7. ΄Ονειρα και στάχτες -- ε. Νανά και Δημήτρης

Τα παιδικά και πρώτα εφηβικά χρόνια της Νανάς πέρασαν κι άφησαν πίσω τους γέλιο, χαρά, ευτυχία. Τόσο ο πατέρας, όσο και η μητέρα της ήταν καλοί και τρυφεροί γονείς. Αν και ο Άβελ έφευγε ξημερώματα από το σπίτι του και γύριζε αργά το βράδυ (χωρίς να γυρνά το μεσημέρι αρκετές φορές, ανάλογα με τις ανάγκες της αποθήκης και του εργοστασίου), αφιέρωνε τις Κυριακές στην οικογένειά του. Εκείνες οι Κυριακές, οι «γλυκές σαν ζάχαρη», όπως έλεγε η Νανά, ήταν ένα όνειρο.
Κι όταν τέλειωνε η μέρα και τα κορίτσια και τ’ αδέλφια τους ξάπλωναν κι έλεγαν την προσευχή τους θερμοπαρακαλούσαν τον Χριστούλη να έφτιαχνε περισσότερες Κυριακές μέσα στη βδομάδα. Όμως ο Χριστούλης ήταν ένα μάλλον προβληματικό μωράκι. Εκτός που δεν άκουγε καλά (ενώ εσύ για παράδειγμα του ζητούσε αδελφούλη, εκείνος σου ’στελνε άλλη μιά αδελφούλα), δεν ήξερε και τις μέρες της εβδομάδας. Κι αντί να χαρίζει στον κόσμο περισσότερες Κυριακές, έστελνε έξι απαράλλακτες Δευτέρες, που για να τις ξεχωρίζουν οι άνθρωποι τους άλλαζαν τ’ όνομα μόνο. Βέβαια κι ο Χριστούλης μωρό παιδάκι ήταν, τι να έκανε όταν ο μπαμπάς του αρνιόταν τις χάρες που ζητούσε για τους μικρούς του φίλους; Μετά, σ’ έναν τέτοιο μπαμπά δεν μπορείς να αλλάξεις κι εύκολα την γνώμη.
Αυτός ο Χριστούλης πάλι ήταν ένα «πρόσωπο» ιδιόρρυθμο. Μέσα σε δυο, τρεις, βάλε τέσσερις μήνες, γεννιόταν, γινόταν τριαντατριών χρονών και μετά οι κακοί τον σταύρωναν. Κι άντε του χρόνου τα ίδια. Και την επόμενη χρονιά ξανά-τράβαγε των παθών του τον τάραχο. Καλά, μυαλό δεν είχε; Τι στο καλό, πρόπερσι το ’παθε, πέρσι τα ίδια, φέτος τι στην ευχή την ήθελε την Κυριακάτικη εκδρομή στα Ιεροσόλυμα πάνω στο γαϊδούρι; Από κει άρχιζαν τα προβλήματά του, δεν το ’χε δει;
Έτσι λοιπόν, όταν η Νανά πήγαινε στην πρώτη Δημοτικού, κι είχε ακούσει τόσες φορές την ίδια ιστορία από την μάνα της την Θεανώ και τον παπά της ενορίας, αποφάσισε να τον προειδοποιήσει, τον «απερίσκεπτο». Σάββατο βράδυ έπεσε για ύπνο νωρίς. Είχε από μέρες καταστρώσει το σχέδιο. Φρόντισε πριν την πιάσει ο ύπνος να προσευχηθεί στον πατέρα του Χριστούλη. Κι ο δύστυχος πατέρας, που σίγουρα υπέφερε χρόνια τώρα να του πεθαίνει κάθε χρονιά ο μοναχογιός, την άκουσε. Έτσι, εκείνη την Κυριακή αντί να ξυπνήσει στο κρεβάτι της, βρέθηκε έξω από τα τείχη της πόλης να Τον περιμένει. Σίγουρα όλοι γύρω της έκαναν ότι κι αυτή. Πρόσωπα γεμάτα προσμονή, λαχτάρα, περιέργεια, ελπίδα. Και μετά Τον είδε να έρχεται από μακριά, έτσι ακριβώς όπως ερχόταν κάθε χρόνο. Ο κόσμος ανυπομονούσε κι αυτή η μικρούλα ποδοπατήθηκε, σπρώχτηκε, αλλά έπρεπε να Του μιλήσει. Μ’ ένα τρόπο, που ποτέ δεν κατάλαβε, βρέθηκε μπρος Του να Του κλείνει τον δρόμο.
- Μη, φώναξε, μη, θα σε σκοτώσουν. Δεν θα βγεις ποτέ ζωντανός από κει μέσα, ούτε φέτος, ούτε ποτέ!
Κι έγινε σιγή απόλυτη... Μετά, Εκείνος την κοίταξε στα μάτια. Και είδε στα δικά Του το σύμπαν, τον χρόνο, τον χώρο κι άλλες άγνωστες διαστάσεις. Και σ’ όλα αυτά βασίλευε η Αγάπη, τόσο υπαρκτή που την άγγιξε σε όλο της το είναι. Κι η Αγάπη την αγκάλιασε και την παρηγόρησε.
Εκείνος που ήρε τις αμαρτίες του ανθρώπου, χαμογέλασε.
- Μακάριοι όσων η Ψυχή γνωρίζει την Αγάπη.
Δεν χαμογέλασε μόνο στην Νανά! Χαμογέλασε στον άνθρωπο, γνωρίζοντας πως γι’ αυτόν έκανε την μοιραία «Κυριακάτικη βολτίτσα» πάνω στο γαϊδουράκι. Χαμογέλασε γιατί εκείνη η «Κυριακάτικη βολτίτσα» και το τίμημά της κι ο Πόνος, το Μαρτύριο, γινόταν κάθε χρόνο για κάθε παιδί-Ψυχή που έτρεχε στον Χρόνο και στο Χώρο και στις άλλες Διαστάσεις να δηλώσει Αγάπη. Κατέβηκε απ’ το ταπεινό ζώο, έσκυψε, την πήρε στην Αγκαλιά Του και την ακούμπησε στο κρεβατάκι της...

Εκείνη την χρονιά η Νανά παρακολούθησε απόλυτα εκστασιασμένη το Θείο Πάθος, στιγμή προς στιγμή, σχεδόν οικότροφη της Εκκλησίας, μπαίνοντας ένα βήμα πίσω απ’ τον παπά και βγαίνοντας ένα βήμα πριν από κείνο. Ο καλός ιερέας κάποτε την πρόσεξε. Η φλόγα που την έκαψε τον παραξένεψε, όταν έβλεπε το κοριτσάκι να συμπάσχει με τέτοια ζέση, να δακρύζει, και να βιώνει το Δράμα. Μετά την λειτουργία την Κυριακή του Θωμά, την ξεμονάχιασε.
- Νανά μου, όλες αυτές τις μέρες μου έκανε εντύπωση που παρακολούθησες τον Χριστούλη να θυσιάζεται για μας...
Το παιδάκι τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια. Για μια στιγμή του φάνηκε πως αυτό το παιδί που στεκόταν μπροστά του δεν ήταν η Νανούλα που γνώριζε από την μέρα που ξεγέννησε την Θεανώ την μάνα της η μαμή. Αυτό το παιδάκι μπροστά του έμοιαζε απόκοσμο...
Ο παπα-Μανώλης δεν ήξερε γιατί κάποτε, πριν πόσα χρόνια κι ο ίδιος ξεχνούσε, είχε διαλέξει να γίνει υπηρέτης Του Κυρίου του. Τότε, του είχε φανεί πως γι’ αυτό είχε γεννηθεί. Ποτέ μέχρι εκείνη την μέρα δεν είχε αναρωτηθεί. Ούτε ιδιαίτερα μορφωμένος ήταν, ούτε ονειρευόταν ν’ ανεβεί τα σκαλιά του ιερατείου. Του ’φτανε η εκκλησία του κι οι ενορίτες του. Φτωχοί, πλούσιοι, γέροι, νέοι, όλοι ίσοι κι ο καθένας ξεχωριστός.
Όμως τελευταία ένιωθε πως δεν του έφτανε ούτε η γριά εκκλησιά του, ούτε οι ενορίτες. Κάτι έλειπε. Δεν ήταν ούτε το χρήμα, ούτε τα τάματα να κρέμονται αστραφτερά μπροστά από τις εικόνες των Αγίων. Έπιασε τον εαυτό του να λειτουργεί με το στόμα και η Ψυχή του να ψάχνει κάτι, κάτι απροσδιόριστο.
Η Νανά τον κοίταξε κατευθείαν στα μάτια.
- Κι όμως ήξερες. Όποιο δρόμο κι αν ακολουθούσες εδώ θα έβρισκες το σπίτι σου...
Το παιδί γύρισε κι έδειξε την φτωχική παλιά εκκλησία.
- Τι ψάχνεις έξω σου, όταν μέσα σου όλα είναι δοσμένα; Κλείσε τα μάτια του σώματός σου Εμμανουήλ. Κοίτα με...
Έκλεισε τα μάτια του κι έγινε πάλι παιδάκι. Ο Μανώλης, το χωριατόπαιδο που έτρεχε πίσω απ’ τα λιγοστά ζώα που ο πατέρας του τού εμπιστεύτηκε να βγάλει για βοσκή. Ήταν σχεδόν αντράκι, κοντά στα δέκα. Τελικά η βοσκή κι η προστασία των ζώων ήταν δύσκολη υπόθεση, αλλά έπρεπε ν’ αποδείξει πως ήταν άξιος της πατρικής εμπιστοσύνης. Έτρεξε, ίδρωσε, αλλά τα’ φερε βόλτα. Κι ύστερα καθώς κατηφόριζε το κακοτράχηλο μονοπάτι, άκουσε να τον φωνάζουν.
- Εμμανουήλ !
Δεν ήταν κανενός συγχωριανού φωνή. Άλλωστε ποιος θα τον φώναζε με το βαφτιστικό του όνομα, που είχε πλέον αντικατασταθεί με το οικείο «ου Μανώλτς τ’ Γαβρίλι τ’ Νούτσου» (ο Μανώλης του Γαβρίλη Νούτσου).
Κοίταξε με περιέργεια προς το μέρος απ’ όπου ήρθε η φωνή. Κανείς, ψυχή, στην κορυφή του λόφου. Το ξωκλήσι κλειστό, είχε να λειτουργήσει χρόνια.
- Εμμανουήλ, όποιο δρόμο κι αν ακολουθήσεις, εδώ είναι το σπίτι σου...
Κανείς, ψυχή, στην κορυφή του λόφου. Μόνο ένα ξωκλήσι, αλειτούργητο χρόνια, κλειστό.
Δεν φοβήθηκε, δεν το ’βαλε στα πόδια, μα και σε κανένα δεν είπε πως κάποιος τον φώναξε μέσα απ’ το ξωκλήσι. Δεν ξανανέβηκε ποτέ στον λόφο.
Ο παπα-Μανώλης άνοιξε τα μάτια του. Ήταν μόνος στις σκάλες της εκκλησιάς του. Κανείς, ψυχή, μόνος και τα δάκρυα να σκάφτουν το γέρικο πρόσωπο. Περπάτησε μέχρι το χωριό του, το προσπέρασε, σκαρφάλωσε τον λόφο, γδάρθηκε απ’ τα αγκάθια, παραπάτησε, έπεσε. Έφτασε στην κορυφή την ώρα που ο ήλιος βουτούσε πίσω απ’ το απέναντι βουνό. Άνοιξε με δυσκολία την πόρτα. Έξω σκοτάδι, μέσα μόνο φως !
Ο παπα-Μανώλης δεν πλούτισε ποτέ, η εκκλησία του δεν είχε μάρμαρα κι οι αγιογραφίες ικέτευαν για ένα καλό φρεσκάρισμα. Οι κορνίζες των Αγίων, όσων είχαν την πολυτέλεια να έχουν ιδιωτική κορνίζα, δεν ήταν από χρυσάφι. Τα στασίδια κι οι καρέκλες έτριζαν το γέρικο ξύλο τους. Το λαδάκι λιγοστό, αλλά κανένας Άγιος δεν παραπονέθηκε μιας που το λίγο αυτό που υπήρχε ποτέ δεν τέλειωνε, ενάντια στους νόμους της καύσης, άγνωστο πως. Κι όσο φτωχή κι αν ήταν η εκκλησιά, συχνά-πυκνά το κουτί των φιλοπτώχων γέμιζε απ’ την μια στιγμή στην άλλη. Αυτό το τελευταίο γινόταν όταν ο παπα-Μανώλης δεν την έστηνε σε κάποια γωνιά να δει ποιος ήταν ο δωρητής. Όμως κάθε φορά ο «υπαίτιος» άφηνε την σφραγίδα του. Οκτώ κεράκια αναμμένα, δύο μεγαλύτερα, έξι μικρότερα. Και κάτω, στο χώμα, κεράκια για τις ψυχές των πεθαμένων, τρία στην αρχή που με τα χρόνια πλήθαιναν. Κάποια φορά που το κουτί των φιλοπτώχων βάρυνε απότομα και τα κεράκια-σφραγίδα έσκασαν μύτη, του φάνηκε του παπα-Μανώλη πως αναγνώρισε την φιγούρα του κυρ-Άβελ, όμως όρκο δεν έπαιρνε.
Το ξωκλήσι του λόφου δεν έκλεισε ποτέ ξανά. Στα δύσκολα χρόνια έγινε και καταφύγιο των ανταρτών, που κατέβαιναν απ’τα βουνά να εκκλησιαστούν μακριά απ’ τα μάτια των κατακτητών.
Με το πέρασμα των χρόνων όλο και πιο θαμπά θυμόταν η Νανά τ’ «όνειρο». Τελικά το αποδέχτηκε σαν όνειρο, ένα όνειρο τόσο έντονο που νόμιζες πως ήταν αλήθεια. Δεν άκουσε ποτέ για κάποιον Γουΐλιαμ Τουόρντσγορθ και την ωδή του «Νύξη Αθανασίας»:
«Η Γέννηση δεν είναι τίποτ’ άλλο από ύπνο και αμνησία. Η Ψυχή μας, αυτή που γεννιέται μαζί με το σώμα μας έχει μακρύ ταξίδι κάνει για να ’ρθει από κει που είναι οι ρίζες της. Ερχόμαστε, σύννεφα δόξας απ’ το Θεό, το σπίτι μας κι ο Παράδεισος είναι ανοιχτός πάνω μας όσο είμαστε ακόμα μωρά. Κι όσο μεγαλώνουμε, οι σκιές μπαίνουν μπροστά, αν κι ακόμα βλέπουμε το Φως, κι από πού πηγάζει... Κι έτσι σιγά-σιγά μεγαλώνοντας ο Άνθρωπος χάνει από μπροστά του το Θεϊκό Φως που θαμπώνει απ’ το φως της μέρας που περνά, που την γεννά ο Ήλιος».
Κάπως έτσι κι η Νανά αποδέχτηκε το έξω από κάθε λογική και επιστημονική ανάλυση θαύμα που έζησε, σαν «ένα τόσο, μα τόσο ζωντανό όνειρο», όπως συνήθιζε να λέει.

Τα παιδικά και τα πρώτα εφηβικά χρόνια της Νανάς ήταν όμορφα, ξένοιαστα με πολύ γέλιο, με γιορτές που μύριζαν γλυκά και φαγητά και τραγούδια και βλάχους να χορεύουν, το σπίτι όλο φωτισμένο με υπηρέτριες και μαγείρισσες να τρέχουν δεξιά-αριστερά και την Κατίνα, που είχε μεγαλώσει την κυρά-Θεανώ, την μάνα της, να είναι κάτι σαν διοικητής και τοποτηρητής της αφεντικίνας. Η Κατίνα ήταν «μπαστάρδικο» κάποιας «δούλας», (υπηρεσίας), που πέθανε από «ατύχημα», (αυτοκτόνησε με ποντικοφάρμακο όταν ο πατέρας της Κατίνας παντρεύτηκε άλλη και δεν στεφανώθηκε αυτή, την μάνα του παιδιού του, παρ’ όλο που της το ’χε υποσχεθεί πριν ακόμα γεννηθεί η κόρη τους). Έτσι, όταν το κοριτσάκι ορφάνεψε στα επτά, περιπλανήθηκε, πείνασε και τελικά έπεσε μπροστά στο μαγαζί του Χρήστου του Τάσου.
Η Κατίνα είχε εξελιχθεί σε νταντά με προσόντα. Η Θεανώ ήταν η αρχή, μετά «ξεπέταξε» και τα πρώτα τέσσερα κορίτσια της Θεανούλας της. Αναβαθμίστηκε όμως σε κάτι που λένε οι Άγγλοι «μπάτλερ» λόγω εμπιστοσύνης των καινούργιων αφεντικών, αλλά κυρίως λόγω ηλικίας. Στα δύσκολα χρόνια ξανα-αναβαθμίστηκε σε μέλος της οικογένειας και παρηγορήτρα της Θεανώς.

Το καλοκαίρι του ’23 κατέφτασαν τα δώρα του θείου Στάϊκου. Ο μεγαλύτερος από τους αδελφούς Δημητρίου δεν είχε την ευτυχία ν’αποκτήσει παιδιά, έτσι τα παιδιά του Μανώλη, του Άβελ, του Φώτη και του Μιχαήλ απολάμβαναν πολλά και πλούσια δώρα. Ο Στάϊκος, σαν αξιωματικός του στρατού και «μέλος της Αυλής της Αυτού Μεγαλιώτητος του Βασιλέως της Ελλάδος», ήταν σίγουρα μεγαλομανής.
Παρασκευή μεσημεράκι μπήκε στην πόλη το κάρο απ’ την πρωτεύουσα. Τον καροτσέρη συνόδευε κι ένας «δανδής». Ρώτησαν ποιο ήταν το αρχοντικό του κυρίου Άβελ Δημητρίου και κίνησαν καθ’ υπόδειξη: «Το μεγάλο σπίτι στην πλατεία». Αυτό το κάρο δεν ήταν όπως τα κάρα της πόλης. Ήταν άλογα βασιλικά, το ’δειχνε η περπατησιά τους. Και μετά, το κάρο δεν ήταν σαν κανένα άλλο. Η καρότσα ήταν διπλή στο μήκος και στο πλάτος μεγαλύτερη, με ξύλο σκαλισμένο, χρωματισμένο. Πω πω αρχοντιά! Και τι να ’ταν κάτω από τον μουσαμά, τόσο προσεκτικά σκεπασμένο μην το πειράξει ο ήλιος και η σκόνη; Έτσι «αλά γκράντε» έκανε την εμφάνισή του το πιάνο! Μαύρο, γυαλιστερό, με μεγάλη ουρά, ένα Ρώσσικο αριστούργημα!
Ο καροτσέρης και ο δανδής χτύπησαν την βαριά μπρούτζινη λεοντοκεφαλή-ρόπτρο στην πόρτα. Άνοιξε η Κατίνα, αντάλλαξαν δύο λόγια και σε λίγο εμφανίστηκε ο Άβελ. Ο δανδής του παρέδωσε ένα φάκελο κι εξαφανίστηκαν κι οι τρεις στο εσωτερικό του σπιτιού.
Οι γείτονες έβγαλαν καρέκλες έξω από τα σπιτικά τους, ο καφενές στην άλλη πλευρά της πλατείας γέμισε πελατεία στα γρήγορα. Την εποχή εκείνη ο κόσμος ‘μύριζε’ το θέαμα στον αέρα. Σαν κάτι ‘ξενικό’ ή από πόλεις μακρινές ‘έσκαγε μύτη’ η γειτονιά που είχε την τύχη να απολαύσει το θέαμα από κοντά λάμβανε θέση όσο το δυνατόν κοντινότερα στο ...συμβάν. Είχαν και μια ‘υποχρέωση’ στην υπόλοιπη κοινωνία της πόλης στο κάτω-κάτω της γραφής βρε αδελφέ! Το βραδάκι οι παρέες οι παρούσες στο συμβάν ήταν οι πιο ακριβοθώρητες! Αρκούσε να σταματήσουν μια άλλη παρέα γνωστών και μετά τις απαραίτητες χαιρετούρες και τα «καλέ πως είσαστε από υγεία, εμείς καλά είμαστε, το αυτό και δι’ εσάς» έσκαγαν την ‘βόμβα’: «Μα τα μάθατε φαντάζομαι τι έγινε σήμερα;» Και χωρίς καν να δώσουν χρόνο στους απληροφόρητους να βγάλουν άχνα, οι ‘γνώστες’ ξεκινούσαν, -γλώσσα ροδάνι-, να αφηγούνται το περιστατικό, προσθέτοντας ή αφαιρώντας στοιχεία που θεωρούσαν ότι θα έκανε την διήγησή του πιο δραματική ή πιο πικάντικη ανάλογα την περίσταση. Αφού έκαναν την ‘κατάθεσή’ τους αποχαιρετούσαν την παρέα και περίμεναν να δουν ‘τι έπιασε το δόλωμα’ και πόσο σημαντική θεωρήθηκε η αναφορά του γεγονότος. Η ‘τυχερή’ παρέα που πρώτο-άκουγε την ιστορία σταματούσε μια άλλη παρέα να τους αναφέρει το γεγονός, αλλά η προσέγγιση ήταν διαφορετική: «Μα καλέ ξέρετε τι ακούσαμε πριν λιγουλάκι, -κάνα δυό λεπτά-, (αυτό σήμαινε πως τα νέα ήταν ‘φρέσκα’ και πως η ‘τυχερή’ παρέα είχε σε υπόληψη την παρέα που σταμάτησε να τους μεταφέρουν το γεγονός), και είναι επιβεβαιωμένο γιατί το είδε με τα μάτια του τα ίδια ο τάδε που μένει ακριβώς απέναντι από τον δείνα που του συνέβηκε αυτό που θα σου πω!» Ετσι από στόμα σε στόμα το ‘μαντάτο’ έκανε τον γύρο της πόλης κάμποσες φορές.
Ο δανδής ήταν κουρδιστής πιάνων. Έμεινε δυο μέρες κι έφυγε την Δευτέρα το πρωί. Ο καροτσέρης έμεινε μέχρι το Σάββατο τ’ απόγευμα να ξεκουραστεί κι αυτός και τα ζώα. Παρ’ όλο που και οι δύο ήταν ήδη πληρωμένοι από τον Στάϊκο, έφυγαν με τις τσέπες γεμάτες με λίρες. Το πιάνο τοποθετήθηκε, όπως έγραφε στο γράμμα που έστειλε ο Στάϊκος, στην μέση ενός άδειου δωματίου, που μετονομάστηκε σε δωμάτιο μουσικής. Μπρος του τοποθετήθηκε το χρυσοβαμμένο σκαμπό με το βαθυκόκκινο σκέπασμά του. Ο κουρδιστής δούλεψε το Σάββατο και οι γειτόνοι και οι πελάτες του καφενέ όλο και περνούσαν μπρος απ’ του κυρ-Άβελ μπας και μάθουν κάποιο νέο. Πολλά δεν είπαν οι υπηρέτριες και το μόνο που απήντησε βλοσυρά η Κατίνα ήταν: «Αυτιά έχετε κι ακούτε, δεν ακούτε;» Αν άκουγαν; Γινόταν να μην ακούσουν; Και τι ήταν αυτό το ‘πιάνο’, από που ‘κρατούσε η σκούφια’ του; Έχει ανθρωπάκι-νάνο μέσα του και παίζει τα τραγούδια;Τα δικά μας τα τραγούδια τα ‘βλάχικα’ τα παίζει;
Το γεγονός πέρασε στο παρελθόν γρήγορα, μέχρι που το επόμενο Σάββατο κατέφτασαν η Πωλίν και η Αντζελίκ! Κανείς δεν ήξερε Γαλλικά κι αυτές ήξεραν λίγα Ελληνικά. Όλοι όμως καταλάβαιναν τι σήμαινε «Μεσιέ Αβέλ Ντιμιτριού». Οι δύο Παριζιάνες αδελφές είχαν δικό τους κάρο. Μικρό, γεμάτο βαλίτσες και μπαγάζια. Μα καλά, για εγκατάσταση ήρθαν; Χτύπησαν την λεοντοκεφαλή-ρόπτρο, άνοιξε η Κατίνα, με το που τις είδε σταυροκοπήθηκε κι έφυγε βιαστικά μέσα στο σπίτι. Εμφανίστηκε πάλι ο κυρ-Άβελ, παρέλαβε τον δεύτερο φάκελο και χάθηκαν κι οι τρεις στο σπίτι. Η Πωλίν και η Αντζελίκ ήταν το υπόλοιπο μισό του δώρου! Ήταν δασκάλες Γαλλικών, μουσικής και χορού και είχαν ήδη προπληρωθεί για τα επόμενα τρία χρόνια ! Μετά θα γυρνούσαν στο Παρίσι γεμάτες λίρες και εμπειρίες. Με το που έκλεισαν τα τρία χρόνια αποφάσισαν πως «η μόρφωση των παιδιών Δημητριού ήταν πιο σημαντική από ένα ηλιοβασίλεμα στον Σηκουάνα» και κάθε χρόνο που τέλειωνε η σύμβασή τους, έλεγαν: «Άλλη μια χρονιά, αλλά θα είναι η τελευταία όμως». Μέχρι που έπαψαν όλοι να τις πιστεύουν, αφού αυτές οι ίδιες είχαν πάψει να το πολύ-πιστεύουν εδώ και χρόνια. Όταν μάλιστα η Αντζελίκ παντρεύτηκε τον Κώστα τον Στάμκο, τον φούρναρη, το τριάντα, μέχρι και η Θεανώ την πείραξε: «Αντζελίκ, για ένα χρόνο ακόμα ε; Του χρόνου θα φύγεις !».
Η Αντζελίκ αναβαθμίστηκε κι αυτή σε κυρ-Αγγελική του Κώστα του φούρναρη. Ξαναγύρισε στο Παρίσι το εξήντα, μια πόλη άγνωστη, ξένη. Οι γονείς της είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο, οι συγγενείς που είχαν απομείνει ήταν άγνωστοι, είχε να τους δει σαράντα χρόνια. Τ’ ανίψια της ήταν απόμακρα, μαλλιάδες, επαναστάτες, αδιάφοροι. Ευτυχώς τα δικά της παιδιά δεν τους έμοιαζαν!... Δέκα μέρες αργότερα άρχισε τα παράπονα: «Κώστα μου, κουράστηκα, γριά γυναίκα, δεν πάμε τώρα στο σπίτι μας, στα παιδιά μας, στα εγγόνια μας; Δεκαπέντε μέρες θα τον γκρέμισαν τον φούρνο, θα μας χαλάσουν το βιός μας οι βοηθοί σου».
Η Πωλίν δεν γύρισε ποτέ στο Παρίσι. Σκοτώθηκε το σαρανταδύο, αντάρτισσα στα βουνά, πολεμώντας τους Γερμανούς, που σκότωσαν τους γονείς της.
Όταν όμως πρώτο-εμφανίστηκαν, μ’ εκείνα τα ρούχα τα Παριζιάνικα, τον αέρα τον Ευρωπαϊκό, έφεραν την τρέλα στην πόλη. Ήταν το θέμα συζήτησης όλου του κόσμου για μήνες, ιδίως όταν ο κυρ-Άβελ έβαλε να του χτίσουν στο οικόπεδό του, προσθέτοντας στ’ αρχοντικό, άλλες δύο κρεβατοκάμαρες, σαλονάκι και «καμπινέ» έξτρα !
Κάποτε άρχισαν και τα μαθήματα. Η Κατερίνα, η Ερμιόνη, η Νανά, η Αθηνά και τ’ αγόρια έκαναν τα πάνδεινα να τρελάνουν τις δύο Γαλλίδες αδελφές. Ευτυχώς που υπήρχε η Αλεξία στην αρχή και η Μάϊρα αργότερα. Πάντως, όλα τα παιδιά Δημητρίου έμαθαν Γαλλικά, πιάνο, τραγούδι, χορό και «καλούς τρόπους», σύμφωνα με τις ανάγκες τους. Η Κατερίνα πήρε ότι είχε σχέση με αισθησιασμό, η Ερμιόνη με πονηριά, η Αθηνά με φινέτσα και ρυθμό. Στην Νανά προσπάθησαν να εμφυσήσουν αυτοπεποίθηση.
- Αλόρ, τι ε μπελ, τι ε εξυπνή...
- Πού τα βλέπετε όλα αυτά σε μένα;
- Μαι ουΐ, ρεγκάρντε τουά !
Τελικά έπειθαν την Νανά να κοιταχτεί βαριεστημένα στον καθρέφτη. Έβλεπε τον εαυτό της, ούρλιαζε έντρομη κι έφευγε τρέχοντας, απογοητεύοντάς τες γι’ άλλη μια φορά, μέχρι, μέχρι που...
...Η Νανά ήταν δεκατρία στα δεκατέσσερα, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και χαμογέλασε. Όχι στο είδωλό της, αλλά σε κάτι πίσω απ’ τον καθρέφτη, που μόνο αυτή έβλεπε. Χάιδεψε αφηρημένα τα μαλλιά της, πλησίασε εξετάζοντας τα χείλη της. Η Πωλίν και η Αντζελίκ κοιτάχτηκαν, χαμογέλασε η μία στην άλλη μ’ ευχαρίστηση, έκλεισαν η μία στην άλλη το μάτι και στρώθηκαν στη δουλειά! Το μπουμπούκι ετοιμάζεται ν’ ανθίσει, προσοχή, προσοχή, πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να είναι το καλύτερο του είδους του !

{{ Η Νανά ονειρευόταν το μέλλον της κόρης της κλείνοντας τα μάτια. Στην αρχή ήταν σοβαρή, σιγά-σιγά όμως κι όσο το κορίτσι μεγάλωνε στην φαντασία της χαμογελούσε από ευτυχία. Η Ειρηνούλα της, που προς το παρόν είχε μέσα της το μέγεθος του καρυδιού, θα ήταν το πιο όμορφο και το πιο έξυπνο παιδί του κόσμου. Και φυσικά θα μιλούσε άπταιστα Γαλλικά και θα ήταν το μεγάλο ταλέντο στο πιάνο. Το είχε ήδη συζητήσει με τον Δημήτρη, που μιας και δεν ήθελε να της χαλάσει το χατίρι, γελούσε και συμφωνούσε.
Η Ειρηνούλα ξεκίνησε Γαλλικά και πιάνο στα πέντε της. Πριν γίνει πεντέμιση μισούσε και Γαλλικά και πιάνο. Επί δώδεκα χρόνια μάθαινε Γαλλικά κι όταν πήρε και το τελευταίο πτυχίο, το παρέδωσε με ανακούφηση στη Νανά να το κορνιζώσει. Αρνήθηκε να ξαναμιλήσει ή ακούσει την γλώσσα. Επί επτά χρόνια σπούδαζε πιάνο. Στα τέλη του έβδομου χρόνου, κατάφερε να μάθει να παίζει «τον χορό της αρκούδας», ένα παιδικό τραγουδάκι-άσκηση που μάθαιναν τα παιδάκια μετά τρεις μήνες ενασχόλησης. Καθώς δε ξέχασε και κάποιες νότες απ’ τον περίφημο «χορό» όταν στο τέλος της σχολικής περιόδου έκανε επίδειξη των ικανοτήτων της, όπως και όλοι οι άλλοι μαθητές, και ψιλό-γιουχαΐστηκε, μίσησε την εκμάθηση πιάνου και μελέτη παρτιτούρας! Αυτά τραβούσε η Ειρήνη με τα Γαλλικά και το πιάνο που με το ζόρι μελετούσε μιας κι ήταν της μαμάς της, της Νανάς τ’ απωθημένα.}}

Η Πωλίν και η Αντζελίκ, που σκόπευαν να μείνουν στην πόλη τρεις χρόνους κι ούτε μέρα παραπάνω, τόσο πολύ αφομοιώθηκαν, τόσο πολύ έγιναν κομμάτι της οικογένειας Δημητρίου, που στο τέλος ένιωθαν τα παιδιά Δημητρίου σαν να ήταν μικρότερα αδέλφια τους, ανίψια, σόι. Λογικό ήταν να συμπαθήσουν και την τρελό-Κική του Τσώτου, την αγαπημένη φιλενάδα της Νανάς. Η μικρή «μάγισσα» τους έκανε παρέα πίνοντας στο «Γαλλικό» σαλονάκι καφέ ή τσάι μαζί τους τα απογεύματα του χειμώνα, κάνοντας μαζί τους και από κανένα τσιγαράκι στα κρυφά. Και τα τσιγαράκια στο σπίτι Δημητρίου ήταν ότι το μύρο σε εκκλησία. Ο Άβελ δεν είχε όμως ποτέ δει τις δύο Γαλλίδες να καπνίζουν. Διακριτικότατα δεν πλησίαζε στα δωμάτιά τους. Κάθε που έπρεπε να είναι στον ίδιο χώρο μαζί τους όλο και κάποιος τον συνόδευε, η Θεανώ, τα παιδιά, ή η Κατίνα. Μόνο μια φορά έμεινε μόνος με την Αντζελίκ για ώρα πολύ. Ήταν λίγο πριν ο Κώστας ο Στάμκος και η Αντζελίκ αρραβωνιαστούν. Ο Κώστας, σαν καλός και τίμιος άνδρας, αφού τα ’χε βρει με την Γαλλιδούλα, πήγε και ζήτησε το ...χέρι της από τον Άβελ. Ο Άβελ αν και πολύ τις συμπαθούσε τις «τρελές δασκάλες», δεν ήξερε τι να κάνει. Φυσικά και αγαπούσε ο ένας την άλλη, θα μπορούσε όμως να εγκαταλείψει η Αντζελίκ τα όνειρα για το καλλιτεχνικό μέλλον που την περίμενε στο Παρίσι που στο κάτω-κάτω ήταν το σπίτι της; Κι αν η νοσταλγία την έπνιγε, θα ήταν μπορετό να εγκαταλείψει άνδρα και παιδιά; Μετά από κείνη την συζήτηση «κεκλεισμένων των θυρών», έπαψαν να μιλούν με το «μεσιέ» και το «δεσποινίς». Το τι ειπώθηκε, δεν μαθεύτηκε ποτέ. Από κείνη την μέρα, όμως, η Αντζελίκ αναφερόταν στον Άβελ σαν «ο αδελφός μου». Αυτό δεν ίσχυε για την Πωλίν, που πάντως πάντα μιλούσε με σεβασμό για τον εργοδότη τους. Δύο μήνες αργότερα η Αντζελίκ βαφτίστηκε Ορθόδοξη, με νονά την Θεανώ, και μέσα στο χρόνο παντρεύτηκε με τον Κώστα. Έζησαν με αγάπη στις όμορφες και τις δύσκολες στιγμές για εξήντα χρόνια.
Ένα χρόνο πριν παντρευτεί η Αντζελίκ, η «κυρ-Αγγελική του Κώστα του Στάμκου» όπως έμεινε να την φωνάζουν αργότερα, έγινε η αιτία να γεννηθούν τα τσιγάρα «Ελίτ». Οι δύο αδελφές έπιναν το καυτό τους τσάϊ όπως συνήθιζαν κάθε απόγευμα. Ήταν αρχές Νοέμβρη, χιόνιζε όμως ήδη. Ο Άβελ γύριζε στ’ αρχοντικό του και περνώντας μπρος από το σαλονάκι, άκουσε το χαρούμενο παιδικό γέλιο της Κικής. «Κική και Νανά πάνε πακέτο» σκέφτηκε, χτύπησε την πόρτα και μπήκε, χωρίς να περιμένει απάντηση. Η Αντζελίκ μάθαινε στο κοριτσάκι μια χορευτική φιγούρα, κρατώντας ένα τσιγάρο, αναμμένο παρακαλώ! Όχι πως δεν το ’χε καταλάβει πως οι Γαλλιδούλες το φούμαραν, αλλά υπήρχε μια κάποια διακριτικότητα. Ο Άβελ ξερόβηξε, πήγε να φύγει, άρχισε να εξηγεί την κατάσταση.
- Ντι τε; Θα πιείτε τσάϊ;, ρώτησε ξαφνικά η Πωλίν.
«Θεανώ μου, βοήθεια!», σκέφτηκε ο βλάχος, αλλά ευγενικά αποδέχτηκε την πρόταση. Ήλπιζε πως όλο και κάποιο απ’ τα παιδιά του θα έτρεχε να μιλήσει με τις κοπέλες, η Θεανώ μπορεί να τους έκανε επίσκεψη... Κάποιος, τέλος πάντων, να τον σώσει από τις Γαλλίδες!
Άλλο ένα σερβίτσιο απλώθηκε στο τραπέζι, η Κική άνετα σκαρφάλωσε στην αγκαλιά του. Αυτό το κοριτσάκι τον είχε υιοθετήσει σε δεύτερο πατέρα. Ο πατέρας της Κικής ήταν μεγαλέμπορος βαμβακιού κι έλειπε συχνά. Η μητέρα της, η Μαργαρίτα, φίλη της Θεανώς, γελούσε πικρά καμμιά φορά: «Το παιδί του Γιάννη το κανακεύει ο Άβελ». Αλλά η Θεανώ την παρηγορούσε: «Ο Άβελ με τόσα κορίτσια είναι μαθημένος». Ήταν άλλωστε γνωστό ότι όταν η Κική θα μεγάλωνε, θα παντρευόταν τον ...Άβελ! Το είχε δηλώσει στα πέντε της και κανείς δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση, ούτε ο ίδιος ο άμεσα ενδιαφερόμενος ...γαμπρός. Ακόμα κι η Νανά συμφωνούσε απόλυτα να έχει μελλοντική μητριά την καλύτερη φιλενάδα της. Προς το παρόν η μικρή είχε αναπαυθεί στην αγκαλιά του. Οι Γαλλιδούλες την είχαν φιλέψει ένα ποτήρι ζεστό γάλα «για να πίνουν όλα τα κορίτσια κάτι», -τότε ήταν μικρή ακόμη για τσιγάρα και τζούρες. Την έπιασε μια γλυκιά νύστα κι ακούμπησε στο τεράστιο στήθος του δεύτερου μπαμπά της. Ήξερε την συνέχεια. Θα ξυπνούσε στο κρεβάτι της Νανάς, που θα κοιμόταν σίγουρα δίπλα της. «Πόσο τυχερή είμαι» σκέφτηκε, «έχω δύο μπαμπάδες, δύο μαμάδες, δύο κρεβάτια...». Λίγο πριν κοιμηθεί όμως, ξύπνησε ο εντός της διαβολάκος.
- Κυρ-Άβελ, γιατί δεν έχεις μεμέ; (στήθος)
- Γιατί έχω μουστάκια, να γιατί!
- Ναι, αλλά η υπηρέτριά μας έχει και μεμέ και μουστάκια!
Τότε, στην αμήχανη στιγμή πετάχτηκε η Αντζελίκ.
- Τσιγάρο;...
Και πρόσφερε από το ξύλινο κουτί που κρατούσαν τα τσιγάρα τους. Ο Άβελ το πήρε και άναψε.
- Από τα δικά μας, ε;, είπε με κρυφή περηφάνια.
- Μαι, μπιέν σίρ, είναι τα καλύτερα στην Ελλάδα! Αλλά εδώ στην Ελλάδα δεν ενδιαφέρεστε για την γυναίκα-καπνίστρια.
Του Άβελ του ’ρθε εγκεφαλικό. Δεν είμαστε καλά! Άκου γυναίκες που να καπνίζουν στα φανερά! Πάει, χάλασε ο κόσμος! Όχι πως δεν κάπνιζαν, αλλά όχι οι «κυρίες». Μόνο οι «παστρικές» τολμούσαν, κι αυτές ζητούσαν την άδεια των ανδρών. Όταν λοιπόν οι Γαλλίδες τον διαβεβαίωσαν ότι ακόμα και στην Αθήνα οι κυρίες στα σαλόνια κάπνιζαν τσιγάρα που έφερναν από το εξωτερικό κάποιοι εισαγωγείς, έμεινε άναυδος.
Δύο βδομάδες αργότερα ξανά-επισκέφτηκε τις Γαλλίδες το απόγευμα μετά της συζύγου. Με το που ήρθε το τσάϊ, έβγαλε ένα κουτί και τ’ακούμπησε στο τραπέζι.
- Αυτό είναι ένα δώρο από μένα και την κυρά-Θεανώ...
Το κουτί ήταν από ακριβό ξύλο, χειροποίητο και σκαλισμένο από έναν εργάτη-καλλιτέχνη. Μέσα υπήρχαν τριάντα τσιγάρα. Τσιγάρα αλλιώτικα. Σαφώς λεπτότερα από τα συνηθισμένα, ελαφρώς μακρύτερα με το φίλτρο καλυμμένο με χαρτί κόκκινο της φωτιάς. Κι ένα χαρμάνι πιο ελαφρύ, ένα τσιγάρο γλυκόπιοτο.
- Η ελίτ των τσιγάρων, αναφώνησε η Πωλίν, αφού το κάπνισε με ευχαρίστηση, πολύ καλύτερο κι από τα “Παριζιέν”.
Έτσι, ξεκίνησαν τα τσιγάρα «Ελίτ», το πιο καλό γυναικείο τσιγάρο των σαλονιών ανά την υφήλιο. Πρώτο-κυκλοφόρησε το τριάντα μέσα στο κατακόκκινο πακέτο των δέκα σιγαρέτων, με έγχρωμα, κόκκινα, γαλάζια και ροζ χαρτιά να καλύπτουν το φίλτρο. «Ελίτ, το γυναικείον» και πάνω στο πακέτο η εικόνα μιας πανέμορφης γυναίκας να κρατά το τσιγάρο της και να χαμογελά. Ένα χαμόγελο που μύριζε ευτυχισμένη γυναίκα, που είχε γευτεί όλες τις χαρές της ζωής. Πολλά είχαν ειπωθεί για την γυναίκα-ελίτ. Πως ήταν μια νεαρή, που χρυσοπληρώθηκε για να την ζωγραφίσει ο ζωγράφος, την ερωτεύτηκε και αποσύρθηκαν ερημίτες στο βουνό. Πως ήταν το φάντασμα μιας κόρης πρόωρα χαμένης που πόζαρε για τον ζωγράφο, τον τρέλανε και τον οδήγησε στην αυτοκτονία. Πως ήταν ανύπαρκτο πρόσωπο, αποκύημα της φαντασίας του ζωγράφου για το πως είναι το ιδανικό γυναικείο πρόσωπο. Η αλήθεια απέχει από τους μύθους. Όταν ήταν να κυκλοφορήσει το τσιγάρο, ο Άβελ κάλεσε στο σπίτι του τον εργάτη που είχε σκαλίσει το κουτί που χάρισε στις Γαλλίδες. Για λόγους που θα καταλάβετε αργότερα, δεν θα χρησιμοποιήσω το πραγματικό του όνομα, αυτό δηλαδή που τον έκανε διάσημο ζωγράφο του αιώνα, με έργα του στην Εθνική Πινακοθήκη. Όχι γιατί θέλω να συντηρήσω τον μύθο γύρω από την γυναίκα-ελίτ και τον ζωγράφο της. Αλλά γιατί αυτός ο υπέροχος και συγχρόνως περίεργος καλλιτέχνης δέκα χρόνια αργότερα έγινε και ...παραχαράκτης. Αυτός και δύο φίλοι του δημιούργησαν την καλύτερη «κάλπικη» λίρα Αγγλίας, έτσι για ν’ αποδείξουν πως τίποτα δεν μπορεί να μην αντιγραφεί, ακόμα και το «καμάρι» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Με μεγάλο σεβασμό τον ονομάζω Νίκο ...Λίρα. Ο Νίκος λοιπόν έφτασε στ’ αρχοντικό του κυρ-Άβελ μια Κυριακή πρωί και ζωγράφισε την, στην αρχή αμήχανη, Θεανώ σ’ έναν αριστουργηματικό πίνακα. Η Θεανώ, η μοναχοκόρη του Χρήστου Τάσου, αδελφή του Παντελή, του στενού φίλου του μπουρτζόβλαχου του Άβελ, ήταν τριάντα χρονών. Σύζυγος ευτυχισμένη και επιθυμητή από τον άνδρα που αγαπούσε από τα μικράτα της. Μάνα οκτώ παιδιών. Έχοντας ζήσει όλη την ευτυχία που μπορεί να γεμίσει το πουγκί της χόρτασης. Γυναίκα-ευτυχία, γυναίκα-ελίτ !
Υπάρχουν συλλέκτες που ονειρεύονται να βρουν πακέτα-ελίτ κι έχουν στο σαλόνι τους έναν ‘Λίρα’. Υπάρχουν συλλέκτες που ονειρεύονται να βρουν κάποιον ξεχασμένο ‘Λίρα’ να στολίσουν το σαλόνι τους, έχοντας και επιδεικνύοντας ένα σπάνιο πακέτο-ελίτ του τριάντα σε κάποια προθήκη με τις συλλογές τους. Ο πιο τυχερός ήταν ο Χίτλερ αυτοπροσώπως! Υπήρξε μια στιγμή της ζωής του που κρατώντας μια κάλπικη λίρα του Λίρα μύριζε τον καπνό των τσιγάρων ελίτ που κάπνιζε η σύντροφός του, θαυμάζοντας έναν πίνακα ενός άγνωστου ζωγράφου, που του έφερε από την κατεχόμενη Ελλάδα ένας αξιωματικός του. Πίνακα που «δανείστηκε» από λεηλατημένο Ελληνικό σπίτι, το σπίτι του Άβελ Δημητρίου! Λέγεται πως υπάρχει ένας σημαντικός φαρσέρ κάπου εκεί έξω στο αχανές ...Χάος. Πρέπει να γέλασε πολύ με κείνο το πλάσμα με το γελοίο μουστάκι και το μαλλί να του πέφτει στο μέτωπο. Εκείνο το ανθρωπάκι δεν είχε ιδέα του μεγαλείου της στιγμής που ζούσε. Έτσι όμως είναι τα ανθρωπάκια. Ακόμα κι αν τ’ όνομά τους μείνει στην ιστορία, οι ίδιοι δεν γνωρίζουν το μεγαλείο του χρόνου που μόνο μια απειροελάχιστη ανάσα του ήταν η ζωή τους όλη.

Η Νανά μπήκε στην εφηβεία χωρίς εξάψεις και επαναστάσεις εσωτερικές. Έριξε ύψος, «γέμισε» σε κάποια σημεία και ομόρφυνε. Γεννιόταν μια γυναίκα, κι αυτό δεν έμεινε απαρατήρητο. Τ’ αγόρια άρχισαν να την πλησιάζουν κι ενώ παλιότερα οι εργάτες και τα γειτονόπουλα της πέταγαν ένα ξερό γεια, τώρα κοντοστέκονταν και της έπιαναν κουβέντα, έτσι όπως έκαναν και με τις μεγαλύτερες αδελφές της. Μιας όμως και της έλειπε η πονηριά, δεν τους άφηνε περιθώρια κι έτσι απέκτησε το όνομα της ψηλομύτας στους κύκλους των αρσενικών. Η αλήθεια είναι πως ένιωσε άβολα ιδίως με τον Γιώργο τον Παπαγεωργίου. Η μητέρα του ήταν τριτοξαδέλφη της Θεανώς κι έτσι τους επισκεπτόταν κάθε τόσο. Το να μπαίνεις σαν συγγενής, έστω και μακρινός, στο σπίτι του Άβελ του πιο πλούσιου ανθρώπου στην περιφέρεια, αυτόματα σε ανέβαζε στα μάτια των «παρακατιανών». Αυτό έλεγε και ο άνδρας της, ο πατέρας του Γιώργου, δικηγόρος το επάγγελμα. Είχε φτιάξει περιουσία και καταστρέψει το καλό όνομα που τ’άφησε μοναδική κληρονομιά ο φτωχός πατέρας του, δουλεύοντας για περίεργα συμφέροντα, εξαπατώντας προς όφελος των πελατών του αθώους και φτωχούς. Στην διάρκεια της Κατοχής, ο Κώστας έγινε συνεργάτης των Γερμανών και στα βήματά του πάτησε και ο μοναχογιός του ο Γιώργος. Ο κόσμος τους μίσησε πολύ και τους καταδίκασε στις συνειδήσεις τους.
Μα ο πόλεμος αργούσε ακόμα. Ο Γιώργος ήταν ένα παιδί ή μάλλον ένας έφηβος που έπασχε από άκρατη έκρηξη ορμονών. Λιγουρευόταν οτιδήποτε θηλυκό κυκλοφορούσε τριγύρω του. Πάνω απ’ όλες όμως λιγουρευόταν την Νανά. Ήταν ερωτευμένος! Και φυσικά όποτε η μητέρα του κινούσε για επίσκεψη στην τριτοξαδέλφη, στολιζόταν, παρφουμαριζόταν και προσπαθούσε μανιασμένα να ξεμοναχιάσει το αντικείμενο του πόθου του. Αν και δεν ήταν άσχημο παλικάρι, δυστυχώς δεν ήταν αντικείμενο αντίστοιχου πόθου της Νανάς! Έτσι καταντούσε ενοχλητικός και γελοίος. Πάντως για λίγο είχε και κείνος ο δύσμοιρος λίγη τύχη. Άρεσε στην Ερμιόνη, την «βία και νοθεία», αλλά επειδή από μέρους του ανταπόκριση δεν υπήρχε, η Ερμιόνη θύμωνε με την Νανά. Αφού λοιπόν η Νανά ερωτεύτηκε τον Δημήτρη, η Ερμιόνη προσπαθούσε να τον μειώνει με κάθε τρόπο, και με κάθε ευκαιρία. Όλες οι Δημητρίου ήταν ερωτευμένες εκείνη την εποχή.
Η Κατερίνα, δεκαεξάχρονη, κυρίως ερωτευμένη με τον εαυτό της και τον έρωτα. Δεν υπήρξε αρσενικό που να μην την ερωτευόταν. Δεν υπήρξε αρσενικό που να μην το ερωτεύτηκε πλατωνικά μεν (και για λίγες ώρες μόνον μερικές φορές) αλλά με ένταση.
Η Αλεξία φυσικά ακολούθησε τα βήματα των κοριτσιών. Ήταν το αγαπημένο «λουλούδι» της Πωλίν, η καλύτερη μαθήτρια με όμορφη φωνή, με υπέροχη κίνηση, με εξαιρετικό ταλέντο στην μουσική και με εκλεπτυσμένο γούστο στο αντίθετο φύλο. Οι συνομήλικοί της, όμως, δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της. Έτσι επισκεπτόταν συχνά τον θείο Παντελή, τον αδελφό της μητέρας της, στο δικηγορικό γραφείο όπου μαθήτευε ένας νεαρός πτυχιούχος. Ο Αριστοτέλης έδειχνε εντυπωσιασμένος με τις γνώσεις και την επαναστατικότητά της, ήταν σχεδόν ερωτευμένος μαζί της. Υπήρχε όμως κάποια διαφορά ηλικίας, που δεν επέτρεπε παρά μόνο μια τρυφερή φιλία. Όταν αργότερα η Αλεξία άρχισε τις επισκέψεις στον θείο Αλέξιο στο Παρίσι, ο Αριστοτέλης συγκρινόμενος με τους άνδρες που γνώρισε η νεαρή, έχασε πολύ από την αίγλη του. Κάθε φορά όμως που επέστρεφε στην Ελλάδα, έτρεχε στον φίλο της να του εκμυστηρευτεί τις εμπειρίες της. Έγινε λοιπόν ο Αριστοτέλης ο φίλος, εξομολόγος και συμβουλάτορας. Κι ήταν καλύτερα έτσι, γιατί στις δύσκολες, τελευταίες μέρες της ζωής της είχε κάποιον δικό της αγαπημένο φίλο.
Τα εφηβικά χρόνια της Νανάς ήταν γεμάτα...αφηρημάδα. Χανόταν στις σκέψεις και τα όνειρά της τόσο πολύ και ξεχνούσε τον πραγματικό, υλικό κόσμο που υπήρχε γύρω της. Ξεχνούσε να φάει. Έμεινε μέρες νηστική μέχρι που χλώμιαζε και την κυνηγούσε η Κατίνα με πιάτα γεμάτα καλούδια και ποτήρια με γάλα και φρεσκοστιμένους χυμούς. Ξεχνούσε να διαβάσει. Έμενε ώρες ατέλειωτες μ’ ένα βιβλίο ανοιχτό μπρος της κοιτώντας τις σελίδες του, μα ο εγκέφαλός της αρνούνταν πεισματικά να αφομοιώσει ότι το οπτικό νεύρο τού μετέφερε σαν πληροφορία των ματιών. Ξεχνούσε τα μαθήματα Γαλλικών, τραγουδιού και πιάνου. Ξεχνούσε να πάει στο σχολείο. Έμενε στο δωμάτιό της με την σχολική τσάντα ανοιχτή, κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρό της τα γειτονόπουλα να φεύγουν απ’ τα σπίτια τους μόνα ή κατά παρέες. Αν δεν ερχόταν κάποια από τις αδελφές της, -συνήθως αυτή ήταν η Αλεξία-, να την τραβήξει, να την ταρακουνήσει, έμενε εκεί μέχρι κάποια υπηρέτρια να την βρει μετά από ώρες πηγαίνοντας να καθαρίσει το δωμάτιό της. Η αφηρημάδα ήταν το κύριο χαρακτηριστικό της. Το δεύτερο ήταν το ωχρό δέρμα και τα κόκκινα μαλλιά. Γι’ αυτό και της κόλλησαν το «κόκκινο μέτριο» παρατσούκλι-σφραγίδα από την Ερμιόνη. Το τρίτο της χαρακτηριστικό τα λεπτά και μακριά άκρα, όπως και το σώμα, της πρόσθεσαν το «ακρίδα». Όλα τα παιδιά Δημητρίου, αγόρια και κορίτσια, απευθύνονταν το ένα στο άλλο (ή για το άλλο) με τα παρατσούκλια τους κι αυτό το κράτησαν σ’ όλη τους την ζωή. Ο Άβελ και η Θεανώ δεν συμφωνούσαν καθόλου μιας που ήταν όλα βαφτισμένα μ’ ονόματα Χριστιανικά και μ’ αυτά τους γνώριζε πια ο καλός Θεούλης.
Την λύση έδωσε ο Γιώργος.
- Ο καλός Θεούλης ζει στον ουρανό, όχι στην γειτονιά μας, άρα δεν μας ξέρει. Άσε, που άμα ζει στον ουρανό, πρέπει να ’χει φτερά, άρα είναι πουλί, οπότε σκασίλα μου. Εγώ πιστεύω πως είναι παραμυθένιος κι όχι αληθινός, αλλά κι αληθινός να ’ναι κι έτσι όπως τον περιγράφεις, μαμά, είναι πάνσοφος και πανέξυπνος. Δύσκολο του είναι να θυμάται πως η Κατερίνα μας είναι το “πτανί”...
Εδώ έπεφτε κυνηγητό και σφαλιάρες από την πρεσβύτερη αδελφή, αλλά εκείνος τρέχοντας γύρω-τριγύρω από το τραπέζι της κουζίνας, συνέχιζε:
- ...Κι η Ερμιόνη μας η “βία και νοθεία”...
Στο χορό έμπαινε κι η δεύτερη, βοηθώντας την πρώτη.
- ...Κι η Αλεξία μας, η “αρίστη”...
Η Αλεξία έσκαγε στα γέλια.
Έτσι ήταν ο Γιώργος. Μάλλον από γεννησιμιού του ενάντια στην ύπαρξη Θεού ή έστω στην αποδοχή της ύπαρξης ενός ανώτερου όντος. Ήταν πνεύμα ανυπότακτο, επαναστάτης, έξυπνος, πολυλογάς και καταφερτζής. Λάτρευε την αδελφή του την Αθηνά και παρ’ όλο που εκείνη συνήθως του έκανε τον βίο αβίωτο με τις πλάκες που κατάστρωνε, αυτός όλο ξοπίσω της έτρεχε, σαν ερωτοχτυπημένος. Κι από πίσω ο Χρήστος, ο δίδυμός του, που έτρεχε να προλάβει τον Γιώργο, που έτρεχε να προλάβει την Αθηνά.
Κανείς όμως δεν έδινε σημασία στον Χρήστο, ίσως η Αλεξία λίγο, αλλά η διαφορά ηλικίας την έκανε να τον βαριέται κι αυτή. Η αλήθεια είναι ότι ήταν πραγματικά βαρετός, με κείνο το νυσταλέο-βαριεστημένο ύφος που είχε πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Το μόνο που του προξενούσε ενδιαφέρον ήταν το ...ξύλο. Κλαδιά δένδρου, βέργες, κούτσουρα. Τα κοιτούσε ώρα, τα χάιδευε, τους μιλούσε κι ύστερα με τα κοπίδια του, άλλα αγορασμένα, τα περισσότερα όμως φτιαγμένα από τον ίδιο, τους έδινε σχήμα. Σκυλάκια, αλογάκια, έλκηθρα, πίπες, σπιτάκια, κούπες, πιατικά, μαχαιροπήρουνα, όλα μικρά σε μέγεθος, για «προίκα» στις κούκλες των κοριτσιών. Κι όλα τα χάριζε, δεν κρατούσε τίποτα για τον εαυτό του. Όλοι είχαν τουλάχιστον κι από ένα δώρο, γονείς, αδέλφια, βοηθοί, υπηρέτριες, φίλοι και γνωστοί. Όλα τα χάριζε, εκτός από ένα! Τον «μονόκερω». Ήταν το πιο παράξενο έργο του. Η μια του πλευρά, η δεξιά ήταν έργο τέχνης, με κάθε λεπτομέρεια κεντημένη κι η άλλη, η αριστερή άφτιαχτη, ένα κομμάτι ξύλο ακατέργαστο. Τον ακούμπησε έτσι στο δωμάτιό του μπρος στον καθρέφτη του, την καλή πλευρά να κοιτάει στο δωμάτιο και την ακατέργαστη να φαίνεται μέσα απ’ τον καθρέφτη. Κι όταν μήνες μετά τον ρώτησε η Θεανώ πότε επιτέλους θα τον τελειώσει, την κοίταξε έκπληκτος.
- Εδώ και μήνες τον τέλειωσα, μάνα!
- Την μια πλευρά αγόρι μου, την “καλή”, την άλλη...;
Ο Χρήστος πήρε τον μονόκερω στα χέρια του, τον χάιδεψε με τρυφερότητα και της τον έδωσε να τον επεξεργαστεί.
- Μάνα, αυτό είμαι εγώ...
Δεν ξαναμίλησε ποτέ για τον μονόκερω, κι ούτε απάντησε ξανά σε κανένα για την σχέση που υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτόν και το έργο του. Έτσι εκείνη η μοναδική δήλωση πήρε μυθικές διαστάσεις, διφορούμενες πάντως. Άλλοι το θεώρησαν βαθιά φιλοσοφία. Πως τάχα ο Χρήστος είχε πλήρη επίγνωση της ύπαρξής του. Ήταν ένας μοναχικό και μοναδικό πλάσμα με διττή ύπαρξη. Η μια, η εξωτερική και επιφανειακή, όμορφη για τον πολύ κόσμο, άψογη κι έτσι όπως η κοινωνία σε θέλει να λειτουργείς. Κι η άλλη, που μόνο στον καθρέφτη βλέπεις, ακατέργαστη, έτοιμη για νέες εμπειρίες. Άλλοι πάλι θεώρησαν την δήλωση του Χρήστου σαν παραδοχή του στο ότι βαρέθηκε να φτιάξει την αριστερή πλευρά. Φιλοσοφίες και κουραφέξαλα! Όποια κι αν ήταν η αλήθεια, έμεινε μέσα του επτασφράγιστο μυστικό. Μιας που μιλούσε και λίγο και μόνο όταν το θεωρούσε αναγκαίο, όλοι πρόσεχαν τι έλεγε, μήπως και κάποια σοφία ξεπηδήσει και πάλι από μέσα του. Κι όταν κάποτε είπε: «Θα γίνω λογιστής», όλοι ρίχτηκαν με μανία να ανακαλύψουν ποια φιλοσοφική αρχή, ποιος νόμος, ποιο θεώρημα τον έσπρωξαν σ’αυτή την επιλογή. Μα κι αυτό έμεινε αδιευκρίνιστο. Κάτι μου λέει πως ο Χρήστος, ο θείος της φίλης μου της Ειρήνης, τους δούλευε όλους. Μπορεί όμως και να βαριόταν να δώσει εξηγήσεις, αν είχε ποτέ να δώσει.

Όταν η Νανά είδε τον Δημήτρη για πρώτη φορά, δεν είχε και την καλύτερη γνώμη για τ’αγόρια. Λίγο η έκρηξη-ορμονών-Γιώργος, λίγο τα νεαρά αγόρια που δούλευαν για τον πατέρα της αλλά γλυκοκοίταζαν τις αδελφές της, λίγο όσα άκουγε από την τρελό-Κική που είχε ήδη τις πρώτες εμπειρίες, την έκαναν να καταλήξει στο συμπέρασμα πως τ’ αγόρια ήταν ένα όχι σημαντικό κεφάλαιο στην ζωή ενός κοριτσιού. Όμως ο Δημήτρης ήταν διαφορετικός. Ένιωσε μια τρυφερότητα σχεδόν μητρική για το φτωχό αγόρι που έχασε την σαραβαλιασμένη σόλα! Ένιωσε δυνατό θυμό για τον Γιώργο Παπαγεωργίου και την απρεπή συμπεριφορά του, -που έτσι κι αλλιώς τον αντιπαθούσε. Κι όταν ο Δημήτρης υπερασπίστηκε τον φίλο του, χωρίς να ξέρει πως τον παρακολουθούσε εκείνη, έγινε ο ήρωάς της. Η Νανά ερωτεύτηκε απ’ την μια στιγμή στην άλλη. Κάποιον που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στην ζωή της, έναν φτωχούλη του Θεού από την άλλη άκρη της πόλης, που σίγουρα δεν είχε τίποτα κοινό με τ’ αγόριαμπου εκείνη ήξερε. Ήταν ηρωϊκός, όμορφος. Σίγουρα είχε και καλό χαρακτήρα, σίγουρα δεν ξεσάλωνε γύρω απ’ τα κορίτσια, σίγουρα ήταν ο πρίγκιπας των ονείρων της! Καθόλου δεν την πείραξε που κυλίστηκε στα λασπόνερα ο ήρωάς της. Καθόλου δεν την πείραξε και η βρωμιά από λάσπες στο πλάι της μύτης του. Καθόλου δεν την πείραξε που δεν τον ήξερε καθόλου. Ήταν ο έρωτας της ζωής της, ο πρώτος, ο τελευταίος, ο μοναδικός!
Όταν έμαθε ποιος είναι, τρόμαξε λίγο. Ο πατέρας της ο Άβελ δεν τα ’χε και τόσο καλά μ’αυτούς τους «αριστερούς». Ο θείος Στάϊκος, ο στρατηγός, έβγαζε πύρινους λόγους εναντίον τους. Ο άλλος θείος, ο Μιχάλης, τρωγόταν με τον δίδυμό του Φώτη για τις ιδέες περί «ισότητας» του μικρότερου κατά ένα χρόνο, έναν αιώνα, μα ουσιαστικά τριών λεπτών αδελφού. Τα αίματα άναβαν κι ο Μιχάλης έφτανε να ουρλιάζει και ν’ ακούγεται από τους γειτόνους.
- Άκου όλοι ίσοι! Εγώ και συ, ναι, εντάξει. Αλλά εμείς κι οι εργάτες μας; Φώτη, είναι προσβολή.
- Προσβολή σε ποιον, σε τι;
- Στην παράδοση, σ’ ότι κληρονομήσαμε, στον μεγαλύτερο αδελφό μας.
- Ο κόσμος αλλάζει. Δεν ζούμε στην εποχή των σκλάβων που τους πωλούν, τους αγοράζουν ή τους κληρονομούν. Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι με ίσα δικαιώματα. Μόνον ίσες ευκαιρίες δεν τους δίνουμε.
Ο Μιχάλης κι ο Φώτης ζούσαν στην Αθήνα. Στην πρωτεύουσα υπήρχαν οι αποθήκες, απ’ όπου διακινούνταν τα τσιγάρα που γινόντουσαν από τα καπνά της οικογένειας. Ο Μιχάλης ζούσε χιλιόμετρα και αιώνες μακριά απ’ τους καπνότοπους. Νέος έφυγε απ’ το πατρικό, δεν έσπειρε, δεν έκοψε, δεν δούλεψε στο κρύο, στην υγρασία, στην φύση, δεν δούλεψε τον καπνό σ’ ανήλιαγες, παγωμένες αποθήκες. Ο Φώτης αν και ζούσε κι εκείνος στην Αθήνα, άκουγε, έβλεπε, και κυρίως θυμόταν...
Θυμόταν πως πήγαινε με τον Μανώλη και τον Άβελ στα χωράφια τους, όπου οι άνθρωποί τους φύτευαν τα καπνά τους. Κι ύστερα, όταν τα έκοβαν και τα άφηναν στην σκιά να «ξεραθούν», να στεγνώσουν. Φύλλο-φύλλο τρυπημένα στο κοτσάνι με μια «σακοράφα» -χοντρή και μακριά βελόνα-, περνούσαν την κλωστή δημιουργώντας «αρμαθιές». Μετά ατέλειωτες ουρές με κάρα μετέφεραν τις αρμαθιές στις αποθήκες. Εκεί περίμεναν οι καπνεργάτες να ξεφορτώσουν και ν’ αρχίσουν την επεξεργασία. Δουλειά σκληρή, που κρατούσε δέκα-δώδεκα ώρες την ημέρα. Δώδεκα ώρες, το μισό ζωής μιας μέρας, κλεισμένοι σ’ ένα κτίριο τεράστιο, που ποτέ δεν ζεσταινόταν, ξεχασμένοι απ’ τον ήλιο. Στις έξι το πρωί οι εργάτες είχαν μπει στις αποθήκες από τις έξι εισόδους, είχαν στρώσει τα «τσούλια» (χοντρά υφάσματα) στο πάτωμα, για να καθίσουν πάνω τους. Σειρές «τσούλια» από τον ένα τοίχο μέχρι τον άλλο κατά μήκος. Διάδρομοι κατά μήκος των σειρών για να περνούν οι εργάτες τροφοδοσίας με αρμαθιές ή τα παραλαμβάνουν τα κομμάτια που πήγαιναν στην «μέγγαινα». Η μέγγαινα! Η βασίλισσα της κυψέλης, στο κέντρο της αποθήκης. Οι άνθρωποι στα «τσούλια» ξεκινούσαν στις έξι το πρωί. Προσεκτικά ακουμπούσαν το ’να φύλλο πάνω στ’ άλλο με τα κοτσάνια στην μια άκρη και την μύτη στην άλλη. Κάθε πακετάκι των είκοσι περίπου εκατοστών δενόταν στα κοτσάνια. Τις πρώτες μέρες οι εργάτες μετρούσαν πόσα περίπου φύλλα χρειαζόταν για ένα πακετάκι. Μετρούσαν πόσα πακετάκια είχαν φτιάξει την ώρα, την μέρα. Μετά έπαυαν να μετρούν. Τι να πρωτομετρήσουν; Τις ώρες, τις μέρες, τους μήνες, τα χρόνια; Ξεκινούσαν στα δώδεκα, δεκατρία και ζούσαν έτσι το υπόλοιπο της ζωής τους... Πώς είναι δυνατόν να ήταν ίσοι οι άνθρωποι που κάθονταν στα «τσούλια» με τον Μιχαήλ (το προτιμούσε από το Μιχάλης, πρόσδιδε «αίγλη», «κύρος») Δημητρίου που καθόταν σε πανάκριβες χειροποίητες πολυθρόνες στο γραφείο του στην Αθήνα;
Τα πακετάκια παραλάμβαναν οι εργάτες τροφοδοσίας να «ταΐσουν» την μέγγαινα, μια πρέσα στην ουσία. Ξάπλωναν ένα πακετάκι δίπλα στ’ άλλο σ’ όλη την επιφάνειά της. Κατέβαινε το πάνω μέρος και τα συμπίεζε. Μετά όροφοι από πακετάκια συμπιέζονταν ξανά και ξανά σταυρωτά μέχρι που δημιουργούσαν ένα βαρύ τετράγωνο μπλοκ πεπιεσμένου καπνού τυλιγμένο σε ροζ χοντρό χαρτί, που άλλοι εργάτες ανέβαζαν στον πάνω όροφο της αποθήκης, την «γαλαρία». Μετά, έρχονταν πάλι τα κάρα. Φόρτωναν τα ροζ πακέτα οι εργάτες και οι αγωγιάτες κινούσαν το φορτίο για τα τρένα. Ολο τον χρόνο περίμενε να γευτεί αυτή την ώρα... Από τις αποθήκες του, που ήταν στην μια άκρη της πόλης, ξεκινούσαν τα κάρα με τα ροζ πακέτα, που σε κάθε τους πλευρά σφράγιζε με τ’ όνομα της οικογένειας. Τα κάρα, μια ατέλειωτη ουρά, διέσχιζαν την πόλη μέχρι την άλλη άκρη της που περίμεναν τα τρένα. Ο κόσμος έβγαινε στον δρόμο, να μετρήσει κάρα, να μετρήσει πλούτο, να συγκρίνει με το περσινό φορτίο. Την επόμενη μέρα, καθημερινή ή σχόλη, η πόλη γιόρταζε. Οι εργάτες γύριζαν στους δρόμους, ξόδευαν τα χρήματά τους αγοράζοντας δώρα για τις οικογένειές τους, που τους είχαν τόσο λείψει. Όσοι ήταν απ’ άλλα μέρη στοιβάζονταν στον σταθμό των τρένων για το δρόμο του γυρισμού. Κι όλοι χαμογελούσαν. Αυτοί οι γκρίζοι άνθρωποι χαμογελούσαν γιατί είχαν καταφέρει άλλη μια χρονιά αυτό που είχαν καταφέρει την προηγούμενη, ίσως και καλύτερα. Χαμογελούσαν, γιατί είχαν πληρωθεί καλά για την δουλειά που έκαναν και κυρίως γιατί και την επόμενη χρονιά είχαν εξασφαλισμένη δουλειά. Κουραστική, δύσκολη, ανθυγιεινή, μα τίμια. Αυτοί ήταν, αυτή είχαν. Τελεία και παύλα.
Όταν τα ροζ πακέτα έφταναν στην Αθήνα, ένα μεγάλο μέρος το έστελνε ο Μιχαήλ στον Φώτη στο εργοστάσιο για να γίνουν τα καπνά τσιγάρα. Ένα μέρος έφευγε για Αλεξάνδρεια κι άλλο ένα για Άμστερνταμ στα άλλα δύο εργοστάσια της οικογένειας Δημητρίου. Μια οικογένεια που είχε αρχίσει να διχάζεται. Όπως έλεγε ο Στάϊκος ο στρατηγός, τα μυαλά του Φώτη είχαν πάρει αέρα, μ’ αυτές τις ιδέες τις επαναστατικές, τις θεωρίες, τις ουτοπίες, τις βλακείες που ο Αλέξιος πρέσβευε. Ο Αλέξιος, που δεν είχε ποτέ του δουλέψει ή πολεμήσει σαν άντρας, με τα χέρια τα απαλά, του άεργου, του φαντασιόπληκτου. Πολεμούσε, λέει, με τη γραφίδα! Ο πόλεμος γίνεται μόνο μ’ ένα όπλο, αυτό που στη μια άκρη του έχει στόχαστρο και στην άλλη, αυτή που κρατάς εσύ, την σκανδάλη, κύριε Αλέξιε, νεότερε αδελφέ!

Μ’ αυτά και με τ’ άλλα η Νανά είχε μπλεχτεί. Ο πατέρας της και δύο θείοι της είχαν αντίθετες πεποιθήσεις από άλλους δύο θείους της, την φίλη της Κική, την Αλεξία, την αγαπημένη της αδελφή και τον Δημήτρη, τον έρωτα της ζωής της. Και το χειρότερο: η ίδια δεν είχε άποψη! Και η μια πλευρά είχε δίκιο, έτσι όπως τα ’λεγε, κι η άλλη όμως δεν είχε άδικο... Λοιπόν, αυτός ο Δημήτρης ήταν κακό μπλέξιμο, σε τίποτα δεν ταιριάζουμε, τι θέλω εγώ μαζί του;... Τι είπε η Κική; Δουλεύει τ’ απογεύματα στο «Κεντρικόν»; Κι αν περάσω κάποιο απόγευμα, έτσι κατά τύχη, θα τον δω άραγε μέσα από τις ψηλές γεμάτες τζαμαρίες πόρτες; Στο κάτω-κάτω της γραφής έχω ξαναπεράσει, έχω ξανακοιτάξει, μόνο που τότε δεν τον ήξερα. Κι είναι τόσο γλυκούλης...
Έτσι η Νανά μπλέχτηκε στο γαϊτανάκι του έρωτα. Σύμμαχός της η Κική. Ο Κώστας «ο φίλος της κι αγαπημένος μελλοντικός σύζυγος», όπως έλεγε, ήταν ο καλύτερος φίλος του Δημήτρη. Έτσι υπήρχε συνεχής ...ροή πληροφοριών για τον ‘ήρωα της δικαιοσύνης’. Βέβαια ο Κώστας δεν συμπαθούσε το Κεφάλαιο και τον Κεφάλαιο κύριο Άβελ Δημητρίου, αλλά και μόνο στην ιδέα η ίδια η κόρη του Άβελ να προσηλυτιστεί στις γραμμές του Κομμουνισμού δεν θα ήταν ένα ισχυρό πλήγμα σ’ όσους ρουφούν το αίμα του Λαού; Άλλωστε μπορεί το κορίτσι, -έχει κάθε δικαίωμα σαν νέος άνθρωπος-, να πιστέψει στον αγώνα, βλέποντας, διαβάζοντας, διευρύνοντας τους ορίζοντές της. Ε! με την ευχή μου δεσποινίς Κεφάλαιο. Καλωσόρισες στον κόσμο μας, καλωσόρισες στον έρωτα. Έτσι με την ανοχή και τις ευχές του Κώστα και της Κικής, ξεκίνησε ο πλατωνικός έρωτας του Δημήτρη και της Νανάς. Και ο πλατωνικός έρωτας, η αγάπη εξ αποστάσεως εξιδανικεύει το αντικείμενο του έρωτα. Ο Δημήτρης, ο Δημήτρης της ήταν ο καλύτερος μαθητής. Έπρεπε κι εκείνη να είναι αντάξιά του. Στρώθηκε στο διάβασμα, καταπολέμησε την αφηρημάδα της, άρχισε να διαβάζει μυθιστορήματα, να μελετά Γαλλικά και πιάνο. Άρχισε να έχει άποψη, ντρεπόταν να την εξωτερικεύσει, όμως μέσα της υπήρχε η ρίζα που πετούσε κλαδιά και μπουμπούκια. Η Αλεξία που πρόσεξε την διαφορά, ενθουσιάστηκε. Η Πωλίν και η Αντζελίκ σχεδόν δάκρυσαν από συγκίνηση. Κάποια στιγμή η Κική είχε απομονώσει τον Δημήτρη για να τον «ψαρέψει».
- Αχ, Δημήτρη μου, πολύ με στενοχώρεσες χτες τ’απόγευμα...
- Τι έκανα Κικίτσα; Εγώ ή ο Κώστας;
- Εσύ, εσύ, δεν θυμάσαι ντε; Να, ήμουν με την φίλη μου, μας συνάντησες κι ούτε που μας μίλησες.
- Μα, είπα “καλησπέρα”!...
- Και προσπέρασες με το κεφάλι σκυμμένο. Κι όμως, μ’ άλλα κορίτσια σταματάς να μιλήσεις, γελάς. Τόσο πολύ την αντιπαθείς;
- Ε! όχι και την αντιπαθώ, ίσα – ίσα...
- Σιγά μην μου πεις πως σ’αρέσει. Ω! πω πω ύφος! Σου αρέσει; Λίγο;
- Λίγο...
- Μήπως πολύ;
- Μήπως πολύ γίνεσαι περίεργη, να μην πω αδιάκριτη;
- Έλα, πες μου, δεν θα το πω πουθενά!
- Εσύ; Κική, σε ξέρω χρόνια!...
- Μα τω Θεώ, στο γάμο μου, στον Κώστα μου...
- Έλεος!
- Λέγε!
- Εντάξει, αρκετά...
- Αρκετά;
- Πολύ, εντάξει... Ευχαριστήθηκες τώρα;
- Και γιατί δεν το δείχνεις;
- Ξέρω γω; Μου κόβονται τα πόδια. Κι όταν λέω να πω δυο λόγια παραπάνω, βρίσκω πως δεν έχω τίποτα σημαντικό να προσθέσω. Αυτό το κορίτσι με μπερδεύει. Ζούμε σε διαφορετικούς κόσμους, φοβάμαι πως αν την γνωρίσω δεν θα έχει καμιά σχέση μ’ ότι ονειρεύομαι. Κι έτσι προτιμώ να ονειρεύομαι...
- Ούτε που φαντάζεσαι πόσο προσπαθεί ν’ανταποκριθεί στα όνειρά σου. Μάλλον όχι έτσι ακριβώς. Ξεκίνησε στην αρχή έχοντάς σε σαν πρότυπο, μα βρήκε τον δικό της τρόπο έκφρασης. Αν την γνωρίσεις, θα δεις. Είναι πολύ καλύτερη απ’ τα όνειρά σου! Και κυρίως είναι υπαρκτή, ζωντανή, αληθινή. Έλα την Κυριακή τ’ απόγευμα να μας βρεις, να πιούμε μια πορτοκαλάδα... Έλα, έχει γενέθλια!
- Ξέχνα το!
- Γουρούνι!...
- Θα σου δώσω όμως κάτι αύριο να της το δώσεις.
Έτσι η Νανά απέκτησε το σήμα που φορούσε ο Δημήτρης στο πέτο του, σήμα που έγραφε το σχολείο που πήγαινε και τ’ όνομά του, που ήταν βραβείο, μιας κι αρίστευσε την προηγούμενη σχολική χρονιά. Δεν το φόρεσε βέβαια, το φύλαγε όμως σ’ ένα κουτάκι για δαχτυλίδια που της είχε χαρίσει η Αλεξία. Κάθε βράδυ το έβγαζε απ’ το συρτάρι της και καρφίτσωνε το βραβείο στην νυχτικιά της στο μέρος της καρδιάς. Κάθε βράδυ μέχρι την μέρα που έμαθε πως ο Δημήτρης «παρηγορούσε» την χήρα. Εκείνο το βράδυ έχωσε το κουτάκι στο βάθος του συρταριού της και δεν το αναζήτησε παρά χρόνια αργότερα την παραμονή της δίκης του, μετά το τέλος του Εμφύλιου. Στο βάθος του συρταριού βρήκε και το τριαντάφυλλο που της έστειλε όταν πέρασε στην Ακαδημία. Τον σκεφτόταν συχνά, δεν το ομολογούσε όμως ούτε στον εαυτό της τον ίδιο. Δεν είναι δυνατόν να την αγαπούσε και να παρηγορούσε και την χήρα.
Η εμπιστοσύνη της στους άντρες είχε κλονιστεί. Δεν ήταν μόνον ο Δημήτρης. Ήταν κι ο Άλκης Γιαννίκος, ο πρώτος έρωτας της Αθηνάς και σχεδόν αρραβωνιαστικός της. Ήταν εργάτης στις αποθήκες μα είχε τελειώσει και το σχολείο. Όταν ο Άβελ σκοτώθηκε, ο Άλκης στάθηκε στο πλευρό της οικογένειας. Η φιλία με την Αθηνά εξελίχθηκε σε σχέση. Λίγο πριν το γάμο τους, η Μάϊρα πέρασε μια νύχτα πάθους μαζί του. Κανείς απ’ τους δύο δεν αγάπησε τον άλλο. Όμως, όταν το πρωί η Αθηνά βρήκε τον αρραβωνιαστικό της στο κρεβάτι της αδελφής της, ένιωσε προδομένη και δεν δέχτηκε ν’ ακούσει κουβέντα. Ο Άλκης και η Μάϊρα παντρεύτηκαν σε δύο βδομάδες. Η Αθηνά έφυγε για πάντα. Η Νανά έμεινε στην εξώπορτα να βλέπει την αδελφή της να χάνεται στο βάθος του δρόμου με μια βαλίτσα στο χέρι, με την καρδιά λαβωμένη μα με τους ώμους ψηλά, ίσως περισσότερο απ’ όσο συνήθως. Ένα χρόνο αργότερα ο Άλκης και η Μάϊρα χώρισαν.
Ο Άλκης μετά τον πόλεμο έφυγε για την Αμερική και κανείς δεν έμαθε γι’ αυτόν ξανά. Δύο φορές που γύρισε στην Ελλάδα πήγε στο θέατρο να δει την Αθηνά να παίζει. Καθισμένος στις πίσω θέσεις, έκλαψε για την αγάπη που έχασε έτσι χωρίς λόγο. Ένιωσε όμως απίστευτη ευτυχία όταν την είδε να φεύγει χαμογελαστή, στηριγμένη στο μπράτσο του «Κόμπυ».

No comments: