5. Οικογένεια Δημητρίου -- β. ‘Αβελ Δημητρίου

Ο Μανώλης Δημητρίου, ο τρίτος γιος, και ο Άβελ ο αδελφός του, ήταν οι δυο που ουσιαστικά δούλεψαν με τον πατέρα τους Γιάρεκ-Γιώργο στα καπνά, επιστατώντας στα χωράφια, στις αποθήκες και στο εργοστάσιο αργότερα, κι αυτοί ήταν που συνέχισαν και μετά τον θάνατό του. Χωρίς να έχει γίνει κάποια συζήτηση και συμφωνία, ο Μανώλης ανέλαβε τις σχέσεις της οικογενειακής επιχείρησης με τον υπόλοιπο κόσμο στην δούλεψή τους: Πληρωμές υπαλλήλων, διακίνηση και διανομή των καπνών και των τσιγάρων στην πρωτεύουσα, και επαφές με εμπόρους. Όταν οι δίδυμοι μεγάλωσαν, η επιχείρηση πια χρειαζόταν μόνιμο και έμπιστο προσωπικό στην Αθήνα μιας και υπήρχε ενδιαφέρον και από το εξωτερικό για τα τσιγάρα Δημητρίου. Τα δυο νεότερα αδέλφια μετακόμισαν και εγκαταστάθηκαν με τις οικογένειές τους στην Αθήνα. Ο Άβελ διηύθυνε ουσιαστικά τα υπόλοιπα, από το φύτεμα των καπνών μέχρι την παραγωγή και την ολοκληρωμένη και τελική μορφή του προϊόντος που παρέδιδαν στο εμπόριο. Σιγά-σιγά η οικογενειακή επιχείρηση οδηγήθηκε σε βιομηχανία καπνού με τρία υποκαταστήματα στην Ευρώπη, σε Μόναχο, Μιλάνο, και Παρίσι. Μπορούσες να βρεις τον καπνό Δημητρίου ποιότητας AAΑ στην Γερμανία, Ιταλία και Γαλλία, που έγινε ευρύτερα γνωστός σαν DT3A (Dimitriou Tobaccos AAA).

Ο Άβελ, -που γεννήθηκε το 1890-, ήταν ένας άντρακλας δυο μέτρα, πανέμορφος βλάχος, που φορούσε την φουστανέλα και τα τσαρούχια με την φούντα, έστριβε και την τεράστια μουστάκα του κατά πως πρόσταζε η μόδα της εποχής και της περιοχής, κι έτριζε ο τόπος. Ψηλός και γεροδεμένος όπως ήταν, πάντα έδειχνε μεγαλύτερος από την πραγματική του ηλικία.
Όταν αποφάσισε πως ήρθε η ώρα να κάνει οικογένεια και να αποκτήσει απογόνους, το ανακοίνωσε σε κάνα δυο γνωστούς, και σε κάποιους εμπόρους που πάντα όλο και είχαν πελάτισσες μανάδες με κόρες της παντρειάς και θα μαθευόταν πως ο Άβελ ήταν ανοιχτός σε προξενιά: «Ψάχνω νύφη», είπε και κουβέντα παρά πάνω. Ούτε πως την ήθελε, ούτε τι προίκα ζητούσε. Μα ούτε και που του πέρασε απ΄ το μυαλό να κοιτάξει από μόνος του τα ανύπαντρα κορίτσια και να διαλέξει μιά να την παντρευτεί. Οικογένεια ήθελε να κάνει, όχι να ερωτευθεί, ή να βρει ‘μετρέσα’. Άλλωστε αυτό μπορούσε να το κάνει αργότερα, μιας και έτσι ήταν το συνήθειο: Αφού έκανες οικογένεια και σου γεννούσε η ‘κυρά’ σου και κάμποσα παιδιά, μετά κοιτούσες και για την καλοπέρασή σου.
Οι καρποί τέτοιων παράνομων ερώτων αν και σχεδόν ποτέ δεν αναγνωριζόταν επίσημα από τους φυσικούς πατεράδες, τύχαιναν κάποιας προστασίας. Αν ήταν αγόρια προσλαμβάνονταν στην δούλεψη των πατεράδων όταν έφταναν σε ηλικία που μπορούσαν να εργαστούν, κάπου εκεί γύρω στα οκτώ δηλαδή, για να βοηθήσουν και οικονομικά την ως επί το πλείστον ανύπαντρη μητέρα τους που στηριζόταν από τον εραστή-πατέρα, αν εκείνος εν τω μεταξύ δεν είχε ερωτευθεί κάποια άλλη πιο όμορφη, πιο νέα, και λιγότερο ...μητέρα. Τέτοια παιδιά είχαν επίσημα το επίθετο της μητέρας, και έφεραν το στίγμα με το οποίο η κοινωνία τους σφράγιζε: «τού μπαστάρδκου τση Μαρίας μι τούν Γιάν΄ τούν Καλύβα, ου Νίκους» το οποίον σήμαινε ότι ο Νίκος ήταν ο εκτός γάμου γιος της Μαρίας με τον Γιάννη Καλύβα! Το επίθετο της μητέρας δεν αναφερόταν σε τέτοιες συζητήσεις, είτε από περιφρόνηση, ή επειδή ήταν ανάξιο αναφοράς. Η κοινωνική θέση του αρσενικού απογόνου, ήταν ήδη προδιαγραμμένη. Αν όμως ο απόγονος ήταν ‘η απόγονος’, κορίτσι, θηλυκό, ‘πράγμα’ δηλαδή, ήταν σπάνιο να την παντρευτεί κάποιο καλό παλικάρι και να δώσει σε μπάσταρδη κόρη το δικό του ‘έντιμο’ όνομα. Τέτοια κορίτσια κατέληγαν να είναι η συντροφιά κάποιου άλλου άνδρα στην δύση της ζωής του ικανοποιώντας διάφορες ανάγκες του, ή γέμιζαν με ‘φρέσκια σάρκα’ τα μπουρδέλα της Ελλάδας.
Είχε λοιπόν καιρό ο Άβελ για περιπέτειες, τώρα ήθελε να κάνει οικογένεια. Με το που ανακοίνωσε την πρόθεσή του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, και ανακάλυψε πως μάλλον δεν ήταν και η σοφότερη κίνηση να το ανακοινώσει με τον τρόπο που το έκανε. Αλλά άμαθος και ελαφρώς ακοινώνητος όπως ήταν, με λίγους φίλους και ακόμα λιγότερους που εκμυστηρευόταν τις στενοχώριες του, βρέθηκε να ‘πλέει στα άπατα’.
Ο καλύτερος φίλος του ήταν ο Παντελής Τάσου, ο ‘δανδής’, που ο άτιμος καλός ήταν, αλλά φόραγε παντελόνια, σακάκια και πουκάμισα, μόδα Ευρωπαϊκή που την έμαθε στην Αθήνα όπου σπούδασε δικηγόρος. Η φιλία των δυο νέων κρατούσε από τα παιδικά τους χρόνια, αλλά με το που ο Παντελής έφυγε για την πρωτεύουσα, ο Άβελ σχεδόν μελαγχόλησε. Ο φίλος του θα γυρνούσε σε πέντε χρόνια, μορφωμένος, ‘ανώτερος’, και όταν επέστρεφε η κοινωνική του θέση θα τους απομάκρυνε. Αντίθετα, ο Παντελής άρχισε να γράφει γράμματα στον φίλο του εξιστορώντας με χαριτωμένο τρόπο τις περιπέτειες στην μεγάλη πόλη, και στο πανεπιστήμιο. Πρώτη φορά στην ζωή του ο Άβελ ένιωσε την ανάγκη να γράψει γράμμα μια ολόκληρη σελίδα, και μετά οι σελίδες έγιναν πιο πολλές και η επικοινωνία πιο συχνή. Τον τελευταίο χρόνο, -τον πέμπτο-, ο Άβελ παρηγορούσε τον φίλο του για τον χαμό της καλής του -μιας φοιτήτριας της Ιατρικής-, που πέθανε από φυματίωση, άλλοτε προσπαθώντας να του γλυκάνει τον πόνο, και άλλοτε μαλώνοντας τον για τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του. Είχαν περάσει ήδη τέσσερα χρόνια από τότε, και ο Παντελής είχε επιστρέψει στην πόλη και δικηγορούσε. Οι δυο φίλοι από τα εφηβικά τους χρόνια είχαν το δικό τους ‘ησυχαστήριο’, ένα πλάτωμα δίπλα απ΄ το ποτάμι, και άλλοτε πήγαιναν για να ψαρέψουν, μα τις περισσότερες φορές για να ηρεμήσουν μετά από μια μέρα σκληρής δουλειάς και να πουν ο ένας στον άλλο τα προβλήματά τους. Εκείνο το βράδυ είχαν πάρει μπόλικο κρασί, φέτα τυρί, ψωμί στη γάστρα, ντομάτες, και ελιές και είχαν αράξει δίπλα απ΄ το ποτάμι. Ήταν η σειρά του Άβελ να έχει τις μαύρες του.
- Ε! Κυρ΄ Δικηγόμαρε, -δικηγόμαρος ήταν καινούριο είδος της Πλάσης κατά τον Άβελ, υβρίδιο δικηγόρου και γομαριού-, κυρ΄ ‘δικολάβε’, τα ΄μπλεξα ρε φίλε, για νύφη ψάχνω και για προίκες μου μιλάνε...
- Καλά να πάθεις, να ΄ψαχνες μόνος σου, μάτια έχεις, τον μάλωσε φιλικά ο Παντελής.
- Μάτια έχω, μυαλό δεν έχω. Δεν ξέρω τι κοιτάει ένας άντρας σε μια γυναίκα που αποφασίζει πως θα ξυπνά σ΄ όλη την υπόλοιπη ζωή του και θα βλέπει τα μούτρα της και στο καλό πρωινό και στο άσχημο. Με όσες κοιμήθηκα το ΄ξερα πως ήταν πρόσκαιρες, και καμιά τους δεν κορόιδεψα γιατί το ΄ξεραν και κείνες.
- Το ΄πες και μόνος σου, μυαλά δεν έχεις, ούτε και συ δεν ξέρεις τι θέλεις, ψάξε καλά πριν αποφασίσεις. Βρες ν΄ αγαπήσεις, βλάχε!
- Άσε ρε δανδή, τα ΄δαμε και τα δικά σου τ΄ αγαπησιάρικα. Ακόμα να γελάσει το χειλάκι σου ρε έρμε...
Μετά δεν είπαν κουβέντα. Ο ένας έστριψε τσιγάρο, κι ο άλλος έβαλε κρασί στα ποτήρια. Μετά από ώρα, ο Παντελής διέκοψε την σιωπή.
- Πάρε την αδελφή μου, την Θεανώ.
Το είπε τόσο σοβαρά ο αθεόφοβος που για μια στιγμή ο Άβελ έμεινε έκπληκτος. Το κοριτσάκι δεν ήταν πάνω από δώδεκα χρονών, και εκείνος είχε περάσει τα είκοσι πέντε.
- Άι ρε δεν είμαι πια και τόσο απελπισμένος, γέλασε. Άκου κει την Θεανώ!
- Γιατί ρε καρά-βλαχε του κερατά, τι έχει η αδελφή μου; έκανε τάχα προσβεβλημένος ο Παντελής.
- Ακόμα πάει σχολείο, αυτό έχει! Αυτή είναι παιδάκι!
Τα κορίτσια από εύπορες οικογένειες πήγαιναν πέντε-έξι τάξεις στο σχολείο, όχι τόσο για να αποκτήσουν μόρφωση, στο κάτω-κάτω της γραφής τι να την κάνουν την μόρφωση; αλλά για να μην μένουν στο σπίτι, και να μάθουν πέντε βασικά, ανάγνωση, γραφή, και λίγη αριθμητική. Κάπως έτσι θυμόταν ο Άβελ την αδελφή του φίλου του, που από τότε που μπήκε στην εφηβεία, έπαψε να μπλέκεται στα πόδια τους.
Ο Παντελής ξάπλωσε στο χορτάρι και γέλασε. Γέλασε δυνατά, έτσι όπως γελούσε χρόνια πριν, τότε που ακόμα ήξερε να γελάει, πριν δει την αγαπημένη του να λιώνει και να χάνεται.
- Τι γελάς ρε ‘μουσιέ’; Ευρωπαίε χαζοδανδή! Εγώ έμπλεξα και ΄συ γελάς! Φίλος είσαι εσύ; Αλλά τι να περιμένει κανείς από άντρα που φοράει κουστουμιές και λέει ψέματα στα δικαστήρια; Θα πας στην κόλαση, να το ξέρεις, και εγώ απ΄ την απέναντι πλευρά θα σου ρίχνω κρασάκι να σε βρέχω που θα ξεροψήνεσαι από τις αμαρτίες σου. Ή μήπως με το πτυχίο εκεί στα πανεπιστήμια σας μοίρασαν και συχωροχάρτια για τις μελλοντικές αμαρτίες;
Το επόμενο πρωινό ο Παντελής καθόταν με τους γονείς και τ΄ αδέλφια του τρώγοντας πρωινό και πίνοντας καφέ. Ο πατέρας του ο Χρήστος είχε το μεγαλύτερο ‘εμπορικόν κατάστημα υφασμάτων’ στην πόλη. Σ΄ αυτό δούλευε και ο πρωτότοκος ο Θεόφιλος, καθώς και τρεις εργάτες στην αποθήκη, πέντε πωλητές, και πέντε μοδίστρες στο μαγαζί, και τρεις πωλητές με γαϊδούρια που ανέβαιναν στα χωριά στα βουνά της περιοχής, μιας και όλα τα καμποχώρια έτρεχαν ‘στου Χρήστου του Τάσου’ για ψώνια. Ο Θεόφιλος ήταν ένα πρόσχαρο παλικάρι που όλο γελούσε, κι όλο αστειευόταν, και ήταν αρραβωνιασμένος με την Κατερίνα και θα παντρευόταν μόλις τέλειωνε το χτίσιμο του σπιτιού δίπλα από το πατρικό, εκεί απέναντι από την κεντρική πλατεία της πόλης.
Τα ΄χε σχεδιάσει καλά ο Χρήστος. Στο ισόγειο το μαγαζί του, στον πάνω όροφο το σπιτικό του, και στα δυο διπλανά οικόπεδα που είχε αγοράσει έχτιζε για τους γιους του. Όσο για την κόρη του, έχει ο Θεός, και ο πατέρας της τής έφτιαχνε προίκα που αλλουνού κόρη δεν θα ΄χε ονειρευτεί. Της είχε και ‘ρευστό’ να της χτίσει σπίτι όταν ο γαμπρός, -όποιος τέλος πάντων θα γινόταν ο τρίτος του γιος-, αποφάσιζε να τους χτυπήσει την πόρτα. Ήδη είχαν αρχίσει να έρχονται προξενιά για την Θεανούλα του, αλλά μια εσωτερική φωνούλα του έλεγε του Χρήστου πως ο γαμπρός ο ‘καλός’ δεν το ΄χε αποφασίσει να παντρευτεί ακόμα.
- Καλά τι έμαθα Παντελούκο μου, τιτίβισε η κυρ΄ Αθηνά, η μάνα, ψάχνει λέει ο Άβελ για νύφη;
- Και που το ΄μαθες εσύ μάνα;
- Βούιξε ο τόπος καλέ, άκου που το ΄μαθα; Μέχρι κι απ΄ άλλες πόλεις του στέλνουν προξενιά! Κάτι κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά μάνα μου, έμαθα. Τι περιμένει κι αυτός και δεν διαλέγει καλέ; Μωρέ Χρήστο μου, αύριο Κυριακή μετά την εκκλησιά που θα βγείτε με τον Παντελή μας στην βόλτα, να πω και την ανεψούδα σου την Μαρίνα του Κωστή να την πάρετε μαζί σας να την δει ο Άβελ παρέα σας και να την ορεχθεί;
- Μάνα, πρώτον μην με λες Παντελούκο, δεν είμαι δέκα χρονών πια, και δεύτερον μην μπλέκεσαι, και άσε τον Άβελ στα βαθιά νερά που έπεσε. Δεν ξέρει ακόμα κι αυτός τι θέλει. Νομίζω ότι δεν το ΄χει αποφασίσει στα σοβαρά. Είδε τον αδελφό του τον Μανώλη που απέκτησε γιο, και νόμισε πως πρέπει να αποκατασταθεί και κείνος. Σε κάνα δυο βδομάδες θα του περάσει, και θα γελάει. Αυτός, μόνο τα καπνά του αγαπάει, φαντάσου πως και τον χρόνο τον μετράει σύμφωνα με την εποχή τους. Αρκεί να σου πω ότι και την Θεανώ την δική μας, που την ξέρει μια ζωή, την νομίζει ότι ακόμα πάει στο σχολείο!
Η Θεανώ ήταν ήδη δεκαεννιά, ένα πανέμορφο θηλυκό. Κάποια στιγμή, κάπου εκεί στα δώδεκα, ένιωσε παράφορα ερωτευμένη με τον ‘μουρτζόβλαχο’ τον φίλο του αδελφού της. Κάθε φορά που συναντούσε τον Άβελ, -που μέχρι τότε τον θεωρούσε κάτι σαν συγγενή μιας και όλο στο σπίτι τους σύχναζε-, κοκκίνιζε και φλεγόταν ολόκληρη, κι έσκυβε το κεφάλι μην και καταλάβει κανείς την αναστάτωσή της. Εκείνα τα Χριστούγεννα που η Θεανώ πλησίαζε τα δέκα τρία, είχε θερμοπαρακαλέσει τον μικρό Χριστούλη να την κοιτάξει ο Άβελ ‘αλλιώτικα’, ο νεογέννητος Σωτήρας όμως είχε άλλες έγνοιες, ή εκείνη δεν είχε επιμείνει όσο έπρεπε. Τελικά, ο αδελφός της έφυγε και πάλι για Αθήνα μετά τα Χριστούγεννα, ο Άβελ δεν είχε λόγο να τους επισκέπτεται συχνά, κι όποτε αυτό γινόταν η Θεανώ κλεινόταν στο δωμάτιό της, μέχρι που ξεπέρασε τον πρώτο εφηβικό της έρωτα.
Καθισμένη τώρα ανάμεσα στ΄ αδέλφια της, χαμογέλασε τρυφερά στην εικόνα του Άβελ που είχε ερωτευθεί. Έφτασε η ώρα του να παντρευτεί, θα με καλέσει άραγε στον γάμο του; Μα φυσικά, είμαι η αδελφή του καλύτερού του φίλου! Άκου, λέει, πάω ακόμα στο σχολείο! Λες να κατάλαβε τότε που τον είχα ερωτευτεί; Μπα!... Ούτε που με έβλεπε, άυλο πλάσμα ήμουν, ανύπαρκτο για κείνον.

Το επόμενο Σάββατο ήταν η γιορτή της Παναγιάς, μεγάλη η Χάρη της, μεγάλη μέρα. Εκείνη την εποχή ο κόσμος έστηνε μεγάλα πανηγύρια που ξεκινούσαν μέρες πριν την μέρα της γιορτής. Έτρωγαν, έπιναν, και χόρευαν όλοι μαζί, πλούσιοι και φτωχοί, άνδρες, γυναίκες, και παιδιά.
Κι εκεί που ο Άβελ καθόταν με τους φίλους του, είδε ένα κορίτσι αλλιώτικο απ΄ τ΄ άλλα. Ούτε την φορεσιά της πρόσεξε, ούτε αν φορούσε βέρα και δαχτυλίδια. Τα μενεξεδιά της μάτια, τις ολόξανθες πλεξούδες, και τα κοραλλένια της χείλη μόνο κοιτούσε μαγεμένος. Την παρακολούθησε ώρα πολύ να χορεύει στο πλήθος, αλλά τα πόδια του δεν τον σήκωναν να πάει να χορέψει σιμά της. Ποια ήταν τούτη η οπτασία; Ποιος πατέρας και ποια μάνα την είχαν γεννήσει; Ή μήπως ήταν από κείνα τα ξωτικά που έβγαιναν τέτοιες μέρες να γλεντήσουν με τους θνητούς και μετά να εξαφανιστούν στα δάση απ΄ όπου ξεφύτρωναν, αφού είχαν λαβώσει με έρωτα αγιάτρευτο όσους τις είχαν δει; Χαμένος στις σκέψεις του, ούτε που πρόσεξε τον Παντελή που σηκώθηκε από δίπλα του και έτρεξε κοντά στην νεράιδοφιλημένη. Με έκπληξη τους είδε να χορεύουν δίπλα-δίπλα, το αριστερό της χεράκι χαμένο στην δεξιά του φούχτα, να κοιτιούνται και να γελούν σαν παιδιά, κι ένας Θεός ήξερε τι τής έλεγε ο Παντελής, μα εκείνη τον κοιτούσε στα μάτια, και έδειχνε να απολάμβανε τα πειράγματα. Κι ύστερα τέλειωσε ο χορός και η ομορφιά της έλυσε απ΄ τον λαιμό της το κόκκινο μαντίλι και σκούπισε τρυφερά τον ιδρώτα απ’ το πρόσωπο του, γέλασε γέρνοντας το κεφάλι ελαφρά πίσω σε απάντηση κάποιου σχολίου του, του ΄δεσε το μαντίλι στο λαιμό, κι έτρεξε χορεύοντας στην κοριτσοπαρέα στην άλλη άκρη της πλατείας. Ο Παντελής, έκανε κάνα δυο βόλτες στις παρέες, μίλησε με συγγενείς και φίλους, και γυρνώντας κάθισε και πάλι δίπλα απ΄ τον ερωτοχτυπημένο βλάχο. Έλυσε το μαντίλι απ΄ τον λαιμό του, κι άρχισε να παίζει δένοντας και λύνοντας το ανάμεσα στα δάχτυλά του, δένοντας και λύνοντας κόμπους την καρδιά του Άβελ. Αχ!, το πράγμα μιλούσε από μόνο του: την ήξερε, την χόρεψε, και του ΄δεσε και το μαντίλι στο λαιμό, τα σημάδια ήταν φανερά. Ο Παντελής είχε θρηνήσει τον χαμό της καλής του, και σαν νέος άντρας είχε δικαίωμα και να γελάσει, και να φλερτάρει, και να ξαναγαπήσει.
Πέρασε κάμποση ώρα, και ο Παντελής δεν έκανε καμιά αναφορά στην κοπελιά που χόρεψε, σημάδι πως ήθελε να ‘τσιγαρίσει’ τον φίλο του από την περιέργεια. Κάποια στιγμή έσπρωξε τον Άβελ στα πλευρά με τον αγκώνα. Του ΄δειξε το μαντίλι, και κοίταξε προς την παρέα των κοριτσιών.
-Η Θεανώ μας, κατ΄ ευθείαν απ΄ το σχολείο την μέρα στους χορούς την νύχτα, τον κορόιδεψε. Το δωδεκάχρονο που ΄λεγες ντε!
Η Θεανώ; Μόλις χτες μπλεκόταν στα πόδια τους, μικρό, μυξιάρικο, ενοχλητικό θηλυκό. Ή μήπως δεν ήταν χτες; Είχε τόσο πολύ αλλάξει; Ή μήπως ήταν το ίδιο πλάσμα μεγαλύτερη και ομορφότερη, και σίγουρα καθόλου ενοχλητική; Προσπάθησε να θυμηθεί την Θεανώ και το μόνο που του ερχόταν στο μυαλό ήταν για κάποια εποχή ένα χαριτωμένο ζιζάνιο που όλο ξοπίσω τους έτρεχε, και αργότερα μακριά φουστάνια και σκυμμένα κεφάλια. Η Θεανώ, η αδελφή του καλύτερου του φίλου ήταν εκείνος ο κύκνος; Η Θεανώ, που σαν να ΄ταν χτες χάθηκε ξαφνικά από προσώπου γης, έπλεξε ένα κουκούλι γύρω της κι όταν ήταν η ώρα της φτερούγησε πολύχρωμη πεταλούδα;
Αναστέναξε βαθιά έτσι όπως μόνο ένας ερωτοχτυπημένος μπορεί, και χαμογέλασε στα οράματά του. Κι ενώ ήταν έτοιμος να εξομολογηθεί τα αισθήματά του στον φίλο του, ένιωσε μια ντροπή, ανοιγόκλεισε το στόμα του, έβγαλε κάμποσες άναρθρες κραυγές, ...και έγινε πίτα στο μεθύσι. Το επόμενο πρωινό απέρριψε όλα τα προξενιά, και βυθίστηκε σε βαριά μελαγχολία και σκέψεις. Όποιο τρόπο προσέγγισης και να σκεφτόταν τον έβρισκε γελοίο, αποφάσισε πως θα πεθάνει απ τον καημό του, και ρίχτηκε με τα μούτρα στα καπνά. Έκοψε τις επισκέψεις σε φίλους και γνωστούς, ξέκοψε κι απ΄ τον Παντελή, που ντρεπόταν να τον αντικρίσει, και τα βράδια καθόταν δίπλα απ το ποτάμι και αναπολούσε στιγμή-στιγμή την ‘καλή’ του να γελά, και να χορεύει.
Δυο βδομάδες αργότερα ο Παντελής ανησύχησε για τα καλά. Τι στο διάβολο τον έπιασε τον μουρτζόβλαχο; Κίνησε για το ποτάμι όλο κακές σκέψεις. Τον βρήκε ξαπλωμένο στο πλάτωμα να μετρά τ΄ άστρα σαν μωρό παιδί. Κάθισε δίπλα του σιωπηλά χωρίς να τον κοιτά.
- Είσαι καλά ρε;
Μετά σιωπή. Ώρα πολύ αργότερα...
- Όχι ...
Μετά, πάλι σιωπή από ανθρώπινες φωνές. Μόνο τα βατράχια και τα τζιτζίκια πάλευαν ποιος θ΄ ακουστεί πιο δυνατά.
- Τι έχεις μωρέ, μίλα μου! Μια ζωή μαζί, φίλοι, αδέλφια, και τώρα με πετάς έξω απ’ τον πόνο σου; Τι έκανα ν΄ αξίζω τέτοια αποκοπή;
- Παντελή, ξέχνα το, θα το ξεπεράσω, μην σε μπλέκω.
- Γι αυτό είναι οι φίλοι όμως, να λέμε τις στενοχώριες μας, κι εκείνοι να είναι δίπλα να ακούνε. Οι φίλοι υπάρχουν όχι μόνο για το κρασί και της διασκέδαση, αλλά και το δάκρυ.
- Είμαι ερωτευμένος πολύ... Με την αδελφή σου...
Ο Παντελής ένιωσε ένα γέλιο να ξεκινάει απ΄ τα βάθη του είναι του, αλλά πρόφτασε να το σταματήσει. Ξερόβηξε κάνα δυο φορές, και θυμήθηκε την Θεανώ παιδούλα, τρελά ερωτευμένη με τον ανυποψίαστο και αδιάφορο μουρτζόβλαχο, πολύ πιθανόν ακόμα να ήταν τσιμπημένη μαζί του, αλλιώς δεν εξηγούνταν ο τρόπος που κάθε φορά που τον έβλεπε να πλησιάζει στο σπίτι τους έτρεχε να κρυφτεί. “Α! υπάρχει Θεία Δίκη κύριε Άβελ, υπάρχει κάποιος Θεός που όλα τα βάζει και τα ζυγιάζει, και μετά ορίζει την πληρωμή για αργότερα.” Ο Παντελής γελούσε από μέσα του, γελούσε από χαρά για το μελλούμενο ζευγάρι, αλλά αποφάσισε πως είχε δικαίωμα να γίνει ένας μικρός Θεός για λίγο και να πάρει το αίμα της αδελφής του πίσω.
- Την Θεανώ εννοείς; Λες και είχε πολλές αδελφές και χρειαζόταν διευκρινίσεις.
- Ναι...
- Την αδελφή μου την μικρή, το δωδεκάχρονο, που πάει ακόμα στο σχολείο, αυτή την Θεανώ;
- Ναι...
Ο άτιμος ο δανδής, ο δικηγόμαρος είχε κέφια, και θα του ΄βγαζε ξινές τις δυο βδομάδες απομόνωσης. “Α! ρε τι τραβάω ο έρμος...”
- Εσείς οι βλάχοι παίρνετε μόνο της φυλής σας, και η αδελφή μου, η Θεανώ δεν είναι βλάχα!
Ο Παντελής το διασκέδαζε αφάνταστα. Φρόντιζε να τονίζει κάθε φορά την σχέση του με την κοπέλα, και επαναλάμβανε το όνομά της. “Αμέ! δικηγόρος είμαι μουρτζόβλαχε, ξέρω εγώ πως να σου στρίβω το μαχαίρι στην πληγή!”
- Ε! όχι και πάντα...
- Θα σου περάσει μέχρι αύριο, εσύ μόνο με τα καπνά σου είσαι ερωτευμένος!
- Όχι, σου λέω...
- Τι να σου κάνω ρε Άβελ, φοράς και φουστανέλες. Να πας αύριο να ράψεις κουστούμι, να πας να αγοράσεις και παπούτσια Ευρωπαϊκά, όχι τσαρούχια, και να ΄ρθεις το βράδυ στις οχτώ να την ζητήσεις απ τον πατέρα μου... Άντε και με την ευχή μου!
Εκείνο το «άντε και με την ευχή μου» τους φάνηκε ξαφνικά τόσο αστείο που ξέσπασαν και οι δυο ταυτόχρονα σε ακράτητα γέλια. Από δω και πέρα όχι μόνο φίλοι, μα κι αδέλφια. Όλο το υπόλοιπο βράδυ δεν ξαναείπαν κουβέντα για το θέμα, κι ας αναστέναξε κάνα δυο φορές από τα βάθη της ψυχής του ο Άβελ, κι ας τον πείραξε ο φίλος του «σιγά ρε, θα βάλεις φωτιά στο ποτάμι με τέτοιο ντέρτι που ΄χεις». Χώρισαν αργά, και ο Παντελής έριξε την χαριστική βολή
- Στις οκτώ αύριο, και με κουστουμιά ε;

Η επόμενη μέρα ήταν απ΄ τις πιο επώδυνες για τον Άβελ. Πρωί-πρωί μίλησε της Μάιρας, της γριάς μάνας του, μετά ξεμονάχιασε τον Μανώλη τον αδελφό του, του είπε τα καθέκαστα και κείνου, και μετά κίνησε γραμμή για το ‘εμπορικόν κατάστημα υφασμάτων’ του Χρήστου Τάσου. Ο υπάλληλος, δεν παραξενεύτηκε πως κι ο Άβελ αποφάσισε να ράψει κουστούμι, φως φανάρι πως για γαμπρός πήγαινε για κορίτσι που δεν ήταν βλάχα. Άρχισε να του κατεβάζει τόπια υφάσματα το ένα πίσω απ΄ το άλλο: «Δοκίμασε και τούτο κυρ΄ Άβελ, βάλε και το άλλο στον άλλο σου ώμο να δούμε πιο σου πάει πιο πολύ, να σου κατεβάσω και το τόπι εκείνο στην γωνιά που σε είδα να κοιτάς;» “Αχ!” σκεφτόταν από την άλλη ο Άβελ, “την ομορφιά της φουστανέλας ‘δέκα πήχες κι άλλες δέκα’ δεν την έχει καμιά κουστουμιά. Παράξενα, άχαρα και καθόλου άνετα δεν είναι τα άτιμα το Ευρωπαϊκά...” Είδε κι απόειδε ο υπάλληλος, καταράστηκε από μέσα του την αναποφασιστικότητα του πελάτη και έτρεξε στην κυρ΄ Αθηνά την γυναίκα του αφεντικού.
- Κυρά, είναι εδώ ο κυρ΄ Άβελ, ο φίλος του γιου σου...
- Ε καλά πρώτη φορά έρχεται το παιδί καλέ; Δώστου το καλύτερο ύφασμα για φουστανέλα, και σε τιμή κόστους γιατί είναι οικογένεια, φώναξε και την μοδίστρα να του κάνει μια πρώτη πρόβα.
- Μα κυρά, για ύφασμα για κουστούμι ήρθε!
- Τι λες ρε ζαβωμένο; Βλάχος είναι, κουστούμι δεν έβαλε ποτέ! Καλά μεθυσμένος ήρθες πρωί-πρωί;
Ο Άβελ ένιωθε όλο και πιο άβολα ανάμεσα στα τόπια. Νόμιζε πως όλοι κοιτούσαν τον ‘αποστάτη για την καρδιά μιας γυναίκας βλάχο’, περιπαιχτικά. Έκανε όμως την ανάγκη φιλότιμο, και προσποιούνταν πως χάζευε αδιάφορα. Ευτυχώς που έτρεξε να τον συναντήσει η μάνα του Παντελή. “Η μάνα της Θεανώς”, βόγγησε μέσα του, “ρε τι παθαίνω ο καψερός”. Στην σκέψη τού τι θα επακολουθούσε κατακοκκίνισε σαν παιδαρέλι. “Αχ! βρε Θεανώ τι τραβάω για ΄σένα”, σκέφτηκε, αλλά εκείνο το γέλιο της το βράδυ της γιορτής της Παναγιάς του καταλάγιασε τον θυμό. “Προφανώς ο Παντελής δεν ανέφερε τίποτα ακόμα, καλά χαζός είναι; Ρε μπας και το ξέχασε και γίνω ρεζίλι;” Η ανύποπτη Αθηνά τον βοήθησε όχι μόνο να διαλέξει χρώμα, ύφασμα, και σχέδιο, αλλά και τιτίβιζε χαρούμενα, προσπαθώντας να του πάρει λόγια.
- Κουστούμι Αβελούκο μου ε; Πας κάπου επίσημα, καλό μου; Δεν θα της πεις της ‘θειάς’ σου της Αθηνάς; Θυμάσαι καλέ που ερχόσουν μικρό στο σπίτι μας να παίξεις με τον Παντελούκο μου, -είχε την συνήθεια να προσθέτει τις καταλήξεις -ούκος, -ούκα σε όσους ένιωθε δικούς της ανθρώπους-, και σου έλεγα «άντε, άντε αγόρι μου να παίξετε εσείς και γω να βγω στην γύρα να σας βρω νύφες που μου μεγαλώνετε μέρα με την μέρα»; Και συ κοκκίνιζες και χαζογελούσες και έλεγες «εγώ θα παντρευτώ την μπέμπα στην κούνια, και μέχρι να γίνει τρανή εγώ δεν παντρεύομαι». Καλέ ήσουν εννιά με δέκα χρονών τότε και η Θεανώ μου νεογέννητο. Άντε και μου φαίνεται ότι την βρήκες την νύφη και μου ‘ράβεσαι’. Ποια είναι μανάρι μου, την ξέρω; Καλέ δεν θα της πεις της θειάς σου της Αθηνάς; Καλά κι αυτός ο δικός μου ο ‘μούτος’ κουβέντα δεν είπε, γιατί αυτός ξέρει, δεν μπορεί να μην του τα ΄πες εσύ, κουβέντα δεν έβγαλε το άτιμο το παιδί...
Ο Άβελ ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί. “Αχ! βρε Θεανώ τι τραβάω για ΄σένα” της είπε από μέσα του. Όσο συνειδητοποιούσε τι συνέβαινε τον έπιανε πανικός. “Αχ! ρε Παναγιά μου τι χουνέρι μου ΄κανες και συ στην γιορτή σου.”
Η ‘θειά’ η Αθηνά είδε πως απ τον μουρτζόβλαχο δεν θα ΄βγαζε κουβέντα, και αποχώρησε διακριτικά. Κι ύστερα άρχισε η διαδικασία της κοπής του υφάσματος, και της πρόβας. Δεκάδες δάχτυλα τον πασπάτευαν και τον τσιμπούσαν, και τα στόματα της μοδίστρας και της βοηθού της όλο διαταγές έδιναν.
- Ίσα τους ώμους, μην καμπουριάζεις και μας βγει στραβό το κουστούμι, σήκωσε τα χέρια, άνοιξε τα πόδια να σιάξουμε τον καβάλο. Άντε κυρ΄ Άβελ να στο τελειώσουμε μέχρι το μεσημεράκι, να το ΄χεις έτοιμο εκεί που θα πας το βράδυ να προξενευτείς!
Βούιξε το μαγαζί ότι πήγαινε να προξενευτεί, και κείνος δεν είπε κουβέντα. Ούτε ναι έλεγε, ούτε όχι, αλλά όλοι το ΄χαν πάρει χαμπάρι, μόνο την νύφη δεν ήξεραν, και αυτό τουλάχιστον ήταν η εκδίκηση του Άβελ, που μια χασκολογούσε από μέσα του, μια τον έπιανε το παράπονο: “Αχ! βρε Θεανώ τι τραβάω για ΄σένα!”
Στο τέλος τον έβαλαν μπρος σ΄ ένα καθρέφτη και η γερή του κράση τον γλίτωσε από εγκεφαλικό επεισόδιο. Χαμογέλασε τάχα ευχαριστημένος, πέταξε την κουστουμιά και τα ασορτί αξεσουάρ από πάνω του πριν τον δει κι άλλος κόσμος, τα ΄χωσε βιαστικά σε δυο τουρβάδες, πλήρωσε, και εκεί που έκανε να φύγει, πετάχτηκε η ‘θειά η Αθηνά’ να του υπενθυμίσει.
- Και που ΄σαι Αβελούκο μου, μην ξεχάσεις ν΄ αγοράσεις παπούτσια μάνα μου, κουστούμι και τσαρούχια με φούντες δεν πάνε!
Χαμογέλασε και πάλι, κρέμασε τους τουρβάδες στον ώμο, την καταράστηκε από τα τρίσβαθα της ψυχής του να κάνει γαμπρό βλάχο, και κίνησε για τον παπουτσή.

Το ίδιο μεσημέρι ο Παντελής μίλησε στην οικογένειά του. Περίμενε να καθίσουν όλοι, απέφυγε όσο μπορούσε την κατά μέτωπο ανάκριση της μάνας του, και μετά απευθύνθηκε στον πατέρα του.
- Πατέρα θα ΄σαι απόψε στο σπίτι νωρίς; Κατά τις οχτώ δηλαδή...
- Γιατί ρωτάς; Είμαι συνήθως, δεν είμαι;
- Να ΄σαι!
- Μπα; Τι λες μωρέ; Από πότε άρχισαν οι νιοί να διατάζουν τους γερόντους; Ο Χρήστος έδειχνε να διασκεδάζει με τον γιο του.
- Θα ΄ρθει ο Άβελ...
- Ε και; Πρώτη φορά έρχεται, ή τελευταία; Σάμπως ξέρω πόσα παιδιά έχω; Καμιά φορά μπερδεύομαι και τον μετράω κι αυτόν για οικογένεια. Ή μήπως και συ στο σπιτικό του Γιώργου του πατέρα του δεν το ΄χεις ‘μπαίκα-βγαίκα’;
- ...Να ζητήσει την Θεανώ μας!
Ο Χρήστος ο Τάσου ήταν γνωστός για την ηρεμία του. Έκοψε ένα κομμάτι κρέας, το πιρούνιασε, και πριν το βάλει στο στόμα του:
- Καλώς να κοπιάσει το παλικάρι, απάντησε.
Μετά πιρούνιασε μια πατάτα, κι έμεινε χαμογελαστός να κοιτάει τους υπόλοιπους και τις αντιδράσεις τους.
Ο Θεόφιλος είχε αρπάξει τον αδελφό του απ΄ τον λαιμό και φώναζε και γέλαγε.
- Τελευταία στιγμή τα λένε αυτά ρε; με ποιον είσαι ρε αχαΐρευτε, μ΄ αυτόν ή με μας; Τι ρωτάω και γω τώρα, αφού σας ξέρω ‘κόλος και βρακί’ είσαστε! Χαμένε ρε, το ΄κρυβες! Με βλάχους έμπλεξες και βλάχος έγινες, χαμένε ρε! Και όλο γελούσε ο καλόψυχος Θεόφιλος, που έτσι κι αλλιώς τον Άβελ τον συμπαθούσε.
Η Αθηνά είχε πεταχτεί πάνω με τέτοια φόρα που η καρέκλα της έπεσε στο πάτωμα με πάταγο. Στραβοκατάπιε την μπουκιά της, αλλά χαλάλι του τού κοπρίτη τού γιου της του μικρού, κι άρχισε να τραβάει τα μαλλιά της.
- Πω πω τι έπαθα εγώ η καψερή, να μου ΄ρθει γαμπρός και να ΄μαι απροετοίμαστη! Κατίνα, -η δούλα-, κάνε το σπίτι λαμπίκο μωρή, και την πίσω αυλή και την μπροστινή, και τις σκάλες σκούπισμα και σφουγγάρισμα. Αμαρί τι έπαθα! Έχουμε κόσμο μωρή απόψε, να μαγειρέψουμε και φαγιά και πίτες, κατέβασε αχαΐρευτη και τα γλυκά τα σοροπιαστά να τα ΄χουμε έτοιμα, ακόμα κάθεσαι, μην σε φουρνίσω για κούτσουρο; Ωχ, αμάν, αμάν τι θα του φορέσω του κοριτσιού μου εγώ να το λογοδόσω; Ου τον χαμένο που μου ΄ρθε και για κουστούμι σήμερα και μου ΄φαγε τη μέρα τον αναποφάσιστο, κι όλο τσιμπιόνταν τάχα μου απ΄ τα βελόνια. Αντί να μου πει: «Άμε κυρά μου, άντε στο σπίτι σου να το συγυρίσεις που θα σου ΄ρθω το βράδυ γαμπρός!» με καθυστέρησε στο μαγαζί. Ούου! και πως του πήγαινε Παντελούκο μου το κουστούμι, μπουκιά και συχώριο ήταν, φτου, φτου, φτου κούκλος! Βρε σίγουρα σε μας θα ΄ρθεί, μην δεν κατάλαβες καλά, γιε; Χρήστο, Χρήστο μου, καλός δεν είναι μάνα μου; Παιδί που το ξέρουμε χρόνια, τι χρόνια μωρέ, από μωρό, -τον βλάχο-, είναι και ομορφόπαιδο και πλούσιο. Ωχ, ωχ, ωχ, τι έπαθα μωρή εγώ γριά γυναίκα, σαν τις μωρές παρθένες απροετοίμαστη με βρήκε!...
Η Θεανώ μόλις το άκουσε κοίταξε τον αδελφό της να δει μην έκανε αστεία. Όταν κατάλαβε πως δεν ήταν φάρσα, είπε μόνον «ωχ», και δεν ξανάνοιξε στόμα, μα έπεσε σε βαθιές σκέψεις. Ώστε λοιπόν ο μικρός Χριστούλης την είχε ακούσει, κι ας ήταν νεογέννητος. Βέβαια το είχε καθυστερήσει λιγάκι το θέμα, αλλά είχε καθώς φαίνεται προτεραιότητες και πιο επείγοντα περιστατικά. Όταν μετά από χρόνια έφτασε και η σειρά της και είδε το πρόβλημά της, θυμήθηκε τις θερμές και άδολες προσευχές της, και αποφάσισε υπέρ της. Απόψε λοιπόν, ο Άβελ Δημητρίου θα ερχόταν να την ζητήσει απ΄ τον πατέρα της. Ο έρωτας των παιδικών της χρόνων, το όνειρό της, πραγματοποιόταν απόψε. Μα τότε ήταν ένα όνειρο, γεμάτο λουλούδια, γέλια, και ζωή στα σύννεφα. Πως θα είναι η πραγματική ζωή μαζί του; Τι ξέρει για μένα, και πόσο τον γνωρίζω και γω; Ένιωσε μια παγωμάρα μέσα της και πάλεψε να καταπολεμήσει τον πανικό που την κυρίευε.
Ο Χρήστος παρατηρούσε τις αντιδράσεις όλων, μα πιότερο της κόρης του. Έκπληξη, χαρά, αγωνία, πανικός. Το κοριτσάκι του, πότε πρόφτασε να γίνει γυναίκα της παντρειάς; Θα γίνει άραγε ευτυχισμένη όπως και η μάνα της;
Την Αθηνά την παντρεύτηκε ο Χρήστος με προξενιό που έστειλε ο πατέρας του. Την πρωτοείδε το βράδυ των αρραβώνων τους. Η μάνα του τού είπε πως το ΄δε το κορίτσι, καλό ήταν, αλλά γλωσσοκοπάνα. «Αλλά θα την στρώσεις εσύ κανακάρη μου, μια δυο φορές να σου βγάλει γλώσσα, σπάσ΄ της κάνα παΐδι, και θα το σταματήσει το χούι». Ο Χρήστος δεν μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατόν η συχνά κακοποιημένη από τον άντρα της μάνα του, να τον συμβουλεύει να συνεχίσει ένα τόσο βάρβαρο τρόπο επιβολής. Για κείνη, έτσι ήταν, αυτό ήταν, ήταν ότι είχε ζήσει και δει από την οικογένεια και τους γονείς της, και ότι έζησε με τον άντρα της. Και ο πατέρας του Χρήστου δεν ήταν ούτε κακός, ούτε βάναυσος, απλά ακολουθούσε το παράδειγμα του δικού του πατέρα.
Η Αθηνά ήταν γλωσσοκοπάνα τελικά. Στην αρχή ο Χρήστος φοβόταν πως αν δεν έπαιρνε ανάσα μετά από δέκα λεπτά ακατάπαυστης φλυαρίας θα έκανε μπαμ και θα ΄σκαγε. Μια φλυαρία όμως γοητευτική, με μονολόγους, γεμάτους εύστοχες ερωτήσεις και απαντήσεις στον ίδιο της τον εαυτό. Όταν ο Παντελής του είπε πως ήθελε να γίνει δικηγόρος, τον ρώτησε:
- Και τι θα σας μάθουν στην Αθήνα πέντε χρόνια παιδί μου;
- Τους Νόμους του Κράτους, και να μιλάμε στον δικαστή σαν την μάνα: Χωρίς σταματημό και τόσο γρήγορα που να γίνονται όλα τόσο ακαταλαβίστικα που να βγαίνει ο αθώος ένοχος κι ο ένοχος αθώος.
- Και θέλει σπούδαγμα κάτι τέτοιο Παντελή μου; καμώθηκε έκπληκτος ο Χρήστος. Να πας ένα χρόνο μόνο, να μάθεις τους νόμους και να σου κάνει μαθήματα η μάνα σου να πάρεις το πτυχίο από άξια δασκάλα!
Η Αθηνά που άκουγε αμίλητη την κουβέντα, και ήδη πήγαινε να σκάσει που είχε να ανοίξει το στοματάκι της ώρα, μόλις κατάλαβε ότι άντρας και γιος την δούλευαν, ξεσπάθωσε.
- Αμαρί, τι λέτε εσείς οι δυο τώρα; Εμένα κοροϊδεύετε; Χρήστο, Χρήστο μου, ντροπή μάνα μου να λες τέτοια για την γυναίκα σου που σ΄αγαπάει. Είκοσι δυο χρόνια, σε πλένω, σε ντένω, σε ταΐζω, σε ποτίζω, σε κάνω παιδιά, και μετά να τρέχω και στο μαγαζί να βοηθήσω και γω όσο μπορώ. Και συ, αχάριστε Παντελούκο, που σε πλένω, σε ντένω, σε ταΐζω, σε ποτίζω, εννιά μήνες σε είχα στην κοιλιά μου βρε αχάριστο, βρε κακό παιδί που μιλάς έτσι για την μάνα σου την προκομμένη, έχεις από μένα την γριά παράπονο βρε; Μου κάνατε το αίμα νερό μ΄ αυτά που ξεστομίσατε απόψε οι δυο σας, αχού κακό που με βρήκε στα γεράματα, δεν φτάνει που φεύγει το παιδί μου στην Αθήνα, στα ‘Σοδόματα και τα Γομάρατα’, και θα το χάσω, στην αμαρτία καλέ βράζουν όλοι εκεί πέρα...
Η Αθηνά συνέχιζε χωρίς φανερό κενό στον μονόλογο για να πάρει ανάσα, ενώ πατέρας και γιος έφταναν να γελούν μέχρι δακρύων. Τους άκουγαν και ο Θεόφιλος, και η Θεανώ, που έτρεχαν μην χάσουν την μάνα τους να λέει τα δικά της σε ρυθμό πολυβόλου, μέχρι που παράταγε τους τεντζερέδες και η Κατίνα, η δούλα, και ερχόταν τρέχοντας σκουπίζοντας τα βρεγμένα χέρια στην ποδιά της, να ακούσει την κυρά όταν την έπιαναν τα μανιακά της. Και πάνω στον μονόλογο με τις ερωταπαντήσεις πρόφταινε η Αθηνά: «Όξω μαρί και συ, άι στην κουζίνα, ζλάπι, μ΄ ήρθες και συ να δεις τι έπαθα εγώ η δύσμοιρη η γυναίκα που άντρας και παιδιά γελάν με μένα καλέ, με μένα που...»
Εκείνο το βράδυ, η Αθηνά χάιδεψε τα μαλλιά του άντρα της και είπε μια πρόταση, μόνο μια, αν και όχι μικρή.
- Σ΄ ευχαριστώ που δεν σήκωσες ποτέ χέρι πάνω μου παρά μόνο για να με χαϊδέψεις.
Του Χρήστου του φάνηκε πως η φωνή της είχε μια τέτοια γλύκα, και πως τα μάτια της ήταν υγρά.
- Ποτέ Αθηνά μου, ποτέ, δεν θα έκανα σε γυναίκα ότι έβλεπα να κάνει ο πατέρας μου.
- Φοβάμαι, φοβάμαι πως όταν γυρίσει ο Παντελούκος θα ΄ναι αλλιώτικος, θα ΄ναι μορφωμένος, δεν θα μας θέλει εμάς τους παρακατιανούς...
- Πέντε χρόνια θα αλλάξουν όλον τον κόσμο που έχτισες στον γιο σου; Αθηνά, σε είχα για έξυπνη γυναίκα. Κοίτα την οικογένειά μας, όλο γέλια και αγάπη είμαστε κυρά της καρδιάς μου...

Ο Χρήστος κοιτούσε τις αντιδράσεις της οικογένειάς του. Κατά πως φαινόταν η κόρη δεν είχε πάρει το χούι της μάνας της. Η Αθηνά μια μοιρολογούσε που θα την έβρισκε ο γαμπρός απροετοίμαστη σαν τις μωρές παρθένες, μια παινευόταν σε στιγμές μεγαλοπρέπειας.
- Τρώμε τώρα, είπε δυνατά και όλοι σιώπησαν, ακόμα και η συμβία του που βρήκε ευκαιρία να πάρει ανάσα. Και όσο τρώμε θέλω ησυχία, αμάν μ΄ αυτόν τον πανικό! Μα για να σοβαρευτούμε λέω γω, πρώτη φορά θα σου ΄ρθει επίσκεψη ο Άβελ; Εσύ Θεανώ τι λες; Καλός δεν είναι;
- Καλός, πατέρα...
- Καλός για μια ζωή;
- Θα σου πω σε τριάντα χρόνια,πατέρα...
- Να σε δώσω;
- Ναι...
- Θέλεις να το ξανασκεφτείς; Αν είναι, να του μιλήσει ο αδελφός σου να μην έρθει και ντροπιαστεί το παλικάρι. Είναι και χρόνια φίλος με το αδελφό σου...
- Να ΄ρθει, καλός είναι...
- Ου! σοφό κορίτσι που ΄χω, πετάχτηκε η Αθηνά, μα η ματιά του Χρήστου της έκοψε την όρεξη για παρά πάνω λόγια. Έκλεισε το στόμα της, αλλά άρχισε να τραγουδά από μέσα της. Θυμήθηκε κάνα δυο μανάδες που είχαν στείλει προξενιό στον Άβελ για τις κόρες τους, και γλέντησε νοερά σαν σκέφτηκε τις φάτσες τους. “Αμ πως! Γι΄ αυτό τον είχαμε μια ζωή στο σπίτι μας, να τον δώσουμε γαμπρό σε σας!”
Το υπόλοιπο της μέρας κανείς δεν ήταν σίγουρος πως πέρασε. Όλα τυλίχτηκαν σε ένα πέπλο παραφροσύνης, ποδοβολητών, μυρωδιών απ΄ την κουζίνα, πρόβες φουστανιών, γέλιων και δακρύων. Μέχρι που στις οκτώ ακριβώς ο Άβελ χτύπησε το ρόπτρο, το λιονταροκέφαλο στην πόρτα.
Ο Παντελής θεώρησε καλό να του ανοίξει εκείνος. Στην είσοδο είδε τον Μανώλη, και κάποιον που θύμιζε αμυδρά τον Άβελ. Έναν Άβελ με κουστούμι Ευρωπαϊκό, παπούτσι, και ημίψηλο. Ο Μανώλης όσο κι αν τον παρακάλεσε ο αδελφός του πάτησε πόδι και βροντοφώναξε πειραχτικά.
-Τι λες ωρέ που θα φορέσω και κουστουμιές! Την φουστανέλα την γαμπριάτικη θα φορέσω, κι αν δεν σου κάνω, να φωνάξεις να έρθει ο αδελφός σου ο γραμματιζούμενος ο ‘μουσιέ Αλεξιό’, ο αχαμνοξύστης, που τα χέρια του είναι μαλακά σαν παστρικιάς, -άντρας που δεν δούλεψε σε χωράφια μαθές-, από τα Παρίσια. Φόρεσε εκείνος κουστούμια, άι στο διάολο είπα, ένας στους έξι γιους του πατέρα μας βγήκε ‘ντίγκι ντάγκας’, είδα και σένα που αποφάσισες και το ΄ραψες και θρήνησε η ψυχή μου. Εγώ τέτοια δεν τα φοράω, είμαι βλάχος ρε, βλάχαρος με πούτσα! Σου κάνω με τις φουστανέλες μου; Καλώς! Δεν σου κάνω; Άι κοψε τον σβέρκο σου και πάγενε μόνος σου!
- Εγώ πως είμαι; ρώτησε ο Άβελ διστακτικά, ελπίζοντας να τον αποπάρει ο μεγαλύτερος αδελφός για να ΄χει λόγους να πετάξει το καταραμένο και άβολο ρούχο από πάνω του.
- Ε!... Καλός είσαι, καλός... Κι από μέσα του σκέφτηκε: “Θα σου πω αύριο για το χτες, να κλάψουν και οι πέτρες!”
Κι έτσι στις οκτώ ακριβώς, με την ευχή της μάνας τους της Μάιρας, χτυπούσαν την σιδερένια λιονταροκεφαλή στην πόρτα του Χρήστου του Τάσου.
-Καλώς τους, βρε, βρε, βρε, καλώς τον φίλο μου τον Άβελ και τον αδελφό του τον Μανώλη. Πως κι από δω, έτσι επίσημα;
Του Άβελ για μια στιγμή του φάνηκε πως η λιονταροκεφαλή αποκόπηκε από την κυρία είσοδο και του ΄πεσε στο ‘δόξα πατρί’! Κάθε φορά που πήγαινε στου φίλου του χτυπούσε μια, έκανε σύντομη παύση κι άλλη μια, -ήταν το σύνθημα-, και άνοιγε μόνος του την πόρτα και έμπαινε χαιρετώντας ακόμα και την Κατίνα στην κουζίνα. Σήμερα όμως ήταν αλλιώτικη μέρα, τα πόδια του έτρεμαν, το κεφάλι του πετούσε στα σύννεφα, και τα ΄χε τόσο χαμένα που ακόμα και την πόρτα ξέχασε να χτυπήσει συνθηματικά. Ο Παντελής δεν έλεγε να βοηθήσει την κατάσταση, τον κοιτούσε περιπαιχτικά, και χαμογελούσε αθώα. Λες ο μπάσταρδος να μην είπε κουβέντα το μεσημέρι; Ευτυχώς που η κυρ΄ Αθηνά, καλή της ώρα, έσωσε την κατάσταση.
- Καλέ, τι στεκόστε στην πόρτα, ξένοι είστε; Περάστε καλέ να πιείτε ένα κρασάκι. να εδώ είναι και ο κυρ’ Χρήστος να πείτε δυο λόγια εσείς οι άντρες.
Η Αθηνά εξαφανίστηκε στην κουζίνα, Ο Θεόφιλος ήρθε απ΄ το μαγαζί που ήταν ανεβαίνοντας την πίσω σκάλα, αλλά η Θεανώ ήταν εξαφανισμένη. Του ‘γαμπρού’ του μύριζε απόρριψη, και τον έπιασε ντροπή και πανικός. Κάθισε δίπλα απ΄ τον αδελφό του, και όσο πιο μακριά μπορούσε απ΄ τον κυρ΄ Χρήστο.
- Λοιπόν Μανώλη, πως πάει η επιχείρηση;
- Δόξα τω Θεώ! Να, μείναμε όπως ξέρεις εγώ και ο αδελφός μου από δω, να δουλεύουμε. Ο μεγάλος είναι στρατιώτης, -εδώ ο Χρήστος, ο Παντελής, ο Θεόφιλος και ο Μανώλης γέλασαν με τον υποβιβασμό του μεγάλου που δεν είχαν και σε πολύ υπόληψη το να είσαι αξιωματικός και να κανονίζεις πολέμους-, ο επόμενος ασχολήθηκε με τα γράμματα, τα δίδυμα είναι μικρά ακόμα...
- Ο γιος σου πως είναι;
- Μεγαλώνει, μας παιδεύει με τα κλάματα, αλλά είναι καλό αντράκι, να ζήσει να μας δώνει χαρές. Άντε κι απ΄ τον Θεόφιλο τα καλά και χαρούμενα. Θα μας καλέσετε στον γάμο;
- Θα μας τιμήσετε να ΄ρθείτε;
Ο Μανώλης και ο κυρ΄ Χρήστος κοιτάχτηκαν με απόγνωση. Μιλούσαν με μια τυπικότητα που θα χρησιμοποιούσαν δυο άνθρωποι που γνωριζόταν ελάχιστα.
- Πως, πως, βεβαίως, αν μας τιμήσετε και σεις... Έλα μωρέ Άβελ, μίλα πια και συ! ξεσπάθωσε απελπισμένος ο Μανώλης που ήταν έτοιμος να σκάσει στα γέλια, και του έχωσε μια δυνατή αγκωνιά στα πλευρά.
- Έχεις να μου πεις τίποτα, Άβελ; έκανε τάχα αθώα ο Χρήστος.
Κάποτε όταν ήταν μικρός ο Άβελ, γλίστρησε στο ποτάμι χωρία να ξέρει κολύμπι. Άρχισε να πνίγεται καθώς τον τραβούσαν τα νερά. Την τελευταία στιγμή, κι ενώ τον είχε κυριέψει πανικός και η καρδιά του χτύπαγε τόσο δυνατά που νόμισε πως θα μείνει από καρδιά πριν προφτάσει να πνιγεί, ένιωσε το νερό το έξω να ζυγιάζεται με το νερό το εντός του, και να αποκτά μια ισορροπία ανεξήγητη. Αφέθηκε στο άγγιγμα του ποταμίσιου νερού, κι άπλωσε να κολυμπήσει λες και ήταν κάτι που ήξερε καλά σ΄ όλη του την ζωή. Ποτέ ξανά δεν φοβήθηκε το ποτάμι, και με τον καιρό έγινε δεινός κολυμβητής. Ένιωσε και πάλι όπως τότε. Η καρδιά του χτυπούσε να σπάσει, το ίδιο του το σάλιο τον έπνιγε και του ΄κοβε την ανάσα. Αφέθηκε στην δίνη του πανικού σχεδόν με αγάλιασε, μέχρι που κόπασε.
- Κυρ΄ Χρήστο, με ξέρεις από μικρό παιδί. Ούτε κλέφτης είμαι, ούτε ψεύτης. Κάθε Κυριακή εκκλησιάζομαι, και όλες τις άλλες μέρες δουλεύω σκληρά. Ο γιος σου με τιμά με την φιλία του απ΄ τα μικράτα μας. Κακό δεν σου ΄κανα, κι ούτε σε πρόσβαλα ποτέ. Έφτασε η ώρα μου να κάνω οικογένεια, και ενώ έβαλα μπρος για προξενιά όπως ξέρεις, είδα την κόρη σου την Θεανώ στο πανηγύρι στην γιορτή της Παναγιάς. Κι από τότε το μόνο που σκέφτομαι είναι η κόρη σου. Μην με καταδικάσεις στην μοναξιά να γεράσω μαγκούφης. Θα μπορούσες να την δώσεις σε καλύτερο, μπορεί και κείνη να θέλει άλλο παλικάρι, ούτε που τόλμησα να την συναντήσω και να την ρωτήσω... Αυτά είχα να σου πω, αυτά σου λέω...
- Και τι προίκα ζητάς;
Προίκα; Λες και τέτοιο κορίτσι είχε ανάγκη από προίκα; Λες και δεν είχε εκείνος να την ζήσει αρχόντισσα στα πούπουλα;
- Η ευχή σου μου φτάνει...
Ο Χρήστος ήδη πανηγύριζε από μέσα του. Δεν φτάνει που ήταν ο πιο καλός γαμπρός στη πόλη, ούτε προίκα δεν ήθελε ο χαμένος. “Μωρέ τούτος είναι ζαβλακωμένος από τα μάτια της κόρης μου! Καλά Άβελ, θα σου εξηγήσω εγώ κάποτε πως να κάνεις παζάρια, γιατί μου φαίνεται πως θα την φουντάρεις την επιχείρηση του πατέρα σου.”
- Εγώ την κόρη μου την έχω βαριοπροικιωμένη, με ρούχα, ‘άσπρα’, υφάσματα, και ρευστό σε δραχμές και λίρες. Άντε να πιούμε να ποτίσουμε τον αρραβώνα, και τα άλλα τα βρίσκουμε.
Μετά γύρισε προς την κουζίνα, και φώναξε:
-Θεανώ, φέρε κόρη να πιούμε!
Αυτό ήταν το σύνθημα: Μόλις ο πατέρας ή προστάτης μιας υποψήφιας νύφης φώναζε στην θυγατέρα ‘φέρε κόρη να πιούμε’ σήμαινε πως το προξενιό είχε ‘κλείσει’ σε αρραβώνα. Η κυρ΄ Αθηνά όρμηξε στο δωμάτιο, από πίσω η Κατίνα η δούλα που λάτρευε τη Θεανώ σαν δικό της παιδί, και απ’ την μια στιγμή στην άλλη το τραπέζι δεν χωρούσε τα πιάτα με φαγητά και σαλάτες, και γλυκά, και ποτήρια έτοιμα να γεμίσουν με κρασί. Κι ύστερα μπήκε η Θεανώ με τον ‘καλό’ τον δίσκο τον ασημένιο και με την γυάλινη την κανάτα την ‘καλή’ που αγόραζε ο πατέρας όταν η κόρη του έμπαινε σε ηλικία γάμου. Μια κανάτα μιας χρήσης, που την έσπαζε έξω απ΄ την κυρία είσοδο ο γαμπρός την πρώτη μέρα του αρραβώνα, την ώρα που έφευγε. Του Άβελ του κόπηκε η ανάσα. Από κοντά ήταν ακόμα πιο όμορφη. Πέρασε δίπλα του, με το κεφάλι ελαφρά σκυμμένο, τού γέμισε το ποτήρι, ακούμπησε τον δίσκο με την κανάτα τη καλή στο τραπέζι μπροστά του, κι έκανε να φύγει.
- Κόρη μείνε, θέλω να σου μιλήσω. Απόψε ο Άβελ ζήτησε να σε παντρευτεί και γω σε δίνω γιατί είναι καλός άνθρωπος, θα σε σέβεται, και θα ζήσεις μαζί του με αξιοπρέπεια. ΄Εχεις αντίρρηση;
Κοίταξε τον πατέρα της με αγάπη. “Γλυκέ μου μπαμπάκα”, σκέφτηκε, “Σ΄ ευχαριστώ που μου δίνεις άλλη μια φορά την ευκαιρία να συναποφασίσω και δεν με πουλάς σαν αντικείμενο.”
- Όχι πατέρα, καμιά αντίρρηση.
- Κάθισε τότε δίπλα του, από δω και πέρα αυτός είναι ο αφέντης σου.
Αυτό λοιπόν θα ήταν ο Άβελ από δω και πέρα. Ένας άντρας, άγνωστος στην πραγματικότητα, που από την μια στιγμή στην άλλη χρίστηκε αφέντης της. Σε κάποιο κύτταρο της Θεανώς υπήρχε αυτή η πληροφορία φεμινισμού και ισότητας των φύλλων που ήταν άγνωστη σε εκείνα τα μέρη, εκείνες τις εποχές. Το είναι της επαναστάτησε, και έπεσε σε βαθιά μελαγχολία. Ήξερε φυσικά πως ο Άβελ ήταν η καλύτερη επιλογή, ο Άβελ ήταν ο πρώτος της έρωτας, αλλά ήξερε επίσης ότι την είχε διαλέξει εκείνος, και την είχε διαλέξει γι΄ αυτό το προφανές που όλοι έβλεπαν, την ομορφιά της. Ούτε καν την συνάντησε πριν μιλήσει στον πατέρα της, ν΄ ακούσει την φωνή της, να ρωτήσει για τα όνειρά της, να ρωτήσει αν και εκείνη τον ήθελε. Ο Άβελ έκανε την επιλογή του, ο Άβελ διάλεξε, γιατί στον κόσμο οι άντρες έχουν το δικαίωμα της επιλογής. Παρακάλεσε τον καλό της φίλο τον Χριστούλη, που έτσι κι αλλιώς της έκανε την χάρη να την κοιτάξει ο παιδικός της έρωτας ‘αλλιώτικα’ έστω και έξι χρόνια αργότερα, να της δώσει μόνο γιους. Δυστυχώς ο Μεσσίας εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή ή είχε βγάλει τα ακουστικά και δεν άκουσε την προσευχή της, ή είχε άλλες προτεραιότητες και έβαλε την προσευχή της ‘στον πάγο’ να την μελετήσει αργότερα.
Πέρασε αρκετή ώρα πριν τολμήσει να την κοιτάξει στα μάτια, κι ακόμα περισσότερη πριν της μιλήσει
- Είμαι ο αφέντης σου πια, με την ευχή του πατέρα σου. Οι νόμοι λένε πως έχω κάθε δικαίωμα πάνω σου Θεανώ. Εγώ όμως δεν ψάχνω να αγοράσω σκλάβους. Θέλω μια γυναίκα να αγαπάω και να μ΄ αγαπήσει, να την υπηρετώ, και να με υπηρετήσει, να γεράσω στην αγκαλιά της και κείνη στην δική μου. Να κάνουμε παιδιά κι εγγόνια από αγάπη κι όχι γιατί πρέπει... Για όλους αυτούς τους λόγους και για πολλούς άλλους που έβαλα σε σειρά το μυαλό μου χτες βράδυ να σου τους πω απόψε, αλλά τους ξέχασα από ντροπή και έρωτα. Εγώ ο χαμένος έχω να σου πω τούτο: Ο ‘αφέντης’ σου, σου χαρίζει την ελευθερία της βούλησης της σκέψης και του λόγου. Θέλω να αποφασίσεις να με διαλέξεις εσύ τόσο, όσο σε διάλεξα κι εγώ. Θέλω μια γυναίκα να μ΄ αγαπήσει γιατί το θέλει εκείνη, όχι γιατί έτσι ορίζει ο πατέρας της και οι νόμοι. Θα μπορέσεις ποτέ να μ΄ αγαπήσεις;
- Τόσο, όσο ούτε να ονειρευτείς δεν τόλμησες.
Ο Άβελ, μόλις είχε κερδίσει μια θέση στον παράδεισο της γης. Με δυο λόγια βγαλμένα απ΄ την καρδιά του, σκόρπισε τις αμφιβολίες της καλής του.

΄Οταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να συναντήσει τους αγαπημένους του νεκρούς, ο Άβελ Δημητρίου ήξερε πως πραγματικά αγαπήθηκε από την γυναίκα που διάλεξε και τον διάλεξε τόσο, όσο ούτε να ονειρευτεί δεν τόλμησε.

No comments: