12. Εμφύλιος -- α. Η Κατάρα των Θεών

«Όταν οι Θεοί βλέπουν τον άνθρωπο να αγαπά τον άνθρωπο που μοιράζεται μαζί του τον χώρο και τον χρόνο, ο μύθος λέει πως ζηλεύουν ή ίσως φοβούνται πως ο άνθρωπος θα γίνει ανώτερός τους… Έτσι αποφασίζουν πως ήρθε ο καιρός να πολεμήσει ο άνθρωπος τον άνθρωπο… Και γεννιέται ο πόλεμος, άσχημος, κακόμορφος, μοχθηρός. Μα η ζωή του είναι σύντομη, γιατί ακόμα και οι Θεοί του φοβούνται… Κι έτσι ο πόλεμος πεθαίνει, καίγεται από την ίδια την φλόγα του και γίνεται στάχτη. Στάχτη που αντί να σκορπίσει απ’ τους αγέρηδες, απομυζεί τους ποταμούς αίματος που άφησε στο διάβα του και σαν τον φοίνικα αναγεννιέται σ’ ένα πλάσμα ακόμα πιο επικίνδυνο, δύσμορφο και μοχθηρό. Το λένε “εμφύλιο” ή αλλιώς “η κατάρα των Θεών”.

- Σαν πολεμική ανταποκρίτρια έχω δει και την “γέννηση” και τον “θάνατο” του πολέμου. Κι ενώ ο θάνατός του θα ’πρεπε να με γεμίσει ανακούφιση, εγώ οσμίζομαι τον αέρα σαν λαβωμένο θεριό να δω που θα αναγεννηθεί το θηρίο… Έχω μια τρελή ιδέα, μια θεωρία πως αν την στιγμή της αναγέννησης είμαι εκεί την ώρα που μορφοποιείται το τέρας, λίγο πριν τρυπώσει στις ψυχές όσων βρίσκονται γύρω του και το φωτογραφίσω, θ’ αλλάξω την μοίρα, θα το σκοτώσω πριν ρουφήξει στην δίνη του το Καλό.
Ακόμα και σήμερα δεν ξέρω αν η Ειρήνη το πίστευε αυτό που έλεγε, ή χρησιμοποιούσε την αλληγορία. Δεν ξέρω… Αυτό που ξέρω είναι πως ο εμφύλιος που «γεννήθηκε» στην πατρίδα μου ήταν Κατάρα των Θεών…

Με το τέλος του πολέμου ξεκίνησε ο εμφύλιος ή ίσως να ξεκίνησε στις καρδιές των ανθρώπων πριν το τέλος του πολέμου. Ο Δημήτρης βρέθηκε με τον στρατό του να έχουν απελευθερώσει την πόλη. Και ξαφνικά από την μια μέρα στην άλλη απέκτησε φανατικούς φίλους και εχθρούς. Η άρνησή του να «παραδώσει», χωρίς να ξέρει σε ποιους, από ‘σύντροφο’ τον έκαναν θήραμα. Βρέθηκε να είναι κυνηγημένος από δύο πλευρές, προδομένος από κοντόφθαλμους που επιζητούσαν προσωπικά οφέλη. Γύρισε στα βουνά, με σκοπό να ανασυνταχθεί. Εκεί με μια ομάδα είκοσι ατόμων τραυματίστηκε από πρώην συναγωνιστές του. Ο Σάντρο Καλαμπρέζε κατέβηκε στην Αθήνα να μάθει τι συμβαίνει και εκεί εγκλωβίστηκε. Με τον Δημήτρη σε άθλια κατάσταση, -σχεδόν ετοιμοθάνατο- κουβαλώντας τον στην πλάτη, ο πιστός Κωσταντής, -ο Κώστας Ιωάννου-, περπάτησε πάνω από πέντε ώρες ως το χωριό που ζούσε η Ζωή με τον Γρηγόρη. Έφτασε κοντά μεσάνυχτα και χτύπησε την πόρτα του Γέραλη. Άνοιξε η γριά Μαρία, σχεδόν τυφλή από τον καταρράκτη που την παίδευε χρόνια. Κι όμως, αναγνώρισε εκείνο το ακουμπισμένο στην πόρτα της ανθρώπινο κουρέλι. «Αι, μάνα μου, το παιδί, πως μου το φέρατε έτσι;» ούρλιαξε. Δίπλα πεσμένος, εξουθενωμένος κι ο Κώστας. Τους περιμάζεψαν οι Γέραληδες και τους έσωσαν και τους δυο. Δέκα μέρες αργότερα ο Κώστας αποφάσισε πως έπρεπε να ανέβει βόρια, να πάει στην Μόσχα, να μάθε τα νέα από πρώτο χέρι. «Σ’ ένα μήνα θα γυρίσω πίσω Δημήτρη, εδώ θα σε βρω, μην φύγεις και πώς να φύγεις στο χάλι που είσαι;». Στον δρόμο προς βόρια έμαθε πως ο Δημήτρης ήταν «καμένο φύλλο». Κάποιοι είχαν αποφασίσει πως ο παιδικός του φίλος ήταν ένα «γραμμάτιο πληρωμής». Ο Κώστας έπρεπε να βιαστεί, να πάει και να γυρίσει. Δεν είχε καταλάβει πως κι εκείνος ήταν «καμένο φύλλο». Το συνειδητοποίησε σιγά-σιγά στην μακρινή Τασκένδη…
Συνέλαβαν τον Δημήτρη χωρίς να έχει αναρρώσει τελείως. Η δίκη του, -παρωδία δίκης-, έγινε σύντομα. Η Νανά όταν είδε τους τίτλους στις εφημερίδες: «Δικάζεται ένας από τους μεγαλύτερους εγκληματίες» έκλαψε πικρά στην αγκαλιά της Κικής. Κανείς δεν ήξερε αν ο Κώστας ήταν ζωντανός. Τα δυο κορίτσια κατέβηκαν στην Αθήνα να μάθουν νέα και να παρακολουθήσουν την δίκη. Ο θείος Στάϊκος, ή τουλάχιστον το πομπώδες όνομά του, τους άνοιξε την πόρτα των δικαστηρίων.
Όταν μετέφεραν τον κρατούμενο, οι δυο κοπέλες κοιτάχτηκαν με απορία. Αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν ο Δημήτρης που ήξεραν. Ήταν ένας κουρασμένος, απογοητευμένος γέρος.
Σ’ εκείνη την δίκη, δεν δικάστηκε ο Δημήτρης Θέος, ο καπετάν-πρίγκιπας. Δικάστηκε και καταδικάστηκε ο Έλληνας αντάρτης, ο κάθε αντάρτης, σαν πρόσωπο και σαν ιδανικό. Ήταν κουρεμένος-γουλί, αδύνατος από τις κακουχίες, χλωμός και το κουστούμι που του ’δωσαν τουλάχιστον δύο νούμερα μεγαλύτερο απ’ ότι έπρεπε.
Η δίκη κράτησε μέρες, οι κατηγορίες πολλές, δολοφονίες, -μεταξύ των «θυμάτων» και τα πορσελάνινα αδέλφια Δέση-, «εσχάτη προδοσία», αντίσταση στους νόμους του κράτους. Κάποιος Σωκράτης Μανώλης, άγνωστος σε όσους ήταν στα βουνά μαζί με τον Δημήτρη, δήλωσε πως τον είδε να σκοτώνει τους Ιταλούς που υποχωρούσαν προς τα βουνά χωρίς οίκτο. Ο ίδιος ο Σωκράτης σε μια κρίση μεταμέλειας παρουσιάστηκε στο δικαστήριο αυτοβούλως! Άδικα ο Σάντρο προσπαθούσε να φωνάξει την αλήθεια. Συνελήφθη «πάραυτα» και κρατήθηκε εκτός δικαστηρίου σε όλο το υπόλοιπο της δίκης.

Μέρα με την μέρα ο Δημήτρης χανόταν σ’ ατέλειωτες σκέψεις, ‘αυτοπροστασία’ θα ήταν η κλινική ορολογία κάποιου ψυχολόγου. Έπαψε να αντιλαμβάνεται και να επικοινωνεί με το περιβάλλον. Δεν απαντούσε στις ερωτήσεις που του έκαναν, φαινόταν να μην τις ακούει καν. Η εσωτερική απομόνωση ήταν η μοναδική άμυνα που του απέμεινε για να μην τρελαθεί. Ένα κομμάτι του εαυτού του πέθανε την στιγμή που κατάλαβε ότι τον είχαν προδώσει οι άνθρωποι που δήλωναν πως είχαν τα ίδια ιδανικά μ’ εκείνον. Είχε εκούσια χάσει την ικανότητα της επαφής με το περιβάλλον. Δεν αναγνώριζε ούτε την μάνα και την αδελφή του που ήταν κοντά του εκείνες τις άσχημες μέρες. Κάποια στιγμή η Κική κατάφερε να τον πλησιάσει και να τον ρωτήσει για τον Κωσταντή της. Γύρισε στην θέση της κλαίγοντας.
Πάμε να φύγουμε, είπε ανάμεσα στα αναφιλητά της, πάμε να φύγουμε Νανά, αυτό το πλάσμα εκεί έπαψε να είναι ο Δημήτρης… Με κοίταξε κι ήταν δυο γυάλινα άψυχα μάτια. Αυτό που κάθεται εκεί δεν είναι ο δικός μας Δημήτρης. Αυτός πέθανε!

No comments: