3. Εισαγωγικό

Είδα το σώμα της Ειρήνης να πέφτει. Στην αρχή ούτε που κατάλαβα πως ήταν κάτι ανθρώπινο. Δεν πλησίασα, δεν μίλησα, δεν έκλαψα. Καθόμουν στα σκαλοπάτια της εισόδου να την περιμένω να κατέβει, μα ‘κατέβηκε’ μάλλον ανορθόδοξα. Άλλωστε, και τι ήταν ‘ορθόδοξο’ ή συμβατικό πάνω της, έτσι κι αλλιώς;

Με είχε εντυπωσιάσει από την πρώτη στιγμή που παρουσιάστηκε στην παρέα μας. Καθόμασταν, -μια φοιτητοπαρέα- σε μια καφετέρια κοντά στην Νομική και μαζεύαμε ήλιο, πίνοντας τον πρωινό καφέ, κάνοντας ομαδική ‘κοπάνα’ από βαρετά μαθήματα, που δίδασκαν κάποιοι βαρετοί βοηθοί, κάποιων ακόμα πιο βαρετών καθηγητών, -ή τουλάχιστον αυτή ήταν η δικαιολογία μας για τις αδικαιολόγητες απουσίες μας. Μας πλησίασε έχοντας κρεμασμένα πάνω της βαλιτσάκια διαφορετικών μεγεθών κρατώντας μια επαγγελματική φωτογραφική μηχανή στο δεξί της χέρι. Αργότερα, μάθαμε πως όλα τα βαλιτσάκια ήταν γεμάτα με μικρότερες ή μεγαλύτερες περισσότερο ή λιγότερο πολύπλοκες μηχανές, που τις συνόδευαν ακόμα πιο πολύπλοκα εξαρτήματα. Χαμογέλασε και μείναμε όλοι έκθαμβοι από το χαμόγελό της, και σαν να ήμασταν παλιοί γνώριμοι μας έπιασε την κουβέντα. Ήθελε να μας φωτογραφίσει, όχι όμως στημένες πόζες, ήθελε να αποτυπώσει την ζωή μας σε κάθε φάση της ημέρας, ατομικά και ομαδικά. Και παρόλο που ήταν φιλική και κάθισε σύντομα ανάμεσά μας σαν άνθρωπος που ανήκε χρόνια στην παρέα μας, υπήρχε κάτι απόμακρο στο ύφος της, κάτι θεϊκό και διαβολικό συνάμα, κάτι που οριοθετούσε και απαγόρευε την προσπέλαση σ΄ ότι εκείνη θεωρούσε ατομικό της χώρο και συναισθήματα. Όλα πάνω της κραύγαζαν αυτοπεποίθηση και αυτογνωσία, και για μια στιγμή ένιωσα πως μας έκανε χάρη εμάς τους κοινούς θνητούς που βρισκόταν στον πλανήτη μας και ζούσε ανάμεσά μας. Κι όμως καμιά της κίνηση, έκφραση, ή λόγος, δεν ‘έστελνε’ τέτοια σήματα. Όλα πάνω της με μαγνήτιζαν, και το ίδιο συνέβαινε και στους υπόλοιπους. Ήταν ο τρόπος που μιλούσε, μα πιότερο ήταν τα χέρια της, τα δάχτυλά της, ζωντανά αεικίνητα πλοκάμια, που αν τα παρακολουθούσες για λίγο ‘χυνόσουν’ ανάμεσά τους και χανόσουν στους ‘μυστηριακούς’ χορούς τους.

Δεν μου έδωσε και πολύ σημασία εκείνη την πρώτη μέρα που την γνωρίσαμε, η αλήθεια είναι πως ίσως ένιωσα λιγάκι ‘αποκομμένη’ από τους φίλους μου, που όλοι έστησαν έναν αόρατο κλοιό, διεκδικώντας λίγη από την προσοχή και την αποκλειστικότητα τής αυτό-προσκεκλημένης φωτογράφου μας. Ακόμα και αργότερα, όταν έγινε ισότιμο μέλος της ‘οικογένειας’ μας, δεν ήμουν ένα από τα ευνοούμενα μέλη της ‘αυλής’ της, που χωρίς εκείνη να το επιζητήσει, κτίστηκε. Υπήρχαν όμως κάποιες στιγμές που περιτριγυρισμένη, (ασφυκτικά ίσως;) από τους υπόλοιπους με κοίταζε επίμονα, και τότε ένιωθα πως αυτό το βλέμμα δεν ήταν ούτε της φαντασίας μου ούτε τυχαίο, και το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν ν΄ ανταποκριθώ σ΄ εκείνο το σπαρακτικό κάλεσμα. Φαντάζομαι πως μια εσωτερική και πρόσωπο-κεντρική δικλείδα ασφαλείας, μού απαγόρευε να κατεβάσω τo “εγώ, εδώ, καλά προστατευμένη στο βλέπω-την-ζωή-να-προχωρά-αλλά-δεν-συμμετέχω”, oχυρό μου, ασπίδα, και σημαία μου. Η Ειρήνη ήταν ο ‘Δούρειος Ίππος’ και η αντίστασή μου κάστρο από άμμο.
Δεν ξέρω στ΄ αλήθεια πόσα απ΄ όσα μού διηγήθηκε εκείνο τον παγωμένο Δεκέμβρη ανήκουν στη φαντασία της, μου απέσπασε όμως την υπόσχεση, -τον όρκο που δίνει κάθε ερασιτέχνης, φέρελπις συγγραφέας-, πως κάποτε θα γράψω την ιστορία της.
Ναι λοιπόν, φίλε τρελέ κι ονειροπόλε, Ελπίνορα, να που βρήκες τον Οδυσσέα σου... Θα σε κλάψω και θα σε θάψω όπως σου πρέπει, έτσι που οι Θεοί να μην έχουν ψεγάδι εναντίον μου να μου καταμετρήσουν. Θα κάψω στην μνήμη τ΄ άρματά σου και στην ακτή του μυαλού μου θα στήσω στ΄ όνομά σου μνημείο να το βλέπουν οι παρούσες κι οι μέλλουσες γενιές την ιστορία σου. Κουπί, θα είναι αυτό που θα γράψω, να το καρφώσω με τ΄ όνομά σου στο σταυρό:
Ειρήνη Δ. Θέου
Γεννήθηκε και αναχώρησε.
«Όσοι σε γνώρισαν δεν θα σε ξεχάσουν. Πρόσθεσες χρώματα στο γκρι.»

No comments: