9. Πόλεμος -- β. Νανά

Η Νανά δεν είχε να θυμηθεί πολλές όμορφες αναμνήσεις από τα φοιτητικά της χρόνια. Το να ζεις στη Θεσσαλονίκη στην εποχή της Κατοχής δεν ήταν και ότι καλύτερο. Το να έχεις κουπόνια φαγητού που δεν σε χόρταιναν ποτέ, απείχε πολύ από τα όνειρα κάθε κοριτσόπουλου. Την πρώτη χρονιά που πέρασε στην Ακαδημία δεν λειτουργούσε το Ίδρυμα, έτσι έμεινε στο πατρικό της. Την επόμενη χρονιά τα πράγματα ήταν δύσκολα. Νοίκιασε με άλλες τρεις συμφοιτήτριες ένα ανήλιαγο υπόγειο με δύο δωμάτια και μια κουζινίτσα που βρόμαγε μούχλα και κλεισούρα. Η τουαλέτα ή ότι τέλος πάντων χρησιμοποιούσαν για τουαλέτα ήταν έξω από το υπογειάκι τους και έτσι ακόμα και το στοιχειώδες μπάνιο ήταν μια βασανιστική εμπειρία. Όμως τα κορίτσια προσπαθούσαν να διασκεδάσουν ακόμα και μέσα από την δυστυχία. Ζέσταιναν, όταν μπορούσαν να ζεστάνουν, νερό στην κουζινίτσα. Η μια έμπαινε στην τουαλέτα για «ξεβρόμισμα» όπως το έλεγαν μεταξύ τους. Η δεύτερη, κρατούσε τσίλιες φορώντας παλτό, γάντια και κασκόλ, κρατώντας στα χέρια της πετσέτες και ρούχα της ‘ξεβρομίζουσας’, να τα φορέσει αμέσως μετά για να τρέξει στην όποια ζέστη παρείχε το υπογειάκι. Η τρίτη και η τέταρτη ήταν οι ‘κατσαρολοφόρες’. Γέμιζαν το κατσαρολάκι τους με ζεστό νερό στην κουζίνα και έτρεχαν σαν δαιμονισμένες, ανέβαιναν τα πέντε σκαλοπατάκια για να βγουν στη αυλή κι από κει, ξανά τρέξιμο, μέχρι την τουαλέτα να παραδώσουν σ΄ ένα γυμνό χέρι που έβγαινε από την πόρτα και αναζητούσε βιαστικά και απαιτητικά το κατσαρολάκι. Περίμεναν υπομονετικά να ξανανοίξει το πορτάκι και να παραδώσει το γυμνό χέρι το άδειο κατσαρολάκι. Κι ύστερα άρχιζε το τρέξιμο της επιστροφής, το κατέβασμα, συνήθως με πήδημα των σκαλοπατιών, και το τρέξιμο μέχρι το κουζινάκι για να βουτήξουν το κατσαρολάκι στο ζεστό νερό. Οι κατσαρολοφόρες συναντιόντουσαν με αντίθετες κατευθύνσεις, συνήθως στα σκαλοπάτια. Γελούσαν δυνατά, σκουντώντας η μια την άλλη, προσπαθώντας αυτή που γύριζε πίσω να εμποδίσει την άλλη που με γεμάτο το κατσαρολάκι της προσπαθούσε να παραδώσει το ζεστό νερό. Μόλις τέλειωνε η διαδικασία, μαζεύονταν και οι τέσσερις στο κουζινάκι, με τις μύτες κατακόκκινες από το κρύο, γελώντας ακατάπαυστα. Έψηναν κριθαρο-καφέ και απολάμβαναν την παρέα διαβάζοντας τα μαθήματά τους μέχρι που σκοτείνιαζε. Αν ήταν τυχερές, με τα κουπόνια που τους έδιναν στην σχολή, πήγαιναν σε κάποιο εστιατόριο για φοιτητές. Όσο πιο νωρίς πήγαινες, τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες να φας ένα πιάτο ζεστό φαγητό είχες. Αυτό γινόταν μεσημέρι-βράδυ: Μετά τα πρωινά μαθήματα, τρέξιμο για εξασφάλιση φαγητού. Πολλές φορές έμενες με το τρέξιμο και την όρεξη. Το φαγητό είχε τελειώσει κι έμενες με την πείνα. Ήταν συχνό φαινόμενο να πεινάς εκείνες τις μέρες, τόσο συχνό που υπήρχε κόσμος που πέθαινε από την πείνα, την φθίση και την εξαθλίωση. Μα τα κορίτσια, δεν το έβαζαν κάτω, είχαν όνειρα, έστω κι αν τα όνειρα που έκαναν είχαν σχέση με την επιβίωση και ήταν βραχυπρόθεσμα. Το μέλλον το απώτερο δεν τολμούσαν να το ονειρευτούν.
Η Νανά ήταν στη χειρότερη θέση. Είχε πεθάνει ο πατέρας της, η αγαπημένη της αδελφή, και ο θείος της. Το μεγάλο σπίτι το είχε επιτάξει ο Γερμανός Διοικητής, η οικογένειά της δυστυχούσε. Κάπου στο τέλος του τούνελ -έπρεπε να υπάρχει τέλος έτσι όπως υπήρχε και αρχή-, υπήρχε φως. Όμως προς το παρόν όλα ήταν μαύρα κι άραχνα. Ο κόσμος ήταν φοβισμένος, το περιβάλλον άγνωστο, δεν είχε πολλές φίλες και φίλους. Κάποια μέρα της φάνηκε πως είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο τον Γεράσιμο Πασσά, -τον φίλο του Δημήτρη του Θέου που σπούδαζε Ιατρική-, αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρη. Είχε ακούσει πως γύρισε απ΄ τον πόλεμο και τελείωνε τις σπουδές, μα πως είχε γίνει πολύ απόμακρος, μιλούσε λίγο, χανόταν για μέρες κι ύστερα γύριζε έχοντας το βλέμμα του τρομαγμένου ελαφιού. Η Νανά δεν ήξερε πως ο Γεράσιμος είχε περάσει στην Αντίσταση και ήταν ο ‘σύνδεσμος’ στην πόλη. Το ήξερε όμως ένας συμφοιτητής της. Ο Δημοσθένης Πανόπουλος, γνωστός για τις φιλογερμανικές απόψεις του. Μια μέρα κάθισε δίπλα της.
- Δεν μου λες, Δημητρίου, είναι αλήθεια πως είσαι κόρη του Άβελ; Ο πατέρας μου είναι φίλος με τον θείο σου τον Μιχαήλ. Καλά, είναι αλήθεια πως τα χάσατε όλα;...
Η Νανά τον είχε προσέξει από καιρό. Ήταν από κείνους που ούτε πεινούσαν, ούτε φοβόταν. Μιλούσε δυνατά με μια ένρινη φωνή, τρώγοντας το «ρ» και έκανε παρέα με Γερμανούς φαντάρους. Το παρατσούκλι του στην σχολή, πάντα χαμηλόφωνα και προσεκτικά σε ποιον το ’λεγες, ήταν «Φρίτς» με το «ρ» να προφέρεται με Γαλλική προφορά. Ούτε που τον κοίταξε. Ήταν έτοιμη να σηκωθεί, όταν τον άκουσε να συνεχίζει.
- Ξέρεις κάποιον Γεράσιμο Πασσά; Τον ξέρεις. Συμπατριώτης σου είναι... Εγώ και κάτι φίλοι μου θέλουμε να τον βρούμε. Κάτι συγγράμματα έχει, μήπως τα πουλάει; Ξέρεις πού μένει; Τον θέλω. Τώρα. Θα με βοηθήσεις;
Η Νανά κατάλαβε αμέσως πόσο κινδύνευε ο Γεράσιμος και όποιος τον ήξερε. Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Πήρε ένα ύφος ‘προσβεβλημένης μεγαλειότητας’ σηκώνοντας το δεξί φρύδι με υπεροψία.
- Αυτός κι΄ οι όμοιοί του, ούτε τους δρόμους της γειτονιάς μου δεν τους άξιζε να σκουπίζουν. Ούτε κι εσύ, αν είσαι φίλος του κι όμοιός του. Ξέρεις ποια είμαι εγώ, που τόλμησες να μου μιλήσεις στον ενικό;
Χωρίς να περιμένει απάντηση, του γύρισε την πλάτη και απομακρύνθηκε αγέρωχα. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά έτοιμη να σπάσει από φόβο, αλλά περπατούσε αργά, δήθεν ενοχλημένη από τον ‘παρακατιανό’. Έπρεπε να ειδοποιήσει τον Γεράσιμο για τον κίνδυνο. Δεν είχε όμως ιδέα, ούτε πού έμενε ούτε ποιος τον γνώριζε, και κυρίως πόσο ο οποιοσδήποτε τον γνώριζε ήταν έμπιστος. Συνειδητοποίησε πως οι άνθρωποι είχαν χωριστεί σ΄ «αυτούς» και τους «άλλους» και το χειρότερο πως τα πράγματα ήταν συγκεχυμένα. Δεν μπορούσε η ίδια να γνωρίζει ποιοι ήταν οι «άλλοι» γιατί κανείς τους δεν το έλεγε φανερά κι ούτε το έδειχνε. Έπρεπε να βρει κάποιον από τους «άλλους» και γρήγορα.
Γύρισε στο υπογειάκι να σκεφτεί. Τα άλλα κορίτσια έψαχναν για εστιατόριο στα τέσσερα άκρα της πόλης. Φοβόταν όμως ακόμα και να τους εμπιστευθεί το μυστικό της. Το βράδυ έμεινε άυπνη, προσπαθώντας να βρει λύση στο πρόβλημά της. Το επόμενο πρωί καμώθηκε την άρρωστη. Μόλις έφυγαν τα τρία κορίτσια, ξεπόρτισε και άρχισε τις βόλτες στην πόλη μήπως τον συναντήσει. Ούτε που της πέρασε απ΄ το μυαλό πως δεν είχαν συστηθεί καν και ήταν απρεπές για ένα κορίτσι να μιλήσει πρώτο σε έναν κύριο. Αυτά ήταν συμβουλές των Πωλίν και Αντζελίκ και ξαφνικά κατάλαβε πως εκείνες οι συμβουλές κι εκείνες οι εποχές ανήκαν στο παρελθόν. Σ΄ ένα παρελθόν που φάνταζε μακρινό και ξεθωριασμένο. Ένιωσε την ανάγκη να κάνει μερικά βήματα πίσω και να βουτήξει σ΄ εκείνο το παρελθόν που πρόσφερε ασφάλεια, ζεστασιά, αγάπη και άγνοια. Εκείνη την όμορφη εποχή που ο Γεράσιμος δεν ήταν επικηρυγμένος, αλλά φίλος του Κώστα του Ιωάννου που αγαπούσε η Κικίτσα η στενή της φιλενάδα, και φίλος του Δημήτρη που κάποτε αγάπησε αυτή. Τι να ’κανε τώρα ο Δημήτρης, πού ήταν, ποια αγαπούσε;
Περπατούσε όλη μέρα. Περπατούσε και σκεφτόταν. Εκείνη την μέρα η Νανά πέρασε στην οδυνηρή ωριμότητα. Βήμα-βήμα συνειδητοποιούσε πως ανήκε στους «άλλους» με την καρδιά και την σκέψη, αλλά ήταν πολύ δειλή να διαπεράσει τον τοίχο που υψωνόταν μπρος της και την κατέτασσε σ΄ όσους ήταν άτολμοι παρατηρητές των γεγονότων. Ξαφνικά ένιωσε ανήμπορη. Είχε δυο μέρες να φάει, περπατούσε άσκοπα απ΄ το πρωί κι είχε νυχτώσει και η υγρή παγωνιά του Φλεβάρη διαπερνούσε το φτωχικό της παλτό και τα ρούχα της και πάγωνε το αίμα κι έφτανε μέχρι το μεδούλι της ύπαρξής της. Μα πάνω απ΄ όλα πονούσε η καρδιά της, που δεν άντεχε άλλο τον εσωτερικό σπαραγμό. Στήριξε την πλάτη της σ΄ ένα τοίχο και άρχισε να κλαίει σιωπηλά, χωρίς λυγμούς, χωρίς εξάρσεις και σιωπές, αφήνοντας τον Βαρδάρη να στεγνώνει τα δάκρυά της, εξιλεώνοντάς την από τις αμαρτίες της άγνοιας και του φόβου. Η πείνα της κατέτρωγε τα σωθικά και η δύναμη της αυτοσυντήρησης την οδήγησε στο κοντινότερο εστιατόριο για σπουδαστές με κουπόνια. Κι εκεί τον είδε. Στεκόταν στην ουρά, περιμένοντας την σειρά του. Τον είχε δει με τον Γεράσιμο να περπατούν βιαστικά ο ένας μπρος κι ο άλλος δύο-τρία βήματα πίσω. Ο Γεράσιμος είχε γυρίσει να την κοιτάξει και ο νεαρός πίσω του την κοίταξε επίσης. Της είχε φανεί πως ο Γεράσιμος ετοιμάστηκε να σταματήσει και τότε ο πίσω τάχυνε το βήμα και προσπερνώντας τον σκούντηξε δήθεν τυχαία. Ο Γεράσιμος ούτε που τον κοίταξε, αλλά συνέχισε ακολουθώντας τον και εξαφανίστηκαν και οι δυο στρίβοντας σ΄ ένα στενό.
Η Νανά προχώρησε αποφασιστικά και στάθηκε δίπλα του.
- Πες στον Γεράσιμο πως τον ψάχνουν οι Γερμανοί, είπε χαμηλόφωνα, αρκετά δυνατά όμως για να τον αναγκάσει να την κοιτάξει.
- Δεν γνωρίζω κανέναν Γεράσιμο, της αποκρίθηκε ψυχρά και γύρισε αλλού το πρόσωπό του.
- Τον ξέρεις, κι εγώ τον ξέρω, πες του χαιρετισμούς να δώσει στον Κώστα, τον Χρήστο και τον Δημήτρη. Α! και στην Κική!
Ο άγνωστος κοίταξε γύρω τριγύρω προσεκτικά χωρίς να την κοιτάξει καθόλου. Μετά γύρισε ξαφνικά προς το μέρος της. «Μείνε!» είπε προσεκτικά κι απομακρύνθηκε ψάχνοντας δήθεν τις τσέπες του κάμποσες φορές. Έφυγε στην αρχή περπατώντας αργά κι ύστερα όλο πιο βιαστικά μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι. Τον ξαναείδε δέκα-τόσα χρόνια αργότερα. Ήταν πάλι νύχτα, αλλά τίποτα δεν τους φόβιζε πια. Ο Γεράσιμος της είχε συστήσει έναν καλό παιδίατρο που δούλευε στην Αθήνα, να εξετάσει τον μικρό Ανέστη, που τον ταλαιπωρούσε η βρογχίτιδα. Ο καλός παιδίατρος αγκάλιασε την Νανά και τον Δημήτρη και έμειναν ώρες πολλές να μιλούν για το παρελθόν και για το πόσο γενναία ήταν η μικρή ‘κυρία-τόλμη’.
Η Νανά και οι τρεις συγκάτοικοί της δεν πήγαιναν βόλτες με άλλες παρέες. Αν και διάφοροι νεαροί προσπάθησαν να τις πλησιάσουν, τα κορίτσια έδειχναν αδιαφορία. Η μόνη τους ‘διασκέδαση’ ήταν τις Κυριακές το μεσημεράκι που πήγαιναν στον σταθμό των τρένων. Από κει ξεκινούσαν προς άγνωστο προορισμό οι μηχανές, σέρνοντας ξύλινα βαγόνια, γεμάτα με ανθρώπους με το κίτρινο αστέρι ραμμένο στα ρούχα τους. Ανθρώπους-κίτρινο-αστέρι που κρατούσαν σφιχτά μια βαλιτσούλα ο καθένας. Οικογένειες με κίτρινα αστέρια ραμμένα στις καρδιές τους και μια μελαγχολία κεντημένη στο πρόσωπο. Κι ένα μεσημεράκι Κυριακής μέσα στο στοιβαγμένο πλήθος, αναγνώρισαν το πρόσωπο μιας συμφοιτήτριάς τους. Ήταν στο προτελευταίο βαγόνι και την είδαν την ώρα που ξεκινούσε το τρένο να κοιτά έξω απ΄ το παράθυρο μελαγχολικά. Άρχισαν να τρέχουν στην αποβάθρα ακολουθώντας το προτελευταίο βαγόνι φωνάζοντας δυνατά το όνομά της ενάντια στον άνεμο. Τις άκουσε την ύστατη στιγμή. Σηκώθηκε από την θέση της, έβγαλε το κοντοκουρεμένο κεφαλάκι απ΄ το παράθυρο και κούνησε το ολόλευκο κεντημένο μαντηλάκι της. Συνέχισε να το κουνά μέχρι που έγινε μια κουκκίδα, ένα ακόμα κίτρινο άστρο που χάθηκε. Δεν την είδαν ποτέ ξανά. Δεν γύρισε ποτέ η Μαρία με το κίτρινο άστρο, που έφυγε κάποιο μεσημεράκι Κυριακής απ΄ την Θεσσαλονίκη ταξιδεύοντας στο προτελευταίο βαγόνι του τρένου που έκανε το ταξίδι προς άγνωστο προορισμό. Κρίμα, ήταν μια Κυριακή πριν την ορκωμοσία των τελειόφοιτων της Ακαδημίας Θεσσαλονίκης. Αντίο Μαρία...

No comments: