12. Εμφύλιος -- γ. Ιωσήφ Καπετανίδης

Κάθομαι στην μοναδική καρέκλα έξω από τα κρατητήρια. Από χτες το απόγευμα έχω βάλει λυτούς και δεμένους να μου εξασφαλίσουν μισή ώρα με τον Δημήτρη Θέο. Έγινα τόσο πιεστικός, που ακόμα και ο πρέσβης της Αυστραλίας με επέπληξε. Είναι χρήσιμο όμως να έχεις τριτοξάδελφο που δουλεύει για βουλευτή εκεί κάτω στο Σίδνεϋ. Και τώρα να ’μαι εδώ καθισμένος στην άβολη ξύλινη καρέκλα περιμένοντας να μιλήσω στον «καπετάν-πρίγκιπα». Στο μυαλό μου κάνω παράξενους συνειρμούς. Καπετανίδης εγώ, ‘καπετάνιος στα βουνά’ εκείνος.
Μου παίρνουν την φωτογραφική μηχανή, ανώφελο να βάλω τις φωνές, μπορεί να μου στερήσουν την επίσκεψη ακόμα και την τελευταία στιγμή. Άλλωστε έχω κάνα-δυο υπέροχες φωτογραφίες που τράβηξα στην παρωδία «δίκης» ήδη. Μου κάνουν σωματικό έλεγχο. Προσπαθώ να δείξω πως δεν ενοχλούμαι. Επιτέλους με βάζουν στο κρατητήριο. Ο κύριος Θέος ήδη περιμένει. Δύο δεσμοφύλακες μου απαγορεύουν την χειραψία μα και κείνος δεν έδειχνε πρόθυμος για χαιρετούρες. Κάθομαι απέναντί του. Ξαφνικά νιώθω άβολα. Δεν δείχνει να έχει καμιά διάθεση να με βοηθήσει. Με κοιτάει κατευθείαν στα μάτια με το δεξί φρύδι ελαφρά ανασηκωμένο, αμυδρά ειρωνικός. Ξεροβήχω, «αμάν φίλε, βόηθα την κατάσταση, πες κάτι» σκέφτομαι. Ακουμπά πίσω στην καρέκλα και συνειδητοποιώ πως ο κύριος Θέος διασκεδάζει με την αμηχανία μου! Έχω μια ανεξήγητη τάση φυγής. Αυτός ο άνθρωπος με εντυπωσιάζει και με τρομάζει συγχρόνως. Προσπαθώ να καταλάβω γιατί με αντιμετωπίζει έτσι. Προσπαθώ να με δω από την δική του οπτική γωνία και ανατριχιάζω. Για λίγα δευτερόλεπτα είμαι ο Δημήτρης Θέος, με το αβέβαιο μέλλον που ίσως μέχρι αύριο να έχω ένα θανατηφόρο ατύχημα ταξιδεύοντας για την Γυάρο… Απέναντί μου ένας δημοσιογράφος λαπάς-εφησυχασμένος σε μια αποστολή που διάλεξε για να γνωρίσει την πατρίδα των γονιών του… Μετά, μετά ακούω τον εαυτό μου να μιλά ασταμάτητα.
- Κύριε Θέο, λυπάμαι, λυπάμαι που δεν είχα την τύχη να σας γνωρίσω νωρίτερα, νομίζω πως η δίκη σας, η αγόρευσή σας ήταν σταθμός στην ζωή μου… Τι μπορώ να κάνω για να σας βοηθήσω;
Σηκώνω το κεφάλι και τον κοιτώ. Χαμογελά, όχι αυτάρεσκα, μάλλον γελά μαζί μου. Έχουμε μάλλον την ίδια ηλικία και νιώθω μπροστά του ένα ντροπιασμένο παιδάκι. Συνεχίζω να μιλώ ακατάπαυστα, μιλώντας του για την καταγωγή μου, τους γονείς μου, του λέω ακόμα και το όνομα της κοπέλας μου (αν είναι δυνατόν!) κι όσο ακούω τον εαυτό μου να λέει τόσες βλακείες, τόσο περισσότερο συνεχίζω.
- Δεν έχεις ιδέα τι γίνεται εδώ ε;, με διακόπτει, -ευλογημένος να ’ναι-, δεν έχεις ιδέα! Θέλεις κάνα-δυο καλές ιστορίες, αν έχεις τα κότσια να δεις την αλήθεια κατάματα;
Τον κοιτώ στα μάτια με απορία.
- Φύγε απ’ την Αθήνα, πήγαινε στην πόλη μου, στην πόλη που γεννήθηκαν οι δικοί σου, σε οποιαδήποτε επαρχιακή πόλη, μόνο το όνομα αλλάζει. Εκεί θα δεις τον πόνο, τον θάνατο, τ’ αδέλφια που αλληλοσκοτώνονται. Όλη η Ελλάδα είναι μια πληγή και ρέει αίμα και πύον. Αν έχεις κότσια, κάνε κάτι να κλείσεις τις πληγές της, αν νιώθεις λίγο, έστω και λίγο Έλληνας.

Ο Δημήτρης Θέος καταδικάστηκε τρεις σε ισόβια και εκατό χρόνια φυλάκιση. Αμφιβάλλω αν θα φτάσει ζωντανός στη Γυάρο που θα τον στείλουν σε λίγες ώρες. Νιώθω θλίψη, όχι για κείνον, αλλά για μένα που δεν πρόφτασα να τον γνωρίσω… Όμως μετά θυμάμαι τα λόγια του: «Ποτέ δεν θα σκοτώσετε τον καπετάν-πρίγκιπα όταν κάθε παιδί που γεννιέται σ’ αυτόν τον τόπο, γεννιέται πρίγκιπας του εαυτού του». Είμαι εικοσιεπτά χρονών και είναι καιρός να σκίσω το κουκούλι μου και να γεννηθώ ξανά, να ανα-γεννηθώ στον τόπο αυτό που γεννάει πρίγκιπες…

Ο Ιωσήφ Καπετανίδης δεν γύρισε ποτέ ξανά στην Αυστραλία. Ευτύχισε να ζήσει σε μεγάλα γεγονότα του τόπου του, άλλα όμορφα κι άλλα πικρά και κατέγραψε με την πένα του την μεταπολεμική περίοδο σε εφημερίδες σαν δημοσιογράφος, συντάκτης και αρχισυντάκτης. Μετά την πτώση της δικτατορίας εκδίδει δική του εφημερίδα. Ευτύχισε να γίνει ένας από τους καλύτερους φίλους του Δημήτρη Θέου. Χάρισε στην Ειρήνη Θέου την πρώτη της φωτογραφική μηχανή.

No comments: