13. Μετά τον πόλεμο -- β. Εις σάρκαν μίαν

Συναντήθηκαν καταχείμωνο Παρασκευή απόγευμα στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης. Ο Δημήτρης πήγαινε στην Αθήνα κουμπάρος στον γάμο του Ιωσήφ Καπετανίδη με την αδελφή του Άγγελου Κώσκα. Η Νανά πήγαινε στην Θεσσαλονίκη να συναντήσει τον αδελφό της τον Χρήστο που εκείνη την εποχή σπούδαζε λογιστικά σε μια σχολή στην συμπρωτεύουσα. Κοιτάχτηκαν και ήταν σαν να μην είχαν περάσει τόσα χρόνια και τόσος πόνος από την στιγμή που εκείνος είδε την κοκκινομάλλικη οπτασία πεσμένος στο λασπωμένο έδαφος του Γυμνασίου Αρρένων, κι εκείνη του έκανε νόημα πως είχε λάσπες στην άκρη της μύτης του. Συνήθως οι ενήλικες έχουν μια τάση να δείχνουν πως έχουν ξεχάσει την πρώτη αγάπη τους. Λίγο η ντροπή, λίγο η αμηχανία, και προσπερνάς σκύβοντας το κεφάλι. Κι΄ έτσι χάνεις και πάλι την ευκαιρία που μπορεί να είναι η τελευταία γιατί η ζωή γίνεται ακόμα πιο απρόβλεπτη και περίπλοκη.
Μα ο Δημήτρης και η Νανά δεν είχαν την πολυτέλεια να προσπεράσουν και πάλι. Σταμάτησε μπρος της κόβοντάς της τον δρόμο, και απίθωσε στο πάτωμα της αίθουσας αναμονής την βαλίτσα του. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και χαμογέλασαν και οι δυο...
- Νανά, θα με παντρευτείς;
- Ναι, αλλά πρώτα πρέπει να ΄ρθεις να μιλήσεις στην οικογένειά μου...
- Δικηγορώ εδώ και κάμποσα χρόνια, πλούσιος δεν είμαι ούτε θα γίνω ποτέ, μα ούτε και θέλω να γίνω. Όσοι έχουν με πληρώνουν, όσοι δεν έχουν και ζητούν το δίκιο τους καλώς να περάσουν από την πόρτα μου...
- ...Γιατί έτσι ακόμα γίνεται, ο υποψήφιος γαμπρός πάει και μιλάει με τους πρεσβύτερους της οικογένειας της νύφης...
Σταμάτησαν να μιλούν και οι δυο συνειδητοποιώντας πως ο καθ΄ ένας έλεγε τα δικά του χωρίς να ακούει τον άλλον. Το χαμόγελο και στα δυο πρόσωπα έγινε μια υποψία γέλιου, και μετά και οι δυο άρχισαν να γελούν έχοντας απόλυτα ταυτιστεί και συγχρονιστεί σαν ένα ζευγάρι που είχε γεράσει μαζί.
- Που πας και φεύγεις από την πόλη;
- Στον αδελφό μου στην Θεσσαλονίκη...
- Αμάν βρε Νανά, πάλι αντίθετες κατευθύνσεις παίρνουμε! Εγώ πάω στην Αθήνα, παντρεύεται ο ένας καλύτερός μου φίλος την αδελφή του άλλου καλύτερού μου φίλου και είμαι κουμπάρος...
- Ο γάμος δεν μπορεί να περιμένει τον κουμπάρο, ο αδελφός μου μπορεί να με δει την παρά άλλη βδομάδα που θα έρθει για Χριστούγεννα, του απάντησε αποφασιστικά. Να έρθω μαζί σου στην Αθήνα;
Χρόνια αργότερα ο Δημήτρης ‘εξηγούσε’ δίνοντας την δική του άποψη στην μοναχοκόρη τους την Ειρήνη πως ένα ζευγάρι ‘ενώνεται εις σάρκαν μίαν’.
- Τι να κάνεις μαζί μου στην Αθήνα κυρά μου, τις λέω Ειρηνούλα μου, άμε στον αδελφό σου που θα ξεροσταλιάζει στον σταθμό να σε περιμένει και θα τον τρώει ο Βαρδάρης! «Σκασίλα μου, κι ας γίνει παγοκολόνα» μου απαντάει η άπονη η μάνα σου κόρη μου! «Εγώ εσένα αγαπώ, εσένα θα παντρευτώ, σ΄ αφήνω τώρα που σε βρήκα πάλι; Αν πάω Σαλονίκη σήμερα θα είμαι τυχερή αν ξανασυναντηθούμε σε τριάντα χρόνια πάλι!» Άσε με κοπέλα μου της λέω και δεν τις μπορώ τις παντρειές και τους γάμους. Αλλά δεν έλεγε να μ΄ αφήσει σε χλωρό κλαρί η Νανούλα η μάνα σου, κοριτσάκι μου. Μπροστά να τρέχω να γλιτώσω εγώ με την βαλίτσα να ανεμοδέρνει, κι από πίσω η κυρά-Νανά, φτάσαμε στη Αθήναααααα...
- Και μετά, και μετά, μπαμπά;
- Μετά έγιναν τα μεγάλα ρεζίλια Ειρηνούλα μου. Μαύρα μεσάνυχτα φτάσαμε στην Αθήνα και πως να την παράταγα στον σταθμό γυναίκα-πράγμα και ήταν και νοστιμούλα και θα την έκλεβαν οι γύφτοι και τι μαμά θα είχες τώρα εσύ;
- Θα είχα μάνα γύφτισα και εγώ θάμουνα γυφτόπουλο!
- Να σου πω Ειρηνούλα μου, για πρόσεξε τα λόγια σου που θα μου πεις την γυναίκα μου γύφτισα. Εσύ μπορεί να είσαι γυφτόπουλο που κόβεις του μπαμπά σου τον ειρμό, αλλά η μαμά σου είναι μια κυρία!
- Καλά αυτά θα τα ξεδιαλύνουμε αργότερα μπαμπάκα, αλλά πες μου για τα μεγάλα ρεζίλια!
- Μια τα χαράματα την πήγα την μαμά σου -που τότε δεν ήταν ακόμα μαμά- στης αδελφής της τής κυρίας Ερμιόνης... Χτυπάμε την πόρτα και ανοίγει ο θείος ο δικηγόμαρος...
- Δημήτρη!, επενέβαινε δήθεν θυμωμένα η Νανά, πρόσεξε ‘τον στόμα’ σου, και οι δυο τους ξεκινούσαν ταυτόχρονα ένα γέλιο μέχρι δακρύων.
- Καλά Νανά μου με συγχωρείς, ο θείος ο βουλευτής που όμως τότε δεν ήταν βουλευτής απλά δεξιός ήταν...
- Δημήτρη είπα!
- Αμάν βρε Νανά, έκανε δήθεν απελπισμένος ο Δημήτρης, αυτός ήταν δικολάβος και δεξιός, εγώ θα την πληρώσω την νύφη; Που την πλήρωσα τελικά... συνέχιζε με πιο χαμηλή φωνή!
- Έλα μπαμπά μην μονολογείς, πες την συνέχεια!
- Να κάνουμε ‘διάλειμμα ολίγων λεπτών’ να πάει ο μπαμπάς να φέρει λεμονάδες πορτοκαλάδες, ταμ-ταμ, κωκ, κορνέ, πασατέμπο, τσιπς, Ειρηνούλα μου;
Κι έτσι ανάμεσα σε γέλια και πειράγματα ο Δημήτρης και η Νανά εξιστορούσαν στην κόρη τους πως συναντήθηκαν ένα παγωμένο απόγευμα Παρασκευής ταξιδεύοντας και πάλι σε παράλληλες τροχιές και πως η τολμηρή απόφαση της Νανάς να ακολουθήσει τον άνδρα που αγαπούσε άλλαξε τις μέχρι τότε μοναχικές ζωές και των δυο, και δημιουργήθηκε ο πυρήνας της οικογένειάς τους.
- Είδα την μαμά σου και πάλι εκείνη την μέρα Ειρηνούλα μου και μια φωνούλα μου είπε πως καιρός ήταν πια να της δώσω το είναι μου ολόκληρο και να ζητήσω την αγάπη της, κατέληγε σοβαρά ο Δημήτρης.

Οι δυο οικογένειες Θέου και Δημητρίου αντέδρασαν πολύχρωμα και πολύβουα. Η Ζωή είχε ακούσει για το κορίτσι με τα κόκκινα μαλλιά, τον εφηβικό έρωτα του πολυαγαπημένου της μικρού αδελφού. Και στο κάτω-κάτω της γραφής εκείνη την δύναμη του έρωτα την ήξερε, αν είναι δυνατόν να μην αγαπούσε την κοπελίτσα που στεκόταν απέναντι της χαμογελώντας ντροπαλά. Ο Λάμπρος, αν και δεν του έπεφτε λόγος, ρώτησε την μάνα του την Ειρήνη που ζούσε με τον Δημήτρη πλέον τι προίκα της έδιναν της νύφης και όταν η κυρά-Ειρήνη τον στραβοκοίταξε, «Ε! Καλά ρε μάνα, έτσι από περιέργεια ρώτησα» τόλμησε να αρθρώσει. Η Χρύσα ‘κράτησε μούτρα’ και δεν μιλούσε στον Δημήτρη σχεδόν μισή ώρα! «Άκου εκεί να μην το μάθω πρώτη εγώ» έκανε δήθεν θυμωμένα, και όλο γελούσε από χαρά, και όλο έκανε σχέδια για τον γάμο.
Η Κατερίνα, η μεγαλύτερη αδελφή της Νανάς, η ‘πανέμορφη’ όπως της άρεσε να την αποκαλούν βρήκε ευκαιρία να ανανεώσει την γκαρνταρόμπα’ της, «Καλέ σαν γύφτισα θα πάω στον γάμο της αδελφής μου;» Επί ένα μήνα η πρώτη της σκέψη με το που ξυπνούσε είχε να κάνει με αγορές πανέμορφων ρούχων και αξεσουάρ για τον εαυτό της, τα παιδιά της, τον άνδρα της και την μητέρας της. Η τελευταία σκέψη της λίγο πριν κοιμηθεί ήταν να καταμετρά τι αγόρασε και τι απέμενε να αγοράσει την επομένη.
Η Ερμιόνη ξεπέρασε το πρώτο σοκ σχετικά ανώδυνα. Όταν ο σύζυγος τόλμησε να αναφερθεί στις πολιτικές πεποιθήσεις του Δημήτρη του χαμογέλασε τρυφερά. «Χρυσό μου, ακόμα πεινάει γι’ αυτό είναι αριστερός, μόλις βαρύνουν τα χιλιάρικα τις τσέπες του θα αρχίσει να χορεύει δεξιόστροφα...». Δυστυχώς ο Δημήτρης δεν άλλαξε ούτε στον χορό κατεύθυνση, ούτε πολιτικές πεποιθήσεις, αλλά ήταν πλέον αργά. Η Ερμιόνη κατά βάθος συμπάθησε τον Δημήτρη από εκείνη την πρώτη βραδιά που τους τον κουβάλησε η βουρλισμένη η αδελφή της. Και ότι συμπαθούσε ή αγαπούσε η Ερμιόνη έμπαινε και στην ζωή και την καρδιά του συζύγου. Η αρχική σχέση ανοχής ανάμεσα στους δυο άνδρες οδηγήθηκε σε σεβασμό που διανθιζόταν με φιλοσοφικές συζητήσεις σε οικογενειακές συναντήσεις στις γιορτές των Χριστουγέννων και του Πάσχα.
Η Αθηνά γνώρισε τον Δημήτρη στην Κατοχή. Οι δυο τους είχαν συναντηθεί αρκετές φορές σε κάποιες παρέες που η Αθηνά ήξερε πως μάλλον δούλευαν υπόγεια στην αντίσταση. Το γεγονός πως ο Δημήτρης εξαφανίστηκε ξαφνικά και η φήμες πως βγήκε στο κλαρί αντάρτης ήταν αναμενόμενο. Την επόμενη φορά που συναντήθηκαν τους σύστησε ο Κόμπι που γνώρισε τον Δημήτρη από ‘φίλους με προοδευτικές ιδέες’ όπως της είπε. Όταν είδε ποιος ήταν ο φίλος του Κόμπυ άνοιξε μια τεράστια αγκαλιά να χωρέσει και ο Δημήτρης και τα χρόνια που είχαν χάσει οι δυο τους. Για την Νανά δεν μίλησαν ‘ανοιχτά’, αν και η Αλεξία της είχε πει πως ο Δημήτρης ήταν α εφηβικός έρωτας της αδελφής τους. Ίσως να έφταιγε το γεγονός πως η Αθηνά δεν είχε τις καλύτερες αναμνήσεις από την γενέθλια πόλη και δεν αναφερόταν συχνά στην οικογένειά της. Ίσως να έφταιγε το γεγονός πως ούτε ο Δημήτρης είχε τις καλύτερες αναμνήσεις από την πόλη τους. Εκείνες τις εποχές ο κόσμος είχε πολλές πληγές ανοιχτές να γιάνει. Πολλές ερωτήσεις και πολλές απαντήσεις δεν ειπώθηκαν ανοιχτά για χρόνια σαν ένδειξη σεβασμού στον πόνο του συνανθρώπου. Από τον Δημήτρη γνώρισαν η Αθηνά και ο Κόμπυ τον ανεψιό του τον Ανέστη που γεννήθηκε Ανέστης Θέος αλλά άλλαξε το επίθετο του σε Ανέστης Ουδείς.
Η Μάϊρα θυμόταν αμυδρά τον Δημήτρη, αλλά το ευτυχισμένο πρόσωπο της αδελφής της την έπεισε πως ήταν το κατάλληλο άτομο που θα την έκανε ευτυχισμένη.
Ο Χρήστος και ο Γιώργος που ήταν τα νεότερα άτομα της οικογένειας είδαν αυτή την ένωση σαν την απαρχή μιας καινούριας εποχής. Οι άνθρωποι συγχωρούσαν και προσπερνούσαν, οι πληγές σιγά-σιγά έκλειναν, ο κόσμος άλλαζε γινόταν καλύτερος και σοφότερος. Πόσο λάθος έκαναν τελικά. Η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη να υποδεχτεί αλλαγές, ή ίσως οι Έλληνες δεν ήταν ακόμα ώριμοι. Δεν υπήρχε ένας δρόμος προόδου στρωμένος με λουλούδια υπήρχαν ατραποί που οδήγησαν στην κόλαση της δικτατορίας.
Ο Δημήτρης και η Νανά ενώθηκαν εις ‘σάρκαν μίαν’, αλλά η Ελλάδα συνέχισε να τρώει τις σάρκες των παιδιών της για δεκαετίες...

No comments: