10. Η Ειρήνη κι εγώ 2

- Σε κούρασα ε; Πλήθος, ζωντανοί άλλοι, κι άλλοι πεθαμένοι. Μύθοι που μπλέκουν με αλήθειες, σφιχταγκαλιασμένα, γαντζωμένα το ’να με τ΄ άλλο έτσι που να μην ξεχωρίζεις την αλήθεια από το μύθευμα.

Φοιτητικό καφενείο, αρχές κάποιας δεκαετίας προς το τέλος του εικοστού αιώνα. Απ’ τα τζάμια των παραθύρων τα γεμάτα αχνούς απ’ ανθρώπινες ανάσες, κοιτώ την χιονισμένη πόλη. Χιονίζει απ’ το πρωί, αρχίζει να σκοτεινιάζει. Πλησιάζουν Χριστούγεννα, τα μαγαζιά ανοικτά μέχρι αργά το βράδυ, πολύχρωμα φωτάκια αναβοσβήνουν, φωτεινά χαμόγελα που σκίζουν τα πέπλα της νύχτας.
Η Ειρήνη ανοίγει μια απ’ τις βαλίτσες που κουβαλάει σχεδόν μόνιμα μαζί της. Μέσα στις βαλίτσες της φωτογραφικές μηχανές, φακοί, μπαταρίες, φλας. Πετάει πάνω στο μαρμάρινο τραπεζάκι ένα μάτσο φωτογραφίες έτσι όπως ένας παλαίμαχος αρχιστράτηγος θα παρουσίαζε τα μετάλλιά του.
- Τις μαζεύω από μικρό παιδί, λες κι ήξερα από τότε που γεννήθηκα πως αυτό θα ’κανα σ’ όλη την ζωή μου.
Πάνω στο τραπέζι μπρος μου, εικόνες του χτες, στιγμές του χτες αποκομμένες απ’ την ροή του χρόνου. Κιτρινισμένες, ξεθωριασμένες, σαν πτώματα διατηρημένα στην φορμόλη που κάποιος τα τιμώρησε να μην σαπίσουν ποτέ. Σαν έμβρυα δύσμορφα, κλεισμένα σε γυάλες σ΄ ένα μουσείο τρόμου, που τα σκοτεινά του υπόγεια έχουν δικαίωμα να τα επισκέπτονται μόνο λίγοι, εκλεκτοί, μυημένοι…
- Αυτός είναι ο πατέρας μου !...
Ένας άνδρας όχι πάνω από είκοσι πέντε, ομορφάντρας, ζωσμένος, τ’ άρματα, αντάρτης.
-Κι εδώ !...
Ένα παλικαράκι, με μαθητικό πηλήκιο. Μου χαμογελάει μ’ εκείνο το αιώνιο χαμόγελο των φωτογραφιών.
-Κι εδώ !...
Ο ίδιος άνδρας, ξυρισμένος, με κουστούμι. Απόκομμα εφημερίδας, φωτογραφία μέσα σε δικαστική αίθουσα. Τον φρουρούν στρατιώτες, οι δικαστές αξιωματικοί, άρα είναι στρατιωτικό δικαστήριο, στρατοδικείο. Ο Δημήτρης Θέος κοιτά κατ’ ευθείαν τον φακό, ένα χαμόγελο ειρωνείας, μάτια που «καίνε», το δεξί φρύδι ελαφρά ανασηκωμένο, πρόσωπο-αμφισβήτηση. Ολοφάνερα ταλαιπωρημένος, κι όμως, δηλώνει και πάλι ‘παρών’.
- Τον έλεγαν καπετάν πρίγκιπα ! Εδώ στο στρατοδικείο...
- Κι εδώ αγορεύει στο δικαστήριο ! Ήταν δικηγόρος ο πατέρας μου...
Ο καπετάν πρίγκιπας, δικηγόρος πια, απευθύνεται στον πρόεδρο. Το αριστερό χέρι αναπαύεται στο σημείο της καρδιάς, το δεξί να δείχνει τον Εσταυρωμένο πάνω από την έδρα. Το σώμα τεντωμένη χορδή τόξου, ολόκληρος ένα βέλος την στιγμή της εκκίνησης, χρόνος αποκομμένος από την φυσική του ροή.
- Κι εδώ με τον Sandro Calabrese, τον ‘κυρ Ντεμέτριο’ !
Οι δυο άνδρες καθισμένοι σε ένα παγκάκι σε κήπο γελούν, γελούν με τα μάτια, γελούν με το στόμα. Τέλη της δεκαετίας του εξήντα. Πρώτη φορά βλέπω φωτογραφία που να «μυρίζει» αιώνιο ‘τώρα’. Ξαφνικά νομίζω πως θα σηκώσω τα μάτια και θα τους δω καθισμένους απέναντί μου ακόμα αγκαλιασμένους, ακόμα να γελούν. Οι τοίχοι του καφενείου γίνονται διάφανοι, στέκομαι απέναντί τους ακούω τα γέλια τους, δεν χιονίζει πια, είναι άνοιξη, ο ήλιος με χτυπάει κατάματα, σηκώνω το δεξί χέρι πάνω απ’ τα μάτια...
- Εγώ την ‘τράβηξα’, είναι από τις πρώτες μου φωτογραφίες !
Η φωνή της ίσα που ακούγεται, σχεδόν ντροπαλή. Έπρεπε να το καταλάβω, ένιωσα ξαφνικά άβολα, λες και η φωτογραφία μου έκαιγε τα χέρια. Μετά σαν να έκανα μια πράξη ανίερη που κρατούσα στα χέρια μου μια από τις πρώτες φωτογραφίες μιας πασίγνωστης, πολυβραβευμένης δημοσιογράφου. Ο Δημήτρης και ο ‘Ντεμέτριο’ και γω μυσταγωγός σ’ ένα φοιτητικό καφενείο στα μέσα ενός Δεκέμβρη που χιόνιζε πολύ...
- Ο πατέρας μου στις αφηγήσεις ήταν πολύ παραστατικότατος! Είχα ένα κούκλο, τον ‘αγκαγκάγκα’, ήταν ένας πάπιος, ντυμένος με μπλε ναυτικό κουστούμι, φορούσε ένα στραπατσαρισμένο καπέλο, μπλε κι αυτό, κι όλος ο υπόλοιπος ήταν κίτρινος, με κίτρινο αστείο ράμφος και μια γλωσσίτσα κατακόκκινη να σε περιπαίζει. Ήταν από πλαστικό, ένα γυαλιστερό πλαστικό, -τώρα που το καλοσκέφτομαι πρέπει να ήταν ο Donald Duck. Ακόμα ζει και βασιλεύει καθισμένος στο κρεβάτι μου στο πατρικό μου, μόνο που το ένα του το μάτι έχει σβήσει απ’ την πολυκαιρία, φορτωμένος δαγκωματιές στο ράμφος και στις τεράστιες πατούσες του. Η μάνα μου λέει πως όταν έβγαζα τα πρώτα δόντια, τον δάγκωνα με λύσσα και επαναλάμβανα μανιασμένα «αγκαγκάγκα» άπειρες φορές μέχρι που μ’ έπιανε ο ύπνος. Θυμάμαι, αμυδρά, τον εαυτό μου να τον σφίγγω με άπειρη λατρεία και να του λέω τα βάσανα της ζωής μου κάθε φορά που κολλούσα μαγουλάδες, ερυθρά, ή ότι διάβολο-αρρώστια παθαίνει κάθε παιδάκι της προσχολικής ή πρώτης σχολικής ηλικίας.
Η μάνα μου, η Νανά, μου ’χωνε αγανακτισμένη ένα θερμόμετρο στο στόμα γιατί ήξερε τι θα τραβούσε με μένα άρρωστη, και γω ‘μπουκωμένη’ και ανίκανη να επαναστατήσω παρακαλούσα «πες μου ιστορίες απ τον πόλεμο, μπαμπά ! Πες μου γιατί αλλιώς θα σου κάνω ‘ντένι-ντένι-ντένι’».
Μπρος στην απειλή ενός βάρβαρου ‘ντένι-ντένι-ντένι’ από την άκαρδη κόρη, ο πατέρας μου πεταγόταν σαν άσχημα λαβωμένος στο στήθος από την άκρη του κρεβατιού μου, τιναζόταν μια δεξιά μια αριστερά, μετά ξανακαθόταν στο κρεβάτι μου άτσαλα, και τύλιγε με τα χέρια το κεφάλι του σαν να ήθελε να το προστατέψει από κάποιο αόρατο εχθρό. Το ‘ντένι-ντένι-ντένι’ ήταν ένα βασανιστήριο που ξεπεταγόταν σαν καυτερή λάβα από τα σκοτεινά τρίσβαθα της ψυχής μου, μια διαβολική παιδική σύλληψη. Συχνά-πυκνά, με το που άκουγα τους πρώτους ήχους τις μέρας, πεταγόμουν αλαφιασμένη, ακόμα μισοκοιμισμένη απ’ το κρεβάτι μου και με γυμνά ποδαράκια κατέβαινα τις σκάλες απ’ το υπνοδωμάτιό μου στον κάτω όροφο κρατώντας την ψιλή τσατσάρα, το «χτένι των παθών», και κυνηγούσα από δωμάτιο σε δωμάτιο τον πατέρα μου αλαλάζοντας θριαμβευτικά ‘ντένι, μπαμπά, ντένι-ντένι’! Δεν την γλίτωνε, όλο και κάπου τον ξεμονάχιαζα, σε κάποιον καναπέ, σε κάποια γωνιά, του έκανα ‘θανατηφόρες λαβές’, και άρχιζε το πρωινό βασανιστήριο: το χτένισμα των μαλλιών του, όλα προς την κορυφή του κεφαλιού! Πότε με τα δόντια και πότε με την πλάτη της χτένας, και κάθε ανυπότακτο τσουλούφι που τολμούσε να ακολουθήσει τους νόμους της βαρύτητας γινόταν ο προσωπικός μου εχθρός και η μοίρα του ήταν προδιαγραμμένη. Σάλιωνα τις παλάμες μου και τις ακουμπούσα επίμονα πάνω στα μαλλιά, πιέζοντας και ξαναχτενίζοντας από την βάση, τα αυτιά, μέχρι την κορυφή του λοφίου. Κι έτσι, χτενισμένος ‘στην τρίχα’ ο πατέρας μου, έπρεπε να φύγει από το σπίτι μας για να πάει στο γραφείο του ή στο δικαστήριο. Κι ας τολμούσε να χτενιστεί με το που έβγαινε στον δρόμο. Τον παρακολουθούσα από το παράθυρο της τραπεζαρίας και με το που τον έβλεπα να βγάζει χτενάκι από την ‘κωλότσεπη’ του παντελονιού του, πεταγόμουν πηδώντας απ’ το παράθυρο ανοίγοντας με πάταγο τα παραθυρόφυλλα, έπεφτα μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο και έκλαιγα με αναφιλητά, αδιάφορη για τα ειρωνικά σχόλια των γειτόνων που είχαν μάθει πια ότι είχα πάρει από την θειά μου την θεατρίνα και το πόσο κακομαθημένο σκατόπαιδο ήμουν! Ο μπαμπάς μου γινόταν στόχος πειραγμάτων ακόμα και από την μητέρα μου. «Ειρήνη ημήν», «με γεια το κούρεμα και σ’ ... ανώτερα» υπονοώντας την τάση του λοφίου προς τον ουρανό, ή το κλασικό «προσοχή σου γέρνει ...δεξιά» μπηχτή για τις αριστερές πεποιθήσεις του. Αυτό το τελευταίο σχόλιο τον μπουρίνιαζε για μερικά λεπτά μέχρι που στο τέλος ξέσπαγε σε δυνατά γέλια και έλεγε δήθεν κλαίγοντας «Α ρε Ειρήνη τι μου κάνεις!» και άνοιγε την πόρτα την σιδερένια, -την κυρία είσοδο-, για να φύγει τάχα απελπισμένος με τους ώμους σκυφτούς, με βήμα αργό να τραντάζεται από ψεύτικα κλάματα που μάλλον ήταν η συνέχεια του γέλιου του. Με το που έστριβε την γωνία, έβγαζε το χτενάκι και επανόρθωνε το επί κεφαλής ...έγκλημα.
Κάτω από την απειλή του ‘ντένι-ντένι-ντένι’ ο πατέρας μου άρχιζε τις αστείες ιστορίες από τον πόλεμο. Αυτό ήταν ο πόλεμος για την γενιά μου: Ένα συνονθύλευμα στιγμιότυπων, εξορκισμένων μέσα από αστεία στιγμιότυπα για να ατονήσει η δραματικότητα τους. Ο πόλεμος για μας ήταν ένα παραμύθι, καλύτερο κι από κείνα τα χαζά για πριγκιποπούλες, μάγισσες και βασιλόπουλα με άσπρα άλογα. Άλλωστε ο δικός μου πρίγκιπας έλεγε τα πιο όμορφα παραμύθια. Το αγαπημένο μου ήταν το παραμύθι του ‘Ντεμέτριο’ του Ιταλού. Το σκηνικό πάντα το ίδιο, τα χιονισμένα βουνά της Βόρειας Ελλάδας.
- Τον βλέπω που λες Ειρηνούλα μου, τον βρομερό και τρισάθλιο μακαρονά να μου ορμάει με γυμνά τα χέρια, χωρίς όπλο.
Πάντα στις ιστορίες του πατέρα μου κάθε είδους πάλη γινόταν χωρίς όπλα και αιματοχυσίες, έπεφταν ‘μπούφλες’ και ‘κλωτσοπατινάδα’, αλλά ποτέ δεν υπήρχε η παραμικρή ένδειξη θανάτου.
- Πετάω και γω το όπλο μου και τον αρχίζω στις σφαλιάρες!
Εδώ έμπαινε στο παιχνίδι και ο ‘αγκαγκάγκας’. Τον άρπαζε με το ένα χέρι και με το άλλο του έδινε ελαφρές, παιχνιδιάρικες σφαλιαρίτσες.
- Να χαμένε, να βρωμόπορδε μακαρονά!
Σ’ αυτό το σημείο πάντα έβηχε με υπονοούμενο η μητέρα μου, αλλά και κείνος που το ’κανε κάθε φορά επίτηδες δεν το ’βαζε κάτω.
- Βρωμοπόδαρε είπα Νανά μου, εσύ τι άκουσες; Βρωμόπορδε; Και μετά τι λες πως έκανα Ειρηνούλα, τιγράκι μου;
- Τι μπαμπά, τι; έκανα σαν να μην ήξερα την χιλιοειπωμένη ιστορία, γεμάτη ψεύτικη αγωνία.
- Τον αρπάζω λοιπόν τον μπαγάσα τον κιθαροπλάτη, απ το ποδάρι κι αρχίζω να τον φέρνω γύρους στον αέρα!
Ταυτόχρονα ο ‘αγκαγκάγκας’ αρπαγμένος απ το παπιό-πόδι έκοβε βόλτες και γύρους πάνω απ’ το κεφάλι του πατέρα μου. Εγώ ξέσπαγα σε «καρκαριστά» γέλια χειροκροτώντας με ενθουσιασμό. Τότε ο πατέρας μου άλλαζε την φωνή του σε λεπτή και τρομαγμένη.
- Μη, μη, εγκώ καημένο Ντεμέτριο, εσύ αφήσει εμένα ζήσει.
Ο καημένος ο Ντεμέτριο, ο Ντεμέτριο θύμα, εχθρός για λύπηση, θύμα των περιστάσεων και ο ίδιος, ο αντιήρωας των παιδικών μου χρόνων, που είχε δικαίωμα στην ζωή τόσο όσο και ο ήρωας πατέρας μου. Ο Ντεμέτριο, το ‘alter ego’ του Δημήτρη Θέου.
- Τον σκότωσες; φώναζα με κομμένη την ανάσα ξέροντας ήδη την απάντηση και γνωρίζοντας πως η ιστορία δεν θα άλλαζε.
Η ψεύτικη αγωνία μου ήταν μέρος του παιχνιδιού, ένα ‘interactive’ θέατρο που παιζόταν στην οικογενειακή εστία, γιατί τότε δεν υπήρχε ούτε η τηλεόραση, ούτε τα κομπιούτερς. Υπήρχε το ράδιο, που έστω και λογοκρινόμενο άφηνε περιθώρια στην φαντασία να δημιουργεί εικόνες. Η θεία Λένα με τα παραμύθια της το πρωί και ο Πετρίδης με τα Αμερικάνικα τραγούδια το βράδυ rock και blues, -απ’ αυτόν τα πρωτοάκουσα. Υπήρχαν και τα βιβλία, τα παραμύθια με το χοντρό, γυαλιστερό εξώφυλλο, και εβδομαδιαία περιοδικά, το ‘Γκαούρ-Ταρζάν’ ο Γκαούρ ήταν Έλληνας, ο «καλός κ’ αγαθός» σύμφωνα με τα αρχαία πρότυπα, ο Ταρζάν ήταν Άγγλος και όχι πάντα τόσο καλόκαρδος όσο ο ‘δικός’ μας. Πωπώ τι θύμησες ξεχύθηκαν τώρα... Ο ‘Μικρός Σερίφης’, ο ‘Μικρός Ήρωας’, άρχισα να παραληρώ, ε; Α! για τον Ντεμέτριο σου μιλούσα ε;
- Όχι, όχι τον καημενούλη τον Ντεμέτριο, πως να τον σκότωνα; Ποιος μας δίνει το δικαίωμα να σκοτώσουμε ακόμα και τον εχθρό μας αν μπορούμε να το αποφύγουμε; Ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι η άγνοια της αλήθειας και τον σκοτώνουμε με το φως της γνώσης. Στα δικά μας παραμύθια, αυτά που φτιάχνουμε εγώ κι εσύ, ούτε τον κακό δράκο δεν τον σκοτώνουμε, τον κοιμίζουμε μόνο και τον νανουρίζουμε. Ο θάνατος δεν είναι αστείος σε καμιά του μορφή γλυκιά μου, είναι ταξίδι χωρίς επιστροφή, είναι πόνος και θλίψη και τύψεις και εφιάλτες που θα σε βασανίζουν για το υπόλοιπο της ζωής σου... Έτσι και γω, κατέβασα κάτω τον Ντεμέτριο και τον έκανα φίλο μου.
Ο ‘αγκαγκάγκας’ κούρνιαζε στην αγκαλιά του πατέρα μου, κι εκείνος τον χάιδευε και έσκυβε και φιλούσε το κίτρινο ράμφος με την κόκκινη γλωσσίτσα. Μετά τον απίθωνε στην δική μου αγκαλιά να τον χαϊδολογήσω, τον γέμιζα φιλιά και σάλια και ξάπλωνα στην θερμή πατρική αγκαλιά-φωλιά. Η μητέρα μου ξάπλωνε κι εκείνη από την άλλη πλευρά και κουλουριαζόμασταν και γινόμασταν ένα για να σκορπίσει η αρρώστια και ο πυρετός δια τρία, μέχρι που εγώ και ο ‘αγκαγκάγκας’ κοιμόμασταν βαθιά. Και το άλλο πρωί ήμουν μια χαρά εγώ, γεμάτη ζωντάνια, έτοιμη να αρχίσω το μαρτύριο του ‘ντένι-ντένι-ντένι’!

Το δάχτυλο της Ειρήνης έδειχνε τον Sandro Calabrese, έναν απ τους καλύτερους φίλους του πατέρα της, στην φωτογραφία.
- Ο Sandro Calabrese, ο δικός μας Ντεμέτριο ...

No comments: