εννιά μήνες συγκάτοικό της. Αργότερα την διακωμώδησε στην σκηνή παριστάνοντας την καλή δασκάλα με γυαλάκια με τεράστιο σκελετό, μαλλί σε αυστηρό κότσο κι ένα ύφος πικρό, στυφό και άκρες των χειλιών να πέφτουν μέχρι …τα γόνατα.
Πάντως την σχέση της με την δίδυμη αδελφή την είχε κάποτε δηλώσει με δύο αυγά! Έβαψε το ένα μαύρο κι έγραψε πάνω του «εγώ». Τ’ άλλο δεν το πείραξε καθόλου, έγραψε μόνο «Μάϊρα». Τα έβαλε δίπλα-δίπλα και δεν άφηνε να τα πειράξει κανείς.
- Μακριά τα χέρια απ’ την αδελφή μου κι εμένα, μην τολμήσει κανείς να μας …τηγανίσει, θα γκαρίξω στον τάφο του. Αυτοσαρκασμός στο έπακρο, παιδιού δέκα χρονών!
Τραβούσε έτσι, μ’ όλα όσα έκανε, την προσοχή όλων, αλλά κυρίως τις σφαλιάρες των αδελφών της. Τ’ αγόρια δεν τα πείραζε ιδιαίτερα. Στα μεγάλα κέφια της όμως έκλεβε κανένα παντελονάκι, έβαζε στο επίμαχο σημείο ένα πορτοκάλι και περπατούσε σαν… κατουρημένη και συγκαμένη. Πλησίαζε τους μικρότερους αδελφούς της πίσω από τις πλάτες τους. Γύριζαν όταν είχε πια φτάσει σε απόσταση αναπνοής. Χούφτωνε το φρούτο, που όμως δεν έδειχνε καθόλου την φύση του μέσα απ’ το ύφασμα και το ’δειχνε επιδεικτικά.
- Γιώργο, Χρήστο, κοιτάξτε τι μου φύτρωσε το βράδυ που κοιμόμουνα. Μην το ’χασε κανένας σας;
Τ’ αγόρια άρπαζαν τα αντίστοιχα όργανα του σώματός τους και κουνούσαν αρνητικά το κεφάλι. Ξαφνικά η πονηρή, με ταχυδακτυλουργικό τρόπο πέταγε το φρούτο μακριά και το ύφασμα ερχόταν στη θέση του.
- Ωϊ μωρέ, μου μαράθηκε, κόπηκε κι έπεσε. Άει, άει, άει πως πονάω… Να είναι λέτε κολλητικό;
Έσκυβε και διπλωνόταν απ’ ένα ανύπαρκτο πόνο. Έπεφτε στο χώμα, τίναζε χέρια, πόδια (όπως είχε δει να κάνει ένα σκυλί που το χτύπησε κάρο και ψόφησε), πέταγε την γλώσσα έξω από το στόμα, γούρλωνε τα μάτια κι έμεινε ακίνητη.
Στην αρχή την παρατηρούσαν με περιέργεια. Την έσπρωχναν δειλά με το πόδι μην κι αναστηθεί. Αφού σιγουρεύτηκαν την πρώτη φορά πως «πάει η Αθηνά μας, ψόφησε σαν κακό σκυλί», κοίταξαν ο ένας τον άλλο, σαν ένα μυαλό που τα δυο του μέρη ζητούσαν το ’να απ’ τ’ άλλο συμβουλή. Θυμήθηκαν εκείνο το τελευταίο «Να είναι λέτε κολλητικό;», άρπαξαν τα γεννητικά τους όργανα κι έτρεξαν έντρομα προς το σπίτι και την μητρική αγκαλιά (που όλα τα προβλήματα τα έκλεινε έξω της) ουρλιάζοντας πανικόβλητοι.
- Μάνα, μάνα, του πτσουλάκι μ’ πουνάει, θα πιθάνι όπους κι τσι Αθνούλας μας.
Τις επόμενες φορές, αν κι ήξεραν ότι ήταν μια φάρσα της παλαβωμένης, φρόντιζαν καλού-κακού να το βάζουν στα πόδια. Για να τους καλοπιάσει για λίγες μέρες έπαιζε μαζί τους σαν καλή αδελφούλα και ξαφνικά έκανε κάτι που ένα κοριτσάκι δεν θα έκανε ποτέ.
- Σήμερα είμαι αγόρι και κατουρώ όρθια!
Και το’κανε, λερώνοντας ρούχα, παπούτσια, κι ότι καλό της είχαν φορέσει οι υπηρέτριες.
- Σήμερα είμαι ταύρος και κουτουλώ αγοράκια!
Τους κυνηγούσε μέχρι που έπεφταν κι οι τρεις κατάχαμα στο χώμα, ιδρωμένοι, παλεύοντας στις λάσπες. Τα δυο αγόρια παρ’ όλες τις τρέλες της, τα παλαβά καμώματά της -που συνήθως ξεκίναγαν με το γνωστό πια «σήμερα είμαι…» και συνέχιζαν με κάτι πάντα πρωτότυπο-, την λάτρευαν. Όταν αργότερα μεγάλωσαν κι έμαθαν να εκτιμούν το χιούμορ της, έγιναν οι καλύτεροι φίλοι της. Όταν η Αθηνά εγκατέλειψε την πατρική στέγη, έπεσαν σε βαθιά μελαγχολία. Ο Γιώργος ξεμάλλιασε την Μάϊρα, αφού ήταν η αιτία της φυγής της αγαπημένης «τρελλάρως». Βρήκε και μέρα πρέπουσα να το κάνει: Την μέρα του γάμου της Μάϊρας!
Ο Χρήστος, άνθρωπος χαμηλών τόνων, βάλθηκε να της φτιάξει μια καρέκλα κουνιστή να καθίσει πάνω της να ξεκουραστεί, όταν αποφάσιζε κάποτε να γυρίσει. Ήταν μια καρέκλα με ψιλό χειροποίητο σκάλισμα, ένα έργο τέχνης, μιας και επιπλοποιός ήταν το πρώτο του επάγγελμα.
Η Αθηνά το πειραχτήρι, που έφυγε για την Αθήνα και πίσω δεν ξανακοίταξε. Το ’48 με έξοδα του θείου Αλέξιου έφυγε για Παρίσι. Είχε μπλέξει μ’ένα μπουλούκι θεατρίνων και το μικρόβιο είχε τρυπώσει μέσα της. Ο Αλέξιος διαισθάνθηκε, παρά είδε, το ταλέντο της και ως συνήθως της έδωσε μια καλή σπρωξιά. Σπούδασε θέατρο στο Παρίσι και την Ρώμη, πέρασε ένα σύντομο γάμο μ’έναν Ιταλό τιτλούχο, έγινε βαρόνη, χήρα του εξηνταπεντάχρονου βαρόνου στα εικοσιπέντε της, -εικοσιοχτώ στην πραγματικότητα-, έπαιξε κάποιους ρόλους αβανταδόρικους σε μερικές μάλλον επιτυχημένες ταινίες της «τσινετσιτά», και στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, ήδη γνωστό αστεράκι, γύρισε στα πάτρια, ελληνικά εδάφη.
Οι δάσκαλοί της στο Παρίσι είχαν κάνει καλή δουλειά πατώντας πάνω σ’ένα γνήσιο ταλέντο. Ο γέρος βαρόνος, θεατρόφιλος, ξεπεσμένος και φτωχός, αλλά λάτρης του ωραίου, ερωτεύτηκε την μικρή, την προστάτεψε από κακοτοπιές και την παντρεύτηκε για να της περάσει τον τίτλο του, νιώθοντας πως η λευχαιμία που τον βασάνιζε εδώ και δέκα χρόνια, τον κατέτρωγε μέρα με τη μέρα. Σαν κλασικός «μπον-βιβέρ» δεν είχε προφτάσει να κάνει οικογένεια και η Αθηνά έγινε η πρώτη και μοναδική, νομίζω, Ελληνίδα ηθοποιός με τίτλο ευγενείας. Αποδέχτηκε την σεξουαλική ανικανότητα του συζύγου της, το ήξερε πριν το γάμο τους, ο βαρόνος ήταν ένας ειλικρινής γέρο-δανδής. «Λατρεύω αυτό που βλέπω μέσα σου, γιατί μου το επέτρεψες να το δω. Όσο ζω, θα σε προστατεύω κι όταν φύγω, θα ΄χεις μάθει πολλά. Πλούτη δεν έχω στην τσέπη μου, μόνο στην καρδιά μου». Εκτός από σύζυγος ήταν και ο καλύτερος της φίλος και τον αγάπησε βαθιά αν και δεν τον ερωτεύτηκε ποτέ σαν άνδρα. Αγάπησε όμως τον τρυφερό και μελαγχολικό σύζυγο-πατέρα. Το σεξ δεν την απασχολούσε ιδιαίτερα. Δημιουργούσε σύντομες σχέσεις «για την σωματική υγεία», όπως έλεγε, ποτέ δεν την απασχόλησε να δημιουργήσει συναισθηματικούς δεσμούς με τους περιστασιακούς εραστές της. Δεν είχε ξεπεράσει ακόμα τον Άλκη, ίσως όμως να ήταν και μια πρόφαση για να μην αφήσει τον εαυτό της να αγαπήσει κάποιον που θα την πλήγωνε ή που για να τον αποκτήσει θα πλήγωνε εκείνη κάποια άλλη γυναίκα.
Ήταν άτομο με προσόντα και αίγλη πριν εμφανιστεί στην Αθήνα να ψάξει για δουλειά στα θέατρα της πρωτεύουσας. Ουσιαστικά αντί να ψάξει για δουλειά, την έψαξε η δουλειά. Ήταν σημαντικό για ένα θέατρο να έχει στην πρόσοψή του γραμμένο με τεράστιους τίτλους: «Πρωταγωνιστεί η διάσημη βαρόνη Αθηνά Δημητρίου» και με μικρότερα «αστέρι της τσινετσιτά». Όλα έγιναν γρήγορα κι αναμενόμενο ήταν.
Στην Αθήνα ήταν ιδιαίτερα διακριτική. Σκάνδαλα δεν άφησε να διαρρεύσουν, μιας και πρόσεχε με ποιον θα κοιμόταν και απαραίτητο προσόν του «τυχερού» έπρεπε να είναι η διακριτικότητα. Μέχρι που γνώρισε τον Ιάκωβο Μαρρά, συγγραφέα και ενίοτε σκηνοθέτη των δικών του έργων. Η Αθηνά, που ήδη είχε διαβάσει και δει έργα του, τον θεωρούσε σχεδόν την μεγαλοφυΐα του αιώνα. Ο «Κόμπυ», -έτσι τον φώναζε και μ’ αυτό το παρατσούκλι τον φώναζαν οι στενοί τους φίλοι-, ήταν ένας σοβαρός κι απρόσιτος άνθρωπος και οι θεατρίνες του «ελαφρού» θεάτρου ήταν ακριβώς ότι αντιπαθούσε. Ελαφρών ηθών, ελαφρόμυαλες, και κατά συνέπεια ελαφρού ενδιαφέροντος. Το καινούργιο «φρούτο», η βαρόνη, και η φήμη της τον άφησαν παγερά αδιάφορο. Εκείνη κυκλοφορούσε στα σαλόνια του θεάματος και όχι στα σαλόνια του πνεύματος! Πόσο λάθος έκανε… Την συνάντησε σε κάποια λογοτεχνική βραδιά. Έκπληκτος την άκουσε ν’απαγγέλλει ένα αέρινο και ευαίσθητο ποίημα. Καλή, πολύ καλή απαγγελία σκέφτηκε, ίσως η «ελαφριά» να έχει κάποιο ταλέντο. Βρέθηκε λίγες μέρες αργότερα να την παρακολουθεί στο θέατρο. Τον είδε και κείνη που καθόταν στη μέση της πρώτης σειράς και κοκκίνισε. «Μπα, ιδέα μου είναι, τι να κοκκινίσει που με είδε, λες κι έχουν τσίπα οι “ελαφρές”. Πάντως, αυτό που κάνει, το κάνει καλά. Πώς το λένε το νούμερο; “Πωλίν ετ Ανζελίκ ρε!”. Καλό, καλό, ποιος το’γραψε; Αθηνά Δημητρίου; Ε! όχι, είπαμε… ταλέντο στο παίξιμο, φτάνει όμως, μην μας δουλεύεις κοριτσάκι μου. Αρτίστες του ‘εύκολου’ θεάτρου δεν γράφουν τόσο προχωρημένα! ».
Την ξαναείδε λίγους μήνες αργότερα. Ανέβαζε με δικά του έξοδα, μεγάλο ρίσκο, ένα δικό του έργο και συγχρόνως το σκηνοθετούσε. Έβαλε σε εφημερίδα αγγελία και περίμενε. Η ‘βαρόνη’ κατέφθασε από τους πρώτους. Α! μα η δεσποινίς-χήρα είχε θράσος!
- Αγαπητή κυρία, δεν κάνουμε το είδος του θεάτρου που υπηρετείτε.
- Δεν υπηρετώ κανέναν και τίποτα, κύριε Μαρρά. Μόνον τον εαυτό μου. Κι αυτόν μόνον αν το θεωρήσω έντιμο!
- Εννοώ το “ελαφρό” θέατρο.
Του χαμογέλασε αθώα, σχεδόν χαζοχαρούμενα.
- ‘Ελαφριά’ έως και πουπουλένια! Κι εσείς με απορρίπτετε “ελαφρά τη καρδία”!
Σούφρωσε με προσποιητή ευθιξία το ροζ-κόκκινο στοματάκι, άβαφο, όπως κι όλο το πρόσωπο. Υπέροχα μενεξεδιά μάτια σε σκούρο φόντο.
- Αχ, κύριε Μαρρά, παρακάλεσε σχεδόν κοροϊδεύοντάς τον. Σας παρακαλώ, δοκιμάστε με παντιοτρόπως, σας το επιτρέπω (μπηχτή για την άποψή του περί της ελευθερίας των ηθών της). Εκτός από τον πισινό μου (σηκώθηκε κι έκανε μια χαριτωμένη κίνηση, κουνώντας προκλητικά τους γοφούς), κουνώ και τα χείλη μου, δακρύζω εύκολα, θυμώνω εύκολα και γίνομαι μέγαιρα, έτσι όπως πειραματιζόμουν από παιδάκι κι όπως μου ’μαθαν οι δάσκαλοί μου… Αχ, κύριε Μαρρά, σας παρακαλώ, κάντε με κυρία του ‘βαρέως’ θεάτρου και ουχί του ‘ελαφρού’.
Ο «Κόμπυ» έπρεπε να θυμώσει κανονικά. Η νεαρά τον είχε βάλει στην θέση του ενώ ταυτόχρονα κορόιδευε και τον εαυτό της και την ‘ρετσινιά’ που άθελα ή σκόπιμα της είχε προσαφθεί. Και, διάβολε, είχε χιούμορ! Οι χαζοί δεν διαθέτουν τέτοιο προσόν!
- Υπάρχει ένας ρόλος, μικρός όμως, φαντάζομαι πως δεν ενδιαφέρεστε…
- Κύριε, ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα…».
Είχε μετατραπεί σε δευτερόλεπτα μια σοβαρή νεαρή κυρία.
- …Τόσο, όσο δεν φαντάζεστε. Δοκιμάστε με κι αποφασίστε. Σας ευχαριστώ για την ευκαιρία και σέβομαι προκαταβολικά την απόφασή σας, όποια κι αν είναι.
Κάθισε σεμνά στην καρέκλα της, τα λεπτά, μακριά, καλλίγραμμα πόδια της -του θύμισαν χορεύτρια κλασικού μπαλέτου-, τονίζονταν όχι πρόστυχα μέσα από την συντηρητική φούστα, λίγο στενούτσικη βεβαίως. Σοβαρή, μ’ ένα χαμόγελο ήρεμο, δεν τον ξαναενόχλησε, ούτε κινήθηκε ιδιαίτερα. Θα μπορούσε να είναι ένα οποιοδήποτε εργαζόμενο κορίτσι. Όμως εκείνος ο τρόπος που καθόταν δεν ταίριαζε με την υπόλοιπη εμφάνιση. Ήταν πολύ προκλητική, αν και πολύ ντυμένη. Την αγριοκοίταξε μια δυο φορές μέχρι που εκείνη σηκώθηκε όρθια, πλησίασε στον τοίχο, κοίταξε με ενδιαφέρον κάποιες ανακοινώσεις κι εκεί έμεινε γυρνώντας προς το μέρος του. Αν και διέκρινε μια υποψία πανικού στο πρόσωπό της, από την στιγμή που γύρισε κοιτώντας τον να δοκιμάζει έναν-έναν του συναδέλφους της, ήταν και πάλι ήρεμη με αξιοθαύμαστη αυτοκυριαρχία. Την κράτησε τελευταία.
- Πλησιάστε, καθίστε.
- Ευχαριστώ...
Κάθισε πάλι με τον ίδιο προκλητικό τρόπο, που τον εκνεύρισε ακόμα πιο πολύ.
- Κυρία μου, δεν είναι ανάγκη να προκαλείτε. Η απόφασή μου δεν επηρεάζεται, σας διαβεβαιώ…
- Χαίρομαι ιδιαίτερα κύριε. Μα είναι ο τρόπος που κάθομαι, γεννηθήκαμε μαζί και μαζί θα πεθάνουμε!
- Θα τον αλλάξουμε λοιπόν!
- …Φοβάμαι πως δεν γίνεται. Δεν είναι επιλογή μου, είμαι εγώ επιλογή του…
Του εξήγησε με χαμηλή σοβαρή φωνή, χωρίς δράματα, με μια χιουμοριστική, όμως διάθεση, εξορκίζοντας ίσως μ’αυτό την ατυχία της.
- Κύριε, έχετε την τιμή να γνωρίζετε ένα απολίθωμα της φύσης, μια γυναίκα με ουρά, έστω με ‘σχεδόν’ ουρά. Μεγαλώσαμε μαζί, είναι δικιά μου και είμαι δικιά της, μα τα χαράματα την βάζω σε μια χρυσή θήκη να ξεκουραστεί και την ξαναφορώ το βράδυ με την νυχτικιά μου.
Δεν ήξερε πώς να ζητήσει συγνώμη. Τα μάτια της γυάλιζαν. Ήταν έτοιμη να κλάψει ή ήταν στο παρά πέντε ενός γέλιου;
- Κυρία μου, το μυστικό σας θα το θάψω στην θήκη της ουράς σας. Χωράει;
Έβαλαν κι οι δυο τα γέλια. Η Αθηνά είχε ένα γέλιο γεμάτο, όχι ψεύτικα ντροπαλό, καθόλου προσποιητό. Γέλιο γυναίκας. Η φωνή της ήταν βαθιά, μπάσα, σχεδόν νέγρικη, ανεπαίσθητα ερωτική. Μίλησαν για τον ρόλο, δεύτερο, καλό όμως, που ήταν σίγουρη πως θα τον ανέφερε με υπερηφάνεια σαν τον πρώτο ρόλο με ‘απαιτήσεις’. Χώρισαν αργά το βράδυ, την συνόδεψε σαν γνήσιος ιππότης μέχρι την πόρτα της. Μιλούσαν ακόμα στον πληθυντικό, αλλά υπήρχε κάτι στον αέρα. Μια διάθεση φιλική, ‘συνεταιρίστικη’, μια όρεξη ν’ αλλάξουν τα πάντα τώρα, αμέσως, πριν ξημερώσει το αύριο. Τον καληνύχτισε τείνοντας το χέρι, βγάζοντας το δερμάτινο γάντι.
- Εδώ μένω, έδειξε. Χάρηκα για την γνωριμία και για την επικείμενη συνεργασία μας. Ελπίζω να μην σας απογοητεύσω.
- Καληνύχτα, την Δευτέρα αρχίζουμε πρόβες. Την Κυριακή το πρωί θα βρείτε έξω από θέατρο την ώρα που ξεκινάμε την ανάγνωση. Είμαι καταγοητευμένος με την γνωριμία σας.
Περίμενε να ξεκλειδώσει την εξώπορτα, πριν κλείσει του χαμογέλασε αχνά, κούνησε το χεράκι της, έκλεισε την ξύλινη πόρτα και κλείδωσε.
Ο «Κόμπυ» έφυγε γεμάτος από αντικρουόμενες σκέψεις. Τον είχε εντυπωσιάσει πως η ηθοποιός είχε γράψει εκείνο το αέρινο ποίημα που θύμιζε ευωδιές και χρώματα. Αν και η Αθηνά δεν ήταν γεννημένη ποιήτρια, ούτε θα γινόταν ποτέ τίποτα το εξαιρετικό σ’ αυτή την μορφή της τέχνης, τα ποιήματά της ανέδιδαν φρεσκάδα και αμεσότητα. Ο «Κόμπυ» είχε την τύχη να τ’ακούει πρώτος.
- Άκου το καινούργιο μου αριστούργημα, του έλεγε.
Καθόταν πάνω στα γόνατά της, στην κουνιστή πολυθρόνα που είχε φτιάξει ο μικρότερος αδελφός της, ίσιωνε την ρόμπα της, έπινε μια γουλιά καφέ.
- Μην γελάσεις Κόμπυ μου, έτσι μου ’ρθε αγάπη μου.
Κι εκείνος δεν γελούσε ποτέ, εκτός κι αν το χιούμορ της, λίγο καυστικό συνήθως, ξάπλωνε στις λέξεις κι εκεί ξεκουραζόταν. Ένα ήταν σίγουρο: Εκείνος ήταν η «διανόηση» της οικογένειας. Σαν συγγραφέας και σαν σκηνοθέτης.
Η Αθηνά φόρεσε τον ρόλο της γάντι. Το όνομά της χωρίς το ‘βαρόνη’ μπήκε με μεσαία γράμματα στην τρίτη σειρά, η πρωταγωνίστρια ήταν ένα «ιερό τέρας» που το όνομά της φιγουράριζε με τεράστια γράμματα στην πρώτη σειρά. Το έργο ήταν ένα αριστούργημα και παίχτηκε τρία χρόνια. Τον δεύτερο χρόνο η πρωταγωνίστρια, κοντά στα σαράντα, έμεινε έγκυος. Ο γιατρός της συνέστησε ξεκούραση, και ο πρώτος γυναικείος ρόλος χήρεψε για τρεις ώρες. Τόσες χρειάστηκε για να μεταφερθεί το όνομα της τρίτης σειράς με τα μεσαία γράμματα στην πρώτη. Την Αθηνά διαδέχτηκε μια νεότερη ηθοποιός. Την είχε δει η Αθηνά σ’ ένα μικρό ρόλο και τράβηξε τον Κόμπυ με το ζόρι στην σχολή που σπούδαζε το κοριτσάκι. «Ταλέντο σου λέω», γκάριξε. Το γκάρισμα της ξέφευγε κάθε τόσο όταν ενθουσιαζόταν.
- Γκάα; την κορόϊδεψε ερωτηματικά.
- Βεβαίως, γκάα! Εχει κάνει ποτέ λάθος η διαίσθησή μου;
Ήταν όντως ταλέντο, ταλεντάρα. Η διαίσθηση της Αθηνάς σε θέματα Τέχνης δεν έκανε ποτέ λάθη. Την νεαρή φοιτήτρια της δραματικής σχολής την έλεγαν Ευγενία. Ο Κόμπυ έφριξε. Άκου Ευγενία! Του θύμιζε γριά φαφούτα, σαρανταποδαρούσα ψητή, φαλακρό κόκκορα. «Θα το αλλάξουμε σε Τζένη!», αποφάσισε. Η Ευγενία δεν κόλλησε ούτε στο «Τζένη», ούτε στο επίθετό της που πετάχτηκε άρον-άρον στα σκουπίδια για ν’αντικατασταθεί μ’ ένα καλλιτεχνικότερο. Στο κάτω-κάτω το ταλέντο δεν έχει όνομα... Πάντως ο Κόμπυ το παραδέχτηκε μερικά χρόνια αργότερα.
- Είτε Ευγενία, είτε Τζένη,το κορίτσι γεννήθηκε μ’αστέρι!
Η σχέση της Αθηνάς με τον «Κόμπυ» -όταν πρωτοάκουσε το τρυφερό παράνομά του επαναστάτησε-, πέρασε από τα στάδια του σεβασμού, της φιλίας, του έρωτα και της αγάπης σε χρόνο ρεκόρ. Φυσικά και δεν της πρότεινε γάμο, αυτό ήταν δική της δουλειά.
- Αγάπη μου, Κόμπυ μου, εσύ που μ’ έκανες από ηθοποιό του “ελαφρού” θεάτρου, κυρία, κάνε αυτή εδώ την “ελαφρών” ηθών γυναίκα, κυρία. Αχ, κύριε Μαρρά, σας υπόσχομαι δεν θα σας απογοητεύσω. Αρκετά δεν με δοκιμάσατε;
Τον ειρωνευόταν ασύστολα, κι ήταν μια αθώα, γλυκιά εκδίκηση που την χρησιμοποιούσε και μετά τον γάμο τους.
- Αχ, Κόμπυ μου, κύριε Μαρρά, αγάπη μου, εσύ που με βρήκες στον βούρκο…
Το Ιάκωβος ευνουχίστηκε σε «Κόμπυ» και ο Κόμπυ αποδέχτηκε την μοίρα του. Η Αθηνά δεν ήταν μόνο ο μεγάλος έρωτας. Ήταν η έμπιστη φίλη, η μάνα, η αδελφή, το συμπλήρωμα της ψυχής του. Καμώθηκε τον ψιλοαπογοητευμένο και μάλλον διστακτικό, αλλά μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα.
- Μετά απ’αυτή την δήλωση “βαρόνη” (αμέ, τι κυρία Αθηνά, εγώ δεν έχω ράμματα για την γούνα σου;) πιστεύω πως πρέπει να αποκαταστήσεις το βάρβαρα κι απογοητευτικά τραυματισμένο ηθικά, όνομά μου! Κι αυτό ή με αυτοκτονία ή με γάμο γίνεται. Κι εγώ είμαι, όπως γνωρίζεις, δειλός. Προτιμώ τον αργό, καθημερινό θάνατο μέσα στα χεράκια σου.
Έζησαν πενήντα χρόνια μαζί, σε όμορφες εποχές δόξας και επιτυχίας, σε δύσκολα χρόνια αυτοεξορίας στην Ευρώπη (κι οι δυο ήταν δηλωμένοι αριστεροί) και τέλος γεύτηκαν την γλύκα της αναγνώρισης μετά την μεταπολίτευση. Δεν πολιτεύτηκαν, είχαν άλλα χωράφια να καλλιεργήσουν, όμως ο λόγος τους είχε ιδιαίτερη βαρύτητα. Το τελευταίο κινηματογραφικό έργο που ο Κόμπυ σκηνοθέτησε την γυναίκα του σε σενάριο του θείου Αλέξιου, σάρωσε τα Όσκαρ. Σκηνοθεσία, σενάριο, πρώτος γυναικείος ρόλος πήγαν στην ευρύτερη οικογένεια Δημητρίου. Εκείνη την χρονιά έχασε το αγαλματάκι ένας άλλος σκηνοθέτης που το είχε κερδίσει όμως δυο φορές ήδη. Ονομαζόταν John Michael, ήταν ο «τσιτρώκος» γιος του Μιχαήλ Δημητρίου, που με τα δυο του αδέλφια, τον Γιώργο και την Μαρία, στάλθηκαν στην Αμερική, όταν ο πατέρας του αλληλοσκοτώθηκε με τον δίδυμο αδελφό του, που είχαν διαφορά ηλικίας τρία λεπτά, ένα χρόνο και έναν αιώνα. Ήταν ο πρώτος ξάδελφος της Αθηνάς, το «Αμερικανάκι». Η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια. Τα Όσκαρ έγιναν υπόθεση ελληνική εκείνο το αξέχαστο βράδυ. Άλλη μια Ελληνική ψυχή πήρε το Όσκαρ μουσικής, κι άλλη μια των ειδικών εφφέ!

Οι περισσότεροι άνδρες θα ένιωθαν τουλάχιστον άβολα με τόσες και τόσο διαφορετικές κόρες. Ο Άβελ αντίθετα γνώριζε την απόλυτη ευτυχία ανάμεσα σ’ εκείνο τον γυναικοσυμφερτό. Γυρνούσε σπίτι του μ’ έντονη ανάγκη να μυρίσει το γυναικομάνι κάθε ηλικίας της φαμίλιας του. Οι λεπτές μυρουδιές τους δεν είχαν τίποτα να κάνουν με την πηχτή μυρωδιά του αρσενικού ιδρώτα της αποθήκης και του εργοστασίου ή την βαριά, αποπνικτικά μεθυστική, του χλωρού και του ξερού καπνού. Οι σπιτικές μυρωδιές είχαν να κάνουν με τ’ανακάτωμα του δικού του ιδρώτα και της πολυαγαπημένης Θεανώς την ώρα της σύλληψης των βλαστών τους. Κι όταν τα ’βλεπε σκούρα κι οι κόρες του ορμούσαν να κρεμαστούν πάνω του όλες κι άρπαζαν τα χέρια ή τα πόδια του, -ανάλογα με το ύψος που έφτανε η κάθε μια- κι εκείνο το τρελαμένο, η Αθηνά, να σέρνεται στο πάτωμα ξοπίσω του, γραπωμένη απ’ ένα τσαρούχι, γκαρίζοντας, γαβγίζοντας, νιαουρίζοντας… τότε έκανε τάχα τον απεγνωσμένο.
- Ένας άντρας, ένας, έστω και βυζανιάρικος, δεν υπάρχει ένας, μακάρι δυο, να με σώσει από έξι βδέλλες;
Ξεμύτιζαν τότε τ’ αγόρια που ορμούσαν ν’ αρπαχτούν απ’ το τσαμπί που κρεμόταν πάνω του, προσθέτοντας βάρος στις πλάτες του γεννήτορα. Βάρος καλοδεχούμενο. Κι ενώ έκανε πως λύγιζε κι έπεφτε προσέχοντας μην χτυπήσει κανένα απ’ τα παιδιά του, σκεφτόταν: «Πόσο βάρος σηκώνει η ευτυχία;». Κατέληγε πάντα στο ίδιο συμπέρασμα: «Τόσο και διπλά άλλο τόσο…».
Ήταν η εποχή της απόλυτης, βαθύτατης ευτυχίας. Ήταν πλούσιος, αγαπούσε κι αγαπιόταν, είχε απογόνους. Τα σύννεφα που μαζεύονταν βορειοδυτικά ούτε τα είδε, ούτε τα μύρισε…

No comments: