14. Προς το τέλος -- γ. Ώρα τρίτη μεσημβρινή

Τετράδιο με θαλασσί μαλακό εξώφυλλο σελίδα είκοσι-ένα. Στην πρώτη σειρά η ημερομηνία πάνω αριστερά, το όνομα της πόλης στην δεύτερη, και ακολουθεί η ακριβής ώρα, το όνομα του ξενοδοχείου, ο αριθμός του δωματίου.

Μπαμπά, μπαμπάκα, όλοι τριγύρω λένε πως θα πεθάνεις, μα εγώ -δεν ξέρω γιατί-, αυτό δεν το πιστεύω. Σήμερα το πρωί μου φάνηκες καλύτερα.
Ξύπνησα αργά σήμερα, λίγο μετά τις οκτώ. Ο ήλιος τρυπούσε τις κουρτίνες, τρυπούσε το σεντόνι, τρυπούσε τα μάτια μου, κι όταν του γύρισα την πλάτη ενοχλημένα «έλα, άσε τα παιχνίδια πρωί-πρωί, νυστάζω σου λέω...», εκείνος πήρε την απάντησή μου λάθος μάλλον, και άρχισε να μου χαϊδεύει την πλάτη: «Έλα μικρό τερατάκι, ξύπνα!». Αυτός ο ήλιος ο Ηλιάτορας όλα ανάλογα με τα κέφια του τα κάνει, και καθόλου δεν πρέπει να υπακούει τις διαταγές της μαμάς του. Αλήθεια, πως την λένε την μαμά του; Ο μπαμπάς του είναι ο κύριος Ουρανός, και έχει μια θηλυκή αδελφή ουδετέρου γένους που μάλλον ακόμα είναι πολύ μπλεγμένη με το φύλλο που θα ακολουθήσει όταν μεγαλώσει. Την λένε σελήνη-φεγγάρι, αλλά ενώ ο ήλιος είναι χρυσός ολόχρυσος και κείνος και οι ακτίνες του, η φεγγάρι-σελήνη είναι ασημένια. Ποια όμως να είναι η μαμά τους και ποιό είναι το όνομά της; Σκέφτομαι τα δυο αδέλφια να παίζουν με τις ώρες στην αυλή τους, το χρυσό και το ασημί να παλεύουν να γίνονται ένα και μετά δυο ξανά. Αργότερα σαν μεγαλώσω θα μάθω για τον δυαδισμό που διέπει την Πλάση, αλλά σήμερα που είμαι ακόμα παιδί και έχω την δικαιολογία πως σαν παιδί το μυαλό μου αρνείται να κατανοήσει τις μεγάλες αλήθειες του σύμπαντος, θα προσποιηθώ για άλλη μια φορά πως είμαι ένα χαζό μιμητικό ζωάκι που αντιλαμβάνεται την οντότητα Σύμπαν σύμφωνα με όσες μεγάλες αλήθειες εσείς οι μεγαλύτεροι και σοφότεροι του επιτρέπετε να αφομοιώσει.
Αυτός λοιπόν ο ήλιος ο Ηλιάτορας τρυπάει με τις καυτερές του ακτίνες τις κουρτίνες, τα σεντόνια μου, το νυκτικάκι μου. Αναρωτιέμαι αν τρυπάει κάθε πρωί που ξυπνάει και τις δικές του κουρτίνες και σεντόνια ο ήλιος ο Ηλιάτορας. Έφτασα στο συμπέρασμα πως μάλλον όχι, γιατί πριν η οικογένεια Ουρανού καθίσει το απόγευμα την αυλή να φάνε καρπούζι, με ψωμί ψημένο σε φούρνο με ξύλα ακόμα ζεστό και φέτα τυρί (έτσι όπως κάνουν όλες οι οικογένειες στον κόσμο), η μαμά του ήλου και της σελήνης, -η γυναίκα του κυρίου Ουρανού-, θα φώναζε στα άτακτα παιδιά της: «Αυτιά, χέρια και μούτρα πλύσιμο με μπόλικο σαπούνι και νερό να σβήσει η κάψα της μέρας που πέρασε και πίσω δεν γυρνά.»

Το νυχτικάκι μου στάζει ιδρώτα και παιδικίλα. Ακουμπάω τα πόδια στο πάτωμα, ψάχνω με τις μύτες των δακτύλων δεξιά-αριστερά για παντόφλες χωρίς καν να κοιτάξω στο πάτωμα. Υπολογίζω πως εκεί που τις άφησα χτες βράδυ θα έπρεπε να τις βρω και σήμερα το πρωί, κι αν λείπουν πάει να πει πως η μαμά πρέπει να ήρθε στης θειάς τής Αθηνάς το σπίτι που με ‘παρκάρει’ τα βράδια για ύπνο να με δει αφού έφυγε από το νοσοκομείο που έχουμε τον μπαμπά. Δεν έρχεται κάθε βράδυ στης αδελφής της η μαμά, τα περισσότερα βράδια μένει και κάνει παρέα τον μπαμπακούλη.

Η θείτσα η Αθηνά λέει πως ζούμε σαν βασιλιάδες-τσιγγάνοι. Εμένα μου αρέσει η λέξη ‘τσιγγάνοι’ έτσι όπως την προφέρει ο θείος ο Κόμπυ. Είναι μια πολύ διαφορετική από τις συνηθισμένες οικογένειες η θείτσα Αθηνά και ο θείτσος Κόμπυ. Έχετε δει σοβαρούς ανθρώπους να αποκαλούν ο ένας την άλλη ‘θείτσα’ και ‘θείτσο’ για να γελάει το ‘μικρό τιγράκι’ της Νανάς και του Δημήτρη; Έχετε δει σοβαρές οικογένειες να φεύγουν από το σπίτι για δουλιά μετά τις τέσσερις το απόγευμα; Το μόνο κοινό που έχουν με τον μπαμπά και την μαμά ο θείος Κόμπυ και η θεία Αθηνά είναι εκείνο το βλέμμα-χαμόγελο, το βλέμμα-αγάπη που κοιτούν ο ένας την άλλη...
Τα πρωινά μας είναι πάντα μια περιπέτεια. Αφού ξυπνήσω και με ταΐσουν σαν να μην έχω φάει ξανά στην ζωή μου, (τα σιχαίνομαι τα τηγανητά αυγά και τα ψωμιά με βούτυρο και μέλι και φλυτζάνες γάλα και ποτήρια στο ύψος μου με πορτοκαλάδες) πάμε πρωινή βολτούλα στο πάρκο. Κάθε μέρα η επίσκεψη στο πάρκο έχει ένα ‘θέμα’. Προχτές ας πούμε επισκεφτήκαμε τα ζώα του πάρκου, ένα-ένα στα κλουβιά τους, περιποιημένα, καλοταϊσμένα, «ζωή χαρισάμενη ζουν», όπως έλεγε και ο φύλακας. Μετά...
- Θα ήθελες να ζεις εδώ στο πάρκο ζωή χαρισάμενη, Ειρηνούλα;
- Δεν είναι και άσχημα θείε Κόμπυ, θα με ταΐζουν, θα με ποτίζουν, θα έρχονται ένα σωρό παιδάκια να παίζουμε κάθε μέρα...
- Αχ, χαχ, χαχ, (μόνο ο θείος Κόμπυ μπορούσε να κάνει αυτό τον παράξενο θόρυβο, που λες και έβγαινε από την καρδιά του), για εξήγησέ μου τι εννοείς ‘να παίζετε’.
- Να έτσι όπως έπαιξα εγώ σήμερα μαζί τους. Έδωσα στις μαïμουδιαρίτσες μπανάνα, πόσο πλάκα είχε που όταν σχεδόν έφταναν να αγγίξουν την μπανάνα πρόφταινα και την τραβούσα έξω από τα σίδερα του κλουβιού, αχ, χαχ, χαχ, θείε Κόμπυ, (μου άρεσε τόσο πολύ να μιμούμαι τον αγαπημένο μου θείο).
- Άτιμε θείε Στάïκε, ‘κάτι τις’ το άφησες και συ σ΄ αυτή την γενιά, μούγκρισε σιγανά η θείτσα Αθηνά. Καλά, Κόμπυ μου είναι στο αίμα και περιμένει να εμφανιστεί ξαφνικά, ή είναι κολλητική ασθένεια ο σαδισμός;
Η θεία Αθηνά και ο θείος Κόμπυ γελούσαν συχνά, γελούσαν και το γέλιο τους ήταν γέλιο αληθινό, γέλιο-ευτυχία.
- Αθηνά μου, κατά βάθος είσαι μια βαρόνη, αστέρι της τσινετσιτά! Αδαής, και χαριτωμένη, κατά συνέπεια επικίνδυνη!
Και μετά από κάτι τέτοια οι αγαπημένοι μου συγγενείς κοιταζόντουσαν βαθιά στα μάτια, πότε εκείνος της σήκωνε κάποιο τσουλούφι που έπεφτε ανάμεσα στα μάτια, πότε εκείνη του χάιδευε τον κρόταφο, και συνεχίζαμε την πρωινή μας βολτίτσα στο πάρκο που πότε είχε θέμα ‘τα ζώα του πάρκου και η πραγματική ελευθερία που απολαμβάνουν’, πότε είχε θέμα ‘κοιτάμε τον κόσμο τριγύρω και προσπαθούμε να μετρήσουμε στο πρόσωπό τους πόσο ευτυχισμένοι είναι έστω κι αν χαμογελούν’, πότε δεν είχε κανένα θέμα, και πότε το θέμα μας ερχόταν και χτυπούσε την πόρτα την στιγμή που στρίβαμε σε ένα δρομάκι του πάρκου.

Το νυχτικάκι μου στάζει ιδρώτα και παιδικίλα. Ακουμπάω τα πόδια στο πάτωμα, ψάχνω με τις μύτες των δακτύλων δεξιά-αριστερά για παντόφλες, χωρίς καν να κοιτάξω στο πάτωμα. Να πάρει η ευχή πολύ την βαριέμαι όλη αυτή την διαδικασία του να ψάχνω κάθε πρωί τα παντόφλια μου ρε μαμά! Γιατί να τα ψαρεύω κάτω απ΄ το κρεβάτι κάθε φορά; Κατεβαίνω και σε ένδειξη διαμαρτυρίας αρνούμαι να ψάξω τις παντόφλες μου και προχωρώ με γυμνά πόδια, πλαπ, πλαπ, πλαπ, στο ξύλινο πάτωμα του υπνοδωματίου, στο δροσερό πλακόστρωτο της αυλής, κατευθύνομαι προς την αγαπημένη μου κούνια και μετά σε βλέπω!
Μπαμπά, μπαμπάκα, μπαμπακούλη, πως βρέθηκες εσύ εδώ; Πρέπει να σε έφεραν χτες βράδυ αφού κοιμήθηκα, ε; Είσαι ξαπλωμένος στην κόκκινη ‘σεζ-λόνγκ’ με τα μάτια κλειστά, μα είμαι σίγουρη πως δεν κοιμάσαι. Μαζεύεις ήλιο, μαζεύεις καλοκαιρινά αρώματα, μαζεύεις την μαγεία της ζωής γιατί θα σου λείψουν εκεί που θα πας, μου είπες τις προάλλες. Που θα πας μπαμπάκα; Θα με πάρεις μαζί σου; Παλιότερα όπου κι αν πήγαινες με έπαιρνες πάντα μαζί σου, αριστερά εσύ, δεξιά η μαμά κι εγώ στην μέση, τρεις κρίκοι μιας αλυσίδας δύναμης και αγάπης.
Χαμογελάς με τα μάτια κλειστά. Χαμογελάς στον ήλιο τον Ηλιάτορα, στα αρώματα τα καλοκαιρινά, και στην μαγεία της ζωής, ή χαμογελάς που μ΄ άκουσες το ύπουλο τιγράκι σου να περπατάει προσεκτικά μην το ακούσεις που ζυγιάζεται να σου επιτεθεί;
Παίρνω φόρα, κουνάω το κολαράκι μου μια δεξιά-μια ζερβά, κάνα δυο φορές, ζυγιάζομαι όπως η γάτα μας η Αίγλη κάθε που ετοιμάζεται να ορμήξει. Μια Αίγλη είμαι και γω, λίγο πιο μεγαλόσωμη, λιγότερο τριχωτή, λιγότερο ‘ουράτη’, αλλά είμαι ένα τιγράκι, είμαι το τιγράκι σου, μπαμπάκα... Έχω πια ζυγιαστεί άψογα, το νιώθω σε κάθε μυ του κορμιού μου, σκύβω το κεφάλι σε στάση επίθεσης, κι ορμάω στην αγκαλιά σου. Με μάτια ακόμα μισόκλειστα ανοίγεις μια τεράστια αγκαλιά και χώνομαι εκεί μέσα, σου χαϊδεύω τα μαλλιά, σου φιλώ το μέτωπο, αχ μπαμπάκα, αχ να ΄ξερες πόσο σ΄ αγαπώ... Μου χαϊδεύεις το πρόσωπο κοιτάζοντάς με κατάματα με το μάτι το ‘καλό’ να με κοιτάει με λατρεία και το άλλο το ‘ψεύτικο’ να κοιτάει χωρίς να κοιτάει. Χαμογελάς, και για μια στιγμή νομίζω πως και το μάτι το ψεύτικο έχει ζωή και χαμογελάει και κείνο... Με φιλάς στα μάγουλα, με κρύβεις ολόκληρη στην αγκαλιά σου, χάνομαι εκεί, γινόμαστε ένα. «Ειρηνούλα μου», λες, «τιγράκι μου», «μπαμπακουλίνι», απαντώ, κι αυτό είναι όλο, δεν λέμε άλλα, δεν χρειαζόμαστε να πούμε άλλα, τα ΄χουμε πει όλα χωρίς να χρειαστεί να πούμε τίποτα...
Μετά τρέχω πίσω στο δωμάτιό μου και αρπάζω την καλύτερή μου φίλη την επαγγελματική Nikon F που μου χάρισε το περασμένο Πάσχα ο φίλος του μπαμπά ο Ιωσήφ Καπετανίδης, ο «Αυστραλός που ‘ξεμπάρκαρε’ για μια βδομάδα και ξέμεινε για μια εικοσαετία και να ξεκουμπιστεί δεν λέει» κατά τον πατέρα μου. Ξοδεύω δυο φιλμάκια και αποτυπώνω τον αγαπημένο άνδρα της ζωής μου από κάθε γωνία. Στην αρχή γελάει, -πόσο όμορφος είναι όταν γελάει ο μπαμπάς-, μετά το γέλιο γίνεται χαμόγελο σχεδόν ντροπαλό, ακόμα και ο πατέρας μου τα χάνει μετά από πέντε-έξι κλικ και χρατς της φωτογραφικής μηχανής. «Πρέπει να δεις τις φωτογραφίες που σας τράβηξα εσένα και του Ιωσήφ προχτές» τον βγάζω από την αμηχανία, «το ασπρόμαυρο φιλμ είναι πολύ καλύτερο σε φωτισμό και αντιθέσεις, σαν γυρίσουμε σπίτι θα πρέπει να φτιάξω δικό μου χώρο να εμφανίζω τις φωτογραφίες μου...»
Κάθομαι στις ζεστές από τον ήλιο τον Ηλιάτορα πλάκες μπροστά κι απέναντί σου. Σε κοιτώ και βλέπω μέσα στα μάτια σου την εικόνα μου. Ένα ψηλό παιδάκι όλο μακριά άκρα. Ροζ παντελονάκι υφασμάτινο με δυο πισινές τσεπούλες και μπλουζίτσα με οριζόντιες κόκκινες, ροζ, γαλάζιες, άσπρες, και μπλε ρίγες. Μαλλιά μακριά, σγουρά κόκκινα, τσουλούφια ατίθασα, μ΄ αρέσει να τα σηκώνω ψηλά, να τα στρίβω και να τα στερεώνω μ΄ ένα μολύβι στην κορυφή του κεφαλιού, αλλά όλο και κάποια τσουλούφια μού ξεφεύγουν και πέφτουν στους ώμους. Βλέπω τον κόσμο με μάτια πράσινα, κι αναρωτιέμαι πως είναι να βλέπεις τον κόσμο με μάτια γαλάζια σαν της θάλασσας, ή καστανά, ή μαύρα.
Έτσι με βλέπουν όσοι απλά με βλέπουν χωρίς να με κοιτούν. Μα εσύ με ξέρεις όπως κανείς άλλος μπαμπάκα. Εσύ ξέρεις το έξω και το μέσα μου, εσύ ‘υποψιάστηκες’ τον μέσα μου κόσμο πριν ακόμα δημιουργηθεί, εσύ ήσουν εκεί και προϋπήρχες σε στιγμές μεγάλης εσωτερικής δημιουργίας ή ανακατάταξης. Εσύ βλέπεις τον μέσα μου πόνο που μου φεύγεις και σε χάνω. Μου λείπεις κι ας είσαι ακόμα εδώ. Θα μου λείψεις σαν πατρική φιγούρα που θα ψάξω σε κάθε άνδρα που θα γνωρίσω, θα μου λείψεις σαν σύμβουλος σοφός, θα μου λείψεις σαν ο καλύτερος φίλος που είχα ποτέ.
Είμαι πια μεγάλο ‘τιγράκι’, λες. Και μάλλον έχεις δίκιο, τέλειωσα την Τρίτη Δημοτικού. Δεν είμαι όμως στην ίδια ηλικία με τα άλλα παιδιά της τάξης μου, αλλά σχεδόν δεκαπέντε μήνες μικρότερη. Είμαι, -λένε οι ειδικοί που με εξέτασαν- μια ιδιοφυΐα και πήγα στο σχολείο σε πολύ μικρότερη ηλικία. Είμαι πάντως μια πολύ βαριεστημένη ιδιοφυΐα, ήδη έχω διαβάσει τα βιβλία της επόμενης τάξης και φοβάμαι πως η επόμενη σχολική χρονιά θα περάσει το ίδιο βαρετά όσο και η προηγούμενη. Ευτυχώς που έχω και τα Αγγλικά που μαθαίνω και τα Γαλλικά (που όμως είναι μια τόσο ‘ρρρρ’ γλώσσα Θεέ μου, βαρετή, βαρετή, ου μον Ντιέ τρε βαρετή!). Όλοι οι συμμαθητές μου είναι μεγαλύτεροί μου, δεν έχω φίλους ή φίλες. Δηλαδή έχω, πως δεν έχω, όλοι οι άνθρωποι έχουν φίλους, είμαστε ζώα που ζουν σε ομάδες έτσι δεν είναι; γιατί εγώ να είμαι διαφορετική; Κι όμως, βαθιά μέσα μου δεν έχω φίλους... Δεν με τρώει το σαράκι της έλλειψης των συμμαθητών και φίλων μου δυο μήνες που είμαι εδώ στο σπίτι στα Εξάρχεια. Δεν μου λείπουν τα παιδιάστικά μας ανέκδοτα, τα βρίσκω πολύ παιδικά, πολύ χαζά, πολύ ανούσια. Γελάω γιατί πρέπει να μου αρέσουν όπως αρέσουν και στους υπόλοιπους, κι αν κάνω το λάθος και δεν γελάσω με κοιτούν περίεργα και θεωρούν υποχρέωσή τους να μου εξηγήσουν το ανέκδοτο που δεν ‘κατάλαβα’.
Προτιμώ τους μεγαλύτερους μου φίλους. Εκείνοι βέβαια ούτε που το υποψιάζονται πως είναι φίλοι μου, ούτε καν με προσέχουν τα βραδάκια στην πλατεία. Η θεία Αθηνά και ο θείος Κόμπυ φεύγουν για το θέατρο μετά τις τέσσερις κι΄ εγώ χαζολογάω διαβάζοντας ότι μου κάνει εντύπωση σαν τίτλος στην βιβλιοθήκη. Ένα δωμάτιο ολόκληρο γεμάτο βιβλία, όλοι οι τοίχοι σκεπασμένοι με ράφια για βιβλία. Νόμιζα πως το δικό μας σπίτι στην πόλη που ζούμε ήταν το ‘Παλάτι των Βιβλίων’, αλλά το σπίτι στα Εξάρχεια δεν έχει ταίρι. Μετά σαν ‘πέσει’ ο ήλιος ο Ηλιάτορας ξεπορτίζω. Κατεβαίνω τα τέσσερα πέτρινα σκαλιά και σαν φτάσω στο τέρμα του τετραγώνου διασχίζω τον δρόμο και περνώ απέναντι στην πλατεία. Συνήθως φτάνω νωρίτερα από τους φίλους μου -που δεν ξέρουν πως είναι φίλοι μου. Κάθομαι σε κάποιο παγκάκι και περιμένω. Εκείνοι μεταξύ τους γνωρίζονται φυσικά, χαιρετιούνται με τα μικρά τους ονόματα, ή μ΄ ένα φιλικό κούνημα του κεφαλιού. Δεν μου αρέσουν όλοι. Κάποιοι είναι πολύ ‘στεγνοί’, αλλά δεν μπορώ να προσδιορίσω τι εννοώ, κατεβάζουν ‘τσιτάτα’, άλλων λόγια, από την στιγμή που θα ανοίξουν το στόμα τους μέχρι που οι υπόλοιποι θα τους βαρεθούν και σχεδόν προσβλητικά: «Ρε Μανώλη μετά από μισή ώρα Μαρξ που μας ξεφουρνίζεις και άλλη μισή Ένγκελς, έχεις να προτείνεις κάτι ή μιλάς για να δείξεις πως το διάβασες το ‘μάθημα’ ρε μπαγάσα; Κουραστικός και μονότονος γίνεσαι ρε, κάνε ένα δέσιμο και βγάλε τα συμπεράσματά σου και δώστα μας και μας τους ‘φτωχούς τω πνεύματι’ να ξυπνήσουμε και να βγούμε απ΄ τα σκοτάδια της άγνοιας...» Άλλους πάλι τους περιμένω να ‘πιαστούν’ από μια πρόταση, μια λεξούλα που έπεσε στον ‘κύκλο της κουβέντας’. Εγώ μέσα μου αυτούς τους συνήθως σιωπηλούς, χαμένους στις βαθύτερες έννοιες των όσων λέγονται -και κυρίως των όσων δεν λέγονται αλλά υπάρχουν εκεί και στοιχειώνουν τις θεωρίες-, τους έχω ονομάσει ‘καρπούζι με πεπόνι’. Οι ‘καρπούζι με πεπόνι’ έχουν μια γλύκα ώριμου καρπουζιού που σου δίνουν απλόχερα, κι έχουν και κείνη την στιφάδα του πεπονιού που σου εγχέουν κι αν θες την δουλεύεις εσύ στο στόμα και τις αισθήσεις σου τις άλλες, κι αν πάλι δεν θέλεις την αγνοείς την στιφάδα της σοφίας, αλλά έχεις χάσει πολλά...
Ένας σχετικά καινούριος στην πλατεία είναι ο τυπάκος από τη Σαλονίκη. Κάποιες στιγμές εκεί που έχουν ειπωθεί πολλά και όλοι ή σιωπούν ή διαλογίζονται, ο περίεργος τυπάκος βγάζει την κιθάρα του από μια μολτσο-φαγωμένη θήκη και ξεροβήχει κάνα δυο φορές σαν να ζητάει μια άτυπη άδεια να αρθρώσει λόγο. Τον κατατάσσω κι΄ αυτόν στους ‘καρπούζι με πεπόνι’. Πολλά χρόνια αργότερα θα τον αμφισβητήσω, και θα «βγάλουμε μαχαίρια και θα σφαχτούμε με πούπουλα». Τελικά θα με λαβώσει ο άτιμος ασχημομούρης για να με γιάνει κατόπιν με ένα κούνημα του δαχτύλου «όσο για σένα παιδί-στερνοπούλι της Διανόησης της Πλατείας...».
Μα πιότερο απ΄ όλους αγαπώ το ‘κορίτσι χωρίς επίθετο’. Έρχεται με την κιθάρα της και κείνη, και σε αντίθεση με τον Σαλονικιό, είναι βέρα Εξαρχειώτισσα, το νιώθεις πως ο τόπος της ανήκει κι εκείνη ανήκει στον τόπο απ΄ τον τρόπο που περπατάει στα σοκάκια της γειτονιάς.
Κάθομαι λοιπόν στον ‘έξω κύκλο’, εκεί που μαζεύονται όσοι παρακολουθούν τις συζητήσεις και τα δρώμενα χωρίς όμως να παίρνουν μέρος. Το να είσαι στον ‘έξω κύκλο’ έχει προτερήματα και ελαττώματα. Δεν μπορείς για παράδειγμα να αλλάξεις το θέμα της συζήτησης, δεν μπορείς να πάρεις μέρος ισότιμα στις συζητήσεις. Αν είσαι τυχερός ίσως μπορέσεις να μοιραστείς τις ανησυχίες σου με κάποιον του ‘έσω κύκλου’ σιγοψιθυρίζοντας του την ώρα που οι υπόλοιποι μιλούν ή σιωπούν. Κι αν αυτό που σιγοψιθυρίσεις το θεωρήσει εκείνος ενδιαφέρον, τότε ίσως να κάνει αναφορά των λεγομένων σου στον ‘έσω κύκλο’ προσθέτοντας «...όπως το παλικάρι (ή η κοπελιά) εδώ δίπλα μου σκέφτηκε πως θα έπρεπε να λάβουμε υπ’ όψιν μας, και νομίζω πως είναι μια εύστοχη παρατήρηση...». Καλό είναι οι του ‘έξω κύκλου’ να σιγοψιθυρίζουν στο ίδιο άτομο του ‘έσω κύκλου’, μέχρι να προκαλέσουν το ενδιαφέρον και την προσοχή του. Κάποια στιγμή αν οι παρατηρήσεις σου είναι εύστοχες, ευρηματικές, και κυρίως ‘όχι φούσκες’, περνάς στον ‘έσω κύκλο’. Εσύ ο ίδιος το καταλαβαίνεις πως είσαι στον ‘έσω κύκλο’ πλέον και είναι μια θέση που κερδίζεις, δεν σου χαρίζεται.
Το μεγαλύτερο προτέρημα του να είσαι στον ‘έξω κύκλο’ είναι πως έχεις χρόνο να παρακολουθείς τα δρώμενα στον ‘έσω κύκλο’, στον ‘έξω κύκλο’ και στην περιφέρεια του ‘έξω κύκλου’. Ο ‘έσω κύκλος’ είναι τελείως απροστάτευτος από τον κόσμο που μαζεύεται στην περιφέρεια. Και ο κόσμος που μαζεύεται στην περιφέρεια είναι περίεργος και πολύχρωμος. Ο κόσμος της περιφέρειας μπορεί να είναι μια τυχαία παρέα που βρέθηκε να κάθεται στο γωνιακό ζαχαροπλαστείο για να απολαύσουν το παγωτό μόκα. Ο κόσμος της περιφέρειας μπορεί να είναι μια παρέα καθόλου τυχαία, που προσποιείται πως απολαμβάνει το ‘υποβρύχιο’ (μια γενναία κουταλιά βανίλιας σε παγωμένο νερό), αλλά δεν χάνει κουβέντα από τις συζητήσεις του έσω κύκλου. Έχω εντοπίσει δυο τέτοιες παρέες, και το βρίσκω λογικό όταν έρχεται στην πλατεία η μιά, η άλλη να λείπει εκείνο το βράδυ. Αυτές οι δυο παρέες είναι σιωπηλές, ‘αγοράζουν, δεν πουλάνε’ όπως λέει ο μπαμπάς όταν αναφέρεται στους κύριους ‘Απέναντι’, και όντως μοιάζουν με τους κύριους ‘Απέναντι’ της πόλης μας.
Η θεία Αθηνά και ο θείος Ιάκωβος πηγαίνουν στην πλατεία για καφέ αργά τα απογεύματα της Δευτέρας που τα θέατρα είναι κλειστά. Φυσικά και οι δυο είναι μέλη του ‘έσω κύκλου’. Όταν μιλάει ο θείος Ιάκωβος επικρατεί μια απόλυτη ησυχία-σεβασμός, και μετά μια ησυχία-περισυλλογή. Τις Δευτέρες έρχονται και άλλοι συγγραφείς και ηθοποιοί στην πλατεία. Καταλήγουν μετά τις δέκα το βράδυ να έρχονται στο σπίτι της θείας Αθηνάς και του θείου Κόμπυ σε παρέες. Μαζεύονται στην βιβλιοθήκη και ενώ στην αρχή είμαι ευπρόσδεκτη να μπλέκομαι στα πόδια τους, κάποια στιγμή αφού η θεία Αθηνά προσφέρει δροσιστικά και ποτά γυρίζει και με ένα χαμόγελο που δεν σηκώνει ‘όχι’ μου υπενθυμίζει πως είναι ώρα να πάω στον βασιλικό-τσιγγάνικο κρεβάτι μου. Δεν ξέρω τι συζητάνε τόσες ώρες που μένουν, -μετακινούμενοι από την βιβλιοθήκη στην κουζίνα και από κει στην πίσω αυλή και πάλι στην βιβλιοθήκη-, οι φίλοι του θείου και της θείας, όμως ξέρω πως όταν είναι στην βιβλιοθήκη οι συζητήσεις τους έχουν μια ένταση, είναι σαν μαχαίρια που τρυπούν κόκαλα, σαν «δόντια πεινασμένων θηρίων που σκίζουν την σάρκα του όμηρου» όπως συνηθίζει να λέει η θεία Αθηνά όταν μιλά για «μη δημοκρατικές κυβερνήσεις ανά την υφήλιο».

Πριν κάμποσες μέρες βγήκαμε εγώ και η μαμά και συναντήσαμε την θεία Μάϊρα, και τον θείο Κώστα που ζούσαν μαζί αλλά ακόμα δεν έχουν παντρευτεί. Η θεία Ερμιόνη μόλις ακούει το όνομα της ‘αμαρτωλής’ αδελφής -και δίδυμης της Αθηνάς- σεληνιάζεται και δεν λέει να βάλει τελεία σε πρόταση, ή να λήξει το θέμα ‘Μάϊρα η αμαρτωλή’.
- Ρεζίλι μάς έχει κάνει αυτό το κορίτσι, Νανά μου, ρεζίλι! Όλη η καλή καινωνία της πόλης, με την αδελφή μας γελάει! Άκου λέει να συζεί, να είναι ‘σπιτωμένη’, κόρη Άβελ Δημητρίου και να είναι ‘μετρέσα’, καλέ που ακούστηκε τέτοιο ρεζίλι; Αν ζούσε ο πατέρας θα την είχε πνίξει με τα ίδια του τα χέρια, αφού πρώτα τον έσφαζε σαν κακό σκυλί τον ‘επικτήτορα’, που την έχει σπίτι του να τού ικανοποιεί τις σεξουαλικές του ορέξεις του αρρωστημένου.
- ‘Κοινωνία’, εννοείς Ερμιόνη μου, κοινωνία και ‘επιβήτορα’.
- Ξέρω εγώ πολύ καλά τι εννοώ, και μην μου κόβεις την διαροή και το έρμαιο των σκέψεων μου. Αυτά τα κάνουν και στην βουλή οι τοιαύτοι, οι αριστεροί σαν τον λεγάμενο τον άνδρα σου για να κολοσιεργούν τις διαδικασίες της Βουλής!
- Ροή, ειρμό, κωλυσιεργούν...
- Έλεος πια αδελφή-Νανά! Πόσο πολύ ξεφύγατε και εσύ, και η Μάϊρα, και η Αθηνά από τις αρχές που μας έδωσε ο πατέρας και η μητέρα; Με το όνομα που μας άφησαν κληρονομιά, με την περιουσία που είχαμε, καλέ ο θείος ο Στάïκος ένας από τους οκτώ νονούς του βασιλέα ήταν, ακόμα κι αυτό το αποποιηθήκατε. Καλέ ποιος διάβολος σάς μπήκε και δεν λέει να σάς βγει να πάψω και γω η καημένη να δικαιολογώ τα αδικαιολόγητα στον κύκλο μας; Ξέρεις καλέ τι με ρώτησε η σύζυγος του προέδρου της Βουλής στη τελευταία συνεστίαση; «Το γένος Δημητρίου είστε κυρία Νικοδήμου;» Κι αφού με περιεργάστηκε και με επεξεργάστηκε από την κορυφή μέχρι τα νύχια: «Με την Δημητρίου την ‘αρτίστα’ που είναι και από την εκλογική σας περιφέρεια, έχετε κάποια σχέση; Αμφιβάλλω βεβαίως, γιατί εκείνη είναι γνωστή για τις αριστερές της πεποιθήσεις, αλλά κάποια μακρινή συγγένεια θα ήταν ενδιαφέρουσα...»
Κάτι τέτοιες στιγμές η Ερμιόνη σύζυγος-βουλευτή-της-δεξιάς ήθελε να ανοίξει η γη να την καταπιεί, από την άλλη όμως δεν θα επέτρεπε σε καμιά ‘κυρία του προέδρου της Βουλής’ να της προσβάλει την Αθηνά σαν να ήταν καμιά ελαφριά κάποιου ‘μπουλουκιού’ τέταρτης διαλογής.
- Ε όχι και ‘αρτίστα’ η αδελφή μου η Αθηνά! Σπούδασε στο Παρίσι και στην Ρώμη με τους σημαντικότερους θεατρικούς δάσκαλους του αιώνα, με Μορφές της Τέχνης που στο πρόσωπό της ‘είδαν’ μια μεγάλη ιέρεια του θεάτρου! Και εδώ που τα λέμε το όνομά της είναι συνδεδεμένο με το στρατευμένο είδος, και διάγει ζωή χωρίς σκάνδαλα, ζωή με άποψη.
Όλο αυτό το λογύδριο της το έχει μάθει η θεία Μάϊρα, περνώντας ένα πρωινό ολόκληρο με διορθώσεις των φραστικών λαθών και αμέτρητες επαναλήψεις των δυο σωστών προτάσεων, διότι άλλο το στρατευμένο θέατρο, και άλλο το στρατιωτικό για παράδειγμα.
Η Ερμιόνη μπορεί να ήταν donna-βία-και-νοθεία, πλάσμα ραδιούργο, η κυρία του κυρίου βουλευτή, η κυρία «έξι ψήφοι-μια θέση» ενός βουλευτάκου που έμπαινε πάντοτε στο ψηφοδέλτιο γιατί δεν θα έβαζε ποτέ σε κίνδυνο το κόμμα με επαναστάσεις εκ των έσω ή διαρροές προς αντίπαλα κόμματα, αλλά η οικογένεια και οι αξίες της ήταν το μοναδικό ιδανικό που πίστεψε με όλη της την ψυχή. Την πλήγωνε, -αν και φυσικά το ανέφερε πάντα μόνο σαν «ενοχλητικό γεγονός και να πάτε να πνιγείτε και οι δυο σας στο κάτω-κάτω της γραφής!»- που οι αδελφές της οι ‘δίκροκες’ είχαν να μιλήσουν πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και ήδη είχε περάσει το μισό της δεκαετίας του εξήντα.
- Αμάν μωρέ Αθηνά και συ! Έκανε το κορίτσι μια ανοησία, δηλαδή καλύτερα να τον είχες ‘φορτωθεί’ εσύ τον Άλκη; Εσύ στάθηκες η τυχερή τελικά! Να, γνώρισες τον Ιάκωβο, χρυσός άνθρωπος είναι, αλλά βρε αδελφή νισάφι μ΄ αυτό το αριστεριλίκι που σας δέρνει, κόψτε το άτιμο το χούι, βαρέθηκα όλο να δικαιολογώ τα αδικαιολόγητα στις φίλες μου εσάς και τα καμώματά σας κι εγώ η καημένη. «Ε! Έτσι είναι οι μικρότερες αδελφές, κρίσεις και επαναστατικότητα, που θα πάει θα βρει κι αυτή τον δρόμο της...»
- ‘Ερμινόνη’! Το αριστεριλίκι δεν είναι χούι, είναι άποψη, είναι τρόπος ζωής, όσο για τις φίλες σου τις δεξιο-μάνες και δεξιο-γυναίκες τις έχω γραμμένες...
- Καλέ, μην το πεις! Nτροπή να χρησιμοποιείς εκφράσεις τέτοιες εσύ γυναίκα με ‘χήρος’!
- Κύρος, γαμώ το στανιό μου Ερμιόνη, κύρος! Όσο για την αδελφή σου την φιλόλογο που ασχολείται με τα προβληματικά παιδιά με το ίδιο πάθος που δείχνει η πουτάνα που στα γεράματα πάει και γίνεται καλόγρια για να συγχωρεθούν τα χιλιόμετρα πούτσοι που έχει φάει το μουνί της...
- Αχ καλέεεεεεεεεε Θεούλη μου τι λόγια-βρωμόλογα είναι αυτά που βγάζει ο στόμας σου αδελφή;! Μπα σε καλό σου, ο εξ΄ από δω σε κυριεύει όταν σου λέω για την Μάϊρα!
- ...Χέστηκα αν ζει, χέστηκα κι΄ αν πέθανε, χέστηκα αν είναι καλά, χέστηκα κι΄ αν υποφέρει! Ο Άλκης ήταν ένα τίποτα, ένα αρσενικό που ορέχτηκα ήταν, και τίποτα περισσότερο... Η αδελφή σου πίσω από την πλάτη μου τού την ‘έπεσε’, κοιμήθηκε με τον άντρα που κοιμόμουν εγώ, με τον άντρα που μου ανήκε!
- Σου ανήκε! Αυτό ήταν! Σε ποια ανήκε, όχι ποια τον αγάπησε!
- Εδώ που τα λέμε δεν νομίζω να τον αγάπησε καμιά απ΄ τις δυο μας... Αλλά δεν βλέπεις το ευρύτερο τοπίο! Η αδελφή μου η ίδια ακούμπησε το χέρι της σε δικό μου κτήμα, είναι θέμα σεβασμού, θέμα αξιοπρέπειας. Δεν νομίζω ότι θα μπορούσα ποτέ να την εμπιστευτώ ξανά... Με πλήγωσε τόσο πολύ, σε τόσο δύσκολη εποχή, σε τόσο δύσκολη ηλικία... Άστο βρε Ερμιόνη, εγώ και η Μάϊρα ίσως σε κάποια άλλη ζωή να συγχωρεθούμε και ν΄ αγαπηθούμε ξανά, γιατί σ΄ αυτή δεν είναι γραφτό να γίνει ποτέ...
«Ποτέ μην λες ποτέ», θα έλεγε χρόνια αργότερα η Αθηνά χωμένη στην αγκαλιά της δίδυμης αδελφής της, ή να ήταν η Μάϊρα χωμένη στην δική της αγκαλιά;

Πριν κάμποσες μέρες εγώ και η μαμά είχαμε ραντεβού με την θεία Μάϊρα, και τον θείο Κώστα. Συναντηθήκαμε αργά το απόγευμα στο Μουσείο που είναι και κοντά στο σπίτι της θείας Αθηνάς, και στην Πλατεία Κυψέλης που μένει η θεία Μάϊρα με τον θείο Κώστας και τα τρία παιδιά τους, την Αλεξία, τον Άρη, και την Ιωάννα. Η Αλεξία είναι δυο χρόνια μεγαλύτερή μου και τον Σεπτέμβρη θα πάει στην πρώτη γυμνασίου. Είναι ξανθιά με γαλανά μάτια σαν την μαμά της αλλά έχει πάρει το ύψος του μπαμπά της και η θεία μου γελάει χαρούμενα.
- Θυμάσαι Νανά που σε φωνάζαμε ‘κρι-κρι’, μιμούμενοι τον θόρυβο που έκανε η ακρίδα, όταν ήμασταν παιδιά έτσι ψηλή που ήσουν; Από σένα το πήρε το ύψος η μεγάλη μου, από σένα κι απ΄ τον πατέρα μας τον Άβελ, ενώ η μικρή κοίτα την, φτυστή η Αθηνά! Χριστέ μου αυτό το παιδί το γέννησα εγώ αλλά είναι η δίδυμη αδελφή μου που ξαναγεννήθηκε... Ενώ ο ‘μεσαίος’ έχει πάρει χρώματα και χαρακτήρα απ΄ τού Κώστα το σόι.
Η μικρότερη ξαδέλφη μου η Ιωάννα χοροπηδάει γύρω από την αδελφή της. Προσπαθεί να της πλέξει τα μακριά μαλλιά σε ‘Γαλλική κοτσίδα’ που είναι της μόδας. Ο ξάδελφος μου έχει χωθεί αναπαυτικά στην καρέκλα με τα κίτρινα μαξιλάρια του ζαχαροπλαστείου του Μουσείου, και διαβάζει ‘Γκαούρ Ταρζάν’. Όταν του είπα ότι αυτό το τεύχος το είχα ήδη διαβάσει από χτες που είχε κυκλοφορήσει, αναστέναξε βαθιά με λύπη και προσπάθησε να μου εξηγήσει πως ο περιπτεράς στην πλατεία απέναντι από το σπίτι τους έκλεισε το περίπτερο και πήγε στο χωριό του διακοπές, και «έπρεπε να τρέχουμε με τον μπαμπά στην Ευελπίδων να βρούμε ανοιχτό περίπτερο σήμερα!». Η Ιωάννα με πλησιάζει δειλά από πίσω. «Να σου φτιάξω τα μαλλιά Γαλλική κοτσίδα;» με ρωτάει ντροπαλά. «Δεν έχω ξανα-αγγίξει κόκκινα μαλλιά σαν τα δικά σου, -εννοώ φυσικά κόκκινα όχι βαμμένα-, από τότε που ‘κάναμε Χριστούγεννα’ στο σπίτι σας», συμπληρώνει ενθουσιασμένη όταν κουνώ το κεφάλι καταφατικά. Είναι μόνο ένα χρόνο μικρότερή μου αλλά έχουμε γίνει φίλες από πέρυσι τα Χριστούγεννα που ήρθαν να περάσουμε όλοι μαζί τις διακοπές. Έμειναν σχεδόν δέκα μέρες στο σπίτι μας, και η Ιωάννα από την πρώτη βραδιά εγκατέλειψε το κρεβάτι που υποτίθεται πως θα μοιραζόταν με την αδελφή της και σαν φαντασματάκι με το άσπρο της νυχτικάκι μέχρι τους αστραγάλους εμφανίστηκε στο ημίφως στη πόρτα του δωματίου μου. «Έχετε φαντάσματα;» με ρώτησε ανήσυχα με σιγανή φωνή και τόνο σοβαρό, και πριν προφτάσω να απαντήσω χώθηκε κάτω από την ροζ-κόκκινη ‘βελέντζα’ μου. «Αν μας δουν δυο-μαζί ίσως να φοβηθούν και φύγουν», πρόσθεσε την ώρα που ‘κούρνιαζε’ δίπλα μου! Κάθε βράδυ, τα τρία κορίτσια μαζευόμασταν στο δωμάτιό μου, διαβάζαμε παραμύθια καθισμένες στο πάτωμα μπροστά από την βιβλιοθήκη μου τρώγοντας κάστανα που είχαν ψήσει οι μεγάλοι στο τζάκι και πίνοντας ζεστό κακάο, μέχρι που ‘βασίλευαν’ τα μάτια μας, και η Αλεξία ‘σερνόταν’ μέχρι το απέναντι δωμάτιο με τα δυο κρεβάτια προσπαθώντας να μην ξυπνήσει τον Άρη που κοιμόταν στο δικό του κρατώντας ένα βιβλίο στην αγκαλιά.
Στο ‘μεγάλο σπίτι’, το πατρικό της μαμάς μου μένουν η θεία Κατερίνα και η οικογένειά της και περιστασιακά μένουν η θεία Ερμιόνη με τον θείο-βουλευτή και τα δυο παιδιά τους, τον Νικόδημο και την Περσεφόνη. ‘Μένουν’ τρόπος του λέγειν, αφού στην πραγματικότητα ζουν στην Αθήνα στο Κολωνάκι που είναι και κοντά στην Βουλή. Στην πόλη μας έρχονται μόνο όταν είναι εποχή εκλογών ή καλοκαίρια, αλλά και τα καλοκαίρια λίγο μένουν στην πόλη μας αφού προτιμούν να πηγαίνουν διακοπές σε ‘παραθαλάσσια θέατρα’ («θέρετρα παιδί μου εννοεί η θεία σου», μου είχε διακριτικά ψιθυρίσει η μαμά στο αυτί, «το έχει αυτό το συνήθειο με τις λέξεις και τις έννοιες η θειά σου».)
Η θεία Κατερίνα δεν δουλεύει, είναι ‘οικοκυρά’. Υποτίθεται ότι σκουπίζει, σφουγγαρίζει, πλένει, μαγειρεύει, και προσέχει την ανατροφή των παιδιών της, του Άβελ και της Θεανώς. Στην πραγματικότητα, -κι ας είναι καλά οι δυο ‘υπηρεσίες’-, αυτό που κάνει όλη την ημέρα η θεία Κατερίνα, είναι να περιποιείται και να κρατάει σε άψογη κατάσταση αυτό που λατρεύει ο άνδρας της, ο θείος Στέλιος: τον εαυτό της! Αν και έχει περάσει τα δεύτερα -άντα και πλησίαζε τα πρώτα -ήντα μοιάζει ακόμα με την πορσελάνινη κούκλα με τις ξανθές μπούκλες και τα μενεξεδιά μάτια που είχε ερωτευθεί ο μισός ανδρικός πληθυσμός της πόλης. Ο θείος Στέλιος είναι ο Διευθυντής της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος και συνιδιοκτήτης του μοναδικού καταστήματος ‘ετοίμων ανδρικών, γυναικείων, και παιδικών ενδυμάτων της πόλης μας. Το διώροφο κατάστημά του πιάνει όλη την πρόσοψη προς την κεντρική πλατεία του ανατολικού τετραγώνου.

- Η Ιωάννα μου είναι φτυστή η Αθηνά, έ Νανά τι λες; επιμένει η θεία Μάϊρα. Πήγα και την είδα στο θέατρο πριν κάνα εικοσαήμερο. Φρόντισα να μην κάθομαι στις πρώτες θέσεις, -έτσι κάνω πάντα-, δεν νομίζω να με έχει δει ποτέ, αν και δεν έχω χάσει κανένα από τα έργα που παίζει. Αγοράζω τα περιοδικά και διαβάζω τις συνεντεύξεις της, και μετά κρατάω τις σελίδες με τους τίτλους των περιοδικών και τις ημερομηνίες. Ακόμα και μέσα από περιοδικά λιγότερο στρατευμένα προσπαθεί να περάσει ‘μηνύματα’. Άραγε ξέρει πόσο μου λείπει Νανά, της το έχεις πει ποτέ;... Η θεία Μάϊρα κάθε φορά που μιλάει για την δίδυμη αδελφή της μελαγχολεί και κλαίει με γαλάζια δάκρυα. Την πρώτη φορά που την είδα να δακρύζει, το δάκρυ αντικατόπτρισε το χρώμα των ματιών της. Για πολλά χρόνια πίστευα πως η θεία Μάϊρα ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που έκλαιγε με γαλάζια δάκρυα, ο μοναδικός άνθρωπος που έκλαψε με δάκρυα που είχαν χρώμα...

Σήμερα είναι Δευτέρα και ‘τα θέατρα αργούν’. Απ’ το μεσημέρι άρχισαν να μαζεύονται άσπρα, πουπουλένια συννεφάκια στον ουρανό. Ο αέρας μύρισε βροχή, βροχή που ακόμα δεν έφτασε εδώ αλλά σίγουρα το άγγιξε το χώμα σε άλλες γειτονιές για να μυρίζει έτσι έντονα βροχή και γιασεμί.

Χτες ήσουν στο σπίτι των Εξαρχείων μαζί μας, μα αργά το απόγευμα ένιωσες άσχημα και κουρασμένος και ήρθε η θεία Ερμιόνη με τον άνδρα τον ‘δικηγόμαρο-βουλευτή’ όπως τον λες εσύ και κάνεις τη μαμά να γελάει. Κι΄ αφού γελάει η μαμά γελάω και γω μαζί της και μετά γελάμε όλοι μαζί και καταλήγουμε να αναρωτιόμαστε στο τέλος τι είπε ποιος και αρχίσαμε να γελάμε. Ήρθαν με το μεγάλο αμάξι, το μαύρο, το ‘βουλευτικό’ και σε πήγαν πάλι στο νοσοκομείο. Σήμερα το πρωί, χαράματα ήρθε πάλι η θεία με τον Νικόδημο και την Περσεφόνη. Είναι αρκετά μεγαλύτεροί μου και οι δυο, ο Νικόδημος ήδη σπουδάζει Νομική στο Πανεπιστήμιο, και η Περσεφόνη τελείωσε το Λύκειο και έδωσε εξετάσεις στην Ιατρική. Δεν ξέρω πολλά για τα μεγάλα μου ξαδέλφια, με κοιτούν βαριεστημένα, μόνιμα με ένα ύφος ‘Garfield’.
Φεύγουν όλοι για το νοσοκομείο, και με αφήνουν με την Περσεφόνη να μου κάνει παρέα. Καλά τι είδους παρέα μπορεί να μου κάνει ένα ‘αμίλητο, ακούνητο, αγέλαστο στρατιωτάκι’; Δεν έχουμε τίποτα κοινό να πούμε, και μου φαίνεται αδιανόητο η Περσεφόνη να έπαιξε ποτέ στην ζωή της ή να γέλασε. “Ποτέ μην λες ποτέ”, θα σκεφτώ άλλη μια φορά σε λίγα χρόνια από σήμερα για την Περσεφόνη. Κάποια μέρα στο μέλλον θα είμαστε οι δυο μας καθισμένες στην αυλή του σπιτιού των Εξαρχείων και η Περσεφόνη θα κλαίει με λυγμούς περιγράφοντάς μου την ‘τρίτη μέρα της Εξέγερσης’.
Οι δυο θείες μου γυρίζουν αργά το μεσημέρι. Μπαίνουν στο σπίτι φουριόζες και αμίλητες, σημάδι πως έχουν ήδη, ή ετοιμάζονται να ρίξουν άγριο καυγά! Ο θείος Κόμπυ έχει γυρίσει εδώ και ένα δίωρο. Έχει κλειστεί με μερικούς φίλους του στην βιβλιοθήκη και τους ακούμε κάποιες στιγμές να μιλούν δυνατά και όλοι μαζί. Μου φαίνεται πως είναι θυμωμένοι, οι φωνές τους είναι θυμωμένες, ακόμα και ο θείος έχει στιγμές έξαρσης. Όταν φτάνουν σπίτι οι δυο θείες μου η θεία Αθηνά πηγαίνει και χτυπάει την πόρτα της βιβλιοθήκης. «Είμαι σπίτι, με έφερε η Ερμιόνη» λέει χωρίς να ανοίξει την πόρτα να χαιρετίσει τους προσκεκλημένους. «Ευχαριστώ, χαρά μου» της απαντά και οι δυνατές και θυμωμένες φωνές καταλαγιάζουν.
- Περσεφόνη ετοιμάσου, φεύγουμε. Η φωνή της θείας Ερμιόνης είναι απότομη, κοφτή, δεν σηκώνει αντίρρηση, και είμαι σίγουρη πως για τον θυμό που ξεχειλίζει από κάθε πόρο του σώματός της δεν ευθύνεται η ξαδέλφη μου. Γυρίζει και κοιτάει κατάματα την αδελφή της. «Θα έρθουμε κατά τις επτά, να έχεις έτοιμο το παιδί και την βαλίτσα του. Να της δώσεις ελαφρό πρωινό, δεν ξέρω αν το στομάχι του συγκρατήσει τα υγρά στις στροφές πάνω στα βουνά.» Ωχ, για μένα μιλάει, εγώ είμαι ‘το παιδί’ στις συζητήσεις των μεγάλων. Μα που θα πάμε; πότε αποφασίστηκε; εμένα γιατί δεν με ρώτησαν αν θέλω να φύγω μαζί με την θεία Ερμιόνη; Η μαμά και ο μπαμπάς συμφώνησαν να φύγω μαζί της;
- Αύριο γυρνάμε στο σπίτι καιρός δεν ήταν; με ρωτάει με χαρούμενη φωνή η θεία Ερμιόνη. Αναρωτιέμαι αν ξέρει πόσο ‘διάφανη’ είναι. Ακόμα κι ένα παιδί μπορεί να δει πόσο παράταιρη είναι η ψεύτικα χαρούμενη φωνή της με το θλιμμένο χαμόγελο. Η θεία μου προσπαθεί απεγνωσμένα να ‘τραβήξει’ τις άκρες των χειλιών σε ένα χαμόγελο ενθουσιασμού, αλλά αυτό που βγαίνει είναι μια γκριμάτσα πόνου, μια μάσκα σαν αυτές που είναι κρεμασμένες στο καθιστικό του σπιτιού των Εξαρχείων, καθόλου ανθρώπινη, καθόλου πειστική. «Σε λίγες μέρες θα έρθουν και η μαμά με τον μπαμπά...».
- Ερμιόνη, γίνεσαι αποκρουστικά ωμή! Δεν χρειάζονται περισσότερες λεπτομέρειες.
Η μία κοιτάζει την άλλη έντονα. Μου θυμίζουν αγριόσκυλα δευτερόλεπτα πριν την μέχρι θανάτου μάχη. Οι θείες μου είναι έτοιμες να επιτεθούν η μία τη άλλη μπροστά σε μένα και την Περσεφόνη αδιαφορώντας για τους προσκεκλημένους στην βιβλιοθήκη. Και μετά τα μάτια της θείας Ερμιόνης βουρκώνουν και πριν το πρώτο δάκρυ κυλήσει στο μάγουλο η αδελφή της την αρπάζει και την σφίγγει στην αγκαλιά της και μένουν και οι δυο να κλαίνε βουβά στην μέση του δωματίου ώρα πολύ.

Έχει σχεδόν σκοτεινιάσει όταν φεύγουν οι προσκεκλημένοι. Σήμερα αν και Δευτέρα κανείς απ’ τους τρεις μας δεν έχει όρεξη να πάει στην πλατεία. Δεν θα ξαναπάω για χρόνια στην πλατεία, ούτε σαν παιδί ούτε σαν έφηβη. Από το επόμενο καλοκαίρι και για εφτά χρόνια το σπίτι στα Εξάρχεια θα είναι άδειο από ενοίκους. Για εφτά χρόνια ο θείος Κόμπυ και η θεία Αθηνά θα χάσουν την Ελληνική υπηκοότητα, θα γίνουν πολιτικοί πρόσφυγες ταξιδεύοντας από χώρα σε χώρα σε Ευρώπη και Αμερική προσπαθώντας να ευαισθητοποιήσουν τους λαούς του κόσμου για τα δεινά που περνάει ο Έλληνας, για την δικτατορία και την καταπάτηση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος στην Ελλάδα. Την επόμενη φορά που θα πάω στη πλατεία θα κυνηγάω τον χρόνο σε κάθε μορφοποίησή του. Την επόμενη φορά που θα πάω στην πλατεία θα έχω χάσει την παιδικότητά μου, θα έχω γεράσει πριν κλείσω τα είκοσι, θα έχω δει τον πόνο και τον θάνατο σε κάθε μορφή του, θα έχω αποτυπώσει τον θάνατο με ένα ‘κλικ’ κάποιας από τις αμέτρητες ‘εξειδικευμένες’ μηχανές μου.
Εκείνο το βράδυ Δευτέρας του Αύγουστου του εξήντα έξι μείναμε οι τρεις μας να μετράμε αστέρια ξαπλωμένοι πάνω σε ‘κουρελούδες’ που είχαμε στρώσει στις πλάκες της αυλής. Κάπου-κάπου ανασηκωνόμαστε για να χώσουμε τα κουτάλια μας σε μια γαβάθα παγωτό-μόκα, ‘παρκαρισμένη’ ανάμεσα σε μένα και τον θείο Κόμπυ, ή να ρουφήξουμε φρεσκοφτιαγμένη πορτοκαλάδα από μια κανάτα μεγάλη σαν νταμιτζάνα με τρία καλαμάκια από μπαμπού. Κι εκεί που από ώρα μετράμε όσα αστέρια έχουν πλανήτες που κατά την γνώμη μας είχαν ή έχουν έστω και υποτυπώδη αν όχι προηγμένη μορφή ζωής, έσκασε η πρώτη πέτρα κοντά στις τριανταφυλλιές. Η δεύτερη ήρθε πιο κοντά ανάμεσα στην κούνια και την σεζ-λόνγκ! Και μετά ακούσαμε την γνώριμη φωνή του μεγαλύτερου ξάδελφου μου του Ανέστη, που ήταν ‘σχεδόν γέρος’ -είχε πατήσει τα τριανταένα!
- Ει, εσείς αστροταξιδιώτες, έχει χώρο ο κήπος για έναν ακόμα ονειροταξιδευτή;
- Τις εί; έκανε την έκπληκτη και ανήξερη η θεία Αθηνά.
- Ουδείς!, απαντά ο Κόμπυ κάνοντας λογοπαίγνιο με το επίθετο του ξαδέλφου μου.
- Ειμί εγώ και κόψτε τα πολλά-πολλά, μέχρι εδώ μοσχοβόλησε η άτιμη η μόκα παγωτό. «Ανοίξτε καλέ την πόρτα σας σε κάποιον πεινασμένο και διψασμένο, ψυχικό θα κάνετε», μιμήθηκε τις γύφτισσες που λυμαίνονταν την Ελλάδα εκείνη την εποχή.
- Άντε, έλα καλό μου, τι περιμένεις και ζητιανεύεις και αλυχτάς σαν κακό σκυλί έξω από την αυλή μου; Ανοιχτή είναι η κυρία είσοδος, πέρνα απ΄ την κουζίνα, πάρε ένα κουτάλι και ένα μπαμπού καλαμάκι, άρπαξε και μια κουρελού από το αποθηκάκι με τα στρωσίδια για την αυλή, και έλα να μας πεις τα νέα αν είναι καλά, και μην πεις κουβέντα αν είναι κακά τα μαντάτα, γέλασε η θεία.
- Πήγα να δω τον θείο Δημήτρη στο νοσοκομείο, ήταν οι πρώτες κουβέντες του Ανέστη. Η θεία η Νανά μου είπε πως η ‘Ερμινόνη’ θα πάρει το παιδί αύριο μαζί της. Καλά, παλαβή είναι η Νανά, βάζει το παιδί σε αμάξι που οδηγεί η βουλευτίνα;
Το τελευταίο σχόλιο μας έκανε όλους να γελάσουμε, εμένα κάπως λιγότερο μιας και σκέφτηκα τους κόμπους που θα δένονταν στο στομάχι μου στις στροφές του Μπράλου.
- Πως είναι ο μπαμπάς μου; ρωτάω με ενθουσιασμό.
- Καλά, καλά, λίγο κουρασμένος ήταν... και μετά πέφτει μια αμήχανη βουβαμάρα ανάμεσα στους ενήλικες.
Κάτι μου κρύβουν, ο μπαμπάς δεν πρέπει να είναι και πολύ καλά. Δεν πρέπει να είναι καλά προς το παρόν δηλαδή, γιατί στο τέλος θα γίνει καλά, το ξέρω, μου δόθηκε η υπόσχεση, δεν την αμφισβητώ, γιατί εγώ έχω εμπιστοσύνη στον Θεό. Ξέρω πως ο μπαμπάς θα γίνει καλά στο τέλος. Θα γίνει το Θαύμα, θα γίνει, μου το υποσχέθηκε και η θεία Κατερίνα , μου το υποσχέθηκε και ο παπα-Κώστας της ενορίας μας. Μα πάνω απ΄ όλους κι α όλα μου το υποσχέθηκε Ο Ίδιος Ο Θεός με εκείνα τα γαλήνια χαμόγελα Του Ιού και των Αγίων Του.

Ήταν αμέσως μετά τα Χριστούγεννα που η μαμά και ο μπαμπάς έφυγαν για την Αθήνα να πάνε στο νοσοκομείο για άλλη μια εγχείρηση τού μπαμπά. Εμένα με φιλοξενεί στο ‘μεγάλο σπίτι’ η οικογένεια της θείας Κατερίνας, δεν μπορώ να πάω στην Αθήνα μιας και έχουν ήδη αρχίσει τα μαθήματα στο σχολείο. Ο μπαμπάς έχει καρκίνο. Γράφω την λέξη με στυλό στην παλάμη μου, -αν και δεν χρειάζεται τόσες φορές που την έχω προφέρει και στον ξύπνιο και στους εφιάλτες μου-, φορώ το βαρύ μου παλτό, τις ψηλές γαλότσες, γάντια και κασκόλ μάλλινα, και βγαίνω στους δρόμους. Οι λίγες πληροφορίες που βρήκα στο λεξικό και στις εγκυκλοπαίδειες για την λέξη καρκίνος (και αρρώστια και τροπικός, αν είναι δυνατόν!), δεν ικανοποίησαν την επιστημονική μου περιέργεια, και σίγουρα δεν ικανοποίησαν την ανάγκη μου να βρω μια απάντηση στον όρο ‘θεραπεία’. Η Δημοτική Βιβλιοθήκη είναι κοντά στο δασάκι στην μέση της πόλης, την έχουμε επισκεφτεί με τον μπαμπά αρκετές φορές όταν ψάχναμε για βιβλία για την Παγκόσμια Ιστορία που δεν είχαμε στο σπίτι. Η Ιστορία και οι χώρες και τα πολιτεύματά τους με κάνουν να χάνομαι ώρες ολόκληρες χωμένη σε κάτι ογκώδεις τόμους που επειδή δεν μπορώ να σηκώσω παρακαλώ την κυρία Αρτεμισία, την βιβλιοθηκάριο, να τους κατεβάσει και να τους μεταφέρει σε κάποιο πάγκο να τους ξεφυλλίσω μέχρι να βρω αυτό που με ενδιαφέρει να διαβάσω. Οι χάρτες και οι φωτογραφίες συμπληρώνουν τις πληροφορίες αν και κάποιες φωτογραφίες είναι τουλάχιστον τρομακτικές ιδιαίτερα όταν είναι φωτογραφίες εφημερίδων που είχαν να κάνουν με πόλεμο και επαναστάσεις. Η φωτογραφική τέχνη είναι άλλο ένα από τα ενδιαφέροντά μου αλλά χρειάζομαι πρώτα μια φωτογραφική μηχανή για να εξασκηθώ. Εδώ και δυο μήνες κάνω οικονομίες από το χαρτζιλίκι μου, αλλά η τιμή μιας φωτογραφικής μηχανής, χωρίς να υπολογίζουμε την τιμή των φιλμς και των φλας είναι αστρονομική. Μπαίνω στο κτίριο της βιβλιοθήκης και η ζέστη από καυσόξυλο που καίει στις πέντε σόμπες της αίθουσας ορμάει από το στόμα και τα ρουθούνια μου προς τα παγωμένα πνευμόνια μου. Εξηγώ βιαστικά τι ακριβώς θέλω να βρω και βλέπω μια αμηχανία στο πρόσωπο της κυρίας Αρτεμισίας. Προφανώς έχει ακούσει για την αρρώστια του μπαμπά μου, όλη η πόλη ξέρει πως ο Δημήτρης Θέος έχει καρκίνο.
- Ίσως να μην είναι πληροφορίες που θα μπορούσες ακόμα να επεξεργαστείς... Χρησιμοποιεί πάντα ένα λεξιλόγιο αθώο και ‘εξ ελαφρών ονύχων’ όταν θέλει να πει «αυτά είναι πράγματα που δεν θα τα συνιστούσα να διαβάσεις ακόμη».
- Α! Έχω την άδεια της μαμάς, απαντώ και κάνω πως ψάχνω τις τσέπες μου για το ενυπόγραφο χαρτί τετραδίου. Εννιά στις δέκα φορές όντως είτε η μαμά, είτε ο μπαμπάς υπέγραφαν ένα μικρό σημείωμα ότι μου επιτρέπουν να διαβάσω για κάποιο θέμα. Την δέκατη φορά, όταν ψάχνω αργά-αργά κάθε τσέπη από δέκα φορές και το ήρεμο αρχικά πρόσωπό μου μεταμορφώνεται σιγά-σιγά σε μάσκα ανυπομονησίας και πανικού, η βιβλιοθηκάριος αποφασίζει πως δεν αξίζει το κόπο να βάλω τα κλάματα προσπαθώντας να εξηγήσω δυνατά πως «μάλλον το έχασα το χαρτάκι στο περίπτερο που σταμάτησα να αγοράσω ‘σοκολάτα αμυγδάλου’, κυρία Αρτεμισία», και να αναστατώσω τους υπόλοιπους αναγνώστες που θα την κοιτούν με ύφος επιτιμητικό που έκανε ένα μικρό παιδί να κλαίει και να παρακαλάει. Η εξάσκηση μπροστά στον καθρέφτη που είχα κάνει κάμποσες φορές: σκούπισμα των κοκκινισμένων από το κλάμα ματιών με το μανίκι της μπλούζας και αμέσως μετά βαθύ και επίμονο ρούφηγμα της μύτης και σκούπισμα της μύτης στο ίδιο μανίκι μία από δεξιά προς τα αριστερά και μία από αριστερά προς τα δεξιά ‘εις διπλούν’, έφερνε πάντοτε το ποθητό αποτέλεσμα. Μια φορά έπαιξα τον ρόλο μπροστά στην βιβλιοθηκάριο και άνοιξαν οι πύλες της γνώσης δια βίου στην Δημοτική Βιβλιοθήκη της πόλης μας. Αλλιώς θα έπρεπε ή να καταλάβω τα ασυνάρτητα για «τις μελισσούλες και τις γύρες» και «νάτο γεννιέται το παιδάκι Ειρηνούλα μου», της μαμάς, ή να περίμενα να κλείσω τα δεκαοχτώ για να διαβάσω φυσιολογία του ανθρώπινου σώματος!
Ο καρκίνος τελικά με τρόμαξε, όχι σαν τροπικός αλλά σαν ασθένεια. Θεραπεία καμία ικανοποιητική. ‘Θεραπεία-ίσως’, ‘πειραματικά στάδια’, ήταν λέξεις όχι πολλά υποσχόμενες... Ο καρκίνος είναι τελικά κακιά αρρώστια, δεν είναι μαγουλάδες που σε βασανίζουν και μετά αφού γιάνεις σου έχει μείνει μόνο η κακιά ανάμνηση.
Έφυγα από την βιβλιοθήκη με περισσότερες απορίες και αμφιβολίες απ όσες είχα πιο πριν. Στο μυαλό μου ερχόταν ξανά και ξανά η τελευταία φράση που είχα διαβάσει. Την είχε πει ο δόκτωρ Παπανικολάου και ήταν εντυπωσιακή: «Δεν πρέπει να χάνουμε την εμπιστοσύνη μας στην επιστήμη και Τον Θεό. Εκεί που πιστεύουμε πως δεν υπάρχει φως στο τέρμα του τούνελ, ένα Θαύμα ανατρέπει κάθε υλιστική άποψη...».
Η λέξη ‘Θαύμα’ ξαφνικά απέκτησε οντότητα και όγκο στις σκέψεις μου. Και σαν απάντηση στις απορίες μου περί θαυμάτων και υλοποίησής τους βρέθηκα να περπατώ στον δρόμο που στο τέρμα του ήταν κτισμένος ο Μητροπολιτικός Ναός της πόλης μας. Αν δεν είναι αυτό Θαύμα τι είναι άραγε; Εκεί που το μυαλό μου μελετούσε την λέξη Θαύμα σαν έννοια και σαν πράξη, στο τέρμα του δρόμου μου βρίσκεται μια εκκλησία! Η απάντηση στις προσευχές μου είναι ένας δρόμος που δεν έχει έξοδο, έχει διέξοδο. Το τέρμα του δρόμου που βαδίζω είναι ο Οίκος του Θεού... Και όχι όποια κι όποια εκκλησία, αλλά ο Μητροπολιτικός Ναός, το Παλάτι Του Θεού, όχι ένα από τα άλλα φτωχότερα Σπίτια Του!
Σπρώχνω ευλαβικά την βαριά κεντρική είσοδο, “Αχ! Θεέ μου, ακόμα και οι Πύλες του Παλατιού σου είναι βαριές σαν τις αμαρτίες μας”, και βρίσκομαι στο εσωτερικό το Ευλογημένο από τον Δημιουργό των πάντων. Οι πολυέλαιοι φωτίζουν κάθε τέμπερα Αγίων, δεκάδες κεριά αναμμένα να δακρύζουν μπρος στις Ιερές Εικόνες, και εγώ να παρακαλώ με το κεφάλι σκυμμένο αλλά με δυνατή φωνή για το Θαύμα που θα έδινε Πνοή Ζωής στον άρρωστο με διάχυτο καρκίνο γεννήτορά μου. Κι όταν τα δάκρυά μου στερεύουν και τολμώ να κοιτάξω την εικόνα Της Παναγιάς βλέπω τόση Αγάπη, τόση Κατανόηση, και Την Υπόσχεση. Κι όλοι οι Άγιοι χαμογελούν κι Εκείνοι απ΄ τις Σεπτές Εικόνες Τους, και ο Χριστούλης-Θείο-Μωρό Ευλογεί χαμογελαστός κι΄ Εκείνος, και για μια στιγμή νομίζω πως πετά φωτιές και συρρικνώνει εκείνους τους καρκινικούς όγκους που κατάτρωγαν το σώμα του πατέρα μου.
Εκείνη η Μέρα, εκείνη η Στιγμή, κι΄ εκείνος ο Ιερός Τόπος υπέγραψαν το Συμβόλαιο ανάμεσα σε μένα και το Θείο για την πραγματοποίηση του Θαύματος.
- Που λείπεις τόσες ώρες; με τρόμαξες, έβαλε τις φωνές η θεία Κατερίνα. Μου έβγαλε βιαστικά το χιονισμένο παλτό, τα γάντια, το κασκόλ και τις γαλότσες και τα έβαλε πάνω στα ηλεκτρικά σώματα στην κουζίνα που «δίνουν πιο ισορροπημένη ζέστη από τις σόμπες με τα καυσόξυλα και τα πετρέλαια που βρωμοκοπάνε». Δυο φορές τηλεφώνησε η μαμά σου απ΄ την Αθήνα και δεν ήξερα τι δικαιολογίες να της πω. Πήγα και στην Βιβλιοθήκη και η Αρτεμισία μου είπε πως είχες φύγει εδώ και δυόμισι ώρες! Που ήσουν με τέτοιο καιρό, ανησυχώ κι΄ εγώ κι΄ ο θείος σου!
- Στην αρχή πήγα στην Βιβλιοθήκη και μετά βρέθηκα στην Μητρόπολη. Θεία Κατερίνα ο Χριστούλης μου υποσχέθηκε πως θα κάνει Θαύμα και ο μπαμπάς θα γιάνει.
- Αφού στο υποσχέθηκε ο Χριστούλης Ειρηνούλα μου...
- Εσύ πιστεύεις στα Θαύματα;
- Και ποια είμαι εγώ να τα αμφισβητήσω;
- Έχεις δει ποτέ σου Θαύμα;
- Νομίζω πως ναι, το ότι επιβιώσαμε και στην διάρκεια του πολέμου και μετά, ήταν Θαύμα καλό μου. Ο κόσμος πεινούσε, ο κόσμος πέθαινε, κι εμείς επιβιώσαμε, σχεδόν όλοι αν εξαιρέσεις την θεία σου την Αλεξία που...
Η θεία μου συνέχισε να μου διηγείται ιστορίες από την Κατοχή, αλλά εγώ είχα αγκιστρωθεί από παραδοχή της πως η επιβίωση της οικογένειάς μας ήταν αποτέλεσμα πραγματικού Θαύματος.
Από εκείνη την ημέρα πρωί-πρωί, -αφού με έφερνε και ο δρόμος για το σχολείο-, επισκεπτόμουν το καταφύγιο της ψυχής μου. Το μεσημέρι, και πάλι ο δρόμος με έφερνε, πότε πηγαίνοντας σε κάποιο μάθημα Αγγλικών, Γαλλικών, ή πιάνου. Αργά το απόγευμα είχα πάντα χρόνο, κι αν δεν είχα, έβρισκα για την απαραίτητη επίσκεψη στον Μητροπολιτικό Ναό της πόλης. Κεράκι το πρωί, κεράκι το μεσημέρι, κεράκι αργά το απόγευμα. Και όχι απ΄ τα φτηνά κεράκια, τα κίτρινα. Άσπρο κεράκι, από τα καλά, τα ακριβά.

Επτά και δέκα κατέφτασε η θεία «έξι ψήφοι-μια θέση». Από τις έξι ξύπνια, ντυμένη, καλοχτενισμένη, ταϊσμένη ελαφρά γιατί το πέρασμα του Μπράλου δεν είναι παίξε-γέλασε, με το βαλιτσάκι μου έτοιμο περιμέναμε με την θεία Αθηνά και τον θείο Κόμπυ την κυρία-βουλευτίνα να με παραλάβει ‘πακέτο’. Η θεία Αθηνά δεν σταματάει να βρίσκει ευκαιρίες να με αγκαλιάζει. Ο αποχωρισμός είναι δύσκολος και για τους τρεις μας. Εδώ και μισή ώρα έχουμε καθίσει σφιχταγκαλιασμένοι σε μια βαθιά πολυθρόνα όλοι μαζί χωρίς να μιλάμε πολύ. Κι όταν μιλάμε λέμε πράγματα ανούσια γιατί θέλουμε να καλύψουμε την ουσία: Αποχωριζόμαστε ποιος ξέρει για πόσο καιρό, θα μου λείψουν και θα τους λείψω.
- Στην εξωτερική θήκη της βαλίτσας σού έβαλα κάνα δυο βιβλία, το τελευταίο μυθιστόρημα του Κόμπυ, και καμιά εικοσαριά φιλμς έγχρωμα και διπλάσια ασπρόμαυρα, το ξέρω πως τα προτιμάς. Φλας θα βρεις ανάμεσα στα διπλωμένα ρούχα σου. Σου πήρα και σορτσάκια απ αυτά που σου πάνε, ότι χρώμα βρήκα το πήρα απ΄ την μπουτίκ της ‘Εβανζελί’, -της κυρά-Βαγγελιώς από την Λαμία που με το που πούλησε δυό χωράφια κληρονομιά στο χωριό ήρθε και άνοιξε μαγαζί με παιδικά στα Εξάρχεια και αυτο-βαφτίστηκε Εβανζελί! Α! Ναι! Και μπλουζάκια με τις ρίγες τις οριζόντιες τις λεπτές. Βρήκα κι΄ από δαύτες σε διάφορους συνδυασμούς. Θα χρειαστείς κάτι να ‘τσιμπήσεις’ στον δρόμο...
Και πριν προφτάσω να την ευχαριστήσω μου χώνει στην τσέπη την βαθιά του παντελονιού μου κάμποσα χιλιάρικα! Χιλιάρικα;! Είσαι καλά θεία Αθηνά;! Με τόσο χαρτονόμισμα ζει μια οικογένεια σαν βασιλιάδες-τσιγγάνοι για μήνες! Πάω να διαμαρτυρηθώ και μου βάζει το δείκτη στο στόμα. «Σους», μου κάνει, «είναι από τον Κόμπυ κι΄ εμένα».
Κι΄ ύστερα καταφτάνει ο σίφουνας η θεία-βουλευτίνα. Τα ξαδέλφια μου με το ένα μάτι κλειστό και το άλλο ακόμα μισόκλειστο. Γρυλίζουν κάτι σαν ‘καλημέρα’ και μετά από τόση προσπάθεια να αρθρώσουν μια λέξη επιτρέπουν τον εγκέφαλό τους να ‘κατεβάσει ρολά’ και πάλι και να πέσουν σε ελαφρύ λήθαργο. Κάθομαι στην πίσω δεξιά θέση, δίπλα απ΄ την ξαδέλφη μου και πίσω από τον ξάδελφό μου. Τελευταία φιλιά από την ‘θείτσα’ και τον ‘θείτσο’, η βαλίτσα μου ξαπλώνει στο πορτ-μπαγκάζ και οι δυο θείες μου αγκαλιάζονται και γίνονται ένα. Αποχωρίζονται και η θεία Ερμιόνη κάθεται στην θέση του οδηγού. «Ωχ!» αναστενάζουμε οι τρεις υπόλοιποι στο αμάξι και συνειδητοποιώ πως κανείς από τους τρεις μας δεν το κάνει για πλάκα. «Βρουμ-βρουμ» απαντάει η θεία χαμογελώντας πάλι με το προσποιητά ανάλαφρο χαμόγελο, εκείνο της μάσκας-πόνος, και ξεκινάμε. Γυρνώ πίσω και κουνάω το χέρι σε αποχαιρετισμό. «Γεια σας, γεια σας, σας αγαπώ πολύ» λέω σχηματίζοντας τις λέξεις με τα χείλη, χωρίς φωνή. Νιώθω ένα κόμπο στον λαιμό μου, τα μάτια μου υγραίνονται, είμαι έτοιμη να κλάψω, ίσως να είναι η πρώτη φορά που θέλω να κλάψω με πράσινα δάκρυα, δάκρυα διαφορετικά, δάκρυα σπάνια, δάκρυα για δυο σπάνιους ανθρώπους. Χαμογελάω όμως, καταπίνω τα δάκρυα και τον πόνο του ‘αντίο’, και ενώ συνεχίζω να χαιρετώ με το αριστερό μου χέρι, φέρνω το δεξί στα χείλη και τους στέλνω φιλιά. Συνεχίζω τα σιωπηλά «γεια σας, γεια σας, σας αγαπώ πολύ» και τα φιλιά ακόμα κι όταν έχουμε στρίψει στην Στουρνάρα και δεν τους βλέπω και δεν με βλέπουν πια.
Πίσω μας η πλατεία χωρίς τους φίλους μου που δεν ξέρουν πως είναι φίλοι μου, δεν πρόφτασα να τους το πω, δεν πρόφτασα να τους χαιρετήσω. Αποφασίζω πως από δω και πέρα στην ζωή μου δεν θα αφήσω ξανά ‘ανοιχτούς λογαριασμούς’ με όποιους αγάπησα. «Γεια σου κι εσένα πλατεία, και σένα σ΄ αγάπησα, και τον πολύχρωμό σου κόσμο τον αγάπησα, θα μου λείψετε...».
Μετά αφήνω τον εαυτό μου να κλάψει βουβά για μπόλικη ώρα. Η θεία και τα ξαδέλφια μου κάνουν πως δεν βλέπουν, δίπλα μου η Περσεφόνη λαγοκοιμάται με μάτια κλειστά. Κι΄ ύστερα απλώνει δειλά το δεξί της χέρι και αγκαλιάζει τους ώμους μου. Διακρίνω μια υγρή υποψία πίσω από τα κλειστά βλέφαρα, αλλά δεν χρειάζεται να πούμε τίποτα. Γέρνω στον ώμο της και σκύβει το κεφάλι της πάνω στο δικό μου...
Φτάνουμε στο ‘μεγάλο σπίτι’ λίγο μετά τις δυο. Έχουμε σταματήσει μια-δυο φορές, μια στον Λεβέντη για καφέ και αναψυκτικά και μια μετά τα βουνά να αγοράσουμε ‘χαλβά της Μπούλας’. Η θεία Κατερίνα μας περιμένει με αγωνία, τα άλλα δυο ξαδέλφια μου ο Άβελ και η Θεανώ, που έχουν γυρίσει από ένα ολόκληρο εικοσαήμερο διακοπών στον Πλαταμώνα περιμένουν πως και πως τον Νικόδημο και την Περσεφόνη. Ο Άβελ και η Θεανώ σπουδάζουν κι εκείνοι στην Αθήνα και είναι κοντά στην ηλικία με τα άλλα δυο ξαδέλφια μου. Κάνουν παρέα και οι τέσσερις και έχουν κοινούς φίλους. Με το που πατάμε πόδι στο έδαφος αρπάζουν από ένα ποδήλατο και φεύγουν όλοι μαζί χτυπώντας σε χαρούμενο χαιρετισμό τα κουδουνάκια ‘ντριν, ντριν, ντριιιιιιιν’ για να συναντήσουν τους υπόλοιπους φίλους στο δασάκι στο κέντρο της πόλης.
Μένω με τις δυο θείες μου, ουσιαστικά κάθομαι μόνη στην αυλή με παγωμένο καρπούζι και τυρί φέτα σ΄ ένα πιάτο, κάτω από τον πλάτανο που φύτεψε κάποτε ο Γιάρεκ Δημήτριεφ ο προπάππος μου από τους Βλαχότοπους της Ρουμανίας. Οι δυο θείες μου έχουν κλειστεί στο καθιστικό και μιλάνε με σιγανές φωνές. Τις κοιτώ απ΄ το παράθυρο, και για μια στιγμή νομίζω ότι βλέπω πίνακα ζωγραφικής. Γυρνούν, με κοιτούν και χαμογελούν αφηρημένα. Μετά ακούω να χτυπά το τηλέφωνο, και οι δυο θείες πετάγονται σαν να τις χτύπησε ηλεκτροπληξία. Βλέπω την θεία Κατερίνα να κρατά το ακουστικό όρθια δίπλα από το τραπεζάκι του τηλεφώνου. Το χέρι της τρέμει, τρέμει ολόκληρη, δίνει το ακουστικό στην αδελφή της και κάθεται στην πρώτη καρέκλα που βρίσκει κοντά της. Κρύβει το κεφάλι στα χέρια της και το σώμα της τραντάζεται από αναφιλητά. Η θεία Ερμιόνη μιλάει για λίγο στο ακουστικό, κλείνει το τηλέφωνο, σκουπίζει τα μάτια της, και χτυπάει με την γροθιά της τον τοίχο. Συνεχίζει την ίδια κίνηση σαν υπνωτισμένη μέχρι που η μεγαλύτερη αδελφή τής αρπάζει στον αέρα την ματωμένη στους κόμπους γροθιά που λερώνει τον άσπρο τοίχο. Μετά γυρίζουν και με κοιτούν και πάλι.
Κάποιο λάθος έχει γίνει, κάποιος σας κάνει φάρσα. Μην με κοιτάτε με ένοχο ύφος, κακόγουστη φάρσα είναι, ψέμα είναι, λάθος είναι. Έχει υπογράψει Συμβόλαιο ο Χριστούλης και όλοι του οι Άγιοι, Συμβόλαιο μπροστά στην Μητέρα. Υπόσχεση Θαύματος μου έδωσε, κατακεραυνώνει και συρρικνώνει εκείνους τους καρκινικούς όγκους που κατατρώνε το σώμα του πατέρα μου πρωί-μεσημέρι-βράδυ, κάθε μέρα, μήνες τώρα. Μην με κοιτάς με ένοχο ύφος θεία Κατερίνα, εσύ δεν μου έλεγες πως γίνονται Θαύματα; Θέλω το δικό μου το θαύμα, μου το υποσχέθηκε, το υπόγραψε με χαμόγελα ο θεός και ο γιός του και οι άγιοι του, το δικαιούμαι το θαύμα, το πλήρωσα με ακριβά άσπρα κεράκια, το πλήρωσα με προσευχές από τα τρίσβαθα της ψυχής μου. Σας πλήρωσα με τα γόνατά μου να τρίβονται στα παγωμένα πλακάκια της μητρόπολης από την είσοδο μέχρι την εικόνα του χριστού. Σας πλήρωσα με την εμπιστοσύνη μου πως μπορείτε να κάνετε το θαύμα. Σας πλήρωσα με την εμπιστοσύνη μου πως υπάρχετε, πως δεν είστε μόνο ζωγραφιές με ασήμι και χρυσάφι αγορασμένο με το τίμημα των ακριβών άσπρων κεριών που άναβα μπροστά σας να σάς κρατούν συντροφιά στα σκοτάδια όταν ο διάκος έσβηνε τους αστραφτερούς πολυέλαιους.
Κοιτώ τον ουρανό, εκεί που κοιτούσα κάθε φορά και τα πουπουλένια συννεφάκια σχημάτιζαν εικόνες που γαλήνευαν την ψυχή μου. Εκεί δεξιά ο Αι Δημήτρης πάνω στο άτι του που λάβωνε το φίδι, λάβωνε τον διάχυτο καρκίνο που είχε δαγκώσει τον πατέρα μου. Λίγο πιο δίπλα, να εκεί, φαίνεται καθαρά ο Ιός να Ευλογεί και να γιάνει τις πληγές, δες το φωτοστέφανό του φτιαγμένο από ακτίνες του ήλιου του Ηλιάτορα που βουτάνε μέσα από διάσπαρτα συννεφάκια. Και Νάτος, Θεόρατος, ο Γέρος ο Σοφός, Αυτός που υπάρχει παντού, Αυτός που διοικεί το σύμπαν, δεν Τον βλέπεις; γεμίζει τον ουρανό ολόκληρο!
Κοιτώ τον ουρανό και δεν υπάρχει ούτε ένα σύννεφο... Μήνες τώρα έχει να βρέξει στον Θεσσαλικό κάμπο. Μήνες τώρα, ζέστη αφόρητη, ανομβρία και ξεραΐλα που έχει κάψει τα σπαρτά και κάνει τα ζώα να ψοφάνε από δίψα. Κοιτώ τον ουρανό και δεν βλέπω κανέναν άγιο, κανέναν ιό, κανέναν θεό είτε πραγματικό είτε φτιαγμένο από σύννεφα. Κοιτώ τον ουρανό και η Υπόσχεση διαλύεται στην Κόλαση της Ανυπαρξίας.
Στην αρχή άρνηση της αλήθειας, -δεν μπορεί να μην υπάρχει έστω κάποιος Θεός. Ύστερα έκπληξη, -δεν υπάρχει, δεν υπήρξε, εγώ τον είχα ανάγκη, εγώ τον δημιούργησα. Και μετά θυμός, και μετά θυμός άκρατος. Όχι ενάντια σε κάποιο Θεό, πως μπορείς να θυμώσεις ενάντια σε κάποιον ή κάτι που δεν υφίσταται; Θυμός ενάντια στον εαυτό σου τον ίδιο που σε απέτρεψε από το να ακούσεις ότι η Λογική Λέγει.
Κοιτώ τον ουρανό και ο ήλιος μου καίει τα μάτια. Δεν υπάρχει τίποτα στον ουρανό να κρεμαστώ να με ανεβάσει σε παράδεισους. Το δεξί μου χέρι αρπάζει τον βαφτιστικό μου σταυρό σε μια ύστατη προσπάθεια ανανέωσης του Συμβολαίου. Αγγίζω ένα κρύο τίποτα, ένα κρύο, νεκρό τίποτα. Σπάω τη αλυσίδα τραβώντας τον σταυρό μακριά απ΄ την καρδιά μου και τον κοιτώ ανάμεσα στα δάχτυλά μου κάτω απ΄ τον ήλιο. Κοιτώ τον ουρανό, και ο ήλιος μου καίει τα μάτια. Τινάζω το χέρι μου προς τον ουρανό, κάνοντας σπονδή προς τον ήλιο το χρυσάφι που κρατώ. Αλυσίδα και σταυρός ταξιδεύουν σε πορεία ανοδική. Μακάρι να είχα την δύναμη να φτάσουν τόσο κοντά στον ήλιο που να λιώσουν και να πέσουν και πάλι στη γη σαν χρυσά δάκρυα...
Από το ραδιόφωνο στο τραπέζι της αυλής ακούω την φωνή της παρουσιάστριας ειδήσεων:
«Η ώρα είναι Τρίτη μεσημβρινή»...

No comments: