5. Οικογένεια Δημητρίου -- α. Η αρχή της άλλης πλευράς του νομίσματος

«Εγώ πάλι είμαι, -πιστεύω-, κράμα παράξενο, κυρίως Ελληνικό, φτιαγμένη απ΄ όλης της γης τα χώματα, όπου ανάσανε το Ελληνικό Πνεύμα, κι όπου ούτε η Πνοή, ούτε η Γνώση, ούτε η γνώση της ύπαρξης του δεν έφτασε... Η μισή μου Ελληνικότητα έχει επικαλύψει, έχει φυλακίσει και νεκρώσει την ‘βάρβαρη’ καταγωγή μου, τ΄ άλλο μου μισό, γι΄ αυτό πιστεύω πως ναι, είμαι Ελληνίδα... Τελικά αυτό που πιστεύω είναι πως είμαι Ελληνίδα εκατό τις εκατό. Γεννήθηκα στην καρδιά της Ελλάδας, σε γη Ελληνική, σε μαγνητικά πεδία και φλέβες Γνώσης και Δύναμης του πλανήτη που ΄κραυγάζουν΄ Ελλάδα... Η μάνα μου που λες ...»

Από διηγήσεις της Ειρήνης Δ. Θέου τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη στις αρχές κάποιας δεκαετίας προς το τέλος του εικοστού αιώνα.


Ο Γιάρεκ Δημήτριεφ ήταν από τους πρώτους Βλάχους της Ρουμανίας που αποφάσισαν να κατέβουν στα εδάφη που οι Έλληνες είχαν επαναστατήσει και έδιωχναν τους Τούρκους. Είχε δημιουργηθεί έτσι μια νέα τάξη πραγμάτων και σ’ αυτήν ήξερε πως θα έβρισκε λίγο χώρο για την οικογένειά του. Ο Γιάρεκ ήταν ο δευτερότοκος γιος ενός γαιοκτήμονα Ρουμάνου βαρόνου, κι από μικρό παιδί ήξερε πως η μοίρα του ήταν να πεθάνει μακριά από τα πάτρια εδάφη. Εκείνες τις εποχές, οι πρωτότοκοι, που αυτόματα κληρονομούσαν τίτλους και περιουσίες, ήταν πάντα σε κίνδυνο από τις δολοπλοκίες των υπόλοιπων αρσενικών αδελφών που ορεγόντουσαν τον τίτλο και την περιουσία. Ήταν συνηθισμένο φαινόμενο φρικτές απόπειρες αδελφοκτονιών είτε από τους δευτερότοκους, είτε από τους ίδιους τους πρωτότοκους σε βάρος των νεότερων αρσενικών αδελφών. Σιγά-σιγά έγινε άγραφος νόμος ο δευτερότοκος γιος να ‘απομακρύνεται’ όταν έφτανε σε ηλικία γάμου, -εκεί κοντά στα δεκαεφτά-, να παντρεύεται και να μετοικεί για το υπόλοιπο της φυσικής ζωής του σε χώρες που ήταν πολύ μακριά για να αποτελεί κίνδυνο ή να κινδυνεύει εκείνος και οι απόγονοι του. Ένα χρόνο μετά τον γάμο, -για να έχει καιρό να αποκτήσει απόγονο ο δευτερότοκος-, ξεκινούσε η μεγάλη περιπέτεια με εφόδια το συνήθως τεράστιο ποσό που του έδινε ο πατέρας του για αποχαιρετιστήριο δώρο, και την προίκα σε ρευστό και ζώα από τον πεθερό του.
Ο Γιάρεκ, φεύγοντας ήξερε πως δεν θα ήταν μπορετό να ξαναδεί σ΄ αυτή την ζωή ούτε τους γονείς του, ούτε τ’ αδέλφια του που τον έκλαιγαν ήδη σαν νεκρό, ούτε όσους είχε αγαπήσει. Ακόμα και ο πρωτότοκος, που εκτός από αδελφός ήταν και ο καλύτερός του φίλος είχε παρακαλέσει τον πατέρα τους να αψηφήσει τους άγραφους νόμους που θα χώριζαν δυο αγαπημένα αδέλφια μετά από δεκαοχτώ χρόνια.
Αυτό που δεν απαγόρευαν τα έθιμα της εποχής ήταν να πάρει μαζί του σ’ ένα κουτί της μνήμης εικόνες αγαπημένων προσώπων: Του πατέρα, των αδελφών του, -αρσενικών και θηλυκών-, και της πολυαγαπημένης, λεπτεπίλεπτης σαν μπιμπελό, Γιαπωνέζας μητέρας του. Ενός λουλουδιού που αλλού φύτρωσε και αλλού κόπηκε μιας και ο Συμπαντικός Κηπουρός άγρυπνα προσέχει ακόμα και τα παιδιά Του που οι μεταναστευτικοί αγέρηδες εξαπλώνουν την φύτρα τους στα πέρατα του κόσμου τούτου μ΄ ένα φύσημα κι ένα φτερούγισμα. Κατά παράξενο τρόπο και η γιαγιά της γυναίκας του ήταν μια αρχοντοπούλα από χώματα μακρινά, από μια πόλη που γεννούσε παραμύθια και την τύλιγαν μύθοι για ανθρώπους που έπιναν το χασίσι, την Βαγδάτη.

Εκείνο το μουντό πρωινό, που ο Θεός είχε κρύψει τον ήλιο Του να μην δει τα λάθη των ανθρώπων Του και τον ξεριζωμό, ένα καραβάνι ολόκληρο ξεκίνησε από το κάστρο που ήταν χτισμένο στο βουνό. Σαν έφτασαν πια στα ριζά, ο Γιάρεκ κοίταξε για μια τελευταία φορά το πατρικό του. Του φάνηκε πως ήταν όλοι εκεί ψηλά στις πολεμίστρες κι αγνάντευαν, κι αποχαιρετούσαν με τον ίδιο πόνο στην καρδιά που τρυπούσε και την δική του. Ήταν η τελευταία εικόνα που πρόσθεσε στο κουτί της μνήμης, και δεν κοίταξε πίσω ξανά. ΄Εφυγαν καμιά πενηνταριά νοματαίοι, ο Γιάρεκ με την ξανά έγκυο γυναίκα του την Μάιρα, τον πρωτότοκό τους τον Στάικο, κι ένα τσούρμο δουλευτές κι εργάτες με τις δικές τους φαμίλιες που ξεριζώθηκαν και εκείνοι για να τον ακολουθήσουν, να προσέχουν τα κοπάδια με τα γιδοπρόβατα που πήρε μαζί του, και να εγκατασταθούν όπου εκείνος αποφάσιζε. Σχεδόν οι μισοί, -οι νεότεροι και υγιέστεροι-, επέζησαν απ΄ αυτόν τον κουραστικό ξεριζωμό, κι όσοι απέμειναν έγιναν μια οικογένεια ενωμένη σαν γροθιά, με γλώσσα που στην νέα γη δεν έπαψαν να μιλούν μεταξύ τους για να μην ξεχάσουν τις ρίζες τους. Ο Γιάρεκ και η Μάιρα θρήνησαν το δεύτερο παιδί τους την Λότα που γεννήθηκε κατά την διάρκεια του ταξιδιού και πέθανε δυο μήνες αργότερα. Την έθαψαν στο νεκροταφείο ενός χωριού που τους φιλοξένησε για τρεις βδομάδες. Οι κάτοικοι του χωριού μιλούσαν την δική τους γλώσσα, γλώσσα διαφορετική από εκείνη που μιλούσε η φυλή του Γιάρεκ, όμως η γλώσσα του πόνου είναι κοινή σε όλες τις φυλές του κόσμου. Η Μάιρα που ήξερε να γράφει όπως και ο σύζυγός της, έγραψε με γράμματα της δικής της γλώσσας το όνομα του χωριού, και ζήτησε από τον παπά να γράψει το όνομα του χωριού και στην δική του. Δεν ήθελε να ξεχάσει που άφησε το ένα της παιδί να ‘ξεκουραστεί’ και ο Γιάρεκ της υποσχέθηκε πως κάποια μέρα θα γύριζαν να το πάρουν μαζί τους εκεί που θα γινόταν ο δική τους γη και καινούρια πατρίδα. Και τον κράτησε τον όρκο του, δώδεκα χρόνια αργότερα επέστρεψαν και πήραν μαζί τους μια χούφτα γη, ότι απέμεινε από ένα μωρό, την Λότα, που δεν πρόφτασε να γίνει παιδί, έφηβος, και γυναίκα.

Φτάνοντας στην Θεσσαλία ο Γιάρεκ μύρισε το χώμα και αποφάσισε ότι εκεί θα γινόταν η νέα πατρίδα του. Πούλησε τα κοπάδια του, και αγόρασε χωράφια στον κάμπο. Άλλαξε το όνομά του σε Γιώργος Δημητρίου και φρόντισε να μάθει αυτός, η οικογένειά του, και οι εργάτες και δουλευτάδες του την γλώσσα του τόπου. Έχτισε το σπιτικό του και σε μικρή απόσταση έχτισε τεράστιες αποθήκες για τα καπνά που θα μάζευε την επόμενη χρονιά από τα χωράφια του που είχε σπείρει την καλύτερη ποιότητα καπνού. Δεν λυπήθηκε το μεγάλο ποσό που πλήρωσε, αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να ‘δώσουν’ τα χωράφια του τον καλύτερο καπνό της Θεσσαλίας. Δίπλα απ τ΄ αρχοντικό του έχτισε τα σπίτια όπου θα έμεναν οι άλλες φαμίλιες που τον ακολούθησαν, και συνέχισε να αποκτά απογόνους.

Τα υπόλοιπα παιδιά του γεννήθηκαν Έλληνες, σε γη Ελληνική, ο Μανώλης, ο ΄Αβελ, -όνομα που ‘εξαγνίζει’ τα κακά πνεύματα κατά τα ήθη του τόπου που γεννήθηκε ο Γιάρεκ-, ο Αλέξιος, και τα δίδυμα Μιχαήλ και Φώτης. Τα δίδυμα γεννήθηκαν με πέντε λεπτά διαφορά, δυο λεπτά πριν και τρία λεπτά μετά την γέννηση του εικοστού αιώνα. Αδέλφια δίδυμα με διαφορά γέννησης ένα χρόνο πάνω στην αλλαγή του αιώνα! Ήταν παράξενο να βλέπεις δυο ανθρώπους που μοιράστηκαν τον ίδιο αμνιακό σάκο επί εννιά μήνες να γράφουν ημερομηνίες γέννησης που απείχαν ένα χρόνο, και τις χώριζε ένας ολόκληρος αιώνας: 31/12/1899 ο Μιχαήλ και 1/1/1900 ο Φώτης. Ίσως να ΄ταν κι ένα παράξενο παιχνίδι του Χρόνου, όχι αυτού που εμείς οι φθαρτοί μετράμε σε ώρες, χρόνους, και αιώνες, αλλά εκείνου που μέσα σ΄ ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού του έχει δει δεκάδες γενιές μας να γεννιούνται, να γεράζουν, και να πεθαίνουν. Ίσως να ΄ταν ένα παιχνίδι τού Χρόνου, ή μια προειδοποίηση πως τίποτα τελικά δεν άλλαξε χίλια εννιακόσια χρόνια μετά από το βράδυ εκείνο που εμείς αυθαίρετα ονομάσαμε 1 μ.Χ., και τολμήσαμε -οποία ύβρις-, να αποσπαστούμε απ΄ τον Συμπαντικό Χρόνο. Την ημερομηνία γέννησης αυτών των αδελφών την χρησιμοποίησαν πολλά χρόνια αργότερα οι ιδεολογίες που εκείνοι ασπάστηκαν για να επισημάνουν τον συντηρητισμό του δέκατου ένατου αιώνα και την κοινωνική επανάσταση του εικοστού. Τα δυο αδέλφια, με αίμα Βλάχικο, Ρουμάνικο, Γιαπωνέζικο και Περσικό, που γεννήθηκαν σε χώμα Ελληνικό, και καταλάβαιναν και μιλούσαν Ελληνικά, πέθαναν σαράντα τόσα χρόνια αργότερα με διαφορά πέντε λεπτών και πάλι, στην διάρκεια του εμφύλιου, σκοτώνοντας ο ένας τον άλλον για τα πιστεύω τους. Ο μεγαλύτερος ήταν ‘φασίστας’, ο μικρότερος ‘μπολσεβίκος’, και η μοίρα τους όρισε να συναντηθούν σε μια μάχη στα βουνά που ‘κοιτούσαν’ τον κάμπο που γεννήθηκαν.

Ο μεγαλύτερος γιος του Γιώργου Δημητρίου, ο Στάικος, κατατάχτηκε στον στρατό νωρίς, έμαθε να μιλάει ‘απταίστην Καθαρεύουσαν’ και ‘Αρχαΐζουσαν Ελληνικήν’, και με τις στρατηγικές ικανότητες που ανέδειξε σε τρεις πολέμους, έγινε Αρχιστράτηγος του Ελληνικού Βασιλικού Στρατού, -‘πλάκα τα γαλόνια’ κατά τα κοινώς λεγόμενα-, αγαπημένος φίλος του προ-τελευταίου βασιλιά του έρημου τούτου τόπου, και ένας από τους εκλεκτούς νονούς του τελευταίου βασιλιά. Τόσο πολύ αγάπησε τον βαφτισιμιό του, που τον ακολούθησε, -όπως παλιότερα και τον πατέρα του στην Αίγυπτο-, στις περιπλανήσεις του ‘εις τας Ευρωπαϊκάς Βασιλικάς Αυλάς’ προδίδοντας τον Στρατό για το Στέμμα. Ο Στάικος δεν παντρεύτηκε, δεν είχε χρόνο να σπαταλήσει σε ‘γάμους και φραμπαλάδες’ όπως διατεινόταν, και δεν άφησε -επίσημους τουλάχιστον- απογόνους. Με τα καπνά δεν ασχολήθηκε ποτέ, μόνο με τον καπνό, μιας και κάπνιζε εξαιρετικής ποιότητας πούρα Αβάνας. Ίσως να ήταν και εκδίκηση των καπνών Δημητρίου -που τόσο άσπλαχνα απαρνήθηκε- που πέθανε από καρκίνο των πνευμόνων! Τα τελευταία του λόγια ήταν ‘εις απταίστην Βρετανικήν Βασιλικήν Αγγλικήν’... Έπαιξε ‘μπριτζ’ με την Αυτής Μεγαλειότητα την Βασίλισσα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, την βασίλισσα της Αγγλίας δηλαδή. Κυνήγησε ανυπεράσπιστες αλεπουδίτσες με βαρετούς και βαριεστημένους Βρετανούς ευγενείς, και μετά θάνατον τάφηκε σε τόπους που οι γαλαζοαίματοι τιμούν τους μη γαλαζοαίματους αγαπημένους φίλους τους. Ας είναι ελαφρό το -επί το πλείστον βαρύ λόγω βροχής- χώμα της Αγγλίας που τον σκεπάζει. Έτσι κι αλλιώς ούτε γεννήθηκε, ούτε ‘αναγεννήθηκε’ Έλληνας.

Ο Αλέξιος, ο πέμπτος αδελφός αν υπολογίσουμε και την Λότα, ερωτεύτηκε τα γράμματα από μικρός. Όσο κι αν ο πατέρας και τ΄ αδέλφια του τον κύλησαν στην βρεγμένη γη να χωθεί στους πόρους του και να πάρει από τ΄ άρωμά της, όσο κι αν του έχωσαν στα ρουθούνια ρίζες καπνού να ‘του πάρει τα μυαλά ο καπνός’, όσο κι αν τον τύλιξαν πατόκορφα σαν μούμια με φύλλα καπνού στα παιδικά του χρόνια, εκείνος προτίμησε την μούχλα των φθαρμένων βιβλίων και τα ‘ανήλια μπουντρούμια’ των βιβλιοθηκών του Πλανήτη. Δεν υπήρξε βιβλιοθήκη καμιάς χώρας και κανενός πολιτεύματος και ιδεολογίας που να του αρνήθηκε να τον φιλοξενήσει και να του παραδώσει τις πιο κρυφές γωνιές της. Όταν αργότερα ο σεβαστός λογοτέχνης μιλούσε για την μοναδική Ανώτατη Θεότητα που αναγνώριζε, -θηλυκή κατά την γνώμη του- την ‘Θεά Γνώση’ όπως την ονόμαζε, και την μοναδική της ιέρεια και πάλι θηλυκή την ‘Αγία Μελέτη’ δεν ξεχνούσε να αναφερθεί στους ‘Ναούς Γνώσης’. Ναούς-βιβλιοθήκες και ροζιασμένες βιβλιοθηκο-καρέκλες που υπάρχουν εκεί ανέκαθεν για να σου θυμίζουν πως πρέπει να δουλεύει το μυαλό και το πνεύμα, -και ότι τέλος πάντων εδρεύει στα πιο ψηλά μέρη του σώματος-, αυτό που ατενίζει τον ουρανό, και όχι εκείνο που ‘γειώνει’! Ο Αλέξιος είχε μια ανατρεπτική και συνάμα καυστική αίσθηση του χιούμορ, και μια ομορφάδα εξωτερική όσο και εσωτερική. Σε κάποιους ανθρώπους τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τα γλυκαίνει η εσωτερική ομορφιά που αναδύεται. Στον Αλέξιο ίσως κάποια Συμπαντική Ταυτότητα του Καλού που είχε ανάγκη να γνωστοποιηθεί στους ανθρώπους, να απορροφήθηκε εντός του την ώρα της σύλληψης του. Δεν κάπνισε ποτέ, είχε μια αποστροφή στον καπνό, -ιδιαίτερα μετά την ‘μουμιοποίηση’ του στα παιδικά χρόνια-, ήξερε όμως πως ο καπνός του πρόσφερε το καθόλου ευκαταφρόνητο μηνιαίο ‘καπνό-τσεκ’ όπως έλεγε, -το ποσοστό των κερδών από την πατρική κληρονομιά που του έστελναν ο Μανώλης και ο ΄Αβελ-, στις τράπεζες όποιας χώρας διέμενε ή επισκεπτόταν από την αρχή των φοιτητικών του χρόνων. Για να εξευμενίσει τον ‘μικρό θεό των καπνών’ που τάιζε και πότιζε το σώμα του -διαδικασίες αναγκαίες για να έχει την πολυτέλεια να ταΐσει και να ποτίσει το πνεύμα του-, έγραψε εκείνο το μυθιστόρημα για την ζωή των ανθρώπων που γεννήθηκαν σ΄ ένα χωράφι καπνού την ώρα που η ετοιμόγεννη μάνα τους μάζευε τα φύλλα, κι εκεί μεγάλωσαν κι ανδρώθηκαν. Άνθρωποι που έζησαν όλη τους την ζωή σαν ‘καπνός’ με ρίζες στην γη που σπάρθηκαν, και πέθαναν σαν ένα κλωνάρι καπνού που κόπηκε όταν ήρθε η ώρα της ‘Ωρίμανσης και Κοπής’. Γι αυτό το βιβλίο ο Αλέξιος προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας, και το πήρε, με γεια του! Ταξίδεψε σε κάθε γωνιά του κόσμου, και όλα τα μέρη τα αγάπησε και τον αγάπησαν. Επειδή ήταν λιγάκι ‘αριστερός’ για τα Ελληνικά δεδομένα προτιμούσε να ζει στην Γαλλία και την Ελβετία, αν και όλη η Γη ήταν το ‘σπίτι’ του και ταξίδευε συχνά. Η ‘βάση’ του όμως ήταν το σπίτι στην Λωζάνη, ένας χώρος που όλα τα παιδιά των αδελφών του -και τα παιδιά τους- είχαν φιλοξενηθεί τόσο σε όμορφες στιγμές ξεγνοιασιάς, όσο και σε δύσκολους καιρούς. Ο Αλέξιος δεν παντρεύτηκε ποτέ, απέκτησε όμως επτά παιδιά που όλα τα αναγνώρισε επίσημα, και για όλα φρόντιζε τις πνευματικές και υλικές ανάγκες τους. Όλα τα παιδιά του τα αγάπησε ο Αλέξιος και όλες τις γυναίκες που έγιναν μητέρες των παιδιών του τις λάτρεψε την κάθε μιά με ξεχωριστό τρόπο. Υπήρξαν στιγμές που το σπίτι στην Ελβετία επισκεπτόταν ο γιος του ο Μαόρι που η μητέρα του ήταν απ΄ την Πολυνησία, και η κόρη του η Σάρα από το Λένινγκραντ, και η μικρότερη η Λουέττα από την Ιαπωνία. Υπάρχουν Δημητρίου λευκοί και μαύροι, και Ινδιάνοι και Ασιάτες. Ο Παγκόσμιος αυτός πατέρας πέθανε έτσι όπως του έπρεπε: Ανάμεσα στα παιδιά του και τα δικά τους παιδιά και εγγόνια, και τις γυναίκες που αγάπησε και τον αγάπησαν. Αν και πλησίαζε τα εκατό είχε πλήρη διαύγεια, και απολάμβανε, -ρουφούσε αχόρταγα-, κάθε ένδειξη αγάπης να την πάρει μαζί του στο τελευταίο του ταξίδι. Κατά τα πιστεύω του, όταν έπαψε να ζει, όλοι φόρεσαν λευκά για να γιορτάσουν και να αποχαιρετήσουν την ψυχή που ξεκινούσε ένα νέο κύκλο στον κόσμο που ‘βίωνε την ζωή χωρίς τις αλυσίδες της ύλης’.

Ο Μιχαήλ και ο Φώτης, τα δίδυμα αγόρια που τα χώριζε ένας αιώνας, τα χώρισε και διαφορετικές ιδεολογίες και πολιτικές πεποιθήσεις. Ίσως τον Μιχαήλ να τον επηρέασε ο μεγαλύτερος αδελφός, ο Στάικος, την εποχή που οι δίδυμοι ήταν αρκετά μεγάλοι να μετακομίσουν στην πρωτεύουσα για να αναλάβουν την αντιπροσώπευση των καπνών Δημητρίου στο εμπόριο, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό. Ο Φώτης, που θαύμαζε τον Αλέξιο, είχε σίγουρα επηρεαστεί από πύρινους λόγους περί ισότητας που παρακολουθούσε συχνά να εκφωνούν φίλοι, λογοτέχνες, και εκπαιδευτικοί μεταρρυθμιστές. Ο Μιχαήλ και ο Φώτης είχαν από τρία παιδιά, δυο γιους και μια κόρη, και όταν οι δίδυμοι αλληλοσκοτώθηκαν, ο Νίκος Λίρας έμπιστος φίλος του ΄Αβελ, φυγάδευσε τις γυναίκες την νεκρών και τα παιδιά τους στα δυο άκρα του κόσμου.

Τα παιδιά του Μιχαήλ με την μητέρα τους ταξίδεψαν για την Αμερική. Δεν ήταν εύκολο ταξίδι, το νέο ξεκίνημα δεν ήταν εύκολο σε μια χώρα που οι μετανάστες έπρεπε να περάσουν από την νήσο ΄Ελλις, αλλά οι δυο έφηβοι και η μικρότερη αδελφή τους βρήκαν τον δρόμο τους.
Ο Γιάννης, ο μεγαλύτερος, αμέσως μετά το κολέγιο ασχολήθηκε με την ηθοποιία. Ήταν ο τρόπος να εκφράσει την θλίψη και τον θυμό που του κατάτρωγαν την ψυχή όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν μόδα τότε άλλωστε, κουλτούρα, λίγο ‘χόρτο’, και πολύ ταλέντο, και ο νεαρός εμιγκρές με το καλλιτεχνικό όνομα John Michael, και κομμένη την ‘ουρά’ Δημητρίου, -που θύμιζε πολύ Ελλάδα και λιγότερο Αμερική-, γρήγορα πέρασε πίσω από τις κάμερες. Ο John Michael σαν ηθοποιός έπαιξε σε κάνα-δυό έργα χαμηλού προϋπολογισμού και σε κάποιες αξιόλογες ‘off Broadway’ παραστάσεις. Ο σκηνοθέτης John Michael με τα έργα του είναι ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του διεθνούς κινηματογράφου.
Το όνομα Δημητρίου αρνήθηκε να αποχωριστεί και το έκανε ‘σημαία’ ο αδελφός του ο Γιώργος, υπέρμαχος της ισότητας των ανθρώπων, -αυτής που δεν γνωρίζει εθνικότητα, χρώμα, θρησκεία, ή φύλλο-, ο δικαστικός George Michael Demetriou που έφτασε στα πιο ψηλά αξιώματα στον δικαστικό κόσμο της καινούριας του πατρίδας.
Η αδελφή τους η Μαρία, -το Μαράκι που έκλαιγε ασταμάτητα από τον Πειραιά μέχρι την Αμερική, κι όλοι νόμιζαν πως το κορίτσι θα αφυδατωθεί και θ΄ αποθάνει-, τους διέψευσε όλους. Δεν έκλαψε ξανά από την στιγμή που είδε το Άγαλμα της Ελευθερίας, «αχ μάνα κοίτα την μεγάλη κυρία που κρατάει πυρσό να μας δείξει τον δρόμο μας», είπε εκστασιασμένη. Έμαθε Αμερικάνικα γρηγορότερα απ΄ τους αδελφούς της, και σπούδασε με υποτροφία Ψυχολογία στο Havard. Είναι από τις πρώτες γυναίκες που δίδαξαν ‘Ψυχολογία των κατ΄ εξακολούθηση δολοφόνων’, -στην Ελλάδα τους ονομάζουμε ‘δράκους’ κι ας μην ρουθουνίζουν φωτιές, κι ας μην είναι το δέρμα τους πράσινο, και που σίγουρα δεν διαθέτουν μακριά φολιδωτή ουρά-, στους φοιτητές του ανδροκρατούμενου F.B.I. Η Maria Michael Demetriou, γνώρισε έναν νεαρό Ελληνοαμερικάνο φοιτητή ιερατικής σχολής, τον αγάπησε και την αγάπησε, και λίγο πριν χειροτονηθεί ιερέας, παντρεύτηκαν και απέκτησαν πέντε κόρες.

Τα παιδιά του Φώτη ξεκίνησαν με τις ευχές και την προστασία του ΚΚΕ ένα ταξίδι επικίνδυνο προς την Μόσχα. Και επειδή οι Δημητρίου σε κάποιο γονίδιό τους έχουν την πληροφορία της επιβίωσης ανεπτυγμένη και σε διπλή δόση από τον παππού τους τον Γιάρεκ και την γιαγιά τους την Μάιρα, μετά από τρεις μήνες έφτασαν στον προορισμό τους.
Ο Δήμος, που από μικρός ζωγράφιζε ότι έβλεπε με τα μάτια του αλλά και τα μάτια της φαντασίας, σπούδασε αρχιτέκτονας, και έγινε ένας από τους πιο γνωστούς αναπαλαιωτές κτιρίων στην Σοβιετική ΄Ενωση. Πρωταθλητής στον στίβο και Χρυσός Ολυμπιονίκης, επισκέφτηκε την Ελλάδα τρεις φορές την εποχή του ‘ψυχρού πολέμου’, τολμώντας να μιλήσει την μητρική του γλώσσα όπου και όποτε τού ήταν μπορετό, ζητώντας να ξανασυναντήσει τα αγαπημένα του ξαδέλφια που ζούσαν στην Αμερική. Την πρώτη φορά που έκανε δημόσια την συγκεκριμένη δήλωση, η ποινή ήταν τσουχτερή όταν επέστρεψε στην Μόσχα, αλλά επειδή ο Δήμος και ξεροκέφαλος ήταν, και κυρίως Ολυμπιονίκης, την επόμενη φορά αντιμετωπίστηκε με επιείκεια μιας και η δήλωσή του επισκιάστηκε από ένα ακόμα χρυσό μετάλλιο. Στα επόμενα ταξίδια του εκτός Σοβιετικής Ένωσης κανείς δεν σχολίασε τις δηλώσεις του εκκεντρικού πρωταθλητή περί συγγενών στην μακρινή χώρα.
Ο αδελφός του ο Βασίλης, ήταν άνθρωπος χαμηλών τόνων. Μελετητής, ολιγόλογος και ολιγαρκής, κλείστηκε μια μέρα σ΄ ένα εργαστήριο Φυσικής και ...ξέχασε να ξαναβγεί για κάμποσα χρόνια. Το όνομά του αναφέρεται συχνά σε διαστημικά προγράμματα, διδάσκει ανώτατη Φυσική στο πανεπιστήμιο της Μόσχας και είναι από τους πρώτους Σοβιετικούς επιστήμονες που έβαλαν ένα λιθαράκι στην μελέτη των κβάντων.
Τέλος, η Ελένη έγινε παιδίατρος και ενεργό μέλος των ‘γιατρών χωρίς σύνορα’. Τα παιδιά τα αγάπησε όσο κανένα άλλο πλάσμα στη γη, και έκλαψε για κάθε παιδί που έχασε στην καριέρα της σαν να ήταν δικό της. Τι κρίμα που μια τέτοια ‘μάνα’ δεν μπόρεσε να κυοφορήσει παιδιά, κληροδότημα του ταξιδιού της οικογένειας προς την Μόσχα...

Στον δρόμο για την καινούρια πατρίδα τα παιδιά του Φώτη και η μάνα τους έζησαν για δυό βδομάδες σε κάποιο παλιό κάστρο που ανήκε εδώ και δεκαετίες πλέον στον Λαό μιας και γαλαζοαίματοι-τσιφλικάδες δεν υπήρχαν πια στην χώρα που κυβερνούσε ο Λαός. Το ‘κάστρο’ είχε μετατραπεί σε χώρο φιλοξενίας για οικογένειες που είχαν τελικό προορισμό την Σοβιετική Ένωση. Ήταν χτισμένο στην κορυφή του βουνού που κοιτούσε τις εύφορες πεδιάδες και της Ελένης της φάνηκε πως οι πολεμίστρες ήταν χτισμένες ανάμεσα στα σύννεφα. Αν και ‘ο πύργος στα σύννεφα’ όπως τον ονόμασε στην φαντασία της ήταν παλιός, και ξεγυμνωμένος από τα πλούτη που κάποτε τον διακοσμούσαν, είχε μπόλικο χρόνο να εξερευνήσει τα μυστικά του. Ένας ολόκληρος τοίχος του δωματίου που φιλοξενήθηκαν τα δυο αδέλφια της ήταν δρύινη βιβλιοθήκη. Μια βιβλιοθήκη χωρίς βιβλία, ένας θεός ξέρει πόσα βέβηλα χέρια την είχαν λεηλατήσει... Το πρώτο βράδυ που η Ελένη και η οικογένειά της έφτασαν στο ‘Κάστρο του Λαού’ η μικρούλα ξύπνησε στην αγκαλιά της μάνας της από ένα ψίθυρο ανθρώπου ή θρόισμα του ανέμου. Στην πόρτα στεκόταν ένα αγόρι στην ηλικία της και της έγνεφε να τον ακολουθήσει. Έτρεξε ξοπίσω του στο δωμάτιο των αδελφών της. Βρήκε το αγόρι να κάθεται στο πιο ψηλό ράφι, “καλά πως τα κατάφερε”, σκέφτηκε και κάθισε στο πάτωμα να του κάνει παρέα. Το αγόρι ήταν ‘διάφανο’, μπορούσε να δει το ξύλο του επίπλου μέσα από το σώμα του... Κι ύστερα της χαμογέλασε και άρχισαν να μιλούν ο ένας στο μυαλό της άλλης... Στην αρχή η Ελένη νόμισε πως της μιλούσε το δωμάτιο, μα γρήγορα κατάλαβε πως αν και δεν ανοιγόκλεινε το στόμα του ο φίλος της ήταν εκείνος που της μιλούσε. Του απάντησε με την φωνή του μυαλού της, ή να ήταν η φωνή της Ψυχής της ποτέ δεν αναρωτήθηκε. Το πρωί την βρήκε η μάνα της να κοιμάται στο πάτωμα του δωματίου των αδελφών της. Η Ελένη έμενε στο δωμάτιο ώρες ‘εξερευνώντας’ τα σκαλίσματα της άδειας βιβλιοθήκης μέχρι που βρήκε το ‘μυστικό κουμπί’ και το πάτησε. Η βιβλιοθήκη έτριξε και άνοιξε στην μέση σε δυό πόρτες που είχαν πολλά χρόνια κρύψει σαν πολύτιμο μυστικό το ‘κρυφό δωμάτιο’. Στην εσωτερική πλευρά του δρύινου πορτόφυλλου βρήκε σκαλισμένο από παιδικά χέρια κάτι που της φάνηκε σαν ονοματεπώνυμο. Σ΄ ένα συρτάρι ένα τετράδιο με κάμποσες σελίδες γραμμένες σε μια άγνωστη γλώσσα. Όταν ‘ρώτησε’ χρησιμοποιώντας την γλώσσα της μιμητικής τις γυναίκες που έμεναν εκεί και περιποιούνταν τους βασανισμένους ταξιδιώτες, εκείνες γέλασαν με την μικρή, της χάιδεψαν το κεφάλι, και της απάντησαν πως το μικρό αγόρι που σκάλισε το όνομά του, είχε φύγει, και δεν θα γυρνούσε ποτέ πια...
- Μα είναι εδώ, διαμαρτυρήθηκε, δεν έφυγε ποτέ, μου είπε πως με περίμενε...
«Το τετράδιο το άφησα για σένα», της είπε το ‘διάφανο αγόρι’, «κάποια μέρα θα το ‘διαβάσεις’ και θα το αφήσεις στο ‘μεγάλο σπίτι’». «Δεν θα γυρίσω ποτέ ξανά στο μεγάλο σπίτι» του απάντησε νοερά χωρίς να αναρωτηθεί πως το διάφανο αγόρι ήξερε το πατρικό της οικογένειας. «Μην υποτιμάς τον Χρόνο» της αντιγύρισε και για μιά στιγμή νόμισε πως τον είδε να γίνεται πιο ‘σάρκινος’, μα ήταν μόνο για μιά στιγμή ή της φαντασίας της καμώματα;
Την μέρα που θα έφευγαν από τον χώρο φιλοξενίας η Ελένη ξύπνησε πριν ανατείλει ο ήλιος. Ανέβηκε στην αγαπημένη της κρυψώνα, -τις πολεμίστρες που ήταν χτισμένες στα σύννεφα-, τον χώρο που κανείς δεν την ήξερε πως να φτάσει από το εσωτερικό του κάστρου. Το διάφανο αγόρι της είχε δείξει πως να πατάει πέτρες σε συνδυασμούς που άνοιγαν μυστικές εσωτερικές διόδους που έβγαζαν στην επίπεδη κορυφή του κάστρου. Σήμερα η οικογένεια θα έφευγε για τον τελικό προορισμό, και η Ελένη ήθελε να ατενίσει τον άγνωστο μα τόσο οικείο τόπο. Ο ‘φίλος’ της, εκείνο το αγόρι που είχε σκαλίσει το όνομά του, και είχε φύγει και δεν θα γυρνούσε ποτέ πια, της είχε πει στην γλώσσα τους: «Πριν χαράξει, να βγεις στις πολεμίστρες, να δω για τελευταία φορά τα χώματα που γεννήθηκα μέσα απ΄ τα μάτια σου...»
Η Ελένη κοίταξε τριγύρω για μια τελευταία φορά. Ο ήλιος ο Ηλιάτορας δεν είχε βγάλει κεφαλάκι να σκάσει χαμόγελο και να κλείσει το μάτι σ΄ όσους ακόμα μισοκοιμισμένοι σκεφτόντουσαν δικαιολογίες να μείνουν λίγο, -«λιγάκι, λιγουλάκι ακόμα μαμά»-, κάτω απ’ τα ζεστά σκεπάσματα. Μάλλον κι ο ήλιος δικαιολογίες έψαχνε, και είχε μάλλον δίκιο, με τα βαριά σύννεφα συναχωμένα και έτοιμα με ένα ‘αψού’ που θα τους ξέφευγε να καταβρέξουν τον κόσμο. ΄Ομως, οι πρώτες του ακτίνες, -σαν παιδικά χεράκια που τεντώνονται σε αγουροξύπνημα-, φώτιζαν ήδη τον ορίζοντα. Κάπου, εκεί στο βάθος, αχνά διέκρινε τέσσερα-πέντε κάρα, κι ανθρώπους σε άλογα, και σκυλιά να τρέχουν ακούραστοι φύλακες τριγύρω από γιδοπρόβατα, να κατευθύνονται προς τον νότο. Κάποιο κάρο σταμάτησε και ένας άντρας πήδηξε στο χώμα. Γύρισε, κοίταξε, λες και κοιτούσε την Ελένη στη ψυχή, και κούνησε το χέρι σε αποχαιρετισμό. Το κοριτσάκι σήκωσε το χέρι και το κούνησε ζωηρά, και για μια στιγμή ένιωσε πως κόσμος πολύς ήταν τριγύρω της, κόσμος που δεν έβλεπε και δεν την έβλεπαν, και αποχαιρετούσαν κι εκείνοι αυτόν που έφευγε... Κι ύστερα η Ελένη ανοιγόκλεισε τα μάτια, και τα κάρα, και τα άλογα με τους καβαλάρηδες, και τα σκυλιά και τα γιδοπρόβατα δεν ήταν εκεί, κανείς δεν την αποχαιρετούσε, και έμεινε με το χέρι σηκωμένο να γνέφει σε πλάσματα άυλα.
«Να δω, για τελευταία φορά, τα χώματα που γεννήθηκα μέσα απ΄ τα μάτια σου... ».
...Εκείνο το μουντό πρωινό, που ο Θεός είχε κρύψει τον ήλιο Του να μην δει τα λάθη των ανθρώπων Του και τον ξεριζωμό, ένα καραβάνι ολόκληρο ξεκίνησε από το κάστρο που ήταν χτισμένο στο βουνό. Σαν έφτασαν πια στα ριζά, ο Γιάρεκ κοίταξε για μια τελευταία φορά το πατρικό του. Του φάνηκε πως ήταν όλοι εκεί ψηλά στις πολεμίστρες κι αγνάντευαν, κι αποχαιρετούσαν με τον ίδιο πόνο στην καρδιά που τρυπούσε και την δική του. Έτσι όπως ο ήλιος φώτιζε με τις πρώτες του ακτίνες το κάστρο του πατέρα του, τού φάνηκε πως στις πολεμίστρες διέκρινε μια παιδική φιγούρα να του κουνάει το χέρι σε χαιρετισμό. Ήταν η τελευταία εικόνα που πρόσθεσε στο κουτί της μνήμης, και δεν κοίταξε πίσω ξανά...
Και με τα χρόνια έκλεισαν οι πληγές, κι έφτασε το πλήρωμα του Συμπαντικού Χρόνου που όριζε την συνάντηση των έξι ανθρώπων, παιδιά-θύματα ενός πολέμου που κάποιοι άλλοι αποφάσισαν πως ήταν συμφέρον να γίνει κι ενός εμφύλιου που οι γονείς τους οι ίδιοι ξεκίνησαν.
Ήταν ένα ραντεβού που προετοιμάστηκε με περισσή αγάπη από τον Αλέξιο, ένα ραντεβού στο σπίτι στην Ελβετία, τον ‘οίκο της παγκοσμιότητας’ όπως του άρεσε να αποκαλεί την εστία του. Ο Αλέξιος είχε την τύχη να συναντά κατά καιρούς τα ανίψια του, παραλαμβάνοντας και παραδίδοντας μηνύματα συγχώρεσης και αγάπης στις δυο οικογένειες. ΄Ηταν κάποια Χριστούγεννα στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, -η Ειρήνη δεν ανέφερε ακριβώς ποια χρονιά, ούτε ποιος έφτασε πρώτος και ποιος τελευταίος, μα έτσι κι αλλιώς δεν είχε και πολύ σημασία.
Η Ελένη, η κόρη του Φώτη που ήταν κάτω απ΄ τα δέκα το σαραντατρία, είχε πατήσει τα πενήντα για τα καλά. Ο Γιάννης, ο μεγαλύτερος γιος του Μιχαήλ ‘περπατούσε’ αισίως προς τα εβδομήντα. Αυτοί οι δυο αγκαλιάστηκαν πρώτοι. «Μινιένια μου» φώναξε δακρυσμένος. Στα παιδικά τους παιχνίδια ‘μινιένια’ σήμαινε κάτι που από χρόνια κι δυο είχαν ξεχάσει, μα σήμαινε κάτι ζεστό κι αγαπησιάρικο γι΄ αυτούς τους δυο ανθρώπους που κλαδάκια απ το ίδιο δέντρο είχαν αποχωριστεί κομμένα άσπλαχνα, και είχαν εγκλωβιστεί σε φωτιές που άναψε ο πόλεμος και βρέθηκαν σε αντίπερες όχθες ποταμών αίματος. Κι εκείνη, η ‘μινιένια’, που ΄χε και η ίδια ξεχάσει τι σήμαινε το παρατσούκλι της, έκλαιγε και τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε αποκαλώντας τον «Τσιτρώκο μου», που μα τω Θεώ αν με ρωτήσετε τι θα πει, δεν ξέρω, μιας ακόμα και κείνοι το ΄χουν ξεχάσει.
Από τότε, οι Δημητρίου της Αμερικής με τα παιδιά και τα εγγόνια τους, και οι Δημητριίου της Ρωσίας με τα δικά τους παιδιά και εγγόνια, συναντιούνται συχνά-πυκνά πότε στην Νέα Υόρκη, πότε στο Σικάγο, πότε στην Μόσχα, και κάθε τόσο ‘μεσιάζουν’ την απόσταση και κλείνουν για καμιά εικοσαριά μέρες ένα μικρό ξενοδοχείο σε κάποιο νησί του Αιγαίου!

Από τις σημειώσεις της Ειρήνης, -τετράδια παλιότερα και πιο καινούρια-, που έχωσε στην τσάντα μου κρυφά κάποια Χριστούγεννα της δεκαετίας του ογδόντα, προσπάθησα κάποτε να φτιάξω το δέντρο της γενιάς της, και χάθηκα...
Τετράδια διαφόρων μεγεθών, με πολλές σελίδες σκισμένες που έλειπαν στη αρίθμηση που είχε κάνει με στυλό στη πάνω δεξιά πλευρά της κάθε σελίδας. Σελίδες που ποιος ξέρει τι μυστικά αποφάσισε πως έπρεπε να πεθάνουν για να ησυχάσουν και να συγχωρεθούν κάποιες ψυχές, και τις ‘απέκοψε’ από την αιωνιότητα.
Το δέντρο της γενιάς της Ειρήνης, έτσι όπως το ζωγράφισα πριν χρόνια και το άφησα μισοτελειωμένο, καρφωμένο στον τοίχο με πινέζες με κοιτά, κοιτά τα τετράδια της Ειρήνης σκορπισμένα πάνω στο γραφείο μου, κοιτά τις φωτογραφίες που μού άφησε η Ειρήνη για να περιγράψω τους ‘δικούς’ της... Κοιτά με μελάνι που έχει ξεθωριάσει απ΄ την πολυκαιρία...

Τα πέρατα της Γης συναντιούνται και ενώνονται εδώ, σε χώμα και γη Ελληνική, δένονται και σπέρνουν καινούρια ζωή, και μετά πετούν κλαδιά και πίσω και παντού πάλι. ΄Ομως, η ρίζα που φύτρωσε εδώ, κάτω απ΄ τον καυτό ήλιο, ήταν όταν ο Γιάρεκ Δημήτριεφ κατέβηκε απ΄ το κάρο του μετά από περιπλάνηση δυο χρόνων, και μπήγοντας το ραβδί που έφερε μαζί του απ΄ τα βάθη της πατρίδας του στον Θεσσαλικό κάμπο είπε, πιότερο από έναν αιώνα πριν: «Εδώ τελειώνει το ταξίδι μου, εδώ θα χτίσω την φαμελιά και την εστία μου».

Όταν ο Χρόνος το αποφάσισε η Ελένη έφερε στο ‘μεγάλο σπίτι’ το ημερολόγιο του διάφανου αγοριού. Πολλά χρόνια πριν, κάποιος που μιλούσε την γλώσσα των ανθρώπων που ζούσαν κάποτε στο κάστρο που συνάντησε το διάφανο αγόρι της διάβασε τι έγραφε το παιδί που έγραφε στο τετράδιο...

«Με λένε Γιάρεκ Δημήτριεφ. Πριν λίγες μέρες ονειρεύτικα το ‘διάφανο κορίτσι’. Χτες βράδυ την είδα πάλι, αλλά δεν ήταν όνειρο. Της έγνεψα και μ΄ ακολούθησε στο δωμάτιό μου...
...Μιλάει μια γλώσσα που δεν την ξέρω, μα μιλάμε στην ‘Γλώσσα της Ψυχής’. Είναι κομμάτι μου κι εγώ είμαι και δικό της κομμάτι, αυτό το ξέρουμε κι οι δυό, μα δεν ξέρουμε τι μας ενώνει...
...Σήμερα της έδειξα τους κρυφούς συνδυασμούς στις πέτρες των τοίχων κι ήταν σαν να τους ήξερε ήδη! Ανεβήκαμε στις πολεμίστρες...
...Αύριο φεύγει, δεν θα την δω ποτέ ξανά, το ξέρουμε κι οι δυό μας. Της ζήτησα όταν ο ήλιος ο Ηλιάτορας βγει στην Ανατολή να ανέβει στις πολεμίστρες να μ΄ αποχαιρετήσει...
...Η μάνα μου μού είπε στην γλώσσα των προγόνων της (μας μιλάει σ΄αυτή για να μην καταλαβαίνουν οι υπηρέτες όταν θέλει να μας πει κάποιο μυστικό) πως πρέπει να σου αφήσω μήνυμα. Ο λαός του νησιού που γεννήθηκε η μάνα μου μιλάει για πλάσματα που αν και δεν γεννήθηκαν ακόμα ταξιδεύουν στον Χρόνο και έρχονται να μας γνωρίσουν. Είσαι αίμα απ΄ το αίμα μου και σάρκα απ΄ την σάρκα μου, και οι δυό μας το ξέραμε, και οι δυό μας δεν τολμήσαμε να το ομολογήσουμε...

...Άρχισα να ξεχνώ το πρόσωπό σου, υπάρχουν μέρες που ούτε σε σκέφτομαι πια... Η μάνα μου λέει πως μια μέρα θα σε ξεχάσω τελείως, μετά θα σε θυμάμαι μόνο στα όνειρά μου, μετά δεν θα υπάρχεις ούτε στον κόσμο των ονείρων... Θα γράφω στο τετράδιο όσο ακόμα σε θυμάμαι, και κάποια μέρα θα το βρεις και δεν θα ξέρεις να το διαβάσεις, τι κρίμα...

...Νομίζω πως έλυσα τον γρίφο! Κάποια μέρα θα φύγω για πάντα, το είδα μέσα απ΄ τα μάτια σου, θυμάσαι; Κι όταν για στερνή φορά θα γυρίσω να δω το κάστρο θα είσαι εκεί ψηλά στις πολεμίστρες να μου κουνάς το χέρι σε αποχαιρετισμό... Είσαι κομμάτι μου, αίμα απ΄ το αίμα μου και σάρκα απ΄ την σάρκα μου. Είμαι κομμάτι σου, αίμα που γέννησε το αίμα σου και σάρκα που γέννησε την σάρκα σου...

Αντίο ΄διάφανο κορίτσι’, αύριο θα σε ξεχάσω, μεθαύριο δεν θα σ΄ ονειρευτώ.»

No comments: