5. Οικογένεια Δημητρίου -- γ. Κορίτσια, κορίτσια, και ...κορίτσια

Ο πιτσιρίκος έφτασε στις αποθήκες Δημητρίου μούσκεμα απ΄ την βροχή και τον ιδρώτα μετά το τρεχαλητό. Στάθηκε έξω απ΄ το γραφείο των δυο αδελφών, έβαλε τα χέρια του χωνί στο στόμα, και φώναξε με όση δύναμη είχαν τα πνευμόνια του.
- Κυρ΄ Άβελ, κυρ΄ Άβελ, η κυρά η κοιλοπονούσα γεννάει όπου να ΄ναι, λέει η μάνα μου!
Η μάνα του, ήταν η καλύτερη μαμή της περιοχής, κι ήξερε καλά την δουλειά της και πότε να ειδοποιεί τους πατεράδες να σπεύσουν πριν της ώρας.
- Άντε κύρη, βιάσου, μέχρι να φτάσεις στο κονάκι σου θα ΄χει γεννηθεί και θα ΄χει γεράσει το μωρό. Πω, πω, πως ούρλιαζε η κυρά Θεανώ.
Ο Άβελ πετάχτηκε φορώντας την κάπα του στον λασπωμένο δρόμο. Έβρεχε του σκοτωμού, μέρες τώρα. Ευτυχώς είχαν προφτάσει να μαζέψουν τα καπνά και τώρα τα ξεδιάλεγαν οι εργάτες στις αποθήκες. Ο πιτσιρίκος, ξεκίνησε πρώτος το τρέξιμο της επιστροφής.

Το σπιτικό του Άβελ δεν ήταν μακριά απ΄ το μαγαζί του πεθερού του. Στην πραγματικότητα δεν ήταν ένα μόνο οίκημα. Ήταν το πατρικό, το σπίτι που έχτισε ο πατέρας του ο Γιάρεκ-Γιώργος όταν έφτασε η φυλή του στην Ελλάδα. Οι υπόλοιποι αδελφοί μετακόμισαν με τελευταίο τον Μανώλη που του έδωσαν τα πεθερικά του προίκα ένα διώροφο για την μοναχοκόρη τους. Έτσι το ‘μεγάλο σπίτι’ έμεινε να κατοικείται από την οικογένεια του ΄Αβελ. Υπήρχε το σπίτι του αφεντικού, -που ζούσε με την γυναίκα του-, με πολλά υπνοδωμάτια και τραπεζαρίες και καθιστικά και μια τεράστια κουζίνα. Λίγο πιο πέρα ήταν το πλυσταριό, που οι πλύστρες έπλεναν σε σκάφες και σιδέρωναν με σίδερα που έκαιγαν με κάρβουνο. Ακόμα πιο πέρα υπήρχαν τα ‘σπίτια’, οικοδομήματα που φιλοξενούσαν το υπηρετικό προσωπικό και τις οικογένειές τους. Τέλος υπήρχαν και οι στάβλοι για τα ζώα, μακριά όμως απ΄ το κυρίως οίκημα, εκεί που έμενε το αφεντικό με την γυναίκα του και τις έξι κόρες τους. Ούτε μια, ούτε δυο, ούτε τρεις, έξι κόρες ζωή να ΄χουν.
Μόλις έκλεισε χρόνο ο γάμος τους και η Θεανώ είχε κιόλας ετοιμάσει τον πρώτο απόγονο. Έλα όμως που στον δρόμο ξεστράτεψε και γεννήθηκε κορίτσι. Η κυρ΄ Αθηνά, η μάνα της μόνο που δεν μαυροφόρεσε. Αφού έσκασε απ΄ το κακό της που είδε να γεννιέται κοριτσάκι, βγήκε απ΄ το δωμάτιο σε θλίψη μεγάλη λες και πενθούσε. Ο κυρ΄ Χρήστος και ο Παντελής έκαναν παρέα στον Άβελ, έξω απ΄ το υπνοδωμάτιο του ζευγαριού.
- Αχ!, θρήνησε η γιαγιά, αχ! τι έπαθε το κοριτσάκι μου!
Ο Άβελ πετάχτηκε τρομαγμένος. Εγκυμονούσες πέθαιναν για ψύλλου πήδημα εκείνη την εποχή. Του ανέβηκε η πίεση, αναψοκοκκίνισε, και μετά άρχισε να κιτρινίζει επικίνδυνα.
- Τι έπαθε η Θεανώ μου;
Η Αθηνά έπεσε στην αγκαλιά του σχεδόν λιπόθυμη.
- Κορίτσι καλέ, να τι έπαθε! τσίριξε η πεθερά με απελπισία.
- Είναι καλά η γυναίκα μου, είναι καλά το μωρό;
Η Αθηνά γούρλωσε τα μάτια, και βρυχήθηκε με μια φωνή σαν ο έξω από δω να κατέλαβε το σώμα της.
- Τι μωρό ρε; Κορίτσι σου λέω!
Κάπως έτσι έκανε η Κατερίνα την είσοδό της στην ζωή, ‘alla grande’, και με θρήνους!
Η γέννηση της Ερμιόνης, της δεύτερης κόρης, βασίστηκε στο ίδιο μοτίβο, αλλά αυτή την φορά η Αθηνά λιποθύμησε στην αγκαλιά του γαμπρού.
Η Αλεξία, η τρίτη κόρη παρά λίγο να σκοτώσει την γιαγιά της. Η μαμή άνοιξε απότομα την πόρτα. «Ελάτε να μαζέψετε την λιγοθυμισμένη», είπε με κατανόηση, δείχνοντας την Αθηνά φαρδιά-πλατιά στα πόδια του κρεβατιού.
Όταν έφτασε η σειρά της Νανάς, της τέταρτης κόρης, να γεννηθεί η κυρ΄ Αθηνά έμεινε στο σπίτι της να περιμένει τα νέα. «Ωχ!» βόγγηξε ο κυρ΄ Χρήστος μόλις έμαθε το φύλλο του νεόφερτου μωρού, «ποιος ακούει την Αθηνά και ποιος υπομένει τις κρίσεις της!»
Κι όσο ο Άβελ και η Θεανώ μεγάλωναν και χαίρονταν τις κόρες τους, τόσο η Αθηνά μαράζωνε. Όχι πως δεν αγαπούσε τις εγγονές της, μετά από κάθε ‘δυστύχημα’, ξεπερνούσε το σοκ και λάτρευε τα κορίτσια με όλη της την καρδιά. Τα νανούριζε με τα πιο γλυκά τραγούδια, και τις παρότρυνε όταν βρίσκονται στην αγκαλιά του ύπνου και παίζουν στα πόδια του καλού Χριστούλη, να τον παρακαλούν να τους στείλει στην γη έναν αδελφούλη, μακάρι και δυο. Κι ο Χριστούλης, που κάνει τις χάρες σ΄ όλον τον καλό κόσμο, αλλά που ή έχει πρόβλημα με τα ακουστικά του, ή έχει μεγάλο φόρτο εργασίας με τις προσευχές που παραλαμβάνει και αργεί να τις μελετήσει, έστειλε στις τέσσερις αδελφούλες διπλή παρέα: Δυο δίδυμες αδελφές! Έστειλε και στην Αθηνά ένα ελαφρύ εγκεφαλικό γιατί Του πρόσβαλε τον Πατέρα, την Μάνα, κι όλους τους Αγίους και τις Αγίες της Εκκλησίας, Ορθόδοξης και Καθολικής. Τ΄ άκουσε κι ο Πάπας της Ρώμης μιας και ήταν ο μόνος εν ζωή αντιπρόσωπος του Χριστούλη, και είμαι σίγουρη πως αν η κυρ΄ Αθηνά, η προγιαγιά της Ειρήνης, ήξερε τον Βούδα, θα τον είχε συγυρίσει και κείνο παρέα με τον «Αλαλάχ των Βρωμότουρκων, μακριά από μας.»
Επειδή μετά από το διπλό κακό που βρήκε την κυρ΄ Αθηνά, όλοι φοβήθηκαν πως θα μετανάστευε γρήγορα στον Δημιουργό της, έδωσαν το όνομά της στο ένα κορίτσι και το όνομα της Μάιρας, της άλλης γιαγιάς, -της μητέρας του Άβελ- στο άλλο. Από κείνη την ‘αποφράδα’ (‘από φοράδα’ κατά την κυρ΄Αθηνά ), μέρα της διπλής γέννας, το αγαπημένο ζευγάρι έπαψε ακόμα και να ονειρεύεται μια ακόμα προσπάθεια για αρσενικό διάδοχο που θα μπορούσε να στείλει την μάνα της Θεανώς στο τάφο! Άλλωστε τους είχε προειδοποιήσει με τον γνωστό τρόπο του μονολόγου εμπλουτισμένου με ερωταπαντήσεις.
Ενώ η Μάιρα ήταν όπως όλες οι άλλες αδελφές της, -ξανθιές και μελαχρινές-, ένα χαρούμενο κοριτσάκι, η Αθηνά απέκτησε από τους πρώτους μήνες της ζωής της το παρατσούκλι που στην αρχή ψιθύριζαν κρυφά μεταξύ τους οι πλύστρες, μετά το άκουσαν οι αδελφές της, και τέλος όλο το υπόλοιπο υπηρετικό προσωπικό: το ‘μαϊμούλι’. Κανείς όμως δεν τόλμησε να το πει μπροστά στον Άβελ και την Θεανώ. Ο τελευταίος κόκκυγας της σπονδυλικής στήλης της Αθηνάς ήταν μακρύτερος απ΄ ότι στους άλλους ανθρώπους, σαν ουρά που ξέχασε το DNA να κόψει όπως κάνει στο ανθρώπινο είδος εδώ και χιλιετίες. Ήταν ένα μικρό λαθάκι της φύσης, που δεν ήταν άλλωστε ιδιαίτερα ορατό στο παιδί, αλλά η Αθηνά η νεότερη, για την άνεσή της έμαθε να κάθεται ελαφρά γερμένη στον ένα μηρό και ανεβάζοντας το άλλο πόδι πάνω απ΄ το γόνατο. Μια κίνηση που χρόνια αργότερα έγινε το σήμα κατατεθέν και πρόκληση του θηλυκού στο αντίθετο φύλλο. Αυτή την κίνηση που πέρασε στο θέατρο και τον κινηματογράφο της λεγόμενης ‘χρυσής εποχής’ η Αθηνά Δημητρίου. Το ‘μαϊμούλι’ ποτέ δεν έκλαψε σαν μωρό, γκάριζε σαν συναχωμένος γάιδαρος πιο μπάσα κι απ’ το μπάσο. Αυτή η μπάσα φωνή, η σχεδόν αντρική, που τραγούδησε με τον πιο ερωτικό τρόπο τραγούδια που αγάπησε η πατρίδα της και όλος ο κόσμος. Το ‘μαϊμούλι’ σκαρφάλωνε σε δέντρα και κεραμίδια, και αυτή της η ευελιξία την βοήθησε να μπορεί να χορεύει ότι έβλεπε και ότι σχεδίαζε στο μυαλό της. Το ‘μαϊμούλι’, το ασχημόπαπο, με το πολύ σκούρο δέρμα, είχε τόσο υποκριτικό ταλέντο που έφτασε να είναι από τις ελάχιστες Ελληνίδες Ιέρειες της Υποκριτικής Τέχνης που έγινε διεθνές αστέρι, και την ερωτεύτηκαν βαρόνοι, κροίσοι, κι ένας Γάλλος πρόεδρος.

Κι εκεί που όλοι είχαν πιστέψει πως «μέχρι εδώ και μη παρέκει, όσα παιδιά έκανε ο κυρ΄ Άβελ, έκανε», η Θεανώ ξανάμεινε έγκυος. Προσπάθησε να το κρατήσει μυστικό όσο μπορούσε απ΄ την μάνα της, αλλά εκείνη η κοιλάρα, που μπορεί να είχε πάλι δίκροκα κορίτσια, δεν κρυβόταν. Τρεις μήνες τώρα η μάνα της την φαρμάκωνε με τα λόγια, και τους αναστεναγμούς σαν κοίταγε την κοιλιά της κόρης της.
- Αχ! κοριτσάκι μου μονάκριβο, αν κάνεις, -που θα κάνεις-, πάλι κορίτσι, τέλειωσες, καταστράφηκες, έβγαλες τα μάτια σου με τα ίδια σου τα χέρια. Ξέρεις τι του μένει πια του Αβελούκου να κάνει... Ο καημένος, όχι πως θα το θέλει, αλλά τι να κάνει; Ότι κι όλοι οι άντρες στην θέση του θα κάνει. Ποιος θα μείνει στο πόδι του με τέτοια περιουσία; Θα βρει μια ‘μετρέσα’, θα της κάνει κάνα δυο αγόρια, και θα στα φέρει εδώ τα μπαστάρδικα να τα μεγαλώνεις εσύ και να ταΐζεις την μάνα τους την παλιό πουτάνα!
Η Θεανώ δεν ήξερε πια αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει με τα καμώματα της μάνας της. Στην αρχή, γελούσαν με τον Άβελ, αλλά κάποια στιγμή εκείνος αγριεύτηκε και μούγκρισε: «Θα της πω καμιά κουβέντα της μάνας σου».
- Μάνα σταμάτα, δεν είναι τέτοιος ο Άβελ, φτάνει πια μ΄ αυτή την απειλή της μετρέσας!
- Ωχ! τι έπαθα η καημένη εγώ, από πούθες πήρες και όλο μουνογεννάς βρε κόρη; Εγώ, γέννησα δυο γιους στον πατέρα σου, τον γλύκανα. Ε! του ΄κανα μετά και μια κόρη για βάσανο. Αμαρί, ξέρεις τι προίκες πρέπει να δώσει ο έρμος να τα ξεφορτωθεί απ΄την πλάτη του τόσα κορίτσια; Μην κοιτάς που αυτός σε πήρε ‘ξεβράκωτη’, είναι χαζός και σ΄ αγάπησε, κι αν δεν έστελνε τα προικιά σου και τις λίρες ο πατέρας σου στο σπίτι σου, ακόμα στο δικό μου θα αράχνιαζαν! Νισάφι παιδάκι μου με το κοριτσομάνι που γεννάς, άλλαχτο το σχέδιο!
Που να ΄ξερε η κυρ΄ Αθηνά πως ο πατέρας και το σπέρμα του είναι ο υπαίτιος του φύλλου του παιδιού. Αν τολμούσε εκείνη την εποχή να πει κανείς κάτι τέτοιο, δεν ξέρω αν τον έκαιγαν στην πυρά σαν όργανο του ‘έξω από δω’, σίγουρα όμως θα έτρωγε πολύ ξύλο. Στο κάτω-κάτω τι στην ευχή ξέρουν αυτοί οι επιστήμονες καλύτερα απ΄ τις γριές που αιώνες τώρα έφτιαχνα τα ‘πουτσομάτζουνα’; Για να γεννήσει αγόρι μια γυναίκα, έπρεπε να μασάει τουλάχιστον ένα πουτσομάντζουνο την ημέρα για τις πρώτες σαράντα μέρες. Αν γεννούσε κορίτσι, πάει να πει πως δεν ξεκίνησε την ‘θεραπεία’ αμέσως από την πρώτη μέρα της εγκυμοσύνης. Και μην τολμούσες να το μασάς από πριν δεν έπιανε λέει το γιατρικό και μπορεί να έφερνε και αντίθετα αποτελέσματα και να γεννούσες μόνο κορίτσια μετά. Όλα αυτά τα κόλπα τα ΄ξέρουν οι γριές και τους τα ΄χε δασκαλέψει η ‘μάμα’ τους, -η πνευματική τους μητέρα στην εκπαίδευση παρασκευής μαντζουνιών-, κι εκείνες τις είχαν δασκαλέψει οι δικές τους μάμες, και η μαντζουνοπαρασκευή και τα ξόρκια που έπρεπε να λένε όταν τα ‘ζύμωναν’ είναι στα Αρχαία Ελληνικά γιατί όλα τα άφησε προφορικά από γενιά σε γενιά ο Ασκληπιός.
Κάτι τέτοιες στιγμές η Θεανώ έδινε συγχαρητήρια νοερά στον εαυτό της που επέλεξε να ενώσει την ζωή της με του Άβελ. Ο καλός και τρυφερός της άντρας που μόνο αγάπη είχε γι΄ αυτή και τα κορίτσια τους, όταν κάποιος εργάτης τόλμησε να αποκαλέσει την μελαχρινή, όσο και η Ινδή προγιαγιά της Αθηνά, ‘μαϊμούλι’, άστραψε και βρόντηξε. Τον πέταξε κι αυτόν και την οικογένειά του έξω απ΄ τις αποθήκες με τα καπνά καταδικάζοντάς τους σε ντροπή μέχρι που έφυγαν για άλλα μέρη. Ο Άβελ λίγες μέρες μετά το περιστατικό ένιωσε πως συμπεριφέρθηκε σαν κολίγας και μετάνιωσε πικρά. Από τότε φρόντιζε να βρίσκει ευκαιρίες να βοηθάει φτωχό κοσμάκη χωρίς τυμπανοκρουσίες, ακόμα και στα κρυφά. Και ο Θεός που βλέπει την ψυχή την μετανιωμένη, έσωσε την οικογένειά του από την πείνα και τον αφανισμό στα δύσκολα χρόνια που θα ερχόταν και θα χτύπαγε την πόρτα κάθε οικογένειας. Το καλό που έκανε σαν είχε πολλά, φύτρωσε και έδωσε καρπούς και ξεπληρώθηκε με καλό σαν είχε λίγα η Θεανώ και τα παιδιά της όταν εκείνος έφυγε απ΄ τον γήινο κόσμο... Όλα με την σειρά όμως, ακόμα ήταν η εποχή του πλούτου και της χαράς.

Ο λασπωμένος δρόμος γλιστρούσε, μα ο Άβελ έτρεχε πίσω στο σπιτικό του, εκεί όπου η λατρεμένη του Θεανώ γεννούσε μάλλον άλα δυο κορίτσια.
Το πρώτο κλάμα ακούστηκε λίγα λεπτά αφού πέταξε την κάπα του στην πλάτη μιας πολυθρόνας και έστριψε τσιγάρο. Σε λίγο ακούστηκε και δεύτερο. Δυο μωρά, και κλάματα δυνατά, γεμάτα υγεία. Δόξα τω Θεώ τα παιδιά του ήταν θηρία στην υγειά τους. Ακόμα και η Αθηνά, που την είχε τρομάξει στην αρχή την Θεανώ εκείνο το κόκαλο το τελευταίο το μεγάλο, ήταν μια χαρά. Είχαν φύγει κρυφά για μια βδομάδα και πήγαν στην Αθήνα σε γιατρό, που τους καθησύχασε. Παιδιά σαν την Αθηνά γεννιόντουσαν σ΄ όλο τον κόσμο, σπάνια βέβαια, αλλά ούτε θα πέθαινε, ούτε άρρωστο ήταν το κοριτσάκι. Όσο για την φωνή-γκάρισμα ο γιατρός γέλασε, και τους είπε πως το παιδί δεν έδειχνε να έχει νοητική ή όποια άλλη καθυστέρηση.
Η μαμή βγήκε αναψοκοκκινισμένη και χαμογελαστή. Άπλωσε το δεξί χέρι πρώτα, με την παλάμη να κοιτά το ταβάνι, μετά το αριστερό και κείνο με τον ίδιο τρόπο σηκωμένο.
- Ασήμωσε κυρ΄ Άβελ να σου πω για τα παιδιά σου!
- Είναι καλά τα κορίτσια;
- Ξέρω γω καημένε; Τα πήρε η Κατίνα και τα πήγε στην μάνα τής κυράς σου να μην τήν ακούν να σκούζει. Εγώ έχω οχτώ ώρες κλεισμένη εκεί μέσα ξεγεννώντας δυο αγόρια. Άντε κυρ΄ Άβελ να σου ζήσουν, σου κάνει γερά παιδιά η κυρά Θεανώ. Άι να πάω και γω στο σπίτι μου να μαγερέψω στον άνδρα και στα παιδιά μου. Θα τα ξαναπούμε στην άλλη γέννα!
Γελώντας ακόμα με την έκπληξη που είδε στα μάτια του, τον αγκάλιασε και τον φίλησε σταυρωτά.
- Έι, στάσου να σε ασημώσω, Μαριγώ! Πέρνα κι απ΄ την κουζίνα να πάρεις φαγητό για την οικογένειά σου, να ξαποστάσεις λίγο, και να περνάς να σε βλέπουμε.
- Στ΄ αγόρια δεν πλερώνομαι!
Γύρισε, του χαμογέλασε, υποκλίθηκε, και κίνησε για την κουζίνα. “Μεγάλος άρχοντας ήταν ο κυρ΄ Άβελ ο Δημητρίου, γεννημένος άρχοντας όχι μόνο στα ‘έχητα’, -την περιουσία του-, αλλά και στην καρδιά.”
Η Θεανώ ήταν σχεδόν κοιμισμένη, εξουθενωμένη από το οχτάωρο κοιλοπόνεμα και την διπλή γέννα. Ίσα που τον κατάλαβε να έρχεται σιμά της. Η Κατίνα, που την είχε μεγαλώσει από τότε που ήταν νεογέννητο, ήταν εκεί, δίπλα της, ήταν πάντα εκεί σε κάθε γέννα. Για την Θεανώ και τον άντρα της, η Κατίνα ήταν μέλος της οικογένειας, ήταν μισή μάνα. Μιλούσε ελάχιστα μπροστά στον Άβελ, κι αυτό όταν της το ζητούσαν.

Η Κατίνα, ήταν ένα από τα μπάσταρδα κορίτσια ενός πλούσιου της περιοχής, αλλά ήταν τυχερή στην ατυχία της. Από εφτά χρονών την πήρε η κυρ΄ Αθηνά στο σπίτι της για δουλάκι, όταν την βρήκε χαράματα έξω από το μαγαζί τους μια κρύα χειμωνιάτικη μέρα. Χιόνιζε εδώ και μέρες, ο κόσμος έβγαινε από τα σπίτια του μόνο για τα απαραίτητα, και η κυρ΄ Αθηνά που ήταν λεχώνα στον Θεόφιλο, καθόταν ώρες σε μια πολυθρόνα δίπλα απ΄ το παράθυρο. Είδε την μικρή φιγούρα, με ρούχα παλιά και λερωμένα και αναρωτήθηκε ποια μάνα αφήνει το παιδί της να τριγυρνάει έτσι στους δρόμους. Η μάνα της Κατίνας είχε δέκα μέρες πεθαμένη, και δεν εμφανίστηκε κανείς να αναλάβει την μικρή. Μια γειτόνισσα που έφερνε στην άρρωστη μάνα και την κόρη ένα πιάτο φαΐ, αποφάσισε να την πάρει στο σπίτι της την τρίτη μέρα. Την τέταρτη μέρα ο άντρας της βίασε στο ορφανό μέρα-μεσημέρι, το ξυλοκόπησε, και το πέταξε έξω από το σπιτικό του στο κρύο και στο χιόνι, και είπε στην γυναίκα του που έλειπε στης μάνας της σαν γύρισε, πως το έπιασε το μπαστάρδικο να κλέβει αυγά. Η Κατίνα, έξι μέρες τριγυρνούσε στους δρόμους, βιασμένη, δαρμένη και νηστική. Όσο την κρατούσαν τα πόδια της, περπατούσε, και όταν πρηζόταν και δεν άντεχε άλλο καθόταν όπου έβρισκε. Τις τελευταίες δυο μέρες είχε για στέκι της το μαγαζί του Χρήστου, γιατί ήταν περιοχή που είχε κόσμο που περνούσε, και κάποιο παιδάκι τής γειτονιάς της έδωσε μια φέτα ψωμί με λάδι και ζάχαρη. Την δέκατη μέρα κατάλαβε ότι δεν θα την έβγαζε την νύχτα, και αποφάσισε να πεθάνει κάτω απ΄ το παράθυρο της κυράς που καθόταν στο παράθυρο και την έβλεπε να τραγουδάει στο μωρό της. Δεν άκουγε τα τραγούδια, αλλά η εικόνα την γαλήνευε, θυμόταν την δική της μάνα να της τραγουδά νανουρίσματα. “Αχ! μάνα πως έκλεισες τα μάτια και δεν τα ξανάνοιξες. Μάνα κρυώνω, μάνα πεινάω, μάνα πεθαίνω, φοβάμαι, έλα να με πάρεις...”
Η Αθηνά ξύπνησε απότομα. Αφουγκράστηκε στο σκοτάδι μην έκλαιγε το μωρό της. Ο Χρήστος κοιμόταν δίπλα της, το μωρό ανάμεσά τους, η ανάσα του ήρεμη, ανάσα κοιμισμένου μωρού. Έκλεισε τα μάτια και άκουσε πάλι την φωνή που την ξύπνησε: «Κάτω απ΄ το παραθύρι σου πεθαίνει το παιδί μου». Πετάχτηκε τρομαγμένη, σκούντηξε τον Χρήστο δυνατά, και παρ΄ όλο που το ΄χε συνήθεια να κάνει μεγάλους προλόγους πριν μπει στο κυρίως θέμα, αυτή την φορά του είπε λίγα:
- Κάτω απ΄ το σπίτι μας πεθαίνει ένα παιδί. Κατέβα και φέρτο να το σώσουμε...
Η Κατίνα μίλησε μετά από μήνες, όλοι νόμιζαν πως ήταν μούτικο παιδί, μουγγό. Κρυβόταν στις φούστες της Αθηνάς και κοιμόταν στο πάτωμα από την πλευρά του κρεβατιού της. Το βράδυ την έβαζαν σε κρεβάτι, το πρωί την έβρισκαν στο δωμάτιό τους στο πάτωμα. Και κάποιο πρωί η Αθηνά ξύπνησε και ο Θεόφιλος δεν ήταν πλάι της. Η Κατίνα, -τότε την έλεγαν το ‘Χριστουγεννιάτικο δώρο απ΄ το πουθενά’ αφού δεν ήξεραν ούτε το όνομά της-, δεν ήταν στην συνηθισμένη της θέση στο πάτωμα. Η Αθηνά πετάχτηκε αλαφιασμένη, με τον τρόμο πως η Κατίνα έκλεψε το μωρό της, ή το σκότωσε, ή ότι άλλο θα μπορούσε να κάνει μιά βασανισμένη ψυχή πάνω σε στιγμή τρέλας, έτσι κι αλλιώς δεν έμοιαζε να είναι στα συγκαλά της. Την βρήκε στην κουζίνα, το τζάκι αναμμένο, και τα κούτσουρα να βγάζουν εκείνο τον ήχο τον πρόσχαρο και να πετούν σπίθες. Η Κατίνα, σε μια καρέκλα καθισμένη με τον Θεόφιλο να αναπαύεται στην αγκαλιά της, έναν Θεόφιλο ήδη πλυμένο και αλλαγμένο να έχει μπλέξει το δεξί του χεράκι στα μαλλιά του κοριτσιού και να της γελά με γέλιο καρκαριστό, και εκείνη να του σιγοτραγουδάει νανουρίσματα. Η Αθηνά τους πλησίασε και της χάιδεψε το πρόσωπο.
- Μια μέρα θα μου πεις τον πόνο σου, ε; Ξέρω πως θα μου πεις, και θα σου πω και γω για μένα, δεν ήμουν πάντα έτσι ευτυχισμένη... Εμείς τα θηλυκά πονάμε πολύ και πάντα σκύβουμε το κεφάλι, μα ο Θεός τα βλέπει, και μας δίνει δύναμη, και προχωράμε το μονοπάτι μας. Δεν είμαι κακιά, πολυλογού είμαι, αλλά δεν χτύπησα ποτέ άνθρωπο ούτε με τα λόγια, ούτε με τα χέρια. Και συ δεν έχεις κανένα στον κόσμο, αν είχες δεν θα με ξύπναγε η μάνα σου να σε πάρω να σε σώσω.
Η Κατίνα έκανε χρόνια να ξεπεράσει τον τρόμο που την κυρίευε σαν έβλεπε άντρα. Ακόμα και τον Χρήστο φοβόταν και φρόντιζε να μην μένει στο ίδιο χώρο μαζί του αν δεν υπήρχε και άλλο άτομο. Και ο Χρήστος δεν ήταν χαζός, έψαξε και βρήκε την αλήθεια. Σχεδόν ένα χρόνο αργότερα φώναξε την γυναίκα του στο μαγαζί, την κάθισε στην μεγάλη καρέκλα πίσω από τον πάγκο, πήρε ένα σκαμνί και κάθισε και κείνος στα πόδια της και της είπε τι είχε ανακαλύψει.
- Ε! καλά, εγώ τα ξέρω μήνες τώρα Χρήστο μου!
- Και γιατί δεν μου ΄πες τίποτα βρε Αθηνά;
- Άκου να σου πω κυρ΄ Χρήστο, εγώ κουτσομπόλα δεν είμαι, γλωσσοκοπάνα είμαι. Και ένα να ξέρεις, όποιος τολμήσει και μου πειράξει την Κατίνα θα του βγάλω τα μάτια, θα τον σκίσω σαν χασέ, αυτό να πεις στους υπαλλήλους σου!
Η Κατίνα επίσημα ήταν το ‘δουλάκι’ της οικογένειας, και η Αθηνά κάθε τόσο την μάλωνε και την αποκαλούσε κούτσουρο και ακαμάτα, αλλά και τα δικά της τα παιδιά τα στόλιζε συχνά-πυκνά με ότι της έβγαινε πρόχειρο στο στόμα. Άλλωστε η Κατίνα ήταν άλλη μια κόρη, η πρώτη κόρη που την γέννησε άλλη γυναίκα για να την χαρίσει στην Αθηνά, απλά το παιδί άργησε λιγάκι να βρει το σπίτι του. Όταν έφτασαν τα πρώτα προξενιά η Αθηνά κορδώθηκε σαν γύφτικο σκεπάρνι στην προξενήτρα.
- Κοίτα κυρά, εγώ κι ο άντρας μου της Κατίνας της κάναμε σιγά-σιγά και προίκα, έτσι ξεβράκωτο το κορίτσι δεν το δώνω. Κι αν ξέρεις είναι και προκομμένη, να την δεις να κεντάει και να πλέκει να ζαλιστείς από την γληγοράδα της. Είναι και ομορφούτσικη, και όσο που την δίνω να την παντρέψω, μου σπαράζει η καρδιά. Αλλά τι να κάμω η έρμη που το υποσχέθηκα στην μάνα της την συχωρεμένη να το καλοπαντρέψω το κορίτσι της; Γι αυτό να τον δει ο Χρήστος μου τον γαμπρό ν΄ αποφασίσει.
Τον είδε ο Χρήστος, του άρεσε, και μίλησαν της Κατίνας. Μόνο που δεν πήγε να πεθάνει απ΄ τον φόβο της.
- Μη καλέ κύρη, μη με πετάς απ΄ το σπίτι σου, εδώ θέλω ν΄ αποθάνω. Ποιος καλέ θα μεγαλώσει τα παιδιά σου; Η κυρά είναι έγκυος πάλι, ποιος θα την βοηθάει;
- Δεν θέλεις να κάνεις οικογένεια και παιδιά; Να περιμένουμε μήπως μας έρθει άλλος γαμπρός; Βρε μπας και θέλεις κανένα, να τον πιάσουμε τον άνθρωπο να του στείλουμε προξενιό;
- Και οικογένεια έχω, και παιδιά έχω, να εδώ σιμά σας, τι ξοδεύω μωρέ και με πετάτε;
- Αχά, βόγκηξε ο Χρήστος, τι χούγια είναι αυτά βρε Κατίνα! Ποιος σε πετάει καλό μου; Να βρεις άντρα πολεμάμε!
- Δεν θέλω άντρα, είναι βρωμιάρηδες, της ξέφυγε.
Ο Κυρ΄ Χρήστος έκανε νόημα στην γυναίκα του να κλείσει την πόρτα να μην ακούνε τα παιδιά του και της μίλησε όπως ένας πραγματικός πατέρας θα παρηγορούσε την κόρη του.
-Κατίνα, δεν είναι όλοι οι άντρες σαν τον πατέρα που σε παράτησε, ούτε σαν τον γείτονα που σ΄ έδειρε. Κι άλλα πολλά σου έκαμε ο άτιμος και τα πλήρωσε η φαμελιά του, γιατί ο Θεός σε βλέπει όταν αμαρτάνεις, και σκορπάει τιμωρίες εκεί που πονάς. Το παλικάρι που σε ζήτησε είναι καλός κι αυτός και το σόι του. Καπνεργάτης είναι, θα δουλεύεις και συ εδώ όσες μέρες μπορείς, και όλα τα ρούχα σας και τα υφάσματα σας τζάμπα θα τα έχετε από μας. Γιατί βρε σου φτιάξαμε προίκα, να την έχεις να την κοιτάς, και να την χαίρεσαι μαγκούφα;
Έτσι η Κατίνα παντρεύτηκε τον Μηνά τον Κοντό, και πήγε να ζήσει μαζί με τα πεθερικά της, μιας και ο άντρας της ήταν μοναχοπαίδι, και δεν υπήρχε λόγος να ανοίξουν δικό τους σπίτι. Κυριακή πρωί παντρεύτηκε η Κατίνα, Τρίτη πρωί ανέβηκε τις πίσω σκάλες του σπιτιού της Αθηνάς. Την είδε που έβγαλε το παλτό της και το κρέμασε στον καλόγερο πίσω απ΄ την πόρτα της κουζίνας, και της κόπηκε η χολή.
- Τι κάνεις μωρή εδώ;
- Μην αρχίζεις τις πολυλογίες κυρ΄ Αθηνά, μην μου τρως τον χρόνο μου εμένα κυρά γλωσσοκοπάνα με δίπλωμα, τι κάνεις καλέ εφτά η ώρα το πρωί με ψοφόκρυο χωρίς το τζάκι αναμμένο; Αλλά πως να το ανάψεις με την κοιλιά στα μάτια; Εκεί που μ΄ είχες ανάγκη σε παράτησα και γω η σκύλα η κακιά.
Η Αθηνά κοιτούσε με φρίκη μια Κατίνα κατ΄ εικόνα και καθ΄ ομοίωση της κυράς της! Χώρια το καινούριο ‘χούι’ που κόλλησε να της βγάζει και γλώσσα το ‘σκατό το πατημένο’ που το μεγάλωσε, και το προίκιωσε! “Και τι στο καλό ήρθε πίσω; Αχ, αχ, μάλλον το έδωσα σε σκάρτο το κοριτσάκι μου, και γύρισε στην φωλιά της.”
- Είσαι καλά Κατίνα μου; Μάνα μου εμένα μη με φοβάσαι, να μου πεις να σε πάρουμε πίσω.
Η Κατίνα γύρισε και την κοίταξε, και η καρδιά της Αθηνάς πήγε στον τόπο της. Σπάνια το ‘δουλάκι’ γελούσε, αλλά ακόμα και τότε έβλεπε μια μελαγχολία να της σκεπάζει το βλέμμα. Και το βλέμμα που της έριξε εκείνο το πρωινό η Κατίνα ήταν αλλιώτικο, η ματιά της πιο φωτεινή, η φωνή της πιο γλυκιά.
- Κυρά, όλα αυτά τα χρόνια δεν ήξερα πως να σε φωνάζω μέσα μου. Απ΄ έξω σε έλεγα ‘κυρά’ και είχε τακτοποιηθεί ‘ποια ήταν τι’. Αίμα μου δεν είσαι, το δουλικό σου είμαι. Όλα αυτά απ΄ έξω, για τους άλλους, να βλέπουν να έχω σέβας και να μην ξεπερνώ τα όρια. Μα κι από μέσα μου δεν είχα ξεκαθαρίσει πως να σε φωνάζω. Για μάνα μου είσαι πολύ νέα να μ΄ έχεις κόρη, μάνα είχα, την θυμάμαι. Για ‘κυρά’ δεν είσαι αρκετή, ούτε σε φοβάμαι, ούτε με δέρνεις πιότερο απ΄ ότι τα αγόρια που γέννησες. Κι έτσι αποφάσισα χωρίς την άδειά σου να σε φωνάζω αδελφή μου, από μέσα μου όμως κυρά να μην σε προσβάλλω μπροστά σε άλλους. Κι έτσι χτες βράδυ του είπα τού Μηνά πως θα ΄χω τύψεις να σ΄ αφήσω χωρίς βοήθεια, κι εκείνος μου είπε πως είμαι γλυκιά σαν ζάχαρη και πως τέτοια γυναίκα ήθελε, συμπονιάρα. Κι έτσι, σήμερα με το που μας ξύπνησε ο Θεός, κίνησε εκείνος για την δουλειά του, κι εγώ για την δική μου. Και να σου πω κυρά; Εκεί που χώριζαν οι δρόμοι μας και έπρεπε να πάω εγώ ζερβά και κείνος ίσα, έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο, και μου χάιδεψε την πλάτη, κι εγώ δεν σκιάχτηκα όπως με τους άλλους άντρες...
Οι δυο γυναίκες αγκαλιάστηκαν και ο Χρήστος τις βρήκε έτσι αγκαλιασμένες να κλαίνε, λίγα λεπτά αργότερα που ανέβηκε αναστατωμένος σαν είδε από μακριά την Κατίνα να στρίβει την γωνία τέτοια ώρα το πρωί και με τέτοιο κρύο.
- Εσύ δουλειά δεν έχεις; τον αποπήρε η γυναίκα του ρουφώντας την μύτη της δυνατά. Άντε άσε μας να κλάψουμε στην ευτυχία μας!
Κατεβαίνοντας την πίσω σκάλα ο Χρήστος υποσχέθηκε στον εαυτό του, πως κάποια μέρα θα τις έκοβε το κεφάλι αυτές τις δυο. Έπιασε τον εαυτό του να μονολογεί, και να κάνει ερωταπαντήσεις και θόλωσε το μυαλό του. “Ρε, λες να ΄ναι κολλητικό και να γίνω σαν την Αθηνά;” αναρωτήθηκε και τον έπιασαν τα γέλια, γέλια χαράς. “Η Κατίνα έπεσε σε καλά χέρια και έλεγε τα καθέκαστα στην χαζή την δική μου και κλαίνε από χαρά. Και γω ο χαμένος τώρα κατάντησα γυναικούλα και μου ΄ρχεται να κλάψω και γω. Άμε στον γεροδιάολο κυρ’ Αθηνά, να δέκα φάσκελα και συ Κατίνα να μην στα χρωστάω!”
Η Κατίνα γεύτηκε την απόλυτη ευτυχία για ένα χρόνο. Έχασε τα πεθερικά και τον Μηνά από φθίση μέσα σε πέντε μήνες. Τρεις τάφους για τους νεκρούς της άνοιξε και έκλεισε η Κατίνα, τρεις τάφους γι΄ ανθρώπους κι έναν τέταρτο για την καρδιά της. Η Αθηνά και ο Χρήστος ήταν δίπλα της όλο αυτό τον καιρό, και μετά την κηδεία του άντρα της, την πήραν με το ζόρι πίσω στο σπίτι γιατί φοβήθηκαν ότι θα πέθαινε από μαρασμό.

Ο Άβελ κάθισε στο κρεβάτι και χάιδεψε το μέτωπο της γυναίκας του. Πλησίαζε στα τριάντα και ήταν μια γυναίκα που τα είχε γευτεί όλα. Γονείς κι αδελφούς που την αγαπούσαν και τους αγαπούσε, έναν άντρα που την λάτρευε, και οκτώ παιδιά.
- Τι έγινε Θεανούλα μου; Κουράστηκες;
- Λίγο, λιγάκι, απάντησε κι αποκοιμήθηκε.
Η αγαλλίαση της ψυχής της γλύκαινε τα χαρακτηριστικά της. Ο Άβελ ένιωσε ένα αλλόκοτο φόβο. Μπορεί τόση ευτυχία να κρατήσει για πάντα; Όλα του ερχόταν καλύτερα απ΄ ότι ήθελε και ήλπιζε. Φοβήθηκε πως τόσο καλό που τον περιτριγύριζε, θα το ζήλευε κι ο ίδιος ο Θεός. Ξάπλωσε δίπλα απ΄ την κοιμισμένη σύντροφό του, την αγκάλιασε, αγκάλιασε και τα δυο μωρά πλάι της, και της φίλησε τον κρόταφο. Ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο της, κι εκεί στα πόδια του κρεβατιού είδε την από χρόνια πεθαμένη μάνα του να στέκεται και να τους παρατηρεί. Ανακάθισε κι έμεινε να την θωρεί έκπληκτος. Φοβήθηκε πως αν έσπαζε την περίεργη σιωπή, θα εξαϋλωνόταν, θα την έχανε.
- Ψυχή μου, παιδί μου αγαπημένο, την άκουσε να του μιλά με μια φωνή τόσο γνώριμη και τόσο ξεχασμένη, σε θέλω τόσο πολύ για παρέα μου. Όλη η ζωή ένα ταξίδι είναι, ένα γλέντι σε τόπους και εποχές. Σαν το αγριόχορτο που όσο ξεραίνεται, τόσο πιο πολύ ευωδαίνει. Σαν το νερό του ποταμιού που δεν γυρίζει πίσω...
- Τι θες να μου πεις μάνα; Δεν σε καταλαβαίνω.
- ...Σαν το σύννεφο που γίνεται βροχή, κι εκείνη σύννεφο πάλι... Τα μικρά μου, τα δίδυμα τα παιδιά μου θα σκοτώσουν και θα σκοτωθούν...
Κι έτσι ξαφνικά η Μάιρα εξαφανίστηκε, αφού προειδοποίησε για την τύχη των αδερφοκτόνων, αφήνοντας τον Άβελ σε σύγχυση.
Κάποιος που ασχολείται με παραψυχολογίες και όλα αυτά τα περίεργα, θα έλεγε ίσως πως την στιγμή εκείνη της πρώτης επαφής με τους δίδυμους γιους του, το πνεύμα του απελευθερωμένο από το σώμα στην διάρκεια του ύπνου, συνάντησε το πνεύμα της λυπημένης μάνας δυο άλλων διδύμων, των αδελφών του, την ίδια του την μάνα. Όταν όμως ο Άβελ το εξομολογήθηκε λίγες μέρες αργότερα στην Θεανώ, ορκιζόταν πως δεν είχε κλείσει τα μάτια του ούτε για μια στιγμούλα.

Στα δίδυμα αγόρια έδωσαν τα ονόματα των δύο παππούδων, έτσι στην οικογένεια Δημητρίου προστέθηκαν ο Γιώργος και ο Χρήστος. Η κυρ΄ Αθηνά ξανάνιωσε, γέλασε το χειλάκι της και αφιερώθηκε στην προσφιλή της τακτική: Τραγούδι και νανούρισμα. Κάτι που συμφωνούσαν και οι δυο Γαλλίδες νταντάδες, δώρο, -αν είναι δυνατόν-, του μεγαλύτερου αδελφού Στάικου που τα μυαλά του ήδη είχαν πάρει αέρα ‘εις τας Βασιλικάς Αυλάς’ όπου σύχναζε. Προσέλαβε τις δυο αδελφές που προηγουμένως εργαζόταν για μια Γερμανική οικογένεια που επέστρεψε στην πατρίδα γιατί δεν τους ‘έπιασε το κλίμα’ στην Αθήνα. Οι Γαλλιδούλες όμως ήθελαν να μείνουν λίγο καιρό ακόμα στη Ελλάδα που τις είχε γοητεύσει και αποφάσισαν να ψάξουν για δουλειά σε μια ‘αξιοπρεπή οικογένεια’. Έστειλε λοιπόν ο θείος Στάικος τις δυο Γαλλίδες αδελφές, για να μάθουν τα κορίτσια Γαλλικά και καλούς τρόπους. Έστειλε και ένα αρχοντικό μαύρο πιάνο με ουρά, να μάθουν πιάνο οι κόρες του αδελφού του σαν πριγκιποπούλες. Η Αθηνά -το μαϊμούλι- φυσικά δεν έχασε ευκαιρία. ‘Ξεπατίκωσε’ κινήσεις, και προφορά, διόγκωσε κάποιες αστείες πτυχές του χαρακτήρα των ‘δασκάλισσων’, προσθέτοντας στο τέλος κάθε δυο τριών προτάσεων ένα Ελληνοπρεπέστατο ‘ρε’ με το ΄ρ΄ να προφέρεται με τον γνωστό Γαλλικό ήχο, και δημιούργησε πολλά χρόνια αργότερα τον κλασικό θεατρικό μονόλογο ‘Pauline et Αngelique, rε!’

No comments: