2. Το τέλος

Η Ειρήνη αυτοκτόνησε στα μέσα ενός Φλεβάρη.
Πάτησε το κουμπί του ασανσέρ καλώντας το στον όροφο που περίμενε. Το άκουσε να τρίζει κάπου στο υπόγειο. Περπάτησε μέχρι το παράθυρο του στενόμακρου διαδρόμου και τ΄ άνοιξε, έτσι χωρίς λόγο. Απ΄ τον έκτο όροφο άλλα φαίνονταν μικρά, κι άλλα δεν φαίνονταν. Τι να ταν αυτό που την έσπρωξε; Ίσως ο Χρόνος...

Η Ειρήνη είχε μια παράξενη σχέση με τον Χρόνο. Συχνά έλεγε: «Χάνω τον χρόνο, κι ο χρόνος με χάνει κι αυτός. Τρέχω να τον προφτάσω κι όλο μ΄ αφήνει πίσω. Κι εγώ τρέχω ξοπίσω του, πεισμωμένη, προσπαθώντας να σκουπίσω τα δάκρυα από τα μάτια και το αίμα από τις ανοιχτές πληγές που μού αφήνει. Τον πιάνω και μού γλιστρά μέσα από τα χέρια σαν άμμος καυτή που την ζέστανε με τ΄ ακροδάχτυλά του ο ήλιος. Και καίγομαι... Γέρασα να κυνηγώ τον χρόνο, να τον αρπάζω και να ξοδεύεται, να μού ξεγλιστρά σαν φάντασμα, σαν νεράκι που από σταλαγματιά γίνεται χείμαρρος και σε παρασέρνει. Θα με νικήσει ο Χρόνος, θα με νικήσει...».

Εκεί, απ΄ τον έκτο όροφο, είδε τον χρόνο να μορφοποιείται. Τον είδε να περνάει κάτω στο δρόμο και να σταματάει σ΄ ένα κόκκινο φανάρι. Αναλογίστηκε πως μέχρι να ΄ρθει το ασανσέρ και να κατέβει στο ισόγειο και να τρέξει μέχρι το φανάρι, θα τον έχανε και πάλι. Έτσι, βούτηξε με το κεφάλι κάτω και τα χέρια απλωμένα προς την άσφαλτο να τον αρπάξει εκεί στο κόκκινο φανάρι, για να μην τον χάσει και πάλι την ύστατη στιγμή. Κι ο χρόνος της, φυλακισμένος μέσα στα δάχτυλά της, πάλεψε λίγο και μετά σταμάτησε ν΄ αντιστέκεται. Την αγκάλιασε σφιχτά κι αυτός και πέθαναν μαζί. Γιατί, τον χρόνο σου όταν ενώ θέλει να γίνει και πάλι αόρατος και να πετάξει τον εμποδίσεις, πεθαίνει αφού μαραθεί στη στιγμή. Γίνεται πεταλούδα και καίγονται τα φτερά της απ΄ τα χέρια των πλασμάτων του ανίερου υλικού κόσμου που την αρπάζουν και δεν μένει παρά ένα σιχαμερό, τριχωτό σκουλήκι να ξεψυχάει στ΄ ανθρώπινα χέρια.

Γύρω, μαζεύτηκε κόσμος για τα καλά. Οι περισσότεροι, το ‘φιλοθεάμον κοινό’, έκαναν χάζι, ρωτώντας ‘τι’ και ‘πως’ με κείνο τον ολοφάνερα ψεύτικο κι αρρωστημένο οίκτο. Κάποιος, που δεν τον γνώριζα όμως, δήλωσε φίλος της. Και μάλλον ήταν. Τράβηξε, με χέρια που έτρεμαν, την φούστα της σκεπάζοντας τα γυμνά πόδια, τακτοποίησε τα ανάκατα μαλλιά, έκανε μια κίνηση σαν να ήθελε να τής κλείσει τα μάτια, αλλά τον έπνιξε η συγκίνηση και ξέσπασε σ΄ ένα βουβό κλάμα, σκεπάζοντας το πρόσωπό του με τα χέρια.

Αύριο, οι εφημερίδες θα έγραφαν για την Ειρήνη άλλη μια φορά. Θα το ανέφεραν σαν αυτοκτονία, ή σαν ‘τραγικό ατύχημα’; Την φαντάστηκα να κρατά την εφημερίδα με τα μακριά, λεπτά δάχτυλα γεμάτα με παράξενα δαχτυλίδια, καθ’ ένα κι από κάποιο διαφορετικό μέρος του πλανήτη που είχε επισκεφτεί. Κι ύστερα, ότι κι αν διάβαζε, θα το ΄βρισκε αστείο. Θα έριχνε πίσω κάποιο απ΄ τα πολλά κόκκινα τσουλούφια που μόνιμα προσπαθούσαν να της σκεπάσουν το πρόσωπο, θα έσκυβε ελαφρά προς τα πίσω το κεφάλι και θα ξεσπούσε σ΄ ένα χαρούμενο γέλιο. Μετά θα άναβε τσιγάρο, αν δεν κρατούσε ήδη ένα, και θα με κοιτούσε μ΄ εκείνο το βλέμμα που σε διάβαζε μέχρι τα μύχια της ψυχής σου. Κι ύστερα, με μια θεατρική κίνηση, θα πετούσε την εφημερίδα στον αέρα. Φύλλα γεμάτα λέξεις και φωτογραφίες πρώτα να ανυψώνονται θροΐζοντας κεφάτα προς τον ουρανό, μετά να στροβιλίζονται με αργή, σιωπηλή, καθοδική κίνηση, για να πέσουν τέλος στο πάτωμα σε μια δική τους διάταξη, έτσι που τα πιο ‘σημαντικά’ νέα της πρώτης σελίδας να σκεπάζονται από κάποια λιγότερο σπουδαία.
- Αυτή νομίζουν πως είμαι... Τίποτα δεν ξέρουν για μένα, τίποτα γι’ αυτό που είμαι πραγματικά. Μόνο μερικές φωτογραφίες έχουν, και μ΄ αυτές κάνουν αναπαράσταση της ζωής μου. Μόνο εσύ με ξέρεις μικρή, μόνο εσύ...

Ήταν παράξενο πλάσμα η Ειρήνη, παράξενο θέαμα, και ζωντανή και πεθαμένη. Ο φίλος της, εκείνος που δεν γνώριζα, σταμάτησε τον θρήνο κι έσκυψε να της κλείσει τα μάτια που γυάλινα κοιτούσαν ποιος ξέρει τι. Τα μάτια της, τεράστια, πράσινα, έλαμπαν όχι με τη λάμψη του τρελού ή του αλαφροΐσκιωτου, αλλά του ανθρώπου που τον ψένει εσωτερικός πυρετός και πυρώνει και την καρδιά και τα μάτια.
Μια μητέρα με δυο παιδάκια βγήκε από ένα κοντινό ανθοπωλείο. Πλησίασαν, παρασυρμένοι από τον όχλο. Η Ειρήνη πεσμένη στις λερές πλάκες του πεζοδρομίου με τον σβέρκο ξεριζωμένο απ΄ την σπονδυλική στήλη και την ψυχή της να κατεβαίνει στα σκοτάδια του ΄Αδη. Το αριστερό χέρι κάτω απ΄ το κεφάλι, κι αυτό στραμμένο δεξιά, με τα μακριά σαν Μέδουσας μαλλιά να σκεπάζουν το μισό πρόσωπο. Στο στόμα λίγο αίμα, -βαθύ σκούρο-, να ξεραίνεται. Το δεξί χέρι σπασμένο, αφύσικο με τον δείκτη να δείχνει προς το βάθος του δρόμου, εκεί όπου το φανάρι άναβε μια πράσινο, μια κίτρινο, μια κόκκινο. Το μεγαλύτερο αγοράκι έσκυψε και στη φούχτα του δεξιού χεριού απίθωσε το μπουκέτο με τ΄ αγριολούλουδα που του χάρισαν στο μαγαζί. Και απλώθηκαν τα λουλούδια παράλληλα με το δεξί δάχτυλο που πάγωνε σιγά-σιγά δείχνοντας την συνεχή εναλλαγή των χρωμάτων και των ονείρων.

Ήταν η ώρα που η Ειρήνη έψαχνε να βρει, με τον χρόνο της σφιχταγκαλιασμένη, τον μονοπάτι που οδηγούσε στο καινούριο, άγνωστο ταξίδι. Είχε πλέον ελευθερωθεί από το βάρος του σώματός της. 'Έβλεπε, -με τα μάτια της άυλης οντότητας-, το κορμί της και τον κόσμο τριγύρω, μα δεν της κάηκε καρφί. Σχεδόν χάρηκε την καινούρια υπόστασή της, ήξερε όμως πως θα ήταν μία παροδική εμπειρία ανάμεσα στην υλική ύπαρξη και στην πνευματική. Κι αν ήταν να γεννηθεί ξανά μια μέρα καλώς να γινόταν, αλλά εκείνη την στιγμή ήθελε να ρουφήξει κάθε δευτερόλεπτο του χρόνου που της απέμενε. Όταν ένιωσε πως ήταν πια να αποσπαστεί από τον χώρο και μια δύναμη ανεξήγητη άρχισε να την τραβά, πρόφτασε ν΄ αρπάξει την ψυχή του μπουκέτου, που σαν φάντασμα ακολουθούσε τα νεκρά, κομμένα απ΄ τη μάνα-φυτό λουλούδια. Οι τρεις ψυχές, Ειρήνη, Χρόνος και Μπουκέτο-Λουλουδιών, ξεκίνησαν τα πρώτα βήματα σ΄ ένα ανηφορικό, σκοτεινό τούνελ. Κάπου στην άλλη άκρη του ένα ζεστό, ευχάριστο φως και μια απαλή μουσική. Συνειδητοποίησε πως δεν ήταν ο θάνατος φρικτός, αλλά ο φόβος του θανάτου και της συνεπαγόμενης ‘Κρίσης’, κι΄ εκείνη δεν ένιωθε ούτε πανικό ούτε φόβο. Αυτή η ανακάλυψη την γέμισε ανακούφιση.
Η καινούρια και πρόσκαιρη υπόσταση της Ειρήνης γύρισε και κοίταξε πίσω, θέλοντας να κρατήσει μια τελευταία εικόνα του γήινου κόσμου που εκούσια εγκατέλειπε. Στα σκαλιά του κτιρίου απ΄ όπου πήδηξε για να προφτάσει ν΄ αρπάξει τον χρόνο της, καθόταν ένα κορίτσι που έμοιαζε χαμένο στις σκέψεις του. Ένας κύκλος ζωής μόλις είχε κλείσει, και το κορίτσι έπρεπε να κρατήσει την υπόσχεση που είχε δώσει μια παγερή, χιονισμένη μέρα του Δεκέμβρη που πέρασε, πίνοντας αρωματικό τσάι και καπνίζοντας ακατάπαυστα σε κάποιο φοιτητικό καφενείο των Εξαρχείων.
Η Ειρήνη χαμογέλασε, έφερε το δεξί χέρι στο στόμα της ψυχής χωρίς ύλη και της έστειλε μια ανάσα-φιλί. «Αντίο μικρή», ψιθύρισε και ο αποχαιρετισμός γέμισε τον αέρα με μόρια τρυφερότητας, «καλή τύχη»... Μετά, αποφασιστικά χώθηκε στο τούνελ χαμογελώντας, έτοιμη για νέες εμπειρίες.

Η Ειρήνη δεν αυτοκτόνησε, απλά πέρασε σε καινούρια διάσταση, στα μέσα κάποιου Φλεβάρη...

No comments: