8. Η ‘μάγα’ κι εγώ 1 -- α. Πορφυρό

Στην γειτονιά που μετακομίσαμε σαν έκλεισα τα επτά, -αρχές Γενάρη ήταν θυμάμαι-, απέναντι από το γωνιακό σπίτι που νοικιάσαμε, ζούσε μια γριά μάγισσα. Τα παιδιά της ηλικίας μου με το που έβγαινε στο κατώφλι έτρεχαν σαν να έβλεπαν τον ‘εξ΄ από δω’ ουρλιάζοντας επιδεικτικά για να τους ακούσει η γριά: «Ούι μανούλα, βγήκε ο Χάρος παγανιά αντάμα με την μάγα». ‘Μάγα’ σήμαινε μάγισσα αλλά για λόγους ρυθμού του δύστυχου δίστοιχου περικόπηκε το μάγισσα σε μάγα. Το δωμάτιό μου έβλεπε την αυλή της, μια αυλή με πυκνή βλάστηση που σαν σουρούπωνε μοσχοβολούσε το αγιόκλημα και το γιασεμί. Τον πρώτο καιρό σαν με έβαζε να κοιμηθώ η μητέρα μου έπαιρνα την στάση του εμβρύου, ανέβαζα τις κουβέρτες και σκέπαζα όλο το κεφάλι, κλείνοντας σφιχτά τα μάτια, λέγοντας σιγανά συνέχεια την ίδια προσευχή: «Θεούλη, Παναγίτσα, Χριστούλη μου και όλοι οι Άγιοι, να μην με βρει η Άννα η μάγα και με βάλει στο τσουκάλι». Νομίζω πως κανείς μας απ΄ την ...‘μαρίδα’ της γειτονιάς δεν είχε μπει στον κόπο να αναρωτηθεί ποιό ήταν το όνομα της, κι αναρωτιέμαι πως και κανείς από τους ενήλικες δεν είχε την ευαισθησία να μας δώσει κάνα δυο ξυλιές να συμμαζευτούμε. Εγώ πάντως είχα αρχίσει την διαδικασία αυτοπροστασίας από τις φοβίες μου και ποτέ ούτε σαν ξυπνούσα, ούτε σαν ετοιμαζόμουν για ύπνο δεν κοιτούσα προς το παράθυρο που έβλεπε στον κήπο της μάγας.

Το πρώτο πρωινό που ξύπνησα και η πόλη ήταν κάτασπρη και παγωμένη, προφανώς η θέα με έκανε να ξεχάσω την υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου ‘να μην μιλώ, να μην ακούω, και να μην κοιτώ απέναντι’. Στην πλακόστρωτη γωνιά την σκεπασμένη με παχύ και αφράτο χιόνι ξεψυχούσε μια χοντρή γάτα. Πανικόβλητη είδα την μάγα ντυμένη σαν κρεμμύδι, φορώντας ψηλές γαλότσες, το πρόσωπο και το κεφάλι καλυμμένα με χοντρό κασκόλ να βγαίνει από την πόρτα της, να σκύβει, να παίρνει το παγωμένο ζωντανό στα χέρια της και να επιστρέφει στο σπίτι της. Η εσωτερική μου παγωνιά πρέπει να πέρασε μέσα απ΄ το τζάμι και να την χτύπησε στην πλάτη την ώρα που ετοιμαζόταν να κλείσει την εξώπορτα. Λες και άκουσε το σπάραγμα της καρδιάς μου, γύρισε και κοίταξε στο παράθυρό μου, και αν και ήταν αδύνατον να με δει -όπως πίστευα τότε- πίσω απ’ τις κουρτίνες, μου χαμογέλασε, κούνησε το χέρι σε χαιρετισμό, χάιδεψε την γάτα και έκλεισε την πόρτα απαλά.
Κουτρουβάλησα τις σκάλες ουρλιάζοντας πανικόβλητη: «Μαμά, μαμά, η μάγα θα βάλει στο τσουκάλι να βράσει την γάτα, θα την σκοτώσει και μετά θα την φάει σου λέω, την είδα, την βλέπω δυο μήνες τώρα». Η μητέρα μου, προφανώς δεν μοιραζόταν τις πεποιθήσεις των γειτόνων για την μάγα, και ακόμα προφανέστερα δεν με πίστεψε.
-Αρκετά με τις ανοησίες, με κατσάδιασε. Έχεις ακούσει εμένα ή τον πατέρα σου να χρησιμοποιούμε τέτοιες λέξεις; Πέντε χαζόπαιδα της γειτονιάς έχουν κάνει την ζωή της γειτόνισσας δύσκολη εκμεταλλευόμενοι την διαφορετικότητά της. Επειδή ήρθε από τόπους μακρινούς και χαμένες πατρίδες, και επειδή διατηρεί την τοπολαλιά της, τα μικρόμυαλα που κάνεις παρέα σού έχουν περάσει στο μυαλό τις δεισιδαιμονίες των γιαγιάδων τους.
-Μαμά, είναι μάγα, όλοι το λένε!
-Πρώτον δεν υπάρχει η λέξη ‘μάγα’ στον Ελληνικό λεξιλόγιο, μάγισσες υπάρχουν μόνο στα παραμύθια για να τρομάζουν τα εύπιστα παιδιά. Δεύτερον, πόσο σίγουρη είσαι πως βράζει στο τσουκάλι γάτες, σκύλους, ποντίκια, και μικρά παιδιά; Έχεις ποτέ μπει στο σπίτι της για να ξέρεις, ή γλίτωσε κάποιο από τα φιλαράκια σου ‘απ το τσουκάλι της μάγας’ -αυτό το τελευταίο το τόνισε αρκετά δεικτικά- και σας διηγήθηκε το παραμύθι ‘σαλπάροντας σ΄ ένα τσουκάλι με κουπιά δυό μακαρόνια’; Ντροπή Τζιτζέκα, ντροπή...
‘Τζιτζέκα’ ήταν το χαϊδευτικό μου. Ήμουν το μικρότερο από τα τρία παιδιά τους, και οι δυο αδελφοί μου ήταν αρκετά μεγαλύτεροι από εμένα στην ηλικία. Ο μικρότερος ήταν ήδη δεκαεπτάχρονος όταν γεννήθηκα εγώ, και ο μεγαλύτερος ήδη φοιτητής. Ήμουν λοιπόν το μικρό, η ‘μπεμπέκα’, που γρήγορα παραφθάρηκε σε Τζιτζέκα. Το να είσαι η Τζιτζέκα του σπιτιού ήταν -τουλάχιστον στην οικογένειά μας- μεγάλο προνόμιο. Ήμουν το αναπάντεχο στερνοπούλι των γονιών μου, και η αδυναμία των αδελφών μου.
-...Μιάς όμως και μπορεί να κάνω λάθος, και η γειτόνισσα να βράζει στο τσουκάλι απροστάτευτα παιδάκια, -ήταν φανερό πια πως η μητέρα μου το διασκέδαζε- λέω να φορέσουμε χοντρά ρούχα, τους κατακόκκινους σκούφους μας, και μπότες και να κάνουμε μια επίσκεψη στην ...μάγα!
Ένα βήμα μπρος και δυο πίσω έκανα εκείνο το πρωινό για να διασχίσουμε τον δρόμο, και αν τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της μητέρας μου δεν είχαν τόσο σφιχτά πιάσει το δικό μου δεξί, και το αριστερό της δεν μου χάιδευε προστατευτικά την πλάτη, θα είχα να λέω σε γενεές γενεών για την μάγα και το τσουκάλι της.
-Α! Ήρθατε να δείτε την γάτα ε; ήταν οι πρώτες της κουβέντες. Με τέτοιο απότομο κρύο και το χιόνι που έπεσε όλο το βράδυ, πάγωσε το έρμο το ζωντανό, και είναι και ετοιμόγεννο... Εδώ της γειτονιάς είναι, όλο και κάτι το ταΐζει ο καθ’ ένας, αλλά την είδα τα ξημερώματα πεσμένη στην γωνία, ούτε να περπατήσει δεν μπορούσε...
Το σπίτι μοσχομύριζε σούπα και ξύλο που έκαιγε στην σόμπα. Έτσι λοιπόν είναι το σπίτι μιας μάγας; Ζεστό και φιλόξενο; Οι βαριές κουρτίνες πιασμένες στο πλάι άφηναν το φως της μέρας να περνά μέσα από τις εσωτερικές, λευκές, κεντημένες στο χέρι. Οι τοίχοι γεμάτοι φωτογραφίες και πίνακες.
-Εδώ την έχω, στην κουζίνα!
‘Νάτα μας μαμά!’ σκέφτηκα, ‘στα ΄λεγα εγώ, εσύ δεν άκουγες! Που την έχει την γάτα, μαμά; Στην κουζίνα την έχει μαμά, την ετοιμάζει να την βάλει στο τσουκάλι με την σούπα μαμά, και μετά με τα μαγικά που θα κάνει θα μας μεταμορφώσει σε φωτογραφίες μαμά!’
-...Είναι το πιο ζεστό μέρος του σπιτιού τον χειμώνα, εδώ περνάω τις πιο πολλές ώρες της μέρας, εδώ έχω και το γραφειάκι μου και γράφω. Να την! Ζεστάθηκε το καημένο το ζωντανό και της έδωσα και σουπίτσα να ρουφήξει να της ζεστάνει το εσωτερικό της να ζεσταθούν και τα μωρά πριν βγουν στον κόσμο! Έτσι έκανε η μάνα μου τότε που ήμουν σαν την δική σου μικρό παιδί, -η μάγα γύρισε και μου χάρισε το πιο τρυφερό χαμόγελο που είχα δει από ξένο. Τις γάτες που γεννούσαν με τα χιόνια τις μπάζαμε στην κουζίνα, σιδερώναμε πανιά και τις ακουμπούσαμε πάνω τους να ζεσταθούν δίπλα από τη σόμπα. Εκεί γεννούσαν, και τα μεγάλωναν τα γατιά τους, και να έβλεπες το κλάμα που κάναμε εγώ και τ’ αδέλφια μου την Άνοιξη που τα δίναμε σε φίλους και δεν ήταν πια δικά μας. Σπάραζε η Πόλη όλη από το κλάμα μας! Πως και πως περιμέναμε τον επόμενο χειμώνα να δούμε καμιά άστεγη να την σπιτώσουμε! Ετούτη είναι πολύ καλόβολη πάντως, δεν βγάζει νύχια, έλα Τζιτζέκα, θέλεις να την χαϊδέψεις;
Η μάγα της γειτονιάς μας, η κυρία Άννα, ήξερε και το όνομά μου, και το παρατσούκλι μου, και τις ιστορίες για τσουκάλια και ...παιδομαγειρέματα!

Η γάτα γέννησε αργά το ίδιο βράδυ. Πριν ξημερώσει είχα στηθεί στο παράθυρό μου και καραδοκούσα να δω την γειτόνισσα να ανοίγει τις βαριές κουρτίνες. ‘Τέσσερα’, μου έκανε νόημα θριαμβευτικά με τα τέσσερα δάχτυλα σηκωμένα στον αέρα. Κουτρουβάλησα και πάλι τις σκάλες αλαλάζοντας ‘τέσσερα έκανε μαμά, τέσσερα, πάω, πάω απέναντι να τα δω’ και όρμησα μισοντυμένη στον δρόμο.
Το πιο ενοχλητικό με το χιόνι είναι πως λιώνει γρήγορα και δεν είχα δικαιολογία να μην πάω στο σχολείο τα πρωινά. Στην αρχή κατασκήνωσα στην κουζίνα του απέναντι σπιτιού δήθεν για να βλέπω την γάτα και τα μωρά της. Καθόμουν στο πάτωμα δίπλα από τα νεογέννητα χαϊδεύοντας τα, έπαιρνα το αγαπημένο μου αγκαλιά, και πήγαινα δήθεν να του δείξω τον κόσμο μέσα απ’ τα τζάμια του μεγάλου παραθύρου του καθιστικού με τις φωτογραφίες και τους πίνακες.
-Ο κόσμος που αγάπησα και με αγάπησε, μου είπε ένα απόγευμα πιάνοντάς με να χαζεύω τις φωτογραφίες η κυρία Άννα. Βλέπεις εκείνον με το μουστάκι το στριφτό; Ο παππούς μου ο Αριστοτέλης. Και η πιο μικρή από τα τρία κορίτσια εκεί στην γωνία είναι η μητέρα μου, η Καλλιόπη.

-Μπα, πολύ βλοσυρή σε βλέπω σήμερα Τζιτζέκα, τι σπαράζει την καρδούλα σου σήμερα, καλό μου; με ρώτησε μια Κυριακή απόγευμα.
-Αύριο έχουμε να γράψουμε έκθεση στο σχολείο, έκθεση ιδεών, και εγώ είμαι στουρνάρι στην έκθεση. Τι να το κάνω που δεν κάνω λάθη ορθογραφικά, όλο ‘προσπάθησε πιο πολύ’ με τεράστια κόκκινα γραμάτα μου γράφει στο τέλος η μαμά! Και που ακούστηκε αυτό να έχω την μαμά μου και δασκάλα; Τόσες μαμάδες στον κόσμο, η δικιά μου έτυχε να είναι δασκάλα; Και άντε, να τελειώσω το δημοτικό, να πάω στο γυμνάσιο, με την ατυχία που με δέρνει θα έχω τον μπαμπά μου καθηγητή!
-Μήπως να σου βρούμε άλλη μαμά; με κορόιδεψε η γηραιά φίλη μου βάζοντας μπροστά μου καυτή σούπα στο ‘τσουκάλι της Τζιτζέκας’. Ήταν το αγαπημένο μου πιάτο, ολόλευκο με πορφυρά ρόδα να στολίζουν το πλατύ φινίρισμά του. Το είχα δει για πρώτη φορά πάνω σε ένα τραπεζάκι δίπλα απ’ την φωτογραφία της κόρης της κυρίας Άννας. Την κόρη την ίδια δεν την είχα δει ποτέ, και φαντάστηκα πως ήταν πια μεγάλη και δεν ζούσε με την μητέρα της όπως και οι αδελφοί μου δεν ζούσαν με μας. Εκείνο το πιάτο το ερωτεύτηκα με την πρώτη ματιά, έτσι όπως με την πρώτη ματιά ερωτεύτηκα και την Αμαλία, την κόρη. Το πήρα στα χέρια μου και το χάιδεψα, κουβαλώντας το στην κουζίνα. Το έβαλα προσεκτικά στον νεροχύτη και το έπλυνα με μπόλικη ζεστή σαπουνάδα.
-Τι κάνεις εκεί δεσποινίς Τζιτζέκα; με ρώτησε με απορία η κυρία Άννα, και στην φωνή της διέκρινα μια περίεργη αγωνία.
-Βρήκα το πιάτο στο τραπέζι, και σκέφτηκα να βοηθήσω στο συγύρισμα. Να, θα το σφουγγίξω τώρα καλά να στεγνώσει, και θα το βάλω με τα άλλα τα καθαρά. Μπα! Λέω να το βάλω με τα καλά σερβίτσια που έχετε χώρια στην σερβάντα. Αλλά είναι ένα και μοναδικό, κι έτσι θα το βάλω μπροστά απ’ όλα τ’ άλλα να μην νιώθει μόνο του.
Χρόνια αργότερα η καλή μου φίλη μου εξομολογήθηκε πως εκείνο το μοναδικό πιάτο με τα πορφυρά ρόδα ήταν το πιάτο της Αμαλίας. Η κόρη της κυρίας Άννας δεν μεγάλωσε ποτέ, κόλλησε φθίση από τον πατέρα της και πέθανε πέντε μέρες πριν η κυρία Άννα χάσει και τον άνδρα της. Η παιδική μου αθωότητα δεν διέκρινε τον πόνο στα μάτια της μάνας την πρώτη φορά που άγγιξα το πιάτο της μονάκριβης, διέκρινα όμως πάντα μια λάμψη κι ένα χαμόγελο κάθε φορά με τράταρε σούπες στο μοναδικό πιάτο της Αμαλίας που μετουσιώθηκε σε τσουκάλι της Τζιτζέκας.
-Ώστε αυτό είναι το μεγάλο σου πρόβλημα δεσποινίς, ε; Οι εκθέσεις ιδεών! Και που είναι το δύσκολο αν δεν είναι η ορθογραφία; Γιατί, μην μου πεις πως δεν έχεις ιδέες ή εμπειρίες να εκθέσεις... Και μην μου ρουθουνίζεις εμένα με δυσφορία, γιατί εγώ σε ξέρω καλά! Από τότε που σε έφερε η γάτα, όλο τρι-τρι-τρι τιτιβίζεις και διηγείσαι ιστορίες απ’ το σχολείο, και ιστορίες που βγάζεις απ’ το μυαλό σου!
-Μα και συ το είπες, αυτά είναι έπη φτερωτά!
-‘Έπεα πτερόεντα’ είπα δεσποινίς, Χριστέ μου, άκου ‘έπη φτερωτά’. Και τι διαφορά έχουν τα λόγια με φτερά από το να πιάνεις λέξη-λέξη και να τα κολλάς σ’ ένα τετράδιο;
-Και που να βρω τέτοιο μαγικό τετράδιο που να κολλάω τις ιστορίες μου και να μην φεύγουν;
-Ποπό, δίκιο έχεις, άντε να βρούμε εμείς εδώ, μια γριά μάγα και ένα αθώο παιδί τέτοιο τετράδιο. Μόνο στα παραμύθια υπάρχει! Φαντάσου δεσποινίς Τζιτζέκα να βρίσκαμε ένα τέτοιο τετράδιο στα μαγικά μου σεντούκια!
Αυτό το ‘για φαντάσου να βρίσκαμε το τάδε ή το δείνα’, -ανάλογα με το τι σκόπευε να μου δείξει- ‘στα μαγικά μου σεντούκια’, ήταν η αρχή άλλης μιας ξέφρενης περιπέτειας και τρεχοβολητών απ’ το ένα δωμάτιο στο άλλο, ανοίγοντας ντουλάπες και συρτάρια, πετώντας βιαστικά το περιεχόμενό τους για να ανακαλύψουμε στο βάθος πότε μια πορσελάνινη παιδική κούκλα καλά φυλαγμένη σε πάνινη σακούλα, πότε ένα παραμύθι με χρυσά εξώφυλλα που το ‘ξεκοκάλιζα’ καθισμένη στο πάτωμα μπροστά στην σόμπα μασουλώντας μήλα ‘φιρίκια’ απ’ την σουπιέρα με τα φρούτα που μου άφηνε δίπλα μου. Εκείνη διακριτικά καθόταν στο γραφειάκι της και άρχιζε το γράψιμο μέχρι που σουρούπωνε πια και έκλεινε τα τετράδιά της. Οι ώρες που περνούσαμε, εκείνη γράφοντας κι εγώ διαβάζοντας ήταν γεμάτες συντροφική σιωπή, ήταν οι ιερότερες ώρες της μέρας μας.
-Μα τι χαζή που είμαι! Καθόμαστε και ψάχνουμε για μαγικά τετράδια σε σεντούκια! Καλά, εγώ γριά γυναίκα είμαι, μυαλό δεν έχω, εσύ δεσποινίς Τζιτζέκα που ΄χεις μυαλό καντάρια, δεν σου ΄κοψε να ψάξουμε στο μοναδικό, λέω, μο-να-δι-κό μέρος που μπορεί να υπάρχει ένα μαγικό τετράδιο;
-Στο γραφειάκι, ούρλιαξα, στο κάτω συρτάρι, εκεί που φυλάς τα καινούρια τετράδια!
Κατρακυλήσαμε τις σκάλες, σπρώχνοντας η μία την άλλη, αρπάζοντας τα φουστάνια για να καθυστερήσει η μία την άλλη, πηδώντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια, και με βάρβαρους αλαλαγμούς φτάσαμε στην κουζίνα. Το γραφειάκι από μαόνι, ‘αρχαίο όσο και ο Όλυμπος’ όπως φανταζόμουν, το θεωρούσα ‘άβατο’ χωρίς να μου πει ποτέ η κυρία Άννα να μην το πλησιάσω. Ήξερα πως ήταν ιερός χώρος, απαραβίαστος, πολύ προσωπικός, που εκεί η φίλη μου κατέγραφε τις δικές της ‘εκθέσεις ιδεών’.
-«Εγώ μέχρι εδώ», ψιθύρισα κοιτάζοντάς την στα μάτια, «εδώ είναι ο ναός σου...»
Με πλησίασε και γονάτισε έτσι που το πρόσωπό της και το δικό μου να είναι στο ίδιο ύψος.
-Του καθενός μας ο ναός είναι εδώ κι εδώ αποκρίθηκε και κείνη ψιθυριστά αγγίζοντας, σχεδόν χαϊδεύοντας, πρώτα ανάμεσα στα φρύδια μου κι ύστερα στην θέση τής καρδιάς μου. Πάμε να βρούμε το μαγικό σου τετράδιο, γιατί ξέρεις, για όλους υπάρχει ένα κρυμμένο, μα αν δεν το ψάξεις, αν δεν θελήσεις να το βρεις, εκείνο ποτέ δεν θα έρθει να σ’ ανταμώσει...
Το μαγικό μου τετράδιο είχε πορφυρά χοντρά εξώφυλλα. Ήταν το τελευταίο στον πάτο του συρταριού, και μόλις το είδα «αυτό είναι» ψιθύρισα, «το έψαξα, το βρήκα». Εκείνη η αίσθηση πως βρήκα ένα κομμάτι της ύπαρξης μου που ούτε καν υποψιαζόμουν, με άφησε εκστασιασμένη. Ένα κομμάτι μου, που ίσως είχε γεννηθεί πριν από μένα, και περίμενε στον πάτο ενός συρταριού για να ολοκληρωθούμε σαν οντότητα. Ένα τετράδιο με λευκές σελίδες που περίμενε να αποτυπώσω τον νου και την καρδιά μου...
-Αυτό είναι μια καλή αρχή, το να βρεις το μαγικό σου τετράδιο είναι όμως μόνο η αρχή, γέλασε χαρούμενα. Για να δούμε τώρα πως θα βρούμε τρόπο να κολλήσουμε με σειρά μια-μια τις λέξεις που λες, σαν διηγείσαι τις ιστορίες σου, που εσύ όταν τις προφέρεις τρέχουν οι λέξεις σαν μανιασμένα άλογα δεξιά κι αριστερά. Ορμάνε στο καθιστικό και γκρεμίζουν τις φωτογραφίες μου, τσαλαπατούν την γάτα και τα γατάκια, αναποδογυρίζουν τα τσουκάλια μου, -το διασκέδαζε να μου πετάει μπηχτές για την ανθρωποφάγα μάγα με το τσουκάλι τόσο όσο και η μητέρα μου- αχ κακό που ΄χω πάθει. Έλα δεσποινίς Τζιτζέκα παραμυθού, φτιάξε ένα παραμύθι!
-Μιά φορά κι έναν καιρό ήταν μιά μάγισσα που τα παιδιά την αγαπούσαν. Γιατί αν κι ήταν περίεργη και κανείς δεν ήξερε ποια ήταν και από που κρατούσε η σκούφια της, είχε μαγικά σεντούκια και έβρισκαν τα παιδιά παιχνίδια και παραμύθια με χρυσά εξώφυλλα, και ποτέ δεν στέρευαν τα σεντούκια, κι όσο κι αν έψαχνες όλο και κάτι πολύτιμο που δεν του ΄χες δώσει πρωτύτερα σημασία θα έβρισκες κάθε φορά, γιατί τα σεντούκια γέμιζαν κάθε μέρα με καινούρια πράγματα, ανάλογα με του τι έψαχνες εσύ να βρεις!
-Σταμάτα, έλεος, σταμάτα! Να, πρόφτασα και άρπαξα κάποια απ’ τα μανιασμένα σου άλογα! Φέρε γρήγορα χαλινάρια να μην μας φύγουν. Εκεί Τζιτζέκα, το μολύβι, μια χαρά χαλινάρι το βρίσκω, άρπαξτο καλό μου, και βάλε τα άλογά σου στην σειρά, ζωγράφισέ τα στο μαγικό σου τετράδιο μωρό μου!

Οι πρώτες ζεστές μέρες της Άνοιξης μας βρήκαν στην κουζίνα η μια να γράφει και η άλλη να διαβάζει και να κολλάει ένα-ένα τα μανιασμένα της άλογα στο μαγικό της τετράδιο. Η γάτα με τα μωρά της όλο και πιότερες ώρες σουρτούκευε στην αυλή πηδώντας στα δέντρα στην αρχή, ψηλότερα στον μαντρότοιχο αργότερα, κυνηγώντας σαλαμάνδρες και πεταλούδες, διδάσκοντας στα παιδιά της εμπειρίες ζωής που θα ανέδυαν όταν εκείνη πια θα τους είχε δώσει την ελευθερία να φύγουν.

«Τέλειωσα, καιρός να φύγει απ’ τα χέρια μου και τούτο το παιδί», είπε μια μέρα κλείνοντας το τετράδιο. Τις τελευταίες μέρες ήταν πιο σιωπηλή από ποτέ. Διάβαζε ψιθυριστά, και κάπου-κάπου έσβηνε και ξανάγραφε, κάπου-κάπου σταματούσε και χανόταν μέσα στις σελίδες των μαγικών της τετραδίων, κι ύστερα ξαφνικά χαμογελούσε στα οράματά της τρυφερά και γύριζε σελίδα.
-Και τώρα δεν θα ξαναγράψεις πια; ρώτησα έντρομη. Και που θα πάει και θα φύγει; Ποιό παιδί;
Η ιδέα πως όπως τα τετράδιά της θα έμπαιναν σ ένα σεντούκι και δεν θα τα διάβαζε κανείς ξανά, με τρόμαξαν τόσο πολύ όσο το να βρω την εξώπορτά της, την πόρτα του επίγειου παραδείσου μου, κάποια μέρα κλειστή.
-Θα πάει σ’ ένα σκοτεινό κι ανήλιαγο τόπο που τον λένε τυπογραφείο. Και σε λίγο καιρό θα βγει στο φως να ζήσει ελεύθερο. Κι εγώ θα ψάξω στο μαγικό συρτάρι να βρω ένα ακόμα μαγικό τετράδιο! Λοιπόν Τζιτζέκα, θα μου κάνεις την τιμή αύριο το απόγευμα να πάμε μαζί να δώσουμε τα τετράδια στον εκδότη μου;
-Τι δουλειά κάνεις κυρία Άννα; Τα παιδιά λένε πως δεν δουλεύεις αλλά έχεις πάντα λεπτά, κι αυτό είναι ύποπτο.
-Ήμουν φιλόλογος, όπως ο μπαμπάς σου, τώρα είμαι μια γριά μάγα... και κάπου-κάπου γράφω παραμύθια για μεγάλους.
Εκείνο το βράδυ όρμηξα με τον γνωστό τρόπο, αλαλάζοντας και με τα άλογα μου αχαλίνωτα, στην κουζίνα του σπιτιού μας.
-Μαμά, μαμά λέω, ξέρεις πως η κυρία Άννα ήταν φιλόλογος σαν τον μπαμπά; Και τώρα που είναι σε σύνταξη γράφει παραμύθια για μεγάλους. Και αύριο θα πάμε στον εκδικητή της να του δώσει τα τετράδια με το καινούριο παραμύθι.
«Τον εκδότη της, θέλεις να πεις Τζιτζέκα», γέλασε ο πατέρας μου τραβώντας με από το μανίκι προς την βιβλιοθήκη. Κατέβασε μερικά βιβλία, χοντρά όσο η γάτα πριν γεννήσει τα γατάκια της, και μου τα έδειξε. Όλα αυτά τα έγραψε η μάγα, αλλά τώρα που το σκέφτομαι μπορεί και να τα μαγείρεψε στο μαγικό της τσουκάλι...

Μέσα καλοκαιριού τηλεφώνησε ο ...εκδικητής της κυρίας Άννας. Δυό-τρεις μέρες αργότερα κατέφθασαν τρεις τεράστιες κούτες. Τις σύραμε στο σπίτι σαν λάφυρα πολέμου αλαλάζοντας, και κλοτσώντας την εξώπορτα να ανοίξει διάπλατα για να χωρέσουν, ευτυχώς που έτρεξε να μας βοηθήσει ο πατέρας μου με τον μεγαλύτερο αδελφό μου, που ζούσε πια μόνιμα στη Θεσσαλονίκη αλλά είχε έρθει να μας γνωρίσει την μέλλουσα αδελφή μου. Το πρώτο βιβλίο που έβγαλε είχε τον αριθμό ‘ένα’ τυπωμένο στην ράχη. Η κυρία Άννα κάθισε στο γραφειάκι της και με τον ασημένιο στυλό, που σπάνια χρησιμοποιούσε, έγραψε στην πίσω πλευρά του μπροστινού εξώφυλλου: «Στο μαγικό παιδί μου, την πορφυρή μου Τζιτζέκα».

Αρχές Σεπτέμβρη η κυρία Άννα ξέθαψε απ’ το μαγικό συρτάρι ένα καινούριο τετράδιο, με ολόλευκες σελίδες, έξυσε ένα καινούριο μολύβι, και κάθισε δίπλα μου στο τραπεζάκι της αυλής.
-«Καινούριο παιδί», αναστέναξε, αλλά η λάμψη στα μάτια της κάθε άλλο παρά θλίψη πρόδιδε. Παραμύθι για παιδιά, και είναι για μαγικά συρτάρια, και τσουκάλια... Εσύ πως πας;
-Χαλιναγωγώ τα άλογά μου...

No comments: