1. Δυο λόγια

Να ΄μαι λοιπόν εδώ, με χαρτί και μολύβι να καταγράψω απ΄ τη μια ότι θυμάμαι από τις διηγήσεις των συγγενών και των συμπολιτών μου, κι από την άλλη να πλέξω τον μύθο, για να δημιουργήσω μια ολοκληρωμένη ιστορία.
Άνθρωποι υπαρκτοί και γεγονότα αληθινά μυθοποιούνται, για να δεθούν με τις φανταστικές περιπέτειες κάποιων χαρακτήρων που γέννησαν μνήμες και φαντασία. Βυθίζομαι στο δικό μου παραμύθι...

2. Το τέλος

Η Ειρήνη αυτοκτόνησε στα μέσα ενός Φλεβάρη.
Πάτησε το κουμπί του ασανσέρ καλώντας το στον όροφο που περίμενε. Το άκουσε να τρίζει κάπου στο υπόγειο. Περπάτησε μέχρι το παράθυρο του στενόμακρου διαδρόμου και τ΄ άνοιξε, έτσι χωρίς λόγο. Απ΄ τον έκτο όροφο άλλα φαίνονταν μικρά, κι άλλα δεν φαίνονταν. Τι να ταν αυτό που την έσπρωξε; Ίσως ο Χρόνος...

Η Ειρήνη είχε μια παράξενη σχέση με τον Χρόνο. Συχνά έλεγε: «Χάνω τον χρόνο, κι ο χρόνος με χάνει κι αυτός. Τρέχω να τον προφτάσω κι όλο μ΄ αφήνει πίσω. Κι εγώ τρέχω ξοπίσω του, πεισμωμένη, προσπαθώντας να σκουπίσω τα δάκρυα από τα μάτια και το αίμα από τις ανοιχτές πληγές που μού αφήνει. Τον πιάνω και μού γλιστρά μέσα από τα χέρια σαν άμμος καυτή που την ζέστανε με τ΄ ακροδάχτυλά του ο ήλιος. Και καίγομαι... Γέρασα να κυνηγώ τον χρόνο, να τον αρπάζω και να ξοδεύεται, να μού ξεγλιστρά σαν φάντασμα, σαν νεράκι που από σταλαγματιά γίνεται χείμαρρος και σε παρασέρνει. Θα με νικήσει ο Χρόνος, θα με νικήσει...».

Εκεί, απ΄ τον έκτο όροφο, είδε τον χρόνο να μορφοποιείται. Τον είδε να περνάει κάτω στο δρόμο και να σταματάει σ΄ ένα κόκκινο φανάρι. Αναλογίστηκε πως μέχρι να ΄ρθει το ασανσέρ και να κατέβει στο ισόγειο και να τρέξει μέχρι το φανάρι, θα τον έχανε και πάλι. Έτσι, βούτηξε με το κεφάλι κάτω και τα χέρια απλωμένα προς την άσφαλτο να τον αρπάξει εκεί στο κόκκινο φανάρι, για να μην τον χάσει και πάλι την ύστατη στιγμή. Κι ο χρόνος της, φυλακισμένος μέσα στα δάχτυλά της, πάλεψε λίγο και μετά σταμάτησε ν΄ αντιστέκεται. Την αγκάλιασε σφιχτά κι αυτός και πέθαναν μαζί. Γιατί, τον χρόνο σου όταν ενώ θέλει να γίνει και πάλι αόρατος και να πετάξει τον εμποδίσεις, πεθαίνει αφού μαραθεί στη στιγμή. Γίνεται πεταλούδα και καίγονται τα φτερά της απ΄ τα χέρια των πλασμάτων του ανίερου υλικού κόσμου που την αρπάζουν και δεν μένει παρά ένα σιχαμερό, τριχωτό σκουλήκι να ξεψυχάει στ΄ ανθρώπινα χέρια.

Γύρω, μαζεύτηκε κόσμος για τα καλά. Οι περισσότεροι, το ‘φιλοθεάμον κοινό’, έκαναν χάζι, ρωτώντας ‘τι’ και ‘πως’ με κείνο τον ολοφάνερα ψεύτικο κι αρρωστημένο οίκτο. Κάποιος, που δεν τον γνώριζα όμως, δήλωσε φίλος της. Και μάλλον ήταν. Τράβηξε, με χέρια που έτρεμαν, την φούστα της σκεπάζοντας τα γυμνά πόδια, τακτοποίησε τα ανάκατα μαλλιά, έκανε μια κίνηση σαν να ήθελε να τής κλείσει τα μάτια, αλλά τον έπνιξε η συγκίνηση και ξέσπασε σ΄ ένα βουβό κλάμα, σκεπάζοντας το πρόσωπό του με τα χέρια.

Αύριο, οι εφημερίδες θα έγραφαν για την Ειρήνη άλλη μια φορά. Θα το ανέφεραν σαν αυτοκτονία, ή σαν ‘τραγικό ατύχημα’; Την φαντάστηκα να κρατά την εφημερίδα με τα μακριά, λεπτά δάχτυλα γεμάτα με παράξενα δαχτυλίδια, καθ’ ένα κι από κάποιο διαφορετικό μέρος του πλανήτη που είχε επισκεφτεί. Κι ύστερα, ότι κι αν διάβαζε, θα το ΄βρισκε αστείο. Θα έριχνε πίσω κάποιο απ΄ τα πολλά κόκκινα τσουλούφια που μόνιμα προσπαθούσαν να της σκεπάσουν το πρόσωπο, θα έσκυβε ελαφρά προς τα πίσω το κεφάλι και θα ξεσπούσε σ΄ ένα χαρούμενο γέλιο. Μετά θα άναβε τσιγάρο, αν δεν κρατούσε ήδη ένα, και θα με κοιτούσε μ΄ εκείνο το βλέμμα που σε διάβαζε μέχρι τα μύχια της ψυχής σου. Κι ύστερα, με μια θεατρική κίνηση, θα πετούσε την εφημερίδα στον αέρα. Φύλλα γεμάτα λέξεις και φωτογραφίες πρώτα να ανυψώνονται θροΐζοντας κεφάτα προς τον ουρανό, μετά να στροβιλίζονται με αργή, σιωπηλή, καθοδική κίνηση, για να πέσουν τέλος στο πάτωμα σε μια δική τους διάταξη, έτσι που τα πιο ‘σημαντικά’ νέα της πρώτης σελίδας να σκεπάζονται από κάποια λιγότερο σπουδαία.
- Αυτή νομίζουν πως είμαι... Τίποτα δεν ξέρουν για μένα, τίποτα γι’ αυτό που είμαι πραγματικά. Μόνο μερικές φωτογραφίες έχουν, και μ΄ αυτές κάνουν αναπαράσταση της ζωής μου. Μόνο εσύ με ξέρεις μικρή, μόνο εσύ...

Ήταν παράξενο πλάσμα η Ειρήνη, παράξενο θέαμα, και ζωντανή και πεθαμένη. Ο φίλος της, εκείνος που δεν γνώριζα, σταμάτησε τον θρήνο κι έσκυψε να της κλείσει τα μάτια που γυάλινα κοιτούσαν ποιος ξέρει τι. Τα μάτια της, τεράστια, πράσινα, έλαμπαν όχι με τη λάμψη του τρελού ή του αλαφροΐσκιωτου, αλλά του ανθρώπου που τον ψένει εσωτερικός πυρετός και πυρώνει και την καρδιά και τα μάτια.
Μια μητέρα με δυο παιδάκια βγήκε από ένα κοντινό ανθοπωλείο. Πλησίασαν, παρασυρμένοι από τον όχλο. Η Ειρήνη πεσμένη στις λερές πλάκες του πεζοδρομίου με τον σβέρκο ξεριζωμένο απ΄ την σπονδυλική στήλη και την ψυχή της να κατεβαίνει στα σκοτάδια του ΄Αδη. Το αριστερό χέρι κάτω απ΄ το κεφάλι, κι αυτό στραμμένο δεξιά, με τα μακριά σαν Μέδουσας μαλλιά να σκεπάζουν το μισό πρόσωπο. Στο στόμα λίγο αίμα, -βαθύ σκούρο-, να ξεραίνεται. Το δεξί χέρι σπασμένο, αφύσικο με τον δείκτη να δείχνει προς το βάθος του δρόμου, εκεί όπου το φανάρι άναβε μια πράσινο, μια κίτρινο, μια κόκκινο. Το μεγαλύτερο αγοράκι έσκυψε και στη φούχτα του δεξιού χεριού απίθωσε το μπουκέτο με τ΄ αγριολούλουδα που του χάρισαν στο μαγαζί. Και απλώθηκαν τα λουλούδια παράλληλα με το δεξί δάχτυλο που πάγωνε σιγά-σιγά δείχνοντας την συνεχή εναλλαγή των χρωμάτων και των ονείρων.

Ήταν η ώρα που η Ειρήνη έψαχνε να βρει, με τον χρόνο της σφιχταγκαλιασμένη, τον μονοπάτι που οδηγούσε στο καινούριο, άγνωστο ταξίδι. Είχε πλέον ελευθερωθεί από το βάρος του σώματός της. 'Έβλεπε, -με τα μάτια της άυλης οντότητας-, το κορμί της και τον κόσμο τριγύρω, μα δεν της κάηκε καρφί. Σχεδόν χάρηκε την καινούρια υπόστασή της, ήξερε όμως πως θα ήταν μία παροδική εμπειρία ανάμεσα στην υλική ύπαρξη και στην πνευματική. Κι αν ήταν να γεννηθεί ξανά μια μέρα καλώς να γινόταν, αλλά εκείνη την στιγμή ήθελε να ρουφήξει κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου που της απέμενε. Όταν ένιωσε πως ήταν πια να αποσπαστεί από τον χώρο και μια δύναμη ανεξήγητη άρχισε να την τραβά, πρόφτασε ν΄ αρπάξει την ψυχή του μπουκέτου, που σαν φάντασμα ακολουθούσε τα νεκρά, κομμένα απ΄ τη μάνα-φυτό λουλούδια. Οι τρεις ψυχές, Ειρήνη, Χρόνος και Μπουκέτο-Λουλουδιών, ξεκίνησαν τα πρώτα βήματα σ΄ ένα ανηφορικό, σκοτεινό τούνελ. Κάπου στην άλλη άκρη του ένα ζεστό, ευχάριστο φως και μια απαλή μουσική. Συνειδητοποίησε πως δεν ήταν ο θάνατος φρικτός, αλλά ο φόβος του θανάτου και της συνεπαγόμενης ‘Κρίσης’, κι΄ εκείνη δεν ένιωθε ούτε πανικό ούτε φόβο. Αυτή η ανακάλυψη την γέμισε ανακούφιση.
Η καινούρια και πρόσκαιρη υπόσταση της Ειρήνης γύρισε και κοίταξε πίσω, θέλοντας να κρατήσει μια τελευταία εικόνα του γήινου κόσμου που εκούσια εγκατέλειπε. Στα σκαλιά του κτιρίου απ΄ όπου πήδηξε για να προφτάσει ν΄ αρπάξει τον χρόνο της, καθόταν ένα κορίτσι που έμοιαζε χαμένο στις σκέψεις του. Ένας κύκλος ζωής μόλις είχε κλείσει, και το κορίτσι έπρεπε να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει μια παγερή, χιονισμένη μέρα του Δεκέμβρη που πέρασε, πίνοντας αρωματικό τσάι και καπνίζοντας ακατάπαυστα σε κάποιο φοιτητικό καφενείο των Εξαρχείων.
Η Ειρήνη χαμογέλασε, έφερε το δεξί χέρι στο στόμα της ψυχής χωρίς ύλη και της έστειλε μια ανάσα-φιλί. «Αντίο μικρή», ψιθύρισε και ο αποχαιρετισμός γέμισε τον αέρα με μόρια τρυφερότητας, «καλή τύχη»... Μετά, αποφασιστικά χώθηκε στο τούνελ χαμογελώντας, έτοιμη για νέες εμπειρίες.

Η Ειρήνη δεν αυτοκτόνησε, απλά πέρασε σε καινούρια διάσταση, στα μέσα κάποιου Φλεβάρη...

3. Εισαγωγικό

Είδα το σώμα της Ειρήνης να πέφτει. Στην αρχή ούτε που κατάλαβα πως ήταν κάτι ανθρώπινο. Δεν πλησίασα, δεν μίλησα, δεν έκλαψα. Καθόμουν στα σκαλοπάτια της εισόδου να την περιμένω να κατέβει, μα ‘κατέβηκε’ μάλλον ανορθόδοξα. Άλλωστε, και τι ήταν ‘ορθόδοξο’ ή συμβατικό πάνω της, έτσι κι αλλιώς;

Με είχε εντυπωσιάσει από την πρώτη στιγμή που παρουσιάστηκε στην παρέα μας. Καθόμασταν, -μια φοιτητοπαρέα- σε μια καφετέρια κοντά στην Νομική και μαζεύαμε ήλιο, πίνοντας τον πρωινό καφέ, κάνοντας ομαδική ‘κοπάνα’ από βαρετά μαθήματα, που δίδασκαν κάποιοι βαρετοί βοηθοί, κάποιων ακόμα πιο βαρετών καθηγητών, -ή τουλάχιστον αυτή ήταν η δικαιολογία μας για τις αδικαιολόγητες απουσίες μας. Μας πλησίασε έχοντας κρεμασμένα πάνω της βαλιτσάκια διαφορετικών μεγεθών κρατώντας μια επαγγελματική φωτογραφική μηχανή στο δεξί της χέρι. Αργότερα, μάθαμε πως όλα τα βαλιτσάκια ήταν γεμάτα με μικρότερες ή μεγαλύτερες περισσότερο ή λιγότερο πολύπλοκες μηχανές, που τις συνόδευαν ακόμα πιο πολύπλοκα εξαρτήματα. Χαμογέλασε και μείναμε όλοι έκθαμβοι από το χαμόγελό της, και σαν να ήμασταν παλιοί γνώριμοι μας έπιασε την κουβέντα. Ήθελε να μας φωτογραφίσει, όχι όμως στημένες πόζες, ήθελε να αποτυπώσει την ζωή μας σε κάθε φάση της ημέρας, ατομικά και ομαδικά. Και παρόλο που ήταν φιλική και κάθισε σύντομα ανάμεσά μας σαν άνθρωπος που ανήκε χρόνια στην παρέα μας, υπήρχε κάτι απόμακρο στο ύφος της, κάτι θεϊκό και διαβολικό συνάμα, κάτι που οριοθετούσε και απαγόρευε την προσπέλαση σ΄ ότι εκείνη θεωρούσε ατομικό της χώρο και συναισθήματα. Όλα πάνω της κραύγαζαν αυτοπεποίθηση και αυτογνωσία, και για μια στιγμή ένιωσα πως μας έκανε χάρη εμάς τους κοινούς θνητούς που βρισκόταν στον πλανήτη μας και ζούσε ανάμεσά μας. Κι όμως καμιά της κίνηση, έκφραση, ή λόγος, δεν ‘έστελνε’ τέτοια σήματα. Όλα πάνω της με μαγνήτιζαν, και το ίδιο συνέβαινε και στους υπόλοιπους. Ήταν ο τρόπος που μιλούσε, μα πιότερο ήταν τα χέρια της, τα δάχτυλά της, ζωντανά αεικίνητα πλοκάμια, που αν τα παρακολουθούσες για λίγο ‘χυνόσουν’ ανάμεσά τους και χανόσουν στους ‘μυστηριακούς’ χορούς τους.

Δεν μου έδωσε και πολύ σημασία εκείνη την πρώτη μέρα που την γνωρίσαμε, η αλήθεια είναι πως ίσως ένιωσα λιγάκι ‘αποκομμένη’ από τους φίλους μου, που όλοι έστησαν έναν αόρατο κλοιό, διεκδικώντας λίγη από την προσοχή και την αποκλειστικότητα τής αυτό-προσκεκλημένης φωτογράφου μας. Ακόμα και αργότερα, όταν έγινε ισότιμο μέλος της ‘οικογένειας’ μας, δεν ήμουν ένα από τα ευνοούμενα μέλη της ‘αυλής’ της, που χωρίς εκείνη να το επιζητήσει, κτίστηκε. Υπήρχαν όμως κάποιες στιγμές που περιτριγυρισμένη, (ασφυκτικά ίσως;) από τους υπόλοιπους με κοίταζε επίμονα, και τότε ένιωθα πως αυτό το βλέμμα δεν ήταν ούτε της φαντασίας μου ούτε τυχαίο, και το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν ν΄ ανταποκριθώ σ΄ εκείνο το σπαρακτικό κάλεσμα. Φαντάζομαι πως μια εσωτερική και πρόσωπο-κεντρική δικλείδα ασφαλείας, μού απαγόρευε να κατεβάσω τo “εγώ, εδώ, καλά προστατευμένη στο βλέπω-την-ζωή-να-προχωρά-αλλά-δεν-συμμετέχω”, oχυρό μου, ασπίδα, και σημαία μου. Η Ειρήνη ήταν ο ‘Δούρειος Ίππος’ και η αντίστασή μου κάστρο από άμμο.
Δεν ξέρω στ΄ αλήθεια πόσα απ΄ όσα μού διηγήθηκε εκείνο τον παγωμένο Δεκέμβρη ανήκουν στη φαντασία της, μου απέσπασε όμως την υπόσχεση, -τον όρκο που δίνει κάθε ερασιτέχνης, φέρελπις συγγραφέας-, πως κάποτε θα γράψω την ιστορία της.
Ναι λοιπόν, φίλε τρελέ κι ονειροπόλε, Ελπίνορα, να που βρήκες τον Οδυσσέα σου... Θα σε κλάψω και θα σε θάψω όπως σου πρέπει, έτσι που οι Θεοί να μην έχουν ψεγάδι εναντίον μου να μου καταμετρήσουν. Θα κάψω στην μνήμη τ΄ άρματά σου και στην ακτή του μυαλού μου θα στήσω στ΄ όνομά σου μνημείο να το βλέπουν οι παρούσες κι οι μέλλουσες γενιές την ιστορία σου. Κουπί, θα είναι αυτό που θα γράψω, να το καρφώσω με τ΄ όνομά σου στο σταυρό:
Ειρήνη Δ. Θέου
Γεννήθηκε και αναχώρησε.
«Όσοι σε γνώρισαν δεν θα σε ξεχάσουν. Πρόσθεσες χρώματα στο γκρι.»

4. Οικογένεια Θέου -- α. Η αρχή

« Από πατέρα και μάνα γεννιέσαι κι αυτοί έρχονται σε τούτο ΄δώ τον κόσμο πάλι από πατέρα και μάνα...
Και το δέντρο απλώνεται, διακλαδίζεται και φουντώνει μέχρι που αν λησμονήσεις να καταγράψεις τα ‘ριζά’ του δένδρου σου χάνεις την αρχή κι οι ρίζες μένουν στον αέρα ψάχνοντας στέρεο έδαφος για να φυτρώσουν. Γιατί όσο δεν ψάχνεις, οι ρίζες γίνονται κορμός, ο κορμός κλαδιά, και τα κλαδιά φύλλα, κι αρχή δεν βρίσκεις...»

Από το προσωπικό ημερολόγιο της Ειρήνης, κάτω από ένα πρόχειρα σχεδιασμένο γενεαλογικό δένδρο, στην πρώτη σελίδα.

Ο Δημήτρης Θέος γεννήθηκε στις 21 Απριλίου του 1918, κι ήταν μια μέρα όμορφη, γιατί τότε η εικοστή πρώτη μέρα του Απρίλη ήταν μια μέρα του Θεού όπως όλες οι άλλες.
Ο Δημήτρης ήταν το τρίτο παιδί, το τελευταίο του Ανέστη Θέου του ‘άρχοντα’ όπως τον έλεγαν, κι όπως ήταν στο χωριό του. Μα σαν κατέβηκε στην πόλη, ήταν πια μόνον ο Ανέστης Θέος. Πούλησε ότι είχε και δεν είχε στο χωριό, και τα ΄δωσε όλα για ν΄ αγοράσει τριάντα στρέμματα στα περίχωρα της πόλης. Σε δυο χρόνια, ότι έσπειρε στα χωράφια του τού ΄δωσε πίσω το χρήμα που ξόδεψε στο δεκαπλάσιο. Ο Ανέστης σε ένδειξη σεβασμού φίλησε το χώμα της γης του, και αγόρασε και το διπλανό χωράφι. Τα παλιά καλά χρόνια έδινες στην γη τον ιδρώτα σου, και εκείνη λες και ήταν πλάσμα με ψυχή και καρδιά σού επέστρεφε τους κόπους σου με τους καρπούς της. Ο Ανέστης την αγάπησε την γη του, όπως αγαπούσε όλα τα άψυχα και τα έμψυχα τού Θεού που μοιράζονται μαζί μας αυτό τον πλανήτη.
Ο Ανέστης ήταν γιος του Δημητρού, και εκείνος του Αθανάσιου, γιου του Δημήτριου που πολέμησε, δοξάστηκε και πέθανε πολεμώντας τους Οθωμανούς το 1821. Αυτός ο πρώτος Δημήτριος, άφησε στους απογόνους ευχή και κατάρα «να δίνουν την ζωή τους για το δίκιο και τα πιστεύω τους». Ο Ανέστης είχε γυναίκα την Ειρήνη, όμορφη, προκομμένη, και δουλευταρού όπως ο άντρας της, και χάρηκαν τρία παιδιά μαζί.

Με την ευχή και κατάρα του προγόνου στο κεφάλι του για στέμμα γεννήθηκε ο Δημήτρης ο Θέος ο αργότερα επονομαζόμενος ‘πρίγκιπας’. Μα τι να καταλάβει από ηρωισμούς εκείνο το πλασματάκι που μόλις είχε εγκαταλείψει την φιλόξενη, ζεστή, και σκοτεινή μήτρα, την χορταστική και ήρεμη προστασία; Τον άρπαξε ένα συναίσθημα που αργότερα ζώντας στην κοινωνία των ανθρώπων έμαθε πως την ονόμαζαν τρόμο. Τι αλλαγές ήταν αυτές; Που να ήξερε αυτό το μωράκι πόσες δραματικές αλλαγές θα ζούσε στην ζωή του! Πριν κάμποσο ‘χρόνο’ που δεν μπορούσε να προσδιορίσει, -γιατί ακόμα δεν είχε μάθει πώς η κοινωνία των πλασμάτων σαν αυτόν μετρούσαν τον χρόνο-, άρχισε να νιώθει άβολα στην ιδιωτική λιμνούλα που μεγάλωνε. Κι ύστερα ένιωσε κάποια ‘δύναμη’ να τον σπρώχνει ‘εκτός’ να τον εκδιώκει από τον χώρο που ανήκε και του ανήκε, σαν τον Αδάμ που διώχτηκε από τον μοναδικό κόσμο που γνώριζε, τον Παράδεισο. Και τώρα, κάτι που ήταν ‘έξω’ από την ‘ιδιωτική του ύπαρξη’, άγγιζε το εξωτερικό περίβλημα της οντότητάς του, που -κι αυτό- αργότερα έμαθε πως οι άνθρωποι ονόμαζαν σώμα. Το ξένο ‘κάτι’ τον αναποδογύρισε από την φορά της βαρύτητας έτσι όπως την είχε μέχρι τώρα γνωρίσει, και ένιωσε να του πιέζει ρυθμικά, αλλά ενοχλητικά το πίσω μέρος του σώματός του. Πόνος, αυτό ήταν, πόνος. Πρώτα έβηξε, κι ύστερα έφτυσε αίμα και απομεινάρια του περιεχόμενου της σπηλιάς του, και κατόπιν ούρλιαξε δυνατά με κλάμα μωρουδίστικο που θύμιζε όμως άντρα. Κι ύστερα ήρθε η Ανάσα. Άγνωστη, δύσκολη, κουραστική, κι όμως ω! δυνάμεις των συμπάντων, - που οι άνθρωποι τόσο ελάχιστα ποιητικά τις ονομάζουν Θεό -, η πιο όμορφη κινητήρια δύναμη στον κόσμο. Σε κάποιο ‘εσωτερικό τής ύπαρξης’ του ξύπνησαν οι θύμησες της ίδιας διαδικασίας σε κάποιες άλλες υπάρξεις-ζωές που είχε βιώσει, αλλά όλα ήταν τόσο καινούρια και πρωτόγνωρα -και πάλι-, που ούρλιαξε τρομαγμένος απ΄ αυτή την ομορφιά. Για πρώτη φορά και πάλι ένιωσε αυτό που για όλη την υπόλοιπη ζωή του έγινε γνώση και αγάπη: Ελευθερία ...
Τα χέρια του μωρού χτύπησαν με δύναμη τον αέρα, το κεφαλάκι του στράφηκε δεξιά και ζερβά. Ο Δημήτρης Θέος, από την στιγμή της γέννησης του συνέδεσε την έννοια της ζωής με εκείνες της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης. Αυτή η γνώση ήταν η ηθική του, οι αρχές του, τα ιδανικά να πεθάνεις πολεμώντας για να τα κατακτήσεις και να τα παραδόσεις στους απογόνους σου. Αυτή την ίδια γνώση την κληρονόμησε και ο γιος και η κόρη του, μια γνώση που ‘φυτεύτηκε’ εντός τους μέσα από τα δικά του γονίδια. Μισό αιώνα αργότερα η κόρη του η Ειρήνη έλεγε πως την ώρα που γεννήθηκε εκείνη, όλη η γνώση και οι εμπειρίες του πατέρα της όρμηξαν μέσα της οδηγημένες από κάποια μυστικιστική δίοδο που ανοίχτηκε στον χωροχρόνο, κι εκεί λαγοκοιμήθηκαν μέχρι την στιγμή της ‘Εκούσιας Αφύπνισης’...

Ύστερα, τον έπιασαν δυο χέρια τρυφερά, και τον έπλυναν με χλιαρό νερό και σαπούνι, τον τύλιξαν σε μαλακά ρούχα, ζεστά και καθαρά που μοσχομύριζαν σιδέρωμα από σίδερο με κάρβουνα. Χέρια που τον άγγιζαν με περισσή αγάπη και χάιδευαν το κεφαλάκι και το λαιμουδάκι το κόκκινο ακόμα απ΄ την δύναμη των ουρλιαχτών και του αέρα που ξεχύθηκε στους πνεύμονες του. Αυτά τα πρώτα χέρια που τον άγγιξαν ήταν και η πρώτη του επαφή με τον ‘έξω της μήτρας που τον φιλοξένησε’ άνθρωπο. Τα χέρια τής κατά έντεκα χρόνια μεγαλύτερης αδελφής του, ‘πρωτότοκης του Ανέστη Θέου και της γυναίκας του της Ειρήνης-, της πολυαγαπημένης αδελφής του Ζωής.
- Μάνα ο γιος σου...

Η Ζωή ήταν έντεκα χρόνια μεγαλύτερη από τον Δημήτρη, και επτά από τον Λάμπρο. Τον μικρότερο αδελφό τον αγάπησε όχι μόνο σαν αδελφή αλλά και σαν μάνα, μιάς κι αυτή τον τράβηξε στον έξω της μήτρας κόσμο. Εξήντα πέντε χρόνια αργότερα ο Δημήτρης ξεπλήρωσε το πέρασμα από την προετοιμασία για την ζωή στην ‘ζωή καθ΄ αυτή’, οδηγώντας την αδελφή του στον πέρα τούτης της γνώσης κόσμο μιάς κι εκείνος είχε περάσει πρώτος τον Αχέροντα. Λίγο πριν φύγει από τον εδώ κόσμο, η Ζωή τον Δημήτρη ζητούσε και στο παραλήρημά της αποκρινόταν σ΄ ένα δικό τους διάλογο που μόνο εκείνη συμμετείχε από τους ζωντανούς. Καθόταν εκεί δίπλα της, -έλεγε τις στιγμές που επικοινωνούσε με το περιβάλλον και τους δικούς της που είχαν μαζευτεί τριγύρω της-, και την περίμενε να νιώσει εκείνη έτοιμη να ξεκινήσει το καινούριο ταξίδι. Στο μεταξύ τα δυο αδέλφια έλεγαν τα δικά τους, από τα παιδικά χρόνια μέχρι τα γηρατειά της... Στα έντεκά της βοήθησε την μάνα της να ξεγεννήσει τον μικρότερο αδελφό, μα κανείς δεν ρώτησε την κοπελίτσα που μόλις έμπαινε στην εφηβεία, τι σήμαινε γι΄ αυτήν ο μικρότερος αδελφός.

Για τον Ανέστη, ο δεύτερος γιος, ο Δημήτρης, ήταν ένα ακόμα αγόρι που λαχταρούσε να αποκτήσει. Είχαν περάσει οι δύσκολες εποχές και έγνοιες για το μέλλον -που πολλές στιγμές ήταν αβέβαιο και ασταθές οικονομικά. Τούτη η εποχή ήταν γεμάτη υποσχέσεις και προοπτικές και ο καινούριος γιος ήταν ‘παιδί με προοπτικές’. Ο Λάμπρος, ο πρώτος γιος ήρθε σ΄ εκείνες τις ‘δύσκολες εποχές’, και ο χαρακτήρας του λες και είχε κλέψει στοιχεία αβεβαιότητας, και σιωπής. Μεγάλωνε χωρίς να αγαπήσει τους γύρω του, χωρίς συναισθηματικό δέσιμο με ανθρώπους και ζώα, χωρίς να λέει πολλά, προσπαθώντας να περάσει απαρατήρητος, σιωπηλός και ύπουλος. Ο Λάμπρος ‘αγόραζε και δεν πούλαγε’ κουβέντες, καταγράφοντας στο μυαλό του και τις παραμικρές λεπτομέρειες που κάποτε θα χρησιμοποιούσε προς όφελός του ή εναντίον σ΄ όποιον τολμούσε να βρεθεί στον δρόμο του. Όλοι όσοι έτυχαν στο διάβα της ζωής του πήραν το μερτικό τους από την κακία του, όλους τους πλήρωσε μ΄ αυτή την έλλειψη ν΄ αγαπήσει.

Για την Ειρήνη η γέννηση του Δημήτρη ήταν ακόμα μια απόδειξη αγάπης και σεβασμού για τον άντρα της. Δυο φορές το είχε αποδείξει η Ειρήνη, -με δυο γιους-, γιατί η γέννα μιας κόρης ήταν πάντα μπελάς και ‘φύραμα’, όπως έλεγαν οι παλιότεροι. Τι ήταν η γυναίκα εκείνη την εποχή πιότερο από ένα ‘θηλυκό πράγμα’ χρήσιμο για την ανδροκρατούμενη κοινωνία; Μια μηχανή ήταν για να γεννοβολάει γιους-απογόνους και κόρες που με την σειρά τους θα συνέχιζαν το είδος και την γενιά του άντρα που θα τις παντρεύονταν; Κορίτσι ήταν η Ζωή, αντικείμενο, έπιπλο του σπιτιού. Θα μαγείρευε, θα έπλενε, θα σφουγγάριζε, θα υπέκυπτε στις ορέξεις του αρσενικού, -κάποτε και του πεθερού εν γνώσει του ίδιου της του συζύγου που σιωπηλά δεχόταν την επιβολή ιδιοκτησίας του κυρίαρχου αρσενικού της οικογένειας-, και θα μεγάλωνε γιους ίδιους με τον άντρα της και κόρες ίδιες μ΄ εκείνη. Κορίτσι ίσον μπελάς και έγνοια από την στιγμή της γέννησης για τον πατέρα, που έπρεπε να την προικίσει για να την ‘ξεφορτωθεί’ κάποια στιγμή απ΄ την καμπούρα του, γιατί το χειρότερο ήταν να σου ξεμείνει κόρη γεροντοκόρη στο σπιτικό σου.
Η Ειρήνη ήταν από τις τυχερές εκείνες γυναίκες που την είδε μια και μοναδική φορά στο χωριό της ο Ανέστης που γνώριζε τον μεγαλύτερο αδελφό της, του άρεσε, και την στεφανώθηκε την επόμενη Κυριακή στο χωριό του. Την μέρα του γάμου της η Ειρήνη γνώρισε τους υπόλοιπους συγγενείς. Πραγματικά τυχερή γυναίκα η Ειρήνη, γιατί ούτε ο άντρας της, ούτε οι δικοί του χειροδίκησαν, όπως κακοποιούσαν πολλές άλλες γυναίκες της εποχής της οι συγγενείς τους. Σιγά-σιγά οι ‘δικοί’ του έγιναν και δικοί της συγγενείς, αίμα της, οικογένειά της, αλλά όπως είπαμε η Ειρήνη ήταν πραγματικά μια τυχερή γυναίκα. Η κόρη της όμως ποια τύχη θα είχε; Η Ειρήνη δεν έτρεφε ψευδαισθήσεις πως ο κόσμος θα άλλαζε και το θηλυκό φύλλο θα αποκτούσε τον σεβασμό του αρσενικού που δεν ήθελε να χάσει τα προνόμια της εξουσίας πάνω στην ζωή και τον θάνατο των ‘κατώτερων’ πλασμάτων όπως είναι η γυναίκα.
Το άλλο της παιδί ήταν ο Λάμπρος. Αναρωτιόταν από που πήρε αυτό το παιδί τόσα ...προτερήματα! Ύπουλος και εσωστρεφής, μια οχιά που έφτυνε δηλητήριο σε ότι ζωντανό ήταν κοντά του. Την μέρα των έκτων γενεθλίων του, πήγε στον κήπο, το καμάρι της Ζωής, και ξερίζωσε όλα τα λουλούδια, γιατί το σπίτι ήταν δικό του, αυτός ήταν ο αρσενικός κληρονόμος του Ανέστη κι εκείνη δεν είχε δικαιώματα ούτε λουλούδια να σπείρει.
- Εσύ από τα ‘πατρικά’ δεν θα πάρεις τίποτα, ούτε σπιθαμή για τον τάφο σου. Ότι αγγίζω είναι δικό μου, ότι βλέπω είναι δικό μου, κι όπου απλώνεται το χέρι και το μάτι μου πάλι δικό μου θα γίνεται. Σ΄ ότι ανασαίνω πάνω του μου ανήκει, κι ότι η βούλησή μου ορέγεται μην τολμήσεις να το ζητήσεις.
Κι έτσι όπως είπε ο Λάμπρος στα έξι του, έτσι έζησε, κατά πως είπε έπραξε κι άρπαξε. Το μεγαλύτερό του ελάττωμα όμως δεν ήταν που δεν είχε αισθήματα και αυτό που οι Αρχαίοι ονόμαζαν ‘ήθος’, μα το ότι ακόμα κι αν τα είχε κανείς δεν τα είδε, σε κανένα δεν επέτρεψε να αγγίξει την ψυχή του αυτό το πλάσμα. Γελούσε και έκλαιγε κατά τις περιστάσεις, όταν και όσο έπρεπε και θεωρούσε σωστό και πρέπον εκείνος. Πάνω απ΄ όλους και όλα, γονείς, γυναίκες, παιδιά, και εγγόνια έβαζε τον εαυτό του. Ίσως τελικά να μην είναι αλήθεια πως ο Λάμπρος δεν αγάπησε ποτέ κανέναν. Αγάπησε τον εαυτό του, αγάπησε τον Λάμπρο με όλη την δύναμη της ύπαρξης του.

Ο Δημήτρης άνοιξε καινούριο κεφάλαιο στην ιστορία της οικογένειας. Γεννήθηκε και όλοι, -ή σχεδόν όλοι-, τον αγάπησαν γιατί ο μεγαλύτερος αδελφός τον είδε σαν αντίπαλο και διεκδικητή της πατρικής περιουσίας. Ο Ανέστης το αγάπησε πολύ το στερνοπαίδι του, που μεγάλωνε και γινόταν ένα χαρούμενο και καλόβουλο αντράκι, που όλο γελούσε κι έπαιζε κι ορμούσε σε όποια αγκαλιά βρισκόταν ανοιχτή. Η Ειρήνη το αγάπησε πολύ το μικρό της παλικάρι για την έμφυτη ευγένεια και την αρχοντική του συμπεριφορά. Όσο για την Ζωή, ο μικρότερος αδελφός της ήταν το τελευταίο ‘παιχνίδι’ πριν την εφηβεία, και ο πρώτος της ‘γιος’ πριν να αποκτήσει τους δικούς της.

4. Οικογένεια Θέου -- β. Η αρπαγή του ‘ωραίου πρίγκιπα’

Ήταν δεν ήταν πέντε χρονών ο Δημήτρης και με το κοντό του παντελονάκι, την ολοκαίνουρια φανέλα, και τα παπούτσια τα ‘καλά’, τα ‘Κυριακάτικα’, ήταν ένα πανέμορφο πλασματάκι, ήρεμο και προσεκτικό στην εκκλησία εκείνη την Κυριακή όπως και όλες τις άλλες. Ο πατέρας και ο αδελφός του στεκόταν στην δεξιά πλευρά εκεί που εκκλησιάζονται οι άντρες. Εκείνος, και η αδελφή του δίπλα από την μητέρα τους, στην αριστερή πλευρά, για τις γυναίκες και τα παιδιά. Ακόμα και ο Θεός χώριζε τις οικογένειες σε φύλλα, ή μήπως ήταν οι ‘ποιμένες’ Tου που όριζαν αυθαίρετα το ανθρώπινο είδος σε άνδρες και ‘φυράματα’; Προφανώς ο Δημήτρης ήταν ακόμα πολύ μικρός να διεκδικήσει το δικαίωμα στην τιμή να θεωρείται ‘άντρας’.
Ο παπά Κυριάκος μιλούσε για τον Παράδεισο και την Κόλαση, εκεί που θα βασανίζονταν στον αιώνα τον άπαντα οι μοχθηροί και οι ύπουλοι, αυτών που η καρδιά και η ψυχή τους δεν ήταν αγνές. Η Κόλαση, ο τόπος που κυβερνούσαν οι Διάβολοι... Διάβολοι σαν εκείνα τα καμιά δεκαπενταριά πιτσιρίκια κοντά στην πλαγιανή έξοδο του ναού που με τα παιχνίδια και τα καμώματα τους αναστάτωναν το σύμπαν και τον έκανα να ξεχνάει τι ήθελε να πει στο ποίμνιό του. Τα αγριοκοίταξε μια δυο φορές, κι εκείνα σταμάτησαν για μερικά λεπτά σκουντώντας το ένα το άλλο συνωμοτικά «Σους ρε, μας βλέπει ο παπά-Κυριάκος...». Μετά απόλυτη σιγή, η ομάδα έκανε τους αδιάφορους μην τολμώντας να κοιτάξει προς την πλευρά των μανάδων, ξέροντας πως θα αντίκριζαν μάτια να αστράφτουν από θυμό και θα διάβαζαν χείλη να απειλούν χωρίς ήχο «θα τα πούμε έξω εμείς οι δυο», που μεταφραζόταν σε σφαλιάρες, τράβηγμα των αυτιών και ότι άλλο ‘καλούδι’ αποφάσιζε να ‘φιλέψει’ το βλαστάρι της η καταντροπιασμένη μάνα. Απόλυτη σιγή, κι ο ιερέας συνέχισε, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά εκείνη την Κυριακή. Ήταν η ζέστη που έκανε τα παιδιά ανυπόμονα; Μήπως το κήρυγμα παρατράβηξε χρονικά και κούραζε τον κόσμο; Ότι και να ήταν πάντως έκανε την ομάδα να αρχίσει και πάλι την φασαρία. Ο τελευταίος που έφαγε την αγκωνιά στα πλευρά, αφού περίμενε να περάσει ένα λεπτό, την επέστρεψε στον προηγούμενο με ένα ελαφρύ μουγκρητό μέσα από κλειστά χείλη. Σε λίγα λεπτά η ομάδα συνέχιζε ανεξέλεγκτα απτόητη. Ο δύσμοιρος ιερέας δεν άντεξε!
- Πάψτε μωρέ πια τι πάθατε σήμερα; Διαβόλοι σας καβάλησαν; Δέστε μωρέ τον Δημήτρη τον Θέο που μοιάζει σαν, σαν ...
Κοίταξε προς την πλευρά του Δημήτρη λες και θα τον βοηθούσε το παιδάκι να βρει την χαμένη λέξη που έψαχνε. Αυτό που είδε τον τρόμαξε τόσο πολύ που σταυροκοπήθηκε τρεις φορές και κάθε φορά που θυμόταν το ‘προφητικό περιστατικό’ όπως έλεγε, ανατρίχιαζε, ένιωθε την καρδιά του να σπαρταράει, και δόξαζε το όνομα Του Κυρίου του.
Ο Δημήτρης στεκόταν ανάμεσα στην μητέρα και την αδελφή του. Το παιδί βρισκόταν σε πλήρη έκσταση, είχε σηκώσει τα γκριζοπράσινα μάτια του και ατένιζε τον Εσταυρωμένο με Δέος, αλλά όχι με φόβο ή τυφλή υποταγή. Το σώμα του είχε τεντωθεί σαν χορδή, έμοιαζε να είχε μια απόλυτη μυστικιστική επικοινωνία με το Θείο. Μέσα από κάποιο τζάμι της εκκλησίας είχε τρυπώσει μια ηλιαχτίδα και του φώτιζε το πρόσωπο. Άλλη μια βούτηξε μέσα από ένα κόκκινο τζαμάκι και χύθηκε μέσα στην εκκλησία σχηματίζοντας έναν κόκκινο σταυρό πίσω από την πλάτη του παιδιού, πάνω στον τοίχο. Ο Δημήτρης φάνταζε λες και ήταν καρφωμένος πάνω σ΄ αυτό τον κατακόκκινο σταυρό, λες και η μοίρα του είχε προδιαγραφεί και φανερωθεί στον ιερέα για κάποιο άγνωστο σ΄ εκείνο λόγο.
- «Σαν πρίγκιπας!», συμπλήρωσε η Ζωή. Ήταν κάτι που το πίστευε εδώ και καιρό, αλλά ούτε και στον εαυτό της δεν το έλεγε, και ξαφνικά τής ξέφυγε μέσα στην εκκλησία! Κι όμως, κανείς δεν γέλασε, ούτε η μάνα της την σκούντηξε με θυμό «τι χαζομάρες λες κόρη μου, σάμπως είμαστε εγώ και ο πατέρας σου βασιλιάδες για να ΄ναι ο αδελφός σου πρίγκιπας», ούτε και ο πατέρας της δεν της έριξε κάποιο άγριο βλέμμα από την άλλη πλευρά του εκκλησιάσματος των αντρών. Η Ζωή μόλις είχε σπάσει το ταμπού που επέβαλε την σιωπή των γυναικών στην εκκλησία, εκτός κι αν ήταν να μοιρολογήσουν ένα νεκρό, η να χαζολογήσουν σε γάμους και βαφτίσια. Η Ζωή μόλις είχε σπάσει το ταμπού κορίτσι-γυναίκα-έπιπλο.
Έτσι ο Δημήτρης απέκτησε το δεύτερό του όνομα και παρατσούκλι, αυτό που χρησιμοποίησαν οι φίλοι και συναγωνιστές του στο ΕΑΜ: Ο ‘καπετάν-πρίγκιπας’.
Ήταν η τελευταία Κυριακή που η Ζωή εμφανίστηκε στη εκκλησία φέροντας το επίθετο του πατέρα της. Το επόμενο Σάββατο την ‘έκλεψε’ ο Γρηγόρης ο Γέραλης, αλλά απ΄ ότι υποψιάζομαι ίσως να ήταν αυτή που τον έκλεψε, τον απήγαγε και τον ... ντρόπιασε!
Ο Γρηγόρης, ήταν είκοσι χρονών, το μεγαλύτερο και ομορφότερο παλικάρι του Γιάννη Γέραλη, άρχοντα με ζώα και χωράφια στο χωριό του. Δυο χρόνια πριν ο Γρηγόρης είδε την Ζωή σε ένα πανηγύρι στο χωριό της μάνας της που πήγαιναν μια φορά τον χρόνο. Μέσα σε τόσο κόσμο, χωριανούς και επισκέπτες συναντήθηκαν τα μάτια τους και αυτό ήταν όλο. Ο νεαρός φρόντισε να μάθει ποια ήταν η κρινένια κοπελιά και από την επόμενη μέρα φρόντιζε να περνάει μπροστά από το σπίτι της τουλάχιστον μέρα παρά μέρα. Την είδε στην αυλή της να περιποιείτε τα λουλούδια της, κουτούλησε σ΄ ένα δέντρο, -που βρέθηκε το καταραμένο μπρος του-, ενώ εκείνος περπατούσε και αγνάντευε την ‘κρινένια’, τον είδε και εκείνη και γελούσε ώρα πολύ με το πάθημά του, μέχρι που έστριψε στο τέλος του δρόμου και τον έχασε από το βλέμμα της. Τον είδε και πάλι τρεις μέρες αργότερα, πέρασε αργά-αργά μπρος από τον κήπο της, της χαμογέλασε, καλησπέρισε το δέντρο στο πεζοδρόμιο, -λες και το δένδρο είχε όρεξη για χαιρετούρες με απρόσεκτους ερωτοχτυπημένους με την κόρη του σπιτιού-, πράγμα που την έκανε να γελάσει ξανά, και χάθηκε πάλι στην στροφή, αφού γύρισε και την κοίταξε για άλλη μια φορά. Την επόμενη φορά του χαμογέλασε και εκείνη, και ύστερα γέλασε μ΄ ένα γέλιο κελαρυστό όταν τον άκουσε να χαιρετάει τον ‘φίλο’ του το δέντρο. Την τέταρτη φορά που ο νεαρός έκανε ‘περαντζάδα’ η Ζωή δεν ήταν στην αυλή, καθόταν στο γωνιακό δωμάτιο τού πάνω ορόφου μπρος στο παράθυρο που έβλεπε το τέρμα του δρόμου, κεντώντας ένα τραπεζομάντιλο για τα προικιά της. Σουρούπωνε, και σκέφτηκε πως σε λίγο τα νυχτολούλουδα που σκαρφάλωναν τους τοίχους του σπιτιού θα άρχιζαν να σκορπούν την μεθυστική τους μυρωδιά, σήκωσε τα μάτια από το κέντημά της, και ετοιμάστηκε να ανοίξει το παράθυρο. Τον είδε που μόλις είχε προσπεράσει την αυλή τους, και για μια στιγμή έμεινε να τον κοιτά. Για μια στιγμή μόνο, γιατί μετά όρμησε στην σκάλα και την κατέβηκε χορεύοντας από χαρά, παρασέρνοντας με τις φούστες τον Δημήτρη στο διάβα της, που την ακολούθησε μιμούμενος το χαρωπό της τρεχοβολητό, νομίζοντας ότι ήταν κάποιο καινούριο παιχνίδι. Την πρόφτασε να έχει σχεδόν σκαρφαλώσει στην αυλόπορτα και να κοιτάει με λαχτάρα στο τέλος του δρόμου, εκεί που ο Γρηγόρης γύρισε να κοιτάξει άλλη μια φορά προς την αυλή της. Την είδε και η καρδιά του πήγε στην θέση της. Της χαμογέλασε, μα ήξερε πως ήταν πολύ μακριά για να διακρίνει το χαμόγελο του, και σήκωσε το χέρι σε χαιρετισμό. Του φάνηκε πως την είδε να χαμογελάει και κείνη, καθώς είδε το χεράκι της να σηκώνεται δειλά στον αέρα σε χαιρετισμό. Την ξαναχαιρέτησε και είδε πως του απάντησε δείχνοντας τον ουρανό! “Τον ουρανό; Αλαφροΐσκιωτη είναι;” Τις έκανε νόημα ‘τι εννοείς’ και εκείνη ξαναέδειξε τον ουρανό, “A! Όχι, το γωνιακό δωμάτιο του πάνω ορόφου έδειχνε η κοπέλα! Ήταν στον πάνω όροφο και δεν πρόφτασε να κατέβει!” Αποχαιρετήθηκαν για ώρα πολύ, μέχρι που σκοτείνιασε και δεν έβλεπαν ο ένας τον άλλον και ο Γρηγόρης κίνησε για το χωριό. “Αχ αχ αχ, μου λάβωσες την καρδιά Ζωή Θέου, εσύ και το κρινένιο σου χεράκι, και το κελαρυστό σου γέλιο!”. Την επόμενη φορά που ο Γρηγόρης επισκέφτηκε την γειτονιά της την είδε στο παράθυρο τού πάνω ορόφου να κεντάει. Σκέφτηκε πως αν προσπαθούσε με όλη την δύναμη τού νου του να της ‘χτυπήσει’ το τζάμι, θα τον έβλεπε να έρχεται αργά-αργά προς το μέρος της αυλής της. Και μάλλον τα κατάφερε, με την δύναμη τού νου του, -ή με την δύναμη τού έρωτα-, γιατί η Ζωίτσα ξαφνικά σαν κάτι να χτύπησε το παράθυρό της κοίταξε στο τέλος του δρόμου, και τον είδε. Πέταξε το κέντημα στο στρογγυλό τραπεζάκι το γεμάτο με διάφορα χρώματα κλωστές δίπλα της, του κούνησε το χέρι, και εξαφανίστηκε στο εσωτερικό του σπιτιού. Πριν ο νεαρός προφτάσει να πλησιάσει την αυλόπορτα τους η Ζωή ήταν εκεί και τον περίμενε δήθεν κόβοντας κάποια ζιζάνια στον κήπο της.
- Καλησπέρα, της είπε και για πρώτη φορά άκουσε την φωνή της αγαπημένης του ύπαρξης.
- Καλησπέρα, του απάντησε.
Ο Γρηγόρης έλιωσε στο άκουσμα της φωνής της, η Ζωή έλιωσε στο χαμόγελό του, και αυτό ήταν όλο που είπαν μεταξύ τους. Ένα ‘καλησπέρα’ που συνοδεύτηκε με ματιές που έλεγαν πολύ περισσότερα, και γεννήθηκε ένας μεγάλος έρωτας.
Ο Γρηγόρης ξεπάστρεωε δυο τρία ζευγάρια σόλες να πηγαινοέρχεται απ΄ το χωριό στην πόλη κάθε δυο τρεις μέρες στη αρχή, και μέρα παρά μέρα όταν έπαψαν απλά να λένε μόνο ‘καλησπέρα’. Μέχρι που τα πόδια του έβγαλαν φουσκάλες απ΄ το πέρα-δώθε περπάτημα, και η μάνα του άρχισε τις επίμονες ερωτήσεις πού χανόταν ο γιος της συχνά πυκνά. Την όρκισε σε σιωπή και της αποκάλυψε πως είναι μια κρινένια που μένει στο τέρμα της πόλης που «μου έχει κάνει μάγια μάνα, κι αν δεν την δω θα αποθάνω, κι αν δεν με δει και κείνη, θα πάρει δηλητήριο, κρίμα δεν είναι;»
Από την επόμενη ο Γρηγόρης ανέβαινε στο κάρο και κατηφόριζε στο τέρμα της πόλης να δει την καλή του με την συγκάλυψη της μάνας του της Μαρίας, που ανησυχούσε μεν αλλά δεν ήξερε και τι να κάνει μιας και ο κανακάρης της την όρκισε πρώτα και μετά της ξεφούρνισε τα καθέκαστα! Δεκαοχτώ μήνες τράβηξε η ιστορία, βόγγηξαν τα έρμα τα άλογα το καθημερινό πέρα-δώθε τρέξιμο στην πόλη τα απογεύματα, και στο τέλος του είπε ότι έπρεπε να μιλήσει στον πατέρα του και σαν άντρες με τιμή και υπόληψη να στείλουν προξενιό στην κοπέλα που την είχε καταντροπιάσει με τα καλησπερούδια του κι αυτός πια!

Ο Δημήτρης που εκπλήρωνε κάθε προδιαγραφή του πως πρέπει να είναι ένα αδελφάκι-παιχνίδι, ήταν η ‘ζωντανή παιχνίδι-κούκλα’ της Ζωής. Τον έπλενε, τον έντυνε, τον τάιζε, και έπαιζε μαζί του με τις ώρες. Κι εκείνος πάλι της έκρυβε τα χτένια της πλεξούδας της στα πιο απίθανα μέρη, και μόνο όταν τον απειλούσε πως δεν τον αγαπούσε πια, ο μικρός κουτρουβαλούσε τις σκάλες τις ξύλινες, έτρεχε στην αυλή και της έκοβε λουλούδια, και ω! του θαύματος ανάμεσα στα φρεσκοκομμένα τριαντάφυλλα που μοσχομύριζαν, είχαν μόλις φυτρώσει τα χτένια της! Βέβαια και τι δεν φύτρωνε σ΄ εκείνο τον κήπο, μέχρι και ...χρυσές λίρες Αγγλίας φύτρωσαν μερικά χρόνια αργότερα! Αυτή όμως είναι μια άλλη ιστορία και καλά θα κάνετε να μην αρχίσετε να ψάχνετε τις σελίδες, γιατί αν είναι έτσι να σας πω το τέλος αμέσως να τελειώνετε και σεις το διάβασμα να σταματήσω και γω το γράψιμο απόψε που κουράστηκα! Πάντως σας προειδοποιώ πως κανένας σοβαρός αναγνώστης που σέβεται τον πνευματικό κόπο του συνανθρώπου του δεν διαβάζει την πρώτη, την μεσαία και την τελευταία σελίδα ενός βιβλίου, και μετά λέει όπου βρει κι όπου καθίσει πως το βιβλίο δεν του άρεσε...!
Είπαμε ότι εκτός από χτένια φύτρωσαν και λίρες, αλλά πιο συχνά φύτρωναν και ραβασάκια του Γρηγόρη, που έδινε στον μικρούλη φίλο του αν τύχαινε και η Ζωή έλειπε απ΄ το σπίτι με την μάνα της. Τα δυο αδέλφια τον συναντούσαν πια στο μεγάλο χωράφι με τα ψηλά σπαρτά να μην τους βλέπει το ‘κακό μάτι της γειτονιάς’, γιατί όπως είχε ορμηνέψει η μεγαλύτερη αδελφή τον μικρότερο «να ΄σαι και συ εκεί τριγύρω μην του μπούνε τίποτα πονηρές ιδέες του Γρηγόρη μου».

Ήταν Παρασκευή μεσημέρι όταν ο Γιάννης Γέραλης έστειλε προξενήτρα να ζητήσει για τον μεγαλύτερο γιο του την κόρη του Ανέστη. Προξενήτρα -με όνομα και κύρος στην πιάτσα-, ήταν η Στάσα, η επονομαζόμενη ‘Στάσα η γκαβή’, επίθετο αδιάφορο, επάγγελμα προξενήτρα και ξεγεννήτρα. Προξενήτρα με όνομα και κύρος στην πιάτσα. Γκαβή σήμαινε τυφλή, τυφλή σαν την τύχη που περνά και σκορπά δώρα όπου λάχει. Βέβαια η Στάσα δεν ήταν γκαβή, έπασχε από πτώση βρεφάρων, αλλά το παρατσούκλι την βόλευε στο ...επάγγελμα. Εκείνη ‘μοίραζε’ νύφες και γαμπρούς -με το αζημίωτο βεβαίως. Σε κάθε προξενιό για τον ‘κόπο’ της την ‘φίλευαν’ λίρες, φλουριά και ρευστό. Η ίδια είχε οκτώ γιους, μόνο γιους, καμία κόρη. Τους πέντε τους είχε ήδη προξενέψει και παντρέψει, και από όλους είχε πληρωθεί για τα πάει προξενήτρα στις υποψήφιες νύφες της. Συνέχιζε να πληρώνεται από τους γιους της κάθε φορά που ξεγεννούσε τις γυναίκες τους, τις ίδιες της τις νύφες κάθε φορά που έφερνε στον κόσμο τα ίδια της τα εγγόνια! Δεν ήταν πως δεν αγαπούσε τα παιδιά και τα εγγόνια της, αλλά η οικογένεια-οικογένεια, και η δουλιά-δουλιά όπως έλεγε. Βέβαια η Στάσα κατά βάθος ήταν εκτός από ‘επαγγελματίας’ και συναισθηματική γιαγιά... Κάθε φορά που ξεγεννούσε τα παιδιά των παιδιών της το επόμενο πρωινό, -άγρια χαράματα- φύτευε ένα δέντρο στην αυλή τους και του έδινε το όνομα του νεόφερτου στην οικογένεια. Στον λάκκο που άνοιγε έχωνε το ποσόν που είχε πληρωθεί από τον γιο της και πατέρα του εγγονού ή της εγγονής. Αφού φύτευε και πότιζε το δέντρο του έπιανε κουβέντα... Του έλεγε τα όνειρα που είχε για το καινούριο της εγγόνι, και για την ‘προίκα’ που έπρεπε τον δένδρο να φυλάξει στις ρίζες του μέχρι να μεγαλώσει το παιδί να την ζητήσει από το δένδρο-φύλακα.
Μπήκε λοιπόν η Στάσα στο σπίτι του Ανέστη, και του ΄κανε την πρόταση του Γιάννη να συμπεθερέψουν. Ο Ανέστης τον ήξερε τον Γιάννη, καλός άνθρωπος και έντιμος ήταν, είχε καλή περιουσία σε χωράφια και ζώα, και για τους γιους του καλά πράγματα έλεγε το χωριό, τιμή ήταν για την οικογένεια του Θέου η πρόταση, αλλά υπήρχε ένα μελανό σημείο. Η οικογένεια έμενε σε χωριό, και ο Ανέστης που και αυτός σε χωριό μεγάλωσε...
- Άκου Στάσα, η Ζωίτσα μου, είναι μικρή, όμορφη, πήγε και έξι τάξεις στο σχολείο, προίκα της έχω καλή, και σε προικιά και σε χρήμα, θα την παντρέψω με ένα καλό παιδί εδώ στην πόλη. Το παιδί μου δεν το ΄ζησε το χωριό και την λασπούρα, το χωράφι δεν το δούλεψε ούτε στα μικράτα, ούτε στα μεγάλα της, για σκέψου να το καταδικάσω τώρα να πάει να ζήσει σε χωριό. Η μάνα της μόνο τις ελαφριές δουλειές του σπιτιού την βάζει και κάνει, και την έχει να κεντάει και να πλέκει σαν αρχοντοπούλα. Ο Γρηγόρης και ο πατέρας του είναι καλοί, έντιμοι και εργατικοί, με τιμούν με την πρότασή τους πες τους, αλλά δεν της ταιριάζει της μοναχοκόρης μου το παλικάρι. Ας βρει εκείνος μια κοπέλα της σειράς του, και κείνης να της βρω εγώ έναν εδώ στην πόλη, να γίνουν τέσσερις άνθρωποι ευτυχισμένοι. Άντε στο καλό κυρά μου και συ, πέρνα και από το μαγειρειό που είναι η γυναίκα μου να σε φιλέψει για τον κόπο σου, και να σου δώσει να πάρεις αλεύρι και γάλα, -που έχουμε τα καλύτερα στην περιοχή-, για το σπίτι σου και την οικογένειά σου.
Η γκαβή, χολωμένη που έχανε ένα πουγκί φλουριά που της έταξε ο Γιάννης αν πετύχαινε και έκλεινε το προξενιό, σηκώθηκε, μάζεψε τις φούστες της, και κατέβηκε τις σκάλες του αρχοντικού. Σαν έφτασε στο κατώι, το ισόγειο, φώναξε δυνατά τάχα θυμωμένα, για ν΄ ακούσουν οι γείτονες που μόλις την είδαν να στρίβει απ΄ το τέλος του δρόμου μυρίστηκαν προξενιό και βγήκαν και κάθισαν στις αυλές, να μάθουν αμέσως ποιανού τον γάμο έπλεκε με την Ζωίτσα.
- Φεύγω Ανέστη, φεύγω και ξανά δεν θα με ματαειδείς, κι ούτε θα διάβω ξανά την πόρτα σου ούτε σε χαρά ούτε σε λύπηση. Ακούτε γειτόνοι καλέ, να μου προσβάλει το προξενιό λες και θα το πετούσα το κορίτσι του σε γύφτους! Κράτα την καλοαναθρεμένη σου, δεν λέω, καλή και όμορφη είναι, βαριοπροικιωμένη την έχεις, και χαρά σ΄ αυτόν που θα την πάρει, αλλά το ‘δικό’ μου το παλικάρι είπε να την τιμήσει με την περιουσία, την ομορφάδα και το όνομά του. Τι να σε κάνω που εσύ είσαι ζαβός και ανάποδος άνθρωπος και δεν βλέπεις το συμφέρον του παιδιού σου; Θα το βαρέσεις το κεφάλι σου σαν τον δεις να παντρεύεται την άλλη Κυριακή με αλλουνού κόρη, αλλά τότε θα ναι αργά έρμε Ανέστη.
Η σωστή επαγγελματίας προξενήτρα ποτέ δεν θα πρόσβαλε την κοπέλα ακόμα κι αν δεν πετύχαινε το προξενιό. Συνέχισε να μονολογεί δυνατά να ακουστεί στην γειτονιά, διότι ήταν καλή ευκαιρία διαφήμισης της δουλειάς της ακόμα και σε ένα αποτυχημένο προξενιό. Περπατούσε αργά και βαριά και κάθε τόσο με ένα άσπρο μαντίλι σφούγγιζε τους κόμπους ιδρώτα από το μέτωπό της.
- Τι να τα κάνω τα καλούδια που μ΄ έστειλες στο πλούσιο μαγειρειό σου να μου δώκει η γυναίκα σου που καλή και προκομμένη είναι. Ποπό καλέ, τέτοια καθαριότητα χρόνια είχα να δω σε σπίτι που πήγα να κάνω προξενιό!...
Ακόμα και να μην πετύχαινε το προξενιό η σωστή επαγγελματίας δεν κατηγορούσε τις καλοσύνες και την φιλοξενία του πατέρα.
- Το συμφέρον του παιδιού σου δεν το κοίταξες, και γω θα το δώσω αλλούθε το παλικάρι.
Το τελευταίο μεταφραζόταν σε ανοιχτή πρόταση στους γειτόνους του Ανέστη που είχαν κορίτσια της παντρειάς πως υπήρχε διαθέσιμος γαμπρός και μπορούσαν να την επισκεφτούν στο σπίτι της και να αντιπροτείνουν τις δικές τους κόρες.
Η αλήθεια ήταν ότι η Στάσα πριν μπει στο σπίτι του Ανέστη είχε περάσει κάμποσες φορές και είδε την Ζωίτσα, και στο μυαλό της Γρηγόρης και Ζωή έμοιαζαν ταιριαστό ζευγάρι, αλλά «όσα ο Θεός καθορίζει εγώ δεν τα ορίζω» όπως έλεγε φιλοσοφώντας με τις φιλενάδες της.

Η Στάσα η γκαβή όπως το είπε έτσι και έπραξε, δεν μπήκε ξανά στο σπίτι του Θέου ούτε σε χαρά, ούτε σε λύπη. Έτσι ήταν τότε οι σχέσεις των ανθρώπων, η έχθρα, -συνήθως για ασήμαντο λόγο-, κρατούσε μια ζωή, αλλά ήταν θέμα τιμής. Ούτε η μια πλευρά έκανε πίσω, ούτε η άλλη. Έχθρα ‘μέχρι τον θάνατο κι όχι παρέκει’, γιατί αυτός που απέμενε είχε το ιερό καθήκον να πάει στον τάφο του εχθρού το σούρουπο της δεύτερης μέρας, -ποτέ την πρώτη μέρα που ήταν εκεί οι συγγενείς και φίλοι-, και να συγχωρέσει και να ζητήσει να συχωρεθεί.

Αυτό το σκηνικό έγινε Παρασκευή απογευματάκι. Παρασκευή βράδυ οι δυο ερωτευμένοι έμαθαν τα μαντάτα από τους πατεράδες τους. Σάββατο απόγευμα ο Γρηγόρης συνάντησε την απαρηγόρητη Ζωή και τον Δημήτρη στον αγρό, και προσπάθησαν να βρουν λύση στο πρόβλημά τους. Η άρνηση του Ανέστη οδηγούσε μόνο στην λύση ‘πονάει χέρι, κόβει χέρι’ και ...έκοψαν τον Γόρδιο Δεσμό με τον μοναδικό τρόπο που υπήρχε. Εκείνο το απόγευμα ο Γρηγόρης έκλεψε την Ζωή ...και τον Δημήτρη! Η ‘Δακρύβρεχτη Απαγωγή της Ωραίας Ζωής, και η Αρπαγή του Πρίγκιπα Δημήτρη’, όπως διακωμωδούσαν αργότερα οι τρεις τους την περιπέτειά τους.
Ανέβηκαν και οι τρεις στο κάρο, και τα άλογα ξεκίνησαν τον γνωστό δρόμο της επιστροφής. Η Ζωή έκλαιγε από φόβο και ευτυχία, ξέροντας ότι ο πατέρας της θα μπορούσε να σκοτώσει τον αγαπημένο της, και να αρχίσει έτσι άσβεστο μίσος και μια βεντέτα που μόνο ποταμοί αίματος θα μπορούσαν να ξεπλύνουν, αλλά από την άλλη της φαινόταν αδύνατον να μην επιχειρήσει να ζήσει μαζί του έστω και λίγες μέρες. Ο Γρηγόρης έκλαιγε γιατί ατίμαζε την τιμή της καλής του και το όνομα του πατέρα της, και γιατί κινδύνευε το κεφάλι του. Με την άρνηση όμως του Ανέστη και τα συνοικέσια που θα άρχιζαν να έρχονται όλο και πιο πολλές πιθανότητες υπήρχαν να ‘λογοδώσει’ την κόρη του σε κάποιον από την πόλη ο πατέρας. Ο Δημήτρης μιας που όλοι οι άλλοι έκλαιγαν, έκλαιγε κι εκείνος! Προσωπικά ο ίδιος την όλη ιστορία την έβλεπε αστεία, και σ΄ όλη την διαδρομή για το χωριό σκεφτόταν τις φάτσες των δικών του όταν ανακάλυπταν ότι δυο από τα τρία παιδιά της οικογένειας το είχαν σκάσει. Η περιπέτεια τον είχε ενθουσιάσει, μιας και δεν καταλάβαινε τον κίνδυνο.
Αυτός που δεν έκλαψε καθόλου ήταν ο Γιάννης ο Γέραλης όταν, περασμένα μεσάνυχτα ο μεγαλύτερός του γιος του έφερε πεσκέσι την κοπέλα που ο πατέρας της αρνήθηκε να τους δώσει νύφη, και ένα μισοκοιμισμένο μικρό παιδί στο κάρο. Άστραψε και βρόντηξε και με την αγριοφωνάρα του ξύπνησε όλο το χωριό.
- Μας έκαψες μωρέ χαμένε, τ΄ ατίμασες το κορίτσι, ρεζίλεψες δυο οικογένειες. Τι θα πούμε αύριο στον πατέρα της που μας απόρριψε, μας χαστούκισε ο άνθρωπος χτες, κι εσύ έφερες εδώ τα δυο παιδιά του; Τι θ΄ αποκάμεις τώρα;
Ο Γρηγόρης ποτέ δεν είχε αντιμιλήσει στον πατέρα του, ήταν το καλό παιδί, αυτό που είχε αποκτήσει την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό του γεννήτορα, και ποτέ δεν είχε σηκώσει κεφάλι στις αποφάσεις του. Είχε φτάσει η ώρα να πει την γνώμη του, να αποφασίσει για την ζωή του, αλλιώς θα μεγάλωνε, θα γέραζε και ακόμα θα ήταν το παιδί για τα θελήματα που θα έδιναν διαταγές ακόμα και τα μικρότερα αδέλφια του που θα μεγάλωναν και θα έφτιαχναν την δική τους ζωή και θα όριζαν την δική του, τού άβουλου αδελφού. Αν ήταν κάποτε να σηκώσει κεφάλι ήταν ή τώρα, ή ποτέ ξανά. Ήταν μια απόφαση που καθορίζει την μετέπειτα ιστορία σου, εκείνο το δευτερόλεπτο που ή θα κατεβάσεις τα μάτια, ή θα υψώσεις το ανάστημά σου. Κοίταξε τον πατέρα του στα μάτια αποφασισμένος για την μάχη που ετοιμαζόταν να δώσει, όχι όμως και ασεβής.
- Άκου πατέρα, μια γυναίκα μου πέφτει, εγώ αυτή αγάπησα, αυτή είναι, αυτή θα την παντρευτώ, κι αν την διώξεις, θα φύγω και γω μαζί της, όπως είναι πρέπον. Νέος είμαι, δυνατός σαν ταύρος, θα βρω δουλειά, δεν θα πεθάνουμε της πείνας. Αφού εγώ την θέλω, να την θέλεις και συ για μένα.
Ο Γιάννης έμεινε να κοιτά τον πρωτότοκο και ένιωσε βαθιά γερασμένος. Ο κόσμος του άλλαζε, και ο γιος του δεν ήταν πια ούτε παιδάκι, ούτε έφηβος, ήταν ένας άντρας που είχε αποφασίσει ότι ήταν έτοιμος να ενωθεί με μια γυναίκα και να κάνει δικά του παιδιά. Ανορθόδοξος και παράτολμος τρόπος να ξεκινήσεις οικογένεια βέβαια, μιας και όταν ο πατέρας μιας κόρης αρνιόταν να σου δώσει την ευχή του τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα και η ιστορία είχε κλείσει. Ήταν παράδοση, ήταν νόμος, και έτσι το ΄χε πάρει ο Γιάννης από τον πατέρα του, όπως το ΄χε πάρει και κείνος από τον δικό του και όπως κι αυτός το παρέδιδε στους γιους του. Μα ο μεγάλος του γιος τόλμησε να φέρει τα πάνω κάτω. Ανυπακοή στην παράδοση, στον τρόπο που γυρίζει ο κόσμος. “Θα το πληρώσει ο παραβάτης κάποια στιγμή, ποιος ξέρει πως, και μακάρι να μην ζω να το δω να συμβαίνει”, σκέφτηκε. Γιατί κανείς δεν μένει ατιμώρητος όταν καταπατά τούς νόμους, -κυρίως εκείνους που έχουν θεσπίσει οι κοινωνίες για την επιβίωσή τους-, που έχουν γίνει ταμπού και υπάρχουν χωρίς κάποιος να έχει το δικαίωμα να ρωτήσει ‘γιατί’. Γι αυτό τον λόγο ο Γιάννης θύμωνε, μιας και το σπάσιμο των ηθικών νόμων θα το πλήρωναν τα παιδιά του γιου του, ή οι απόγονοί τους, αν βέβαια πρόφταινε να αποκτήσει παιδιά. Από την άλλη ο Γιάννης ένιωσε κρυφά περήφανος που ο γιος του ήξερε γιατί φορούσε παντελόνια. Έκρινε πως το θέμα είχε πλέον λήξει, ουσιαστικά είχε λήξει από την στιγμή της απαγωγής και τώρα ήταν ώρα να περιμένουν τις συνέπειες της πράξης. Μούγκρισε λοιπόν σαν λύκος λαβωμένος, κοκκίνισε, και γούρλωσε τα μάτια σαν βαθύτατα προσβεβλημένος, έστριψε τσιγάρο, και έκανε πως δήθεν έχασε το τσακμάκι του. Ο Γρηγόρης όλη την ώρα δεν έβγαλε μιλιά, μόνο κρατούσε σφιχτά από τις πλάτες δεξιά του την Ζωή και αριστερά τον μπόμπιρα. Όταν όμως έπιασε το κρυφό μήνυμα, έσκυψε στο τζάκι και πρόσφερε στον πατέρα του φωτιά μ΄ ένα ξυλαράκι που σιγόκαιγε δίνοντας έτσι την συγκεκαλυμμένη απάντηση με το σκύψιμο μπρος στο τζάκι, την ‘εστία’: «Επαναστατώ, αλλά εσύ είσαι ο πατέρας μου, σε σέβομαι, και ζητώ να με αποδεχτείς σαν τον ‘δεύτερο τη κεφαλή’ άντρα του σπιτιού». Ίσο σίγουρα όχι, γιατί αυτό έρχεται μετά από καθημερινή απόδειξη της ικανότητας και η διεκδίκησης της ισότητας δεν είναι και κατ΄ ανάγκη πάλη δυο αρσενικών, αλλά σεβασμού.
Πλησίασε προς το ξυλάκι που μόλις είχε αρπάξει φωτιά με το τσιγάρο στο στόμα, και ρούφηξε βαθιά κατεβάζοντας τον κανό στα πλεμόνια του. «Στην καρδιά μού τόμπηξες» μούγκρισε ο πατέρας κουνώντας το κεφάλι προς το ξυλαράκι που ήδη φλεγόταν ολόκληρο στο τζάκι. «Στο κεφάλι σας το κρίμα», αποφάνθηκε.
Μετά γύρισε στην γυναίκα του που δεν είχε βγάλει άχνα παρ’ όλο που ήταν παρούσα όλη την ώρα.
- Μαρία, είδες τι ωραίους μπελάδες μας κουβάλησε ο γιος σου; Τάισέ τα βρε καλή μου και κοίμισε τα κι έλα μαζί ν΄ αποφασίσουμε πως θα ξεπλύνουμε την ντροπή την δική μας και του έρμου του πατέρα της.

Η Μαρία ήταν σχεδόν γριά, -είχε πατήσει τα τριάντα εφτά-, αλλά έζησε να γίνει πολύ γριά, ξεπερνώντας τα ενενήντα. Με έξι γιους που μεγάλωνε και δεν είχε στο πλάι της μια κόρη, μέτρησε το νεαρό θηλυκό με μια ματιά από την κορυφή μέχρι τα νύχια και της φάνηκε μια χαρά κορίτσι. Δεν έδειχνε να έχει προβλήματα υγείας, ομορφούτσικο ήταν, αδυνατούλικο βέβαια, αλλά αυτό το πρόβλημα θα το έλυνε η Μαρία. “Θα την ταΐζω πρωί, μεσημέρι, βράδυ, που θα πάει θα στρουμπουλέψει να κάνει γερά παιδιά” σκέφτηκε, και “επί τέλους άλλη μια γυναίκα σ΄ αυτό το κονάκι που ήταν γεμάτο άντρες κάθε ηλικίας ήταν χρειαζούμενη και ευπρόσδεκτη”. Περιμάζεψε την Ειρήνη και τον μικρό στην κουζίνα, και άναψε την φωτιά να τα ταΐσει.
- Τούτο δω τι είναι, ρώτησε την κοπέλα δείχνοντας το μικρό αγόρι. Ο Δημήτρης μπορεί να ήταν κουρασμένος, νυσταγμένος, και πεινασμένος, ίσως και λιγάκι φοβισμένος, αλλά δεν ένιωθε καθόλου πως ήταν ένα ‘τούτο δω’. Τέντωσε το κουρασμένο, νυσταγμένο, πεινασμένο, ίσως και λιγάκι φοβισμένο ύψος του και δήλωσε όσο πιο επιβλητικά μπορούσε.
-Είμαι ο πρίγκιπας Δημήτρης γιος του Ανέστη και της Ειρήνης !
Η Μαρία ετοιμάστηκε να γελάσει κι όμως ‘τούτο δω’ -που σίγουρα ήταν ζαβό-, είχε τσαγανό κατά την γνώμη της, κι αποφάσισε να μην προσβάλει τον μικρό φιλοξενούμενό της. Τον έπλυνε, τον τάισε, τον κοίμισε μαζί με την αδελφή του, και επέστρεψε στο μεγάλο δωμάτιο με το τζάκι όπου την περίμεναν ο άντρας της και ο μεγαλύτερος της γιος.

Εικοσιδυό χρόνια αργότερα, στα χρόνια του μεγάλου μίσους, η Μαρία πάλι τον περιμάζεψε στα κρυφά. Και πάλι περασμένα μεσάνυχτα, και κάποιος χτύπησε την πόρτα της. Ο άντρας που σύρθηκε στο κατώι της ήταν αξύριστος, βρόμικος και πληγωμένος, άλλος ένας αντάρτης που έβλεπε πως η ζωή του τέλειωνε και ζητούσε βοήθεια από δικούς του ανθρώπους. Η γριά τον αναγνώρισε αμέσως, γιατί αν και ο τόπος είχε βουίξει πως ήταν πεθαμένος, εκείνη ήλπιζε πως ίσως ο ‘ζαβούτσικους’ της ήταν ακόμα ζωντανός και κρυβόταν.
-Αχ πρίγκιπά μου, πως είσαι έτσι μανάρι μου, ψιθύρισε καθώς ο Δημήτρης λιποθυμούσε στα πόδια της.

Εκείνο όμως το βράδυ της πρώτης συνάντησης άλλα ήταν τα φλέγοντα. Κάθισε μπρος στην φωτιά, δίπλα απ΄ τον άντρα της που έκανε χώρο για να την έχει σιμά του, και την κοίταξε να πάρει και την δική της έγκριση.
-Καλή είναι, μικρόσωμη, αλλά γερή, θα κάνει καλά παιδιά.
Αυτή η δήλωση, της έμπειρης γυναίκας για μια ‘τσουτσέκω’, νεαρή και άπειρη κοπέλα, ήταν και η απαρχή μιας τίμιας και γεμάτης αλληλοσεβασμό σχέσης μεταξύ των δυο γυναικών. Εκατό χρονών πέθανε η Μαρία στα χέρια της Ζωής της πρώτης της νύφης, και η Ζωή την έκλαψε σαν μάνα και σαν φίλη της. Αγγόνια, δισέγγονα, και αγγόνια των δικών της πρόφτασε και είδε η Μαρία από τα περισσότερα παιδιά της, και όλες της η νύφες ήταν καλές και προκομμένες, αλλά η Ζωίτσα της ήταν η νύφη η ‘καλή’.

Εκείνο το βράδυ λοιπόν, μπήκε στην οικογένειά τους η Ζωή μιας και την ήθελε ο Γρηγόρης, και μιας που ήθελε και κείνη τον Γρηγόρη. Κυριακή πρωί τους πάντρεψε ο παπάς του χωριού μετά την λειτουργία, και την Ζωή την παρέδωσε στον γαμπρό ο αδελφός της. Μετά τον γάμο έγινε γλέντι, και κανείς στο χωριό δεν ρώτησε γιατί έλειπαν οι συγγενείς της νύφης. «Φως φανάρι πως το κορίτσι τόχε κλεμμένο, αλλά κι αυτό χαρούμενο έδειχνε, άντε να βγάλεις άκρη με όλα αυτά που κάνουν οι νέες γενιές, θα πέσει φωτιά και θα μας κάψει καλέ, άκου κλέφτηκαν !» Γλέντι, με σκιές φόβου ...
Κυριακή απόγευμα, ο Γρηγόρης ανέβασε την γυναίκα του ντυμένη νύφη στην άμαξα με τα άλογα στολισμένα από γάμο. Δίπλα της ανέβασε τον κουνιάδο του τον Δημήτρη και εκείνος κάθισε από την άλλη πλευρά και ξεκίνησαν για την πόλη. Στην διαδρομή η ευφορία ξεθύμανε και η Ζωή συνειδητοποιούσε πως πλησίαζε η ώρα της κρίσης και της πατρικής τιμωρίας. Κι αν ο πατέρας της πάνω στον θυμό του τον σκότωνε τον άντρα της; Aχ, τι ωραία ακουγόταν στο μυαλό της οι λέξεις ‘ο άντρας της’! Κι αν την έδιωχνε για πάντα και δεν ξανάβλεπε την μάνα της και τον αδελφό της; Της Ζωής της ήταν αδιανόητο πως σε λιγότερο από χρόνο θα είχε δυο δικά της, καταδικά της μωρά να παίζει, και σε άλλον ένα χρόνο άλλα δυο, και ύστερα από δεκαοχτώ μήνες άλλο ένα...

Ο Ανέστης σαν είδε πως είχε για τα καλά σκοτεινιάσει και τα δυο παιδιά του αργούσαν να φανούν, ανησύχησε και άρχισε να ψάχνει την γειτονιά σαν τρελός. Αφού σιγουρεύτηκε πως δεν έπαθαν κάποιο ατύχημα, και πως δεν τα είχαν κλέψει οι γύφτοι που λυμαίνονταν την πόλη, και κυρίως αφού άκουσε κάτι μισόλογα από τους γειτόνους και κάποια χαζοχαχανητά από τις συνομήλικες τής κόρης του στην γειτονιά, -που μάλλον ήξεραν πιο πολλά απ΄ όσα έλεγαν και σίγουρα κάλυπταν την Ζωίτσα-, δεν άργησε να καταλάβει πως η μικρή του, το μπουμπούκι του, η κρινένια του, δεν ήταν θύμα. Μάζεψε ότι απέμεινε από την οικογένειά του στο σπιτικό του, και έκανε ότι ένας αξιοπρεπής, θιγμένος οικογενειάρχης έπρεπε να κάνει. Έκατσε στ΄ αυγά του, έβρασε στο ζουμί του, και περίμενε να του φέρει πίσω την κόρη και τον γιο του ο ...γαμπρός του. Γιατί γαμπρός του θα εμφανίζονταν ο Γρηγόρης, “Πήγες να τον παντρευτείς Ζωίτσα μας, δεν ανέβηκες σε κάρα να πας βόλτες με ‘άγνωστους’ που γνώριζες σχεδόν δυο χρόνια μωρή μουσίτσα εσύ! Από το προπέρσινο πανηγύρι στο χωριό της μάνας σου τον ξέρεις και κουβαλιέται πάνω-κάτω στην πόλη ο αναθεματισμένος, και γω δεν κατάλαβα τίποτα.” Γύρισε και αγριοκοίταξε την γυναίκα του την Ειρήνη σαν σκέφτηκε το χωριό της.
- Εγώ τι φταίω τώρα και με κοιτάς έτσι; τον ρώτησε αθώα, υπενθυμίζοντας στον εαυτό της να της τραβήξει τα μαλλιά μέχρι να της μείνουν τούφες από της πονηρής της κόρης της την κεφαλή. “Άκου καλέ, τόσκασε, μου πήρε και το μωρό μαζί. Τι φορούσε μωρέ ο μικρός, ούτε θυμάμαι, είχε καθαρό βρακί που σίγουρα θα τον έπλυνε πριν τον ταΐσει η Μαρία πριν τον κοιμίσει; Τόσκασε που τόσκασε, δεν έπαιρνε και κάνα δυο ρουχαλάκια της προκοπής να φορέσουν; Άντε θα παντρευτεί αύριο, τι θα φορέσει καλέ, χωρίς νυφικό θα πάει στην εκκλησία; Ρεζίλι μας έκανε η σκασμένη, σαν γυφτάκια θα είναι τα παιδιά μου. Θα σε ξεμαλλιάσω εγώ Ζωίτσα μας που μας ήθελες και γάμους στα δεκάξι! Αλλά τι να κάνεις και συ, να σ΄ έχω βρωμομούνα στο ράφι στα είκοσι και να μην σε θέλει κανένας, μωρέ καλά έκανες δεν λέω, αλλά να μην πεις της μάνα σου, «μάνα πάω να παντρευτώ»; Όχι ότι θα σ΄ άφηνα και γω, τον κόσμο στο πόδι θα σήκωνα, αλλά να ξέρω και γω πως δεν έπαθες τίποτα κακό βρε ψυχή της ψυχής μου. Μα τι λέει και μένα τώρα το μυαλό μου και παραλογίζομαι, μου το μάγεψε και κείνος ο σκασμένος ο Γρηγόρης το κορίτσι μου, και γω να μην πάρω χαμπάρι!”
- Φταις, πως δεν φταις; Εσύ φταις που δεν την επέβλεπες και τα άφηνες τα δυο τα χαμένα να τρέχουν όποτε και όπου! Αλλά κι αυτή σαν εσένα βγήκε, θυμάσαι πως με κοίταγες όταν ήσουν στην ηλικία της και συ; Από την μάνα της πήρε από ποιον θα ΄παιρνε, από μένα;
- Μπα, εγώ σε κοίταγα και συ δεν με ήθελες ε; Άιντε θα μας βγάλεις και πουτάνες τώρα στα γεράματα!
- Αν δεν σε ήθελα δεν θα σ΄ έπαιρνα, και εγώ ήμουν τίμιος άντρας, σε ρώτησα αν με θέλεις, είπες πως με θέλεις και με παραθέλεις, και ήρθα γραμμή στον πατέρα σου. Κι ας τολμήσει ένας μπάσταρδος να πει πως η γυναίκα μου είναι πουτάνα!
Το τελευταίο καλό ήταν να το επισημάνει γιατί τον περίμενε άγρια φασαρία έτσι και της έμπαιναν ιδέες της Ζωής ότι την πρόσβαλε. “Καλά μωρέ ντιπ χαζή είναι η γυναίκα μου μετά τόσα χρόνια να μην ξέρει πόσο την εκτιμάω;”
- Κι αυτός τίμιος ήταν και έστειλε προξενιό... Εσύ το απέρριψες, έκαναν κι αυτοί το λάθος...
Η Ειρήνη ήξερε πως έπρεπε να προετοιμάσει το έδαφος για την επόμενη μέρα, ή ίσως την μεθεπόμενη που θα τους είχαν ‘μουσαφίρηδες’ μην και βγάλει και κάνα όπλο και τον βαρέσει τον καράβλακα τον γαμπρό του. Σε μια γωνιά του μυαλού της σημείωσε με το που ξυπνήσει αύριο Κυριακή να αδειάσει όλα τα όπλα και να κρύψει τα κοφτερά μαχαίρια. Ας τον σακάτευε στο ξύλο, -τού άξιζε κιόλας του παλιοχωριάταρου που της έκλεψε το κοριτσάκι-, τι το ΄κλεψε δηλαδή που κι αυτηνής τα ΄θελε ο κόλος της.
- Πάμε να κοιμηθούμε Ειρήνη μου, και βλέπουμε αύριο τι θ΄ απογίνει.
Εκείνο το βράδυ το πρώτο που η οικογένεια δεν κοιμήθηκε όλη στο ίδιο σπίτι, ο Ανέστης έσφιξε κοντά του την Ειρήνη, και της φίλησε τρυφερά τα δάχτυλα.
- Ένα-ένα θα μας φύγουν Ειρηνούλα μου, το ξέραμε πως κάποτε θα μας φύγουν να ανοίξουν δικές τους φωλιές, αλλά αυτό με το κορίτσι μας να μας το παίρνει χωρίς την ευχή μου ήταν πούστικο, και μου κάρφωσε την καρδιά με πυρωμένο σίδερο και η μικρή που έκρυβε πως τον γνώριζε, και τον συναντούσε κρυφά και είχε και τον Δημήτρη συνένοχο. Με γέλασε η κόρη μας Ειρήνη, με γέλασε και με γέρασε μέσα σε ώρες. Τόσο κακός πατέρας είμαι και το ίδιο μου το σπλάχνο μ΄ εγκατέλειψε;
- Αλλάζουν οι καιροί Ανέστη, και εμείς τα βλέπαμε, οι νέοι δεν είναι όπως ήμασταν εμείς στην ηλικία τους. Ο καιροί αλλάζουν εμείς δεν αλλάξαμε, ο χρόνος πέρασε από πάνω μας αλλά εμείς πεισματικά μείναμε όπως μας ‘έφτιαξαν’ οι γεροντότεροι γιατί φοβηθήκαμε τις αλλαγές. Μα πως να δούμε πως τα παιδιά μας δεν είναι σαν εμάς όταν φοβούνται να το δείξουν; Τόσο κακή μάνα είμαι και το ίδιο μου το σπλάχνο μ΄ εγκατέλειψε;
Αγκαλιάστηκαν ακόμα πιο σφιχτά, να αλλήλο-παρηγορηθούν, και να ζεστάνει ο ένας του άλλου το εντός τους ψύχος το δριμύ...

Έπεφτε το σούρουπο, μια Κυριακή αλλιώτικη από τις άλλες, μια Κυριακή που η οικογένεια Θέου δεν πήγε στην εκκλησία γιατί ντρεπόταν να αντικρίσουν τα βλέμματα των γειτόνων, μια Κυριακή μοναξιάς και αγωνίας.
Η Ειρήνη άκουσε την άμαξα να στρίβει από τον μεγάλο δρόμο στον δικό τους. Είδε άλογα στολισμένα για γάμο και χαρά. “Αχ, τα παιδιά μου”, τραγούδησε από μέσα της. Ένας-ένας οι γείτονες βγήκαν στις αυλές τους, το περίμεναν πως αργά ή γρήγορα θα επέστρεφε η Ζωή με τον μικρό, και όλοι ήταν περίεργοι να δουν τις εξελίξεις. Η άμαξα η στολισμένη από γάμο σταμάτησε μπρος στην αυλή, και ο Δημήτρης πήδηξε κάτω πρώτος. “Αχ, ωραία ρουχάκια του φόρεσε η Μαρία, από τα παιδιά της θα είναι τα καλά τα Κυριακάτικα”. Η Ζωή φορούσε νυφικό! Μα πότε πρόλαβε να ράψει νυφικό; Να ’ταν της Μαρίας και να το ΄δωσε στην πρώτη της την νύφη; Ο Δημήτρης χοροπηδώντας μπροστά από την αυλόπορτα και τιτιβίζοντας ασταμάτητα χαιρετούσε τους γείτονες στις αυλές.
Πρώτος, βγήκε ο Ανέστης, σκοτεινός σαν τον θάνατο, και η Ειρήνη τον ακολούθησε με ένα ξαφνικό αίσθημα παγωμάρας να της σφίγγει την καρδιά. Και τελευταίος, πολύ πιο πίσω ο Λάμπρος, βλοσυρός και με τα χέρια στις πλάτες. Ο Δημήτρης πήδηξε στην αγκαλιά του πατέρα του, του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο και μετά όρμηξε στις φούστες της μάνας του της πολυαγαπημένης.
- Μάνα, μάνα, είμαστε όλοι εδώ, εγώ, η Ζωή, ο Γρηγόρης, τι όλοι δηλαδή λέω ο χαζός, οι άλλοι ακόμα γλεντάνε στο χωριό! Πω πω, μάνα να δεις γάμο, να δεις γλέντι μάνα τρικούβερτο, κάηκε το πελεκούδι σου λέω...
- Πως να δω γάμο και γλέντια, σάμπως με κάλεσαν; της ξέφυγε με θυμό κοιτώντας την κόρη της στα μάτια. Της φάνηκε πως η Ζωίτσα δάκρυσε, μα δεν ήταν και σίγουρη μιας και κατέβασε τα μάτια παίζοντας αμήχανα με την βέρα στον αριστερό της παράμεσο.
Ο Γρηγόρης κατέβηκε από την άμαξα, βοήθησε την Ζωή κρατώντας τρυφερά το χέρι της, και στάθηκε μπρος της. Για μια στιγμή, την ώρα που έβγαινε από το σπιτικό του ο πεθερός του, τού φάνηκε πως θα γινόταν μακελειό, κι έτσι αποφάσισε πως καλό θα ήταν να την προστατεύσει. Πεθερός και γαμπρός κοιτάχτηκαν στα μάτια κατάματα και αναμετρήθηκαν. Ο νέος άντρας ένιωσε άβολα και καταντροπιασμένος, καταράστηκε την στιγμή που αντί να αρπάξει τα παιδιά του πατέρα, δεν πήγε να χτυπήσει την πόρτα του και να του ζητήσει να ακούσει την καρδιά του. “Του έκλεψα την κόρη του, και τώρα πρέπει να απολογηθώ, μα ότι και να πω, όλα τα δίκια είναι δικά του. Στέκομαι στην αυλή του μπροστά, εγώ ο κλέφτης, και εκείνος βγήκε να προστατέψει ότι του απέμεινε, ούτε κουμπούρια κρατάει, ούτε μαχαίρια, μόνο την λαβωμένη του υπόληψη”. Άκουσε τον εαυτό του να λέει στην απόλυτη σιωπή που ακολούθησε.
- Την κόρη σου την αγάπησα, την ήθελα, και την παντρεύτηκα. Καλά σκεφτόταν από μέσα του ένα δευτερόλεπτο αργότερα, τι είπα τώρα; Κι αν ερχόταν κάποιος να μου πάρει χωρίς την ευχή μου την κόρη μου εγώ τι θα έκανα;
- Κι εκείνη βρομιάρη, η κόρη μου, ο ήλιος της ζωής μου, εκείνη σε ήθελε; Μου ’στειλες προξενιό, τιμή μου έκανες, αλλά για το συμφέρον του παιδιού μου της είπα της Στάσας να κοιτάξεις για άλλη. Πανάθεμά σε, καταραμένε χωριάταρε που μου ‘χάλασες’ το παιδί μου. Τι έχεις εσύ να της προσφέρεις; Χωριό, και λάσπη και βουνιές...
Έπρεπε να μιλήσει, ήταν η σειρά της να πει την αλήθεια.
- Πατέρα, και εγώ τον ήθελα, δεν με έκλεψε, έφυγα μαζί του με την θέλησή μου...
Ο δύστυχος πατέρας ένιωσε να του κόβονται τα πόδια. Η τελευταία ελπίδα μιας ακούσιας απαγωγής γκρεμιζόταν μπροστά στην πραγματικότητα. Η Ζωίτσα του, το καμάρι του, το καλομαθημένο του κοριτσάκι πέταξε από το σπίτι της, την φωλίτσα της. Τέρμα πια τα κελαρυστά γέλια ανεβαίνοντας τις σκάλες. Τέρμα πια το νεραιδοτρέξιμο από δωμάτιο σε δωμάτιο. Σιγά-σιγά θα ξεθώριαζε και ο πίνακας που ξεδίπλωνε και είχε ζωγραφίσει η καθημερινότητα στο μυαλό του. Να γυρίζει απ΄ τις δουλειές του αργά το απόγιομα και να βλέπει το αρχοντικό του να υψώνεται ανάμεσα από δένδρα και λουλούδια, και εκεί, στο παράθυρο το γωνιακό τού πάνω ορόφου να χτυπάει τις τελευταίες του ακτίνες ο ήλιος. Καθισμένο στην καρέκλα την κουνιστή το κορίτσι του, -το καλό κι αγαπημένο- να κεντάει ή να πλέκει, οι χοντρές κοτσίδες τυλιγμένες γύρω απ΄ το όμορφο κεφάλι το ελαφρά σκυμμένο, ο κρινένιος της λαιμός, οι στητοί ώμοι. Ξαφνικά το κορίτσι λες και ένιωθε ότι πέρασε η ώρα, κι όπου να ΄ναι θα εμφανιζόταν ο πατέρας, κοιτούσε μέσα από το τζάμι, μέσα απ΄ τα μάτια του σπιτιού, κοιτούσε τον γεννήτορα κατάματα μ΄ ένα χαμόγελο αχνό, σήκωνε το δεξί χέρι ανεπαίσθητα και τον χαιρετούσε με τ΄ ακροδάχτυλα. Κι ύστερα έστρεφε το κεφάλι κάπου μέσα στο σπίτι, το κατακόκκινο στόμα ανοιγόκλεινε σε λόγια και γέλια που εκείνος δεν άκουγε αλλά τα έβλεπε, και το σπίτι ξαφνικά ξύπναγε και ζωντάνευε. Η γυναίκα του η Ειρήνη ήταν στην πόρτα να τον προϋπαντήσει με το που έφτανε και άνοιγε την αυλόπορτα, οι κυράδες που είχαν στην δούλεψή τους έτρεχαν να πάρουν από τα χέρια του ότι καλούδια είχε κουβαλήσει, η μαγείρισσα χτυπούσε τους τεντζερέδες και ότι άλλο έκανε εκείνο τον διαβολεμένο, γνώριμο σαματά. Ο Δημήτρης τσούλαγε την κουπαστή της ξύλινης σκάλας από τον πάνω όροφο και την τελευταία στιγμή πηδούσε και προσγειωνόταν στο πάτωμα και από κει μ΄ ένα πήδο φώλιαζε στην αγκαλιά του πατέρα. Στιγμές της καθημερινότητας που κάθε άνθρωπος ονειρευόταν, και που εκείνος τις ζούσε, γιατί ο Θεός ήταν απλόχερος στις χαρές για τον Ανέστη.
Απ΄ αύριο αυτόν τον ‘πίνακα της ευτυχίας’, όπως τον έλεγε μέσα του, δεν θα τον ξανάβλεπαν τα μάτια του. Γιατί όλα ξεκινούσαν με την φιγούρα της Ζωίτσας στο πάνω γωνιακό παράθυρο την ώρα που έδυε ο Θεός τον ήλιο του. Το παράθυρο, το τελάρο του ζωντανού πίνακα της ευτυχίας απ΄ αύριο θα ήταν άδειο...
Κάτι με χίλιες μύτες τσίμπησε την καρδιά του. Ένας πόνος οξύς, πρωτόγνωρος. Ένας φόβος πως όλα άλλαζαν ξαφνικά και γρήγορα, όχι μόνο στην φαμελιά του μα και στον κόσμο ολόκληρο. Σαν μια σκιά μαύρη που κρυβόταν στα σκοτάδια να σήκωσε ύπουλα κεφάλι πίσω από τον ήλιο και κοιτούσε την Πλάση απειλητικά. Οι ώμοι του βάρυναν, στήριξε το σώμα του στον φράχτη της αυλής, σαν να γέρασε δεκαετίες μέσα σε δευτερόλεπτα. «Και τώρα τι θέλετε από μένα;» μονολόγησε. Στράφηκε στην γυναίκα του, το σώμα του πονούσε, μα πιότερο πονούσε η ψυχή του.
- Μάζεψε τα προικιά της κόρης και δώς΄ της τα να τα φορτώσει στο κάρο του άντρα της να τα πάρουν. Στο σπίτι μην την βάλεις, δεν την θέλω ούτε στις χαρές μας ούτε στις λύπες μας.
Μετά κοίταξε κουρασμένα τον με το ζόρι γαμπρό του.
- Πόσα θέλεις σε μετρητό;
- Εγώ ότι ήθελα από το σπίτι σου και το βιος σου το πήρα κυρ΄ Ανέστη. Το πήρα με τρόπο όχι αντρίκειο, αλλά δεν μπορούμε να αλλάξουμε ότι έγινε. Τις προίκες και τα φλουριά κράτα τα να προικίσεις κανένα ορφανό. Το μόνο που σου ζητώ είναι σε κάθε παιδί που θα γεννάει η Ζωίτσα να το προικίζεις με μια δραχμή.
“Μα είναι ζουρλός μωρέ τούτος; Μια δραχμή, άκου λέει κάθε παιδί και μια δραχμή! Σιγά το ποσόν δηλαδή... Μα είναι ντιπ ζουρλό αυτό το παιδί του Γέραλη; Μην το μάγεψαν τίποτα νεράιδες που βγαίνουν νυχτιάτικα στις πηγές και του ΄χουν πάρει τα λογικά; Αι μωρέ Ανέστη τι πλάθεις και συ με το μυαλό σου λες και υπάρχουν νεράιδες!”
Ο Ανέστης έβλεπε κιόλας με τα μάτια του μυαλού του δεκάδες, εκατοντάδες μικρούς διαβόλους με το χέρι το δεξί απαιτητικά τεντωμένο να ζητούν την δραχμή τους, να γεμίζει το κατώι και ο πάνω όροφος μικρούς Γρηγόρηδες με το χέρι τεντωμένο, να γεμίζει η σκάλα με τα διαόλια, να γεμίζει το μαγειρειό, να γεμίζει η αυλή του, να γεμίζουν τα χωράφια του με χέρια παιδικά απλωμένα, κι άκουγε ένα βουητό που επαναλάμβανε τέσσερις λέξεις όλες κι όλες: «την δραχμούλα μου παππού». Τελειωμό δεν είχαν τα σκασμένα, «την δραχμούλα μου παππού, την δραχμούλα μου παππού, παππού, παππού, παππού ... ». Κι όσο γέμιζε το σπίτι και η αυλή και τα χωράφια του με παιδιά της Ζωίτσας και του Γρηγόρη, του ζαβού ντε που τού έφτανε μια δραχμή για κάθε παιδί, διαόλια σαν τον πατέρα τους, -αλλά και η μάνα τους δεν πήγαινε πίσω να λέμε την αλήθεια-, παιδάκια με τα χέρια τεντωμένα για μια δραχμούλα και χίλιες αγκαλιές, ο εφιάλτης γλύκαινε. Ο εφιάλτης γλύκαινε σε ένα καινούριο όνειρο, και στο μεγάλο παράθυρο του γωνιακού δωματίου του πάνω ορόφου γέμιζε το τελάρο με χαρούμενες παιδικές φιγούρες, και πίσω, αχνά πίσω, η πρωτότοκή του καθισμένη στην κουνιστή της πολυθρόνα νανούριζε ένα μωρό με τραγούδια που της είχε μάθει η μάνα της.
Άνθρωπος ευλογημένος από κάποια Παγκόσμια Δύναμη που μετουσίωνε το άσχημο σε ομορφιά ήταν ο Ανέστης. Η φαντασία του γκρέμιζε την κόλαση και έχτιζε Παραδείσους. Τ΄ όραμα τούτο κάτι σήμαινε, τόσο ζωντανό που τόειδε. Ο κόσμος άλλαζε, τα ταμπού και οι παραδόσεις σαν νόμος ιερός και απαραβίαστος είχε τις εξαιρέσεις του για να αυτό-επιβεβαιώνεται. Κάποιος, κάπου, κάποτε, θα τολμούσε να σπάσει την παράδοση, και στον δικό του χρόνο-μικρόκοσμο έλαχε ο κλήρος στον Γρηγόρη και την Ζωή. Σε πενήντα χρόνια μπορεί τα ήθη να όριζαν τον γαμπρό να τον κλέβει η νύφη! Στο μυαλό του μορφοποιήθηκε ένας δισέγγονός του φτυστός Γρηγόρης, -είχε πάρει και από τον Ανέστη λίγο, πολύ λίγο όμως ευτυχώς-, φιμωμένος, δεμένος χειροπόδαρα μέσα σε ένα σακί, να τον σέρνει μια μπρατσωμένη νύφη κάτω από ένα φεγγάρι που γελούσε περιπαιχτικά στο φάντασμα του Ανέστη κι έκλεινε το μάτι στ΄ αστέρια. “Φρίκη, φρίκη, ευτυχώς μέχρι τότε θα ΄χω αποθάνει θα ΄χουν τα κόκαλα μου λιώσει και την λίγη σκόνη που θ΄ αφήσω θα την έχουν οι αγέρηδες σκορπίσει σε κόσμους γνωστούς και άγνωστους, να μην δω τέτοια καμώματα.”
Αυτός ο Γρηγόρης τέλος πάντων ήταν το πρόβλημα. Έπρεπε να τον ‘φάει’, να τον ‘χαλάσει’ για να ξεπλύνει την ντροπή. Με μπαρούτι, με μαχαίρι, με κάτι τέλος πάντων βρε αδελφέ! Και ξαφνικά το γωνιακό παράθυρο του πάνω ορόφου άδειαζε σιγά-σιγά από παιδιά, άδειαζε και η κουνιστή καρέκλα της Ζωίτσας, κι έσβηναν οι ήχοι από νανουρίσματα, και ερείπωνε ο πάνω όροφος και το κατώι, γκρέμιζε η σκάλα, κι άγριο-χορτάριαζε η αυλή αφού η κόρη του δεν ήταν εκεί να περιποιηθεί τον κήπο της, κι έπνιγε τα λουλούδια και τα αρώματα του γιασεμιού η οσμή του χυμένου αίματος. Του φάνηκε πως ένιωσε τις μπότες του να γλιστρούν στο φρέσκο αίμα, εκεί στο κατώφλι του αρχοντικού το χορταριασμένο κι αραχνιασμένο, εγκαταλειμμένο απ΄ όσους αγάπησε και το αγάπησαν για να ξεχάσουν το φονικό.
“Αυτός ο Γρηγόρης τέλος πάντων ήταν το πρόβλημα. Και το πρόβλημα το λύνεις ή με μπαρούτι, ή με μαχαίρι, ή, ...ή τι βρε αδελφέ; Αυτό το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί εδώ, τώρα και μια για πάντα... Εδώ που τα λέμε ένας άντρας της πέφτει... Άκου λέει έφυγε μαζί του με την θέλησή της! Αφού τον ‘καθαρίσω’ αυτόν πρώτα, θα την κρεμάσω εγώ αυτή την σουσουράδα στο δέντρο στο πεζοδρόμιο ανάποδα και θα κάνω γιορτή να ΄ρθει η Ελλάδα ολόκληρη να θαυμάσει πατέρα που ξέρει να τιμωρεί τους άτιμους! Αυτήν κρεμασμένη ανάποδα, κι εκείνος εκεί παραδίπλα πεσμένος και ‘κομμένος’ να τον τρώνε οι μύγες και τ΄ αγριοπούλια για μερόνυχτα... Άι και σεις βρωμόπουλα, ουστ! σκασμένα μακριά απ΄ τον γαμπρό μου ρε!
Αχ βρε κοριτσάκι μου και συ... Είχα εγώ όνειρα καμάρι μου για σένα... Το καλύτερο αρχοντόπουλο της πόλης θα σου ΄φερνα. Όποιον σου άρεσε, εσύ θα διάλεγες, δεν θα άφηνα να σε διαλέξουν σαν έπιπλο, μονάκριβή μου. Εδώ που τα λέμε εσύ διάλεξες. Τι του βρήκες ψυχή μου; Διάλεξες ... Αυτό δεν ήθελα και γω για σένα; Να διαλέξεις! Διάλεξες... Εσύ διάλεξες και εγώ είχα ‘οφθαλμούς και ώτα’ κλειστά λες και δεν ήθελα να διαλέξεις και να μου φύγεις, να μου πετάξεις σ΄ άλλη φωλιά, πουλάκι μου.
Κι εσύ βρε Γρηγόρη, ντροπή βρε, ρεζίλι γίναμε και συ και γω. Έπρεπε να ΄ρθεις να με κοιτάξεις στα μάτια και να μου πεις «εγώ την κόρη σου την αγαπάω, και κείνη μ΄ αγάπησε, λυπήσου μας ρε κυρ΄ Ανέστη». Ίσως και να μην έλεγα και γω όχι, ξέρω και γω από αγάπες, πως νομίζεις ότι την πήρα την κυρά Ειρήνη; Τι να πω, δεν ξέρω, με κούρασαν οι άσχημες σκέψεις που βροντοφωνάζουν θάνατο...
Άκου μωρέ τον μουρλό μια δραχμή για κάθε παιδί! Μια δραχμή για κάθε ψυχή απ΄ τον Παράδεισο σταλμένη ... Μια δραχμή για κάθε κομμάτι ευτυχίας... Μια δραχμή η τιμή της ευτυχίας...
- Νυχτώνει, ψιθύρισε, νυχτώνει και σε λίγο θα κρυώσει ο Θεός τον κόσμο του. Που να γυρνάτε στα σκοτάδια και με την παλαβή την κόρη μου να της ανεμίζουν σαν ξωτικό τα νυφικά, θα σας βαρέσει κανένας με κουμπούρια με την τρομάρα που θα πάρει αν την δει έτσι, μπάτε στο σπίτι...
Ο Λάμπρος όλη την ώρα της κρίσης μετρούσε και μελετούσε τα γενόμενα. Στην αρχή είχε σταθεί πίσω από τον Ανέστη με τα χέρια στις πλάτες και από μέσα του πανηγύριζε. “Υπέροχα, αυτή έσκαψε τον λάκκο της με τα ίδια της τα χέρια, έχασε κάθε δικαίωμα σε προίκες”. Και κάπου, αυτό που γινόταν τώρα, και οι εξελίξεις, ήταν έξω από τα σχέδιά του. Πήδηξε μπροστά και άρπαξε τον Ανέστη από τους ώμους, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
- Πατέρα, ούρλιαξε, πατέρα, εγώ είμαι εδώ, εγώ θα σε στηρίξω, οι ανόητες ευαισθησίες σού αποδυναμώνουν την λογική και την κρίση σου. Σε ρεζίλεψαν, σε εξαπάτησαν, κύλησαν το όνομά σου το τίμιο στην προστυχωσύνη. Πάρε το όπλο σου και τίναξέ τους τα μυαλά, τώρα πριν χάσεις τον σεβασμό μου, αυτόν τον λίγο που έχω ακόμα για σένα.
Έσπρωχνε τον πατέρα του τον ίδιο στην παιδοκτονία με την ελπίδα πως ένας πατέρας στην φυλακή, μια κληρονόμος λιγότερη, και εκείνος ‘προστάτης’ της οικογένειας δεν ήταν καθόλου άσχημα σαν αρχή. Το σχολείο, το περιβάλλον, οι παπάδες, και το αίμα των ηρώων που έτρεχε στις φλέβες του, δεν είχαν καταφέρει να ελευθερώσουν το πνεύμα του από τον βούρκο απ΄ όπου αναδύθηκε για να γεννηθεί, πριν ακόμα συλληφθεί στην μήτρα της μάνας του. Και όταν ο γεννήτορας τον στραβοκοίταξε και τον αποπήρε: «Γίνε άνθρωπος, ρε, μάθε να αγαπάς και να συχωρνάς», τότε ο Λάμπρος είδε την αλήθεια που τον τρόμαζε κι εκείνον τον ίδιο και πάλευε χρόνια να κρύψει μέσα του, να ξεσπά σαν βίαιο κύμα: Ούτε τον πατέρα, ούτε την μάνα του αγάπησε ποτέ πραγματικά. Μόνο τον εαυτό του, μόνο το συμφέρον του, μόνο τον Λάμπρο αγαπούσε, κι όλοι οι άλλοι ήταν ή αδιάφοροι, ή εχθροί. Όλοι, αυτοί που τον γέννησαν, τ΄ αδέλφια του, κι όσοι κοντινοί και μακρινοί ζούσαν όπου το βλέμμα του έφτανε και οι ορέξεις του ορεγόταν.

5. Οικογένεια Δημητρίου -- α. Η αρχή της άλλης πλευράς του νομίσματος

«Εγώ πάλι είμαι, -πιστεύω-, κράμα παράξενο, κυρίως Ελληνικό, φτιαγμένη απ΄ όλης της γης τα χώματα, όπου ανάσανε το Ελληνικό Πνεύμα, κι όπου ούτε η Πνοή, ούτε η Γνώση, ούτε η γνώση της ύπαρξης του δεν έφτασε... Η μισή μου Ελληνικότητα έχει επικαλύψει, έχει φυλακίσει και νεκρώσει την ‘βάρβαρη’ καταγωγή μου, τ΄ άλλο μου μισό, γι΄ αυτό πιστεύω πως ναι, είμαι Ελληνίδα... Τελικά αυτό που πιστεύω είναι πως είμαι Ελληνίδα εκατό τις εκατό. Γεννήθηκα στην καρδιά της Ελλάδας, σε γη Ελληνική, σε μαγνητικά πεδία και φλέβες Γνώσης και Δύναμης του πλανήτη που ΄κραυγάζουν΄ Ελλάδα... Η μάνα μου που λες ...»

Από διηγήσεις της Ειρήνης Δ. Θέου τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη στις αρχές κάποιας δεκαετίας προς το τέλος του εικοστού αιώνα.


Ο Γιάρεκ Δημήτριεφ ήταν από τους πρώτους Βλάχους της Ρουμανίας που αποφάσισαν να κατέβουν στα εδάφη που οι Έλληνες είχαν επαναστατήσει και έδιωχναν τους Τούρκους. Είχε δημιουργηθεί έτσι μια νέα τάξη πραγμάτων και σ’ αυτήν ήξερε πως θα έβρισκε λίγο χώρο για την οικογένειά του. Ο Γιάρεκ ήταν ο δευτερότοκος γιος ενός γαιοκτήμονα Ρουμάνου βαρόνου, κι από μικρό παιδί ήξερε πως η μοίρα του ήταν να πεθάνει μακριά από τα πάτρια εδάφη. Εκείνες τις εποχές, οι πρωτότοκοι, που αυτόματα κληρονομούσαν τίτλους και περιουσίες, ήταν πάντα σε κίνδυνο από τις δολοπλοκίες των υπόλοιπων αρσενικών αδελφών που ορεγόντουσαν τον τίτλο και την περιουσία. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο φρικτές απόπειρες αδελφοκτονιών είτε από τους δευτερότοκους, είτε από τους ίδιους τους πρωτότοκους σε βάρος των νεότερων αρσενικών αδελφών. Σιγά-σιγά έγινε άγραφος νόμος ο δευτερότοκος γιος να ‘απομακρύνεται’ όταν έφτανε σε ηλικία γάμου, -εκεί κοντά στα δεκαεφτά-, να παντρεύεται και να μετοικεί για το υπόλοιπο της φυσικής ζωής του σε χώρες που ήταν πολύ μακριά για να αποτελεί κίνδυνο ή να κινδυνεύει εκείνος και οι απόγονοι του. Ένα χρόνο μετά τον γάμο, -για να έχει καιρό να αποκτήσει απόγονο ο δευτερότοκος-, ξεκινούσε η μεγάλη περιπέτεια με εφόδια το συνήθως τεράστιο ποσό που του έδινε ο πατέρας του για αποχαιρετιστήριο δώρο, και την προίκα σε ρευστό και ζώα από τον πεθερό του.
Ο Γιάρεκ, φεύγοντας ήξερε πως δεν θα ήταν μπορετό να ξαναδεί σ΄ αυτή την ζωή ούτε τους γονείς του, ούτε τ’ αδέλφια του που τον έκλαιγαν ήδη σαν νεκρό, ούτε όσους είχε αγαπήσει. Ακόμα και ο πρωτότοκος, που εκτός από αδελφός ήταν και ο καλύτερός του φίλος είχε παρακαλέσει τον πατέρα τους να αψηφήσει τους άγραφους νόμους που θα χώριζαν δυο αγαπημένα αδέλφια μετά από δεκαοχτώ χρόνια.
Αυτό που δεν απαγόρευαν τα έθιμα της εποχής ήταν να πάρει μαζί του σ’ ένα κουτί της μνήμης εικόνες αγαπημένων προσώπων: Του πατέρα, των αδελφών του, -αρσενικών και θηλυκών-, και της πολυαγαπημένης, λεπτεπίλεπτης σαν μπιμπελό, Γιαπωνέζας μητέρας του. Ενός λουλουδιού που αλλού φύτρωσε και αλλού κόπηκε μιας και ο Συμπαντικός Κηπουρός άγρυπνα προσέχει ακόμα και τα παιδιά Του που οι μεταναστευτικοί αγέρηδες εξαπλώνουν την φύτρα τους στα πέρατα του κόσμου τούτου μ΄ ένα φύσημα κι ένα φτερούγισμα. Κατά παράξενο τρόπο και η γιαγιά της γυναίκας του ήταν μια αρχοντοπούλα από χώματα μακρινά, από μια πόλη που γεννούσε παραμύθια και την τύλιγαν μύθοι για ανθρώπους που έπιναν το χασίσι, την Βαγδάτη.

Εκείνο το μουντό πρωινό, που ο Θεός είχε κρύψει τον ήλιο Του να μην δει τα λάθη των ανθρώπων Του και τον ξεριζωμό, ένα καραβάνι ολόκληρο ξεκίνησε από το κάστρο που ήταν χτισμένο στο βουνό. Σαν έφτασαν πια στα ριζά, ο Γιάρεκ κοίταξε για μια τελευταία φορά το πατρικό του. Του φάνηκε πως ήταν όλοι εκεί ψηλά στις πολεμίστρες κι αγνάντευαν, κι αποχαιρετούσαν με τον ίδιο πόνο στην καρδιά που τρυπούσε και την δική του. Ήταν η τελευταία εικόνα που πρόσθεσε στο κουτί της μνήμης, και δεν κοίταξε πίσω ξανά. ΄Εφυγαν καμιά πενηνταριά νοματαίοι, ο Γιάρεκ με την ξανά έγκυο γυναίκα του την Μάιρα, τον πρωτότοκό τους τον Στάικο, κι ένα τσούρμο δουλευτές κι εργάτες με τις δικές τους φαμίλιες που ξεριζώθηκαν και εκείνοι για να τον ακολουθήσουν, να προσέχουν τα κοπάδια με τα γιδοπρόβατα που πήρε μαζί του, και να εγκατασταθούν όπου εκείνος αποφάσιζε. Σχεδόν οι μισοί, -οι νεότεροι και υγιέστεροι-, επέζησαν απ΄ αυτόν τον κουραστικό ξεριζωμό, κι όσοι απέμειναν έγιναν μια οικογένεια ενωμένη σαν γροθιά, με γλώσσα που στην νέα γη δεν έπαψαν να μιλούν μεταξύ τους για να μην ξεχάσουν τις ρίζες τους. Ο Γιάρεκ και η Μάιρα θρήνησαν το δεύτερο παιδί τους την Λότα που γεννήθηκε κατά την διάρκεια του ταξιδιού και πέθανε δυο μήνες αργότερα. Την έθαψαν στο νεκροταφείο ενός χωριού που τους φιλοξένησε για τρεις βδομάδες. Οι κάτοικοι του χωριού μιλούσαν την δική τους γλώσσα, γλώσσα διαφορετική από εκείνη που μιλούσε η φυλή του Γιάρεκ, όμως η γλώσσα του πόνου είναι κοινή σε όλες τις φυλές του κόσμου. Η Μάιρα που ήξερε να γράφει όπως και ο σύζυγός της, έγραψε με γράμματα της δικής της γλώσσας το όνομα του χωριού, και ζήτησε από τον παπά να γράψει το όνομα του χωριού και στην δική του. Δεν ήθελε να ξεχάσει που άφησε το ένα της παιδί να ‘ξεκουραστεί’ και ο Γιάρεκ της υποσχέθηκε πως κάποια μέρα θα γύριζαν να το πάρουν μαζί τους εκεί που θα γινόταν ο δική τους γη και καινούρια πατρίδα. Και τον κράτησε τον όρκο του, δώδεκα χρόνια αργότερα επέστρεψαν και πήραν μαζί τους μια χούφτα γη, ότι απέμεινε από ένα μωρό, την Λότα, που δεν πρόφτασε να γίνει παιδί, έφηβος, και γυναίκα.

Φτάνοντας στην Θεσσαλία ο Γιάρεκ μύρισε το χώμα και αποφάσισε ότι εκεί θα γινόταν η νέα πατρίδα του. Πούλησε τα κοπάδια του, και αγόρασε χωράφια στον κάμπο. Άλλαξε το όνομά του σε Γιώργος Δημητρίου και φρόντισε να μάθει αυτός, η οικογένειά του, και οι εργάτες και δουλευτάδες του την γλώσσα του τόπου. Έχτισε το σπιτικό του και σε μικρή απόσταση έχτισε τεράστιες αποθήκες για τα καπνά που θα μάζευε την επόμενη χρονιά από τα χωράφια του που είχε σπείρει την καλύτερη ποιότητα καπνού. Δεν λυπήθηκε το μεγάλο ποσό που πλήρωσε, αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να ‘δώσουν’ τα χωράφια του τον καλύτερο καπνό της Θεσσαλίας. Δίπλα απ τ΄ αρχοντικό του έχτισε τα σπίτια όπου θα έμεναν οι άλλες φαμίλιες που τον ακολούθησαν, και συνέχισε να αποκτά απογόνους.

Τα υπόλοιπα παιδιά του γεννήθηκαν Έλληνες, σε γη Ελληνική, ο Μανώλης, ο ΄Αβελ, -όνομα που ‘εξαγνίζει’ τα κακά πνεύματα κατά τα ήθη του τόπου που γεννήθηκε ο Γιάρεκ-, ο Αλέξιος, και τα δίδυμα Μιχαήλ και Φώτης. Τα δίδυμα γεννήθηκαν με πέντε λεπτά διαφορά, δυο λεπτά πριν και τρία λεπτά μετά την γέννηση του εικοστού αιώνα. Αδέλφια δίδυμα με διαφορά γέννησης ένα χρόνο πάνω στην αλλαγή του αιώνα! Ήταν παράξενο να βλέπεις δυο ανθρώπους που μοιράστηκαν τον ίδιο αμνιακό σάκο επί εννιά μήνες να γράφουν ημερομηνίες γέννησης που απείχαν ένα χρόνο, και τις χώριζε ένας ολόκληρος αιώνας: 31/12/1899 ο Μιχαήλ και 1/1/1900 ο Φώτης. Ίσως να ΄ταν κι ένα παράξενο παιχνίδι του Χρόνου, όχι αυτού που εμείς οι φθαρτοί μετράμε σε ώρες, χρόνους, και αιώνες, αλλά εκείνου που μέσα σ΄ ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού του έχει δει δεκάδες γενιές μας να γεννιούνται, να γεράζουν, και να πεθαίνουν. Ίσως να ΄ταν ένα παιχνίδι τού Χρόνου, ή μια προειδοποίηση πως τίποτα τελικά δεν άλλαξε χίλια εννιακόσια χρόνια μετά από το βράδυ εκείνο που εμείς αυθαίρετα ονομάσαμε 1 μ.Χ., και τολμήσαμε -οποία ύβρις-, να αποσπαστούμε απ΄ τον Συμπαντικό Χρόνο. Την ημερομηνία γέννησης αυτών των αδελφών την χρησιμοποίησαν πολλά χρόνια αργότερα οι ιδεολογίες που εκείνοι ασπάστηκαν για να επισημάνουν τον συντηρητισμό του δέκατου ένατου αιώνα και την κοινωνική επανάσταση του εικοστού. Τα δυο αδέλφια, με αίμα Βλάχικο, Ρουμάνικο, Γιαπωνέζικο και Περσικό, που γεννήθηκαν σε χώμα Ελληνικό, και καταλάβαιναν και μιλούσαν Ελληνικά, πέθαναν σαράντα τόσα χρόνια αργότερα με διαφορά πέντε λεπτών και πάλι, στην διάρκεια του εμφύλιου, σκοτώνοντας ο ένας τον άλλον για τα πιστεύω τους. Ο μεγαλύτερος ήταν ‘φασίστας’, ο μικρότερος ‘μπολσεβίκος’, και η μοίρα τους όρισε να συναντηθούν σε μια μάχη στα βουνά που ‘κοιτούσαν’ τον κάμπο που γεννήθηκαν.

Ο μεγαλύτερος γιος του Γιώργου Δημητρίου, ο Στάικος, κατατάχτηκε στον στρατό νωρίς, έμαθε να μιλάει ‘απταίστην Καθαρεύουσαν’ και ‘Αρχαΐζουσαν Ελληνικήν’, και με τις στρατηγικές ικανότητες που ανέδειξε σε τρεις πολέμους, έγινε Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Βασιλικού Στρατού, -‘πλάκα τα γαλόνια’ κατά τα κοινώς λεγόμενα-, αγαπημένος φίλος του προ-τελευταίου βασιλιά του έρημου τούτου τόπου, και ένας από τους εκλεκτούς νονούς του τελευταίου βασιλιά. Τόσο πολύ αγάπησε τον βαφτισιμιό του, που τον ακολούθησε, -όπως παλιότερα και τον πατέρα του στην Αίγυπτο-, στις περιπλανήσεις του ‘εις τας Ευρωπαϊκάς Βασιλικάς Αυλάς’ προδίδοντας τον Στρατό για το Στέμμα. Ο Στάικος δεν παντρεύτηκε, δεν είχε χρόνο να σπαταλήσει σε ‘γάμους και φραμπαλάδες’ όπως διατεινόταν, και δεν άφησε -επίσημους τουλάχιστον- απογόνους. Με τα καπνά δεν ασχολήθηκε ποτέ, μόνο με τον καπνό, μιας και κάπνιζε εξαιρετικής ποιότητας πούρα Αβάνας. Ίσως να ήταν και εκδίκηση των καπνών Δημητρίου -που τόσο άσπλαχνα απαρνήθηκε- που πέθανε από καρκίνο των πνευμόνων! Τα τελευταία του λόγια ήταν ‘εις απταίστην Βρετανικήν Βασιλικήν Αγγλικήν’... Έπαιξε ‘μπριτζ’ με την Αυτής Μεγαλειότητα την Βασίλισσα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, την βασίλισσα της Αγγλίας δηλαδή. Κυνήγησε ανυπεράσπιστες αλεπουδίτσες με βαρετούς και βαριεστημένους Βρετανούς ευγενείς, και μετά θάνατον τάφηκε σε τόπους που οι γαλαζοαίματοι τιμούν τους μη γαλαζοαίματους αγαπημένους φίλους τους. Ας είναι ελαφρό το -επί το πλείστον βαρύ λόγω βροχής- χώμα της Αγγλίας που τον σκεπάζει. Έτσι κι αλλιώς ούτε γεννήθηκε, ούτε ‘αναγεννήθηκε’ Έλληνας.

Ο Αλέξιος, ο πέμπτος αδελφός αν υπολογίσουμε και την Λότα, ερωτεύτηκε τα γράμματα από μικρός. Όσο κι αν ο πατέρας και τ΄ αδέλφια του τον κύλησαν στην βρεγμένη γη να χωθεί στους πόρους του και να πάρει από τ΄ άρωμά της, όσο κι αν του έχωσαν στα ρουθούνια ρίζες καπνού να ‘του πάρει τα μυαλά ο καπνός’, όσο κι αν τον τύλιξαν πατόκορφα σαν μούμια με φύλλα καπνού στα παιδικά του χρόνια, εκείνος προτίμησε την μούχλα των φθαρμένων βιβλίων και τα ‘ανήλια μπουντρούμια’ των βιβλιοθηκών του Πλανήτη. Δεν υπήρξε βιβλιοθήκη καμιάς χώρας και κανενός πολιτεύματος και ιδεολογίας που να του αρνήθηκε να τον φιλοξενήσει και να του παραδώσει τις πιο κρυφές γωνιές της. Όταν αργότερα ο σεβαστός λογοτέχνης μιλούσε για την μοναδική Ανώτατη Θεότητα που αναγνώριζε, -θηλυκή κατά την γνώμη του- την ‘Θεά Γνώση’ όπως την ονόμαζε, και την μοναδική της ιέρεια και πάλι θηλυκή την ‘Αγία Μελέτη’ δεν ξεχνούσε να αναφερθεί στους ‘Ναούς Γνώσης’. Ναούς-βιβλιοθήκες και ροζιασμένες βιβλιοθηκο-καρέκλες που υπάρχουν εκεί ανέκαθεν για να σου θυμίζουν πως πρέπει να δουλεύει το μυαλό και το πνεύμα, -και ότι τέλος πάντων εδρεύει στα πιο ψηλά μέρη του σώματος-, αυτό που ατενίζει τον ουρανό, και όχι εκείνο που ‘γειώνει’! Ο Αλέξιος είχε μια ανατρεπτική και συνάμα καυστική αίσθηση του χιούμορ, και μια ομορφάδα εξωτερική όσο και εσωτερική. Σε κάποιους ανθρώπους τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τα γλυκαίνει η εσωτερική ομορφιά που αναδύεται. Στον Αλέξιο ίσως κάποια Συμπαντική Ταυτότητα του Καλού που είχε ανάγκη να γνωστοποιηθεί στους ανθρώπους, να απορροφήθηκε εντός του την ώρα της σύλληψης του. Δεν κάπνισε ποτέ, είχε μια αποστροφή στον καπνό, -ιδιαίτερα μετά την ‘μουμιοποίηση’ του στα παιδικά χρόνια-, ήξερε όμως πως ο καπνός του πρόσφερε το καθόλου ευκαταφρόνητο μηνιαίο ‘καπνό-τσεκ’ όπως έλεγε, -το ποσοστό των κερδών από την πατρική κληρονομιά που του έστελναν ο Μανώλης και ο ΄Αβελ-, στις τράπεζες όποιας χώρας διέμενε ή επισκεπτόταν από την αρχή των φοιτητικών του χρόνων. Για να εξευμενίσει τον ‘μικρό θεό των καπνών’ που τάιζε και πότιζε το σώμα του -διαδικασίες αναγκαίες για να έχει την πολυτέλεια να ταΐσει και να ποτίσει το πνεύμα του-, έγραψε εκείνο το μυθιστόρημα για την ζωή των ανθρώπων που γεννήθηκαν σ΄ ένα χωράφι καπνού την ώρα που η ετοιμόγεννη μάνα τους μάζευε τα φύλλα, κι εκεί μεγάλωσαν κι ανδρώθηκαν. Άνθρωποι που έζησαν όλη τους την ζωή σαν ‘καπνός’ με ρίζες στην γη που σπάρθηκαν, και πέθαναν σαν ένα κλωνάρι καπνού που κόπηκε όταν ήρθε η ώρα της ‘Ωρίμανσης και Κοπής’. Γι αυτό το βιβλίο ο Αλέξιος προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, και το πήρε, με γεια του! Ταξίδεψε σε κάθε γωνιά του κόσμου, και όλα τα μέρη τα αγάπησε και τον αγάπησαν. Επειδή ήταν λιγάκι ‘αριστερός’ για τα Ελληνικά δεδομένα προτιμούσε να ζει στην Γαλλία και την Ελβετία, αν και όλη η Γη ήταν το ‘σπίτι’ του και ταξίδευε συχνά. Η ‘βάση’ του όμως ήταν το σπίτι στην Λωζάνη, ένας χώρος που όλα τα παιδιά των αδελφών του -και τα παιδιά τους- είχαν φιλοξενηθεί τόσο σε όμορφες στιγμές ξεγνοιασιάς, όσο και σε δύσκολους καιρούς. Ο Αλέξιος δεν παντρεύτηκε ποτέ, απέκτησε όμως επτά παιδιά που όλα τα αναγνώρισε επίσημα, και για όλα φρόντιζε τις πνευματικές και υλικές ανάγκες τους. Όλα τα παιδιά του τα αγάπησε ο Αλέξιος και όλες τις γυναίκες που έγιναν μητέρες των παιδιών του τις λάτρεψε την κάθε μιά με ξεχωριστό τρόπο. Υπήρξαν στιγμές που το σπίτι στην Ελβετία επισκεπτόταν ο γιος του ο Μαόρι που η μητέρα του ήταν απ΄ την Πολυνησία, και η κόρη του η Σάρα από το Λένινγκραντ, και η μικρότερη η Λουέττα από την Ιαπωνία. Υπάρχουν Δημητρίου λευκοί και μαύροι, και Ινδιάνοι και Ασιάτες. Ο Παγκόσμιος αυτός πατέρας πέθανε έτσι όπως του έπρεπε: Ανάμεσα στα παιδιά του και τα δικά τους παιδιά και εγγόνια, και τις γυναίκες που αγάπησε και τον αγάπησαν. Αν και πλησίαζε τα εκατό είχε πλήρη διαύγεια, και απολάμβανε, -ρουφούσε αχόρταγα-, κάθε ένδειξη αγάπης να την πάρει μαζί του στο τελευταίο του ταξίδι. Κατά τα πιστεύω του, όταν έπαψε να ζει, όλοι φόρεσαν λευκά για να γιορτάσουν και να αποχαιρετήσουν την ψυχή που ξεκινούσε ένα νέο κύκλο στον κόσμο που ‘βίωνε την ζωή χωρίς τις αλυσίδες της ύλης’.

Ο Μιχαήλ και ο Φώτης, τα δίδυμα αγόρια που τα χώριζε ένας αιώνας, τα χώρισε και διαφορετικές ιδεολογίες και πολιτικές πεποιθήσεις. Ίσως τον Μιχαήλ να τον επηρέασε ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Στάικος, την εποχή που οι δίδυμοι ήταν αρκετά μεγάλοι να μετακομίσουν στην πρωτεύουσα για να αναλάβουν την αντιπροσώπευση των καπνών Δημητρίου στο εμπόριο, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Ο Φώτης, που θαύμαζε τον Αλέξιο, είχε σίγουρα επηρεαστεί από πύρινους λόγους περί ισότητας που παρακολουθούσε συχνά να εκφωνούν φίλοι, λογοτέχνες, και εκπαιδευτικοί μεταρρυθμιστές. Ο Μιχαήλ και ο Φώτης είχαν από τρία παιδιά, δυο γιους και μια κόρη, και όταν οι δίδυμοι αλληλοσκοτώθηκαν, ο Νίκος Λίρας έμπιστος φίλος του ΄Αβελ, φυγάδευσε τις γυναίκες την νεκρών και τα παιδιά τους στα δυο άκρα του κόσμου.

Τα παιδιά του Μιχαήλ με την μητέρα τους ταξίδεψαν για την Αμερική. Δεν ήταν εύκολο ταξίδι, το νέο ξεκίνημα δεν ήταν εύκολο σε μια χώρα που οι μετανάστες έπρεπε να περάσουν από την νήσο ΄Ελλις, αλλά οι δυο έφηβοι και η μικρότερη αδελφή τους βρήκαν τον δρόμο τους.
Ο Γιάννης, ο μεγαλύτερος, αμέσως μετά το κολέγιο ασχολήθηκε με την ηθοποιία. Ήταν ο τρόπος να εκφράσει την θλίψη και τον θυμό που του κατάτρωγαν την ψυχή όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν μόδα τότε άλλωστε, κουλτούρα, λίγο ‘χόρτο’, και πολύ ταλέντο, και ο νεαρός εμιγκρές με το καλλιτεχνικό όνομα John Michael, και κομμένη την ‘ουρά’ Δημητρίου, -που θύμιζε πολύ Ελλάδα και λιγότερο Αμερική-, γρήγορα πέρασε πίσω από τις κάμερες. Ο John Michael σαν ηθοποιός έπαιξε σε κάνα-δυό έργα χαμηλού προϋπολογισμού και σε κάποιες αξιόλογες ‘off Broadway’ παραστάσεις. Ο σκηνοθέτης John Michael με τα έργα του είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του διεθνούς κινηματογράφου.
Το όνομα Δημητρίου αρνήθηκε να αποχωριστεί και το έκανε ‘σημαία’ ο αδελφός του ο Γιώργος, υπέρμαχος της ισότητας των ανθρώπων, -αυτής που δεν γνωρίζει εθνικότητα, χρώμα, θρησκεία, ή φύλλο-, ο δικαστικός George Michael Demetriou που έφτασε στα πιο ψηλά αξιώματα στον δικαστικό κόσμο της καινούριας του πατρίδας.
Η αδελφή τους η Μαρία, -το Μαράκι που έκλαιγε ασταμάτητα από τον Πειραιά μέχρι την Αμερική, κι όλοι νόμιζαν πως το κορίτσι θα αφυδατωθεί και θ΄ αποθάνει-, τους διέψευσε όλους. Δεν έκλαψε ξανά από την στιγμή που είδε το Άγαλμα της Ελευθερίας, «αχ μάνα κοίτα την μεγάλη κυρία που κρατάει πυρσό να μας δείξει τον δρόμο μας», είπε εκστασιασμένη. Έμαθε Αμερικάνικα γρηγορότερα απ΄ τους αδελφούς της, και σπούδασε με υποτροφία Ψυχολογία στο Havard. Είναι από τις πρώτες γυναίκες που δίδαξαν ‘Ψυχολογία των κατ΄ εξακολούθηση δολοφόνων’, -στην Ελλάδα τους ονομάζουμε ‘δράκους’ κι ας μην ρουθουνίζουν φωτιές, κι ας μην είναι το δέρμα τους πράσινο, και που σίγουρα δεν διαθέτουν μακριά φολιδωτή ουρά-, στους φοιτητές του ανδροκρατούμενου F.B.I. Η Maria Michael Demetriou, γνώρισε έναν νεαρό Ελληνοαμερικάνο φοιτητή ιερατικής σχολής, τον αγάπησε και την αγάπησε, και λίγο πριν χειροτονηθεί ιερέας, παντρεύτηκαν και απέκτησαν πέντε κόρες.

Τα παιδιά του Φώτη ξεκίνησαν με τις ευχές και την προστασία του ΚΚΕ ένα ταξίδι επικίνδυνο προς την Μόσχα. Και επειδή οι Δημητρίου σε κάποιο γονίδιό τους έχουν την πληροφορία της επιβίωσης ανεπτυγμένη και σε διπλή δόση από τον παππού τους τον Γιάρεκ και την γιαγιά τους την Μάιρα, μετά από τρεις μήνες έφτασαν στον προορισμό τους.
Ο Δήμος, που από μικρός ζωγράφιζε ότι έβλεπε με τα μάτια του αλλά και τα μάτια της φαντασίας, σπούδασε αρχιτέκτονας, και έγινε ένας από τους πιο γνωστούς αναπαλαιωτές κτιρίων στην Σοβιετική ΄Ενωση. Πρωταθλητής στον στίβο και Χρυσός Ολυμπιονίκης, επισκέφτηκε την Ελλάδα τρεις φορές την εποχή του ‘ψυχρού πολέμου’, τολμώντας να μιλήσει την μητρική του γλώσσα όπου και όποτε τού ήταν μπορετό, ζητώντας να ξανασυναντήσει τα αγαπημένα του ξαδέλφια που ζούσαν στην Αμερική. Την πρώτη φορά που έκανε δημόσια την συγκεκριμένη δήλωση, η ποινή ήταν τσουχτερή όταν επέστρεψε στην Μόσχα, αλλά επειδή ο Δήμος και ξεροκέφαλος ήταν, και κυρίως Ολυμπιονίκης, την επόμενη φορά αντιμετωπίστηκε με επιείκεια μιας και η δήλωσή του επισκιάστηκε από ένα ακόμα χρυσό μετάλλιο. Στα επόμενα ταξίδια του εκτός Σοβιετικής Ένωσης κανείς δεν σχολίασε τις δηλώσεις του εκκεντρικού πρωταθλητή περί συγγενών στην μακρινή χώρα.
Ο αδελφός του ο Βασίλης, ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων. Μελετητής, ολιγόλογος και ολιγαρκής, κλείστηκε μια μέρα σ΄ ένα εργαστήριο Φυσικής και ...ξέχασε να ξαναβγεί για κάμποσα χρόνια. Το όνομά του αναφέρεται συχνά σε διαστημικά προγράμματα, διδάσκει ανώτατη Φυσική στο πανεπιστήμιο της Μόσχας και είναι από τους πρώτους Σοβιετικούς επιστήμονες που έβαλαν ένα λιθαράκι στην μελέτη των κβάντων.
Τέλος, η Ελένη έγινε παιδίατρος και ενεργό μέλος των ‘γιατρών χωρίς σύνορα’. Τα παιδιά τα αγάπησε όσο κανένα άλλο πλάσμα στη γη, και έκλαψε για κάθε παιδί που έχασε στην καριέρα της σαν να ήταν δικό της. Τι κρίμα που μια τέτοια ‘μάνα’ δεν μπόρεσε να κυοφορήσει παιδιά, κληροδότημα του ταξιδιού της οικογένειας προς την Μόσχα...

Στον δρόμο για την καινούρια πατρίδα τα παιδιά του Φώτη και η μάνα τους έζησαν για δυό βδομάδες σε κάποιο παλιό κάστρο που ανήκε εδώ και δεκαετίες πλέον στον Λαό μιας και γαλαζοαίματοι-τσιφλικάδες δεν υπήρχαν πια στην χώρα που κυβερνούσε ο Λαός. Το ‘κάστρο’ είχε μετατραπεί σε χώρο φιλοξενίας για οικογένειες που είχαν τελικό προορισμό την Σοβιετική Ένωση. Ήταν χτισμένο στην κορυφή του βουνού που κοιτούσε τις εύφορες πεδιάδες και της Ελένης της φάνηκε πως οι πολεμίστρες ήταν χτισμένες ανάμεσα στα σύννεφα. Αν και ‘ο πύργος στα σύννεφα’ όπως τον ονόμασε στην φαντασία της ήταν παλιός, και ξεγυμνωμένος από τα πλούτη που κάποτε τον διακοσμούσαν, είχε μπόλικο χρόνο να εξερευνήσει τα μυστικά του. Ένας ολόκληρος τοίχος του δωματίου που φιλοξενήθηκαν τα δυο αδέλφια της ήταν δρύινη βιβλιοθήκη. Μια βιβλιοθήκη χωρίς βιβλία, ένας θεός ξέρει πόσα βέβηλα χέρια την είχαν λεηλατήσει... Το πρώτο βράδυ που η Ελένη και η οικογένειά της έφτασαν στο ‘Κάστρο του Λαού’ η μικρούλα ξύπνησε στην αγκαλιά της μάνας της από ένα ψίθυρο ανθρώπου ή θρόισμα του ανέμου. Στην πόρτα στεκόταν ένα αγόρι στην ηλικία της και της έγνεφε να τον ακολουθήσει. Έτρεξε ξοπίσω του στο δωμάτιο των αδελφών της. Βρήκε το αγόρι να κάθεται στο πιο ψηλό ράφι, “καλά πως τα κατάφερε”, σκέφτηκε και κάθισε στο πάτωμα να του κάνει παρέα. Το αγόρι ήταν ‘διάφανο’, μπορούσε να δει το ξύλο του επίπλου μέσα από το σώμα του... Κι ύστερα της χαμογέλασε και άρχισαν να μιλούν ο ένας στο μυαλό της άλλης... Στην αρχή η Ελένη νόμισε πως της μιλούσε το δωμάτιο, μα γρήγορα κατάλαβε πως αν και δεν ανοιγόκλεινε το στόμα του ο φίλος της ήταν εκείνος που της μιλούσε. Του απάντησε με την φωνή του μυαλού της, ή να ήταν η φωνή της Ψυχής της ποτέ δεν αναρωτήθηκε. Το πρωί την βρήκε η μάνα της να κοιμάται στο πάτωμα του δωματίου των αδελφών της. Η Ελένη έμενε στο δωμάτιο ώρες ‘εξερευνώντας’ τα σκαλίσματα της άδειας βιβλιοθήκης μέχρι που βρήκε το ‘μυστικό κουμπί’ και το πάτησε. Η βιβλιοθήκη έτριξε και άνοιξε στην μέση σε δυό πόρτες που είχαν πολλά χρόνια κρύψει σαν πολύτιμο μυστικό το ‘κρυφό δωμάτιο’. Στην εσωτερική πλευρά του δρύινου πορτόφυλλου βρήκε σκαλισμένο από παιδικά χέρια κάτι που της φάνηκε σαν ονοματεπώνυμο. Σ΄ ένα συρτάρι ένα τετράδιο με κάμποσες σελίδες γραμμένες σε μια άγνωστη γλώσσα. Όταν ‘ρώτησε’ χρησιμοποιώντας την γλώσσα της μιμητικής τις γυναίκες που έμεναν εκεί και περιποιούνταν τους βασανισμένους ταξιδιώτες, εκείνες γέλασαν με την μικρή, της χάιδεψαν το κεφάλι, και της απάντησαν πως το μικρό αγόρι που σκάλισε το όνομά του, είχε φύγει, και δεν θα γυρνούσε ποτέ πια...
- Μα είναι εδώ, διαμαρτυρήθηκε, δεν έφυγε ποτέ, μου είπε πως με περίμενε...
«Το τετράδιο το άφησα για σένα», της είπε το ‘διάφανο αγόρι’, «κάποια μέρα θα το ‘διαβάσεις’ και θα το αφήσεις στο ‘μεγάλο σπίτι’». «Δεν θα γυρίσω ποτέ ξανά στο μεγάλο σπίτι» του απάντησε νοερά χωρίς να αναρωτηθεί πως το διάφανο αγόρι ήξερε το πατρικό της οικογένειας. «Μην υποτιμάς τον Χρόνο» της αντιγύρισε και για μιά στιγμή νόμισε πως τον είδε να γίνεται πιο ‘σάρκινος’, μα ήταν μόνο για μιά στιγμή ή της φαντασίας της καμώματα;
Την μέρα που θα έφευγαν από τον χώρο φιλοξενίας η Ελένη ξύπνησε πριν ανατείλει ο ήλιος. Ανέβηκε στην αγαπημένη της κρυψώνα, -τις πολεμίστρες που ήταν χτισμένες στα σύννεφα-, τον χώρο που κανείς δεν την ήξερε πως να φτάσει από το εσωτερικό του κάστρου. Το διάφανο αγόρι της είχε δείξει πως να πατάει πέτρες σε συνδυασμούς που άνοιγαν μυστικές εσωτερικές διόδους που έβγαζαν στην επίπεδη κορυφή του κάστρου. Σήμερα η οικογένεια θα έφευγε για τον τελικό προορισμό, και η Ελένη ήθελε να ατενίσει τον άγνωστο μα τόσο οικείο τόπο. Ο ‘φίλος’ της, εκείνο το αγόρι που είχε σκαλίσει το όνομά του, και είχε φύγει και δεν θα γυρνούσε ποτέ πια, της είχε πει στην γλώσσα τους: «Πριν χαράξει, να βγεις στις πολεμίστρες, να δω για τελευταία φορά τα χώματα που γεννήθηκα μέσα απ΄ τα μάτια σου...»
Η Ελένη κοίταξε τριγύρω για μια τελευταία φορά. Ο ήλιος ο Ηλιάτορας δεν είχε βγάλει κεφαλάκι να σκάσει χαμόγελο και να κλείσει το μάτι σ΄ όσους ακόμα μισοκοιμισμένοι σκεφτόντουσαν δικαιολογίες να μείνουν λίγο, -«λιγάκι, λιγουλάκι ακόμα μαμά»-, κάτω απ’ τα ζεστά σκεπάσματα. Μάλλον κι ο ήλιος δικαιολογίες έψαχνε, και είχε μάλλον δίκιο, με τα βαριά σύννεφα συναχωμένα και έτοιμα με ένα ‘αψού’ που θα τους ξέφευγε να καταβρέξουν τον κόσμο. ΄Ομως, οι πρώτες του ακτίνες, -σαν παιδικά χεράκια που τεντώνονται σε αγουροξύπνημα-, φώτιζαν ήδη τον ορίζοντα. Κάπου, εκεί στο βάθος, αχνά διέκρινε τέσσερα-πέντε κάρα, κι ανθρώπους σε άλογα, και σκυλιά να τρέχουν ακούραστοι φύλακες τριγύρω από γιδοπρόβατα, να κατευθύνονται προς τον νότο. Κάποιο κάρο σταμάτησε και ένας άντρας πήδηξε στο χώμα. Γύρισε, κοίταξε, λες και κοιτούσε την Ελένη στη ψυχή, και κούνησε το χέρι σε αποχαιρετισμό. Το κοριτσάκι σήκωσε το χέρι και το κούνησε ζωηρά, και για μια στιγμή ένιωσε πως κόσμος πολύς ήταν τριγύρω της, κόσμος που δεν έβλεπε και δεν την έβλεπαν, και αποχαιρετούσαν κι εκείνοι αυτόν που έφευγε... Κι ύστερα η Ελένη ανοιγόκλεισε τα μάτια, και τα κάρα, και τα άλογα με τους καβαλάρηδες, και τα σκυλιά και τα γιδοπρόβατα δεν ήταν εκεί, κανείς δεν την αποχαιρετούσε, και έμεινε με το χέρι σηκωμένο να γνέφει σε πλάσματα άυλα.
«Να δω, για τελευταία φορά, τα χώματα που γεννήθηκα μέσα απ΄ τα μάτια σου... ».
...Εκείνο το μουντό πρωινό, που ο Θεός είχε κρύψει τον ήλιο Του να μην δει τα λάθη των ανθρώπων Του και τον ξεριζωμό, ένα καραβάνι ολόκληρο ξεκίνησε από το κάστρο που ήταν χτισμένο στο βουνό. Σαν έφτασαν πια στα ριζά, ο Γιάρεκ κοίταξε για μια τελευταία φορά το πατρικό του. Του φάνηκε πως ήταν όλοι εκεί ψηλά στις πολεμίστρες κι αγνάντευαν, κι αποχαιρετούσαν με τον ίδιο πόνο στην καρδιά που τρυπούσε και την δική του. Έτσι όπως ο ήλιος φώτιζε με τις πρώτες του ακτίνες το κάστρο του πατέρα του, τού φάνηκε πως στις πολεμίστρες διέκρινε μια παιδική φιγούρα να του κουνάει το χέρι σε χαιρετισμό. Ήταν η τελευταία εικόνα που πρόσθεσε στο κουτί της μνήμης, και δεν κοίταξε πίσω ξανά...
Και με τα χρόνια έκλεισαν οι πληγές, κι έφτασε το πλήρωμα του Συμπαντικού Χρόνου που όριζε την συνάντηση των έξι ανθρώπων, παιδιά-θύματα ενός πολέμου που κάποιοι άλλοι αποφάσισαν πως ήταν συμφέρον να γίνει κι ενός εμφύλιου που οι γονείς τους οι ίδιοι ξεκίνησαν.
Ήταν ένα ραντεβού που προετοιμάστηκε με περισσή αγάπη από τον Αλέξιο, ένα ραντεβού στο σπίτι στην Ελβετία, τον ‘οίκο της παγκοσμιότητας’ όπως του άρεσε να αποκαλεί την εστία του. Ο Αλέξιος είχε την τύχη να συναντά κατά καιρούς τα ανίψια του, παραλαμβάνοντας και παραδίδοντας μηνύματα συγχώρεσης και αγάπης στις δυο οικογένειες. ΄Ηταν κάποια Χριστούγεννα στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, -η Ειρήνη δεν ανέφερε ακριβώς ποια χρονιά, ούτε ποιος έφτασε πρώτος και ποιος τελευταίος, μα έτσι κι αλλιώς δεν είχε και πολύ σημασία.
Η Ελένη, η κόρη του Φώτη που ήταν κάτω απ΄ τα δέκα το σαραντατρία, είχε πατήσει τα πενήντα για τα καλά. Ο Γιάννης, ο μεγαλύτερος γιος του Μιχαήλ ‘περπατούσε’ αισίως προς τα εβδομήντα. Αυτοί οι δυο αγκαλιάστηκαν πρώτοι. «Μινιένια μου» φώναξε δακρυσμένος. Στα παιδικά τους παιχνίδια ‘μινιένια’ σήμαινε κάτι που από χρόνια κι δυο είχαν ξεχάσει, μα σήμαινε κάτι ζεστό κι αγαπησιάρικο γι΄ αυτούς τους δυο ανθρώπους που κλαδάκια απ το ίδιο δέντρο είχαν αποχωριστεί κομμένα άσπλαχνα, και είχαν εγκλωβιστεί σε φωτιές που άναψε ο πόλεμος και βρέθηκαν σε αντίπερες όχθες ποταμών αίματος. Κι εκείνη, η ‘μινιένια’, που ΄χε και η ίδια ξεχάσει τι σήμαινε το παρατσούκλι της, έκλαιγε και τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε αποκαλώντας τον «Τσιτρώκο μου», που μα τω Θεώ αν με ρωτήσετε τι θα πει, δεν ξέρω, μιας ακόμα και κείνοι το ΄χουν ξεχάσει.
Από τότε, οι Δημητρίου της Αμερικής με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, και οι Δημητριίου της Ρωσίας με τα δικά τους παιδιά και εγγόνια, συναντιούνται συχνά-πυκνά πότε στην Νέα Υόρκη, πότε στο Σικάγο, πότε στην Μόσχα, και κάθε τόσο ‘μεσιάζουν’ την απόσταση και κλείνουν για καμιά εικοσαριά μέρες ένα μικρό ξενοδοχείο σε κάποιο νησί του Αιγαίου!

Από τις σημειώσεις της Ειρήνης, -τετράδια παλιότερα και πιο καινούρια-, που έχωσε στην τσάντα μου κρυφά κάποια Χριστούγεννα της δεκαετίας του ογδόντα, προσπάθησα κάποτε να φτιάξω το δέντρο της γενιάς της, και χάθηκα...
Τετράδια διαφόρων μεγεθών, με πολλές σελίδες σκισμένες που έλειπαν στη αρίθμηση που είχε κάνει με στυλό στη πάνω δεξιά πλευρά της κάθε σελίδας. Σελίδες που ποιος ξέρει τι μυστικά αποφάσισε πως έπρεπε να πεθάνουν για να ησυχάσουν και να συγχωρεθούν κάποιες ψυχές, και τις ‘απέκοψε’ από την αιωνιότητα.
Το δέντρο της γενιάς της Ειρήνης, έτσι όπως το ζωγράφισα πριν χρόνια και το άφησα μισοτελειωμένο, καρφωμένο στον τοίχο με πινέζες με κοιτά, κοιτά τα τετράδια της Ειρήνης σκορπισμένα πάνω στο γραφείο μου, κοιτά τις φωτογραφίες που μού άφησε η Ειρήνη για να περιγράψω τους ‘δικούς’ της... Κοιτά με μελάνι που έχει ξεθωριάσει απ΄ την πολυκαιρία...

Τα πέρατα της Γης συναντιούνται και ενώνονται εδώ, σε χώμα και γη Ελληνική, δένονται και σπέρνουν καινούρια ζωή, και μετά πετούν κλαδιά και πίσω και παντού πάλι. ΄Ομως, η ρίζα που φύτρωσε εδώ, κάτω απ΄ τον καυτό ήλιο, ήταν όταν ο Γιάρεκ Δημήτριεφ κατέβηκε απ΄ το κάρο του μετά από περιπλάνηση δυο χρόνων, και μπήγοντας το ραβδί που έφερε μαζί του απ΄ τα βάθη της πατρίδας του στον Θεσσαλικό κάμπο είπε, πιότερο από έναν αιώνα πριν: «Εδώ τελειώνει το ταξίδι μου, εδώ θα χτίσω την φαμελιά και την εστία μου».

Όταν ο Χρόνος το αποφάσισε η Ελένη έφερε στο ‘μεγάλο σπίτι’ το ημερολόγιο του διάφανου αγοριού. Πολλά χρόνια πριν, κάποιος που μιλούσε την γλώσσα των ανθρώπων που ζούσαν κάποτε στο κάστρο που συνάντησε το διάφανο αγόρι της διάβασε τι έγραφε το παιδί που έγραφε στο τετράδιο...

«Με λένε Γιάρεκ Δημήτριεφ. Πριν λίγες μέρες ονειρεύτικα το ‘διάφανο κορίτσι’. Χτες βράδυ την είδα πάλι, αλλά δεν ήταν όνειρο. Της έγνεψα και μ΄ ακολούθησε στο δωμάτιό μου...
...Μιλάει μια γλώσσα που δεν την ξέρω, μα μιλάμε στην ‘Γλώσσα της Ψυχής’. Είναι κομμάτι μου κι εγώ είμαι και δικό της κομμάτι, αυτό το ξέρουμε κι οι δυό, μα δεν ξέρουμε τι μας ενώνει...
...Σήμερα της έδειξα τους κρυφούς συνδυασμούς στις πέτρες των τοίχων κι ήταν σαν να τους ήξερε ήδη! Ανεβήκαμε στις πολεμίστρες...
...Αύριο φεύγει, δεν θα την δω ποτέ ξανά, το ξέρουμε κι οι δυό μας. Της ζήτησα όταν ο ήλιος ο Ηλιάτορας βγει στην Ανατολή να ανέβει στις πολεμίστρες να μ΄ αποχαιρετήσει...
...Η μάνα μου μού είπε στην γλώσσα των προγόνων της (μας μιλάει σ΄αυτή για να μην καταλαβαίνουν οι υπηρέτες όταν θέλει να μας πει κάποιο μυστικό) πως πρέπει να σου αφήσω μήνυμα. Ο λαός του νησιού που γεννήθηκε η μάνα μου μιλάει για πλάσματα που αν και δεν γεννήθηκαν ακόμα ταξιδεύουν στον Χρόνο και έρχονται να μας γνωρίσουν. Είσαι αίμα απ΄ το αίμα μου και σάρκα απ΄ την σάρκα μου, και οι δυό μας το ξέραμε, και οι δυό μας δεν τολμήσαμε να το ομολογήσουμε...

...Άρχισα να ξεχνώ το πρόσωπό σου, υπάρχουν μέρες που ούτε σε σκέφτομαι πια... Η μάνα μου λέει πως μια μέρα θα σε ξεχάσω τελείως, μετά θα σε θυμάμαι μόνο στα όνειρά μου, μετά δεν θα υπάρχεις ούτε στον κόσμο των ονείρων... Θα γράφω στο τετράδιο όσο ακόμα σε θυμάμαι, και κάποια μέρα θα το βρεις και δεν θα ξέρεις να το διαβάσεις, τι κρίμα...

...Νομίζω πως έλυσα τον γρίφο! Κάποια μέρα θα φύγω για πάντα, το είδα μέσα απ΄ τα μάτια σου, θυμάσαι; Κι όταν για στερνή φορά θα γυρίσω να δω το κάστρο θα είσαι εκεί ψηλά στις πολεμίστρες να μου κουνάς το χέρι σε αποχαιρετισμό... Είσαι κομμάτι μου, αίμα απ΄ το αίμα μου και σάρκα απ΄ την σάρκα μου. Είμαι κομμάτι σου, αίμα που γέννησε το αίμα σου και σάρκα που γέννησε την σάρκα σου...

Αντίο ΄διάφανο κορίτσι’, αύριο θα σε ξεχάσω, μεθαύριο δεν θα σ΄ ονειρευτώ.»