15. Ειρήνη Θέου -- β. Εκεί Πολυτεχνείο

Τα κορίτσια καλών οικογενειών μάθαιναν Γαλλικά και πιάνο στην εποχή μου, και η δική μας οικογένεια είχε και την ‘προϊστορία’ των Πωλίν και Ανζελίκ και του μεγάλου πιάνου με ουρά που είχε στείλει ‘πεσκέσι’ ο Στάïκος, ο αδελφός του παππού μου. Όλες οι ξαδέλφες μου, ξεκινούσαν γαλλικά με το που έμπαιναν στην Τρίτη τάξη και πιάνο στην Τετάρτη. Η δική μου η μαμά σκέφτηκε πως έπρεπε να τολμήσει πιο συνοπτικές διαδικασίες. Γαλλικά από την δευτέρα και πιάνο από την Τρίτη! Τα Γαλλικά τα μίσησα από την πρώτη μέρα, εκείνο το ‘ρο’ που ήταν κάτι ανάμεσα σε ‘ρο’ και σε ‘γο’ μου έκατσε εξ αρχής πολύ στραβά. Το πιάνο από την άλλη ωραίο μουσικό όργανο, αλλά εκείνα τα σημαδάκια που πότε καθόταν αναπαυτικά στις γραμμές και πότε τα έπαιρνε ο άνεμος της μουσικής και σκόρπιζαν στα ενδιάμεσα με παίδευαν αφάνταστα. Σε πολύ μεγαλύτερη ηλικία ο θείος Κώστας, ο άνδρας της θειάς μου της Μάϊρας διέγνωσε πως ήμουν δυσλεξική στις νότες.
Τα κορίτσια καλών οικογενειών, τα καλά κορίτσια, μάθαιναν Γαλλικά και πιάνο στην εποχή μου, αλλά εμένα μου αρέσουν τα Αγγλικά και η κιθάρα. Ακούω Αγγλικά από τον σταθμό τον Αμερικάνικο -που βάζει και ωραία τραγούδια κάθε βράδυ- από το ‘τραντζιστοράκι’ που μου αγόρασε δώρο ο μπαμπάς. Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ όσα λένε φυσικά, -μιλάνε τόσο γρήγορα αυτοί οι Αμερικάνοι-, αλλά θέλω να μάθω να μιλάω Αγγλικά-Αμερικάνικα. Η θειά μου η Κατερίνα επιμένει πως «ο ‘κόσμος πάει κατά διαόλου’ με τους γιεγιέδες τους μακρυμάλληδες που κουβαλάνε από μια κιθάρα και λένε πως τάχα παίζουν μουσική. Αχ, αχ, αχ», συνεχίζει, «τις παλιές καλές εποχές που μαθαίναμε Γαλλικά και πιάνο, δεν θα τις ζήσουν τα παιδιά μας...»
Ξεκίνησα Αγγλικά την χρονιά που αρρώστησε ο μπαμπάς μου. Όσο για τα μαθήματα πιάνου αυτά πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο! Νομίζω πως ήμουν η χειρότερη εμπειρία της κατά τα άλλα γλυκύτατης δασκάλας πιάνου της του Δήμου. «Αχ καλό μου, δεν χτυπάμε τα πλήκτρα να τα ακρωτηριάσουμε», με συμβούλευε. «Πως είναι δυνατόν ένα τόσο γλυκό παιδί να επιτίθεται με τόσο μίσος σε ένα αθώο πιάνο;», ρωτούσε συνωμοτικά στην θεία-Κατερίνα που είχε αναλάβει την καλλιτεχνική μου διαπαιδαγώγηση. Περιμένοντας να τελειώσει η προηγούμενη τάξη για να ξεκινήσει η δική μας έκανα βόλτες στην τάξη που δίδασκε κιθάρα ο Θανάσης ο ‘γκαβός’, - ο τυφλός δάσκαλος κιθάρας και βιολιού. Ο Θανάσης τυφλώθηκε από θραύσματα χειροβομβίδας που βρήκε με τον αδελφό του στα κτήματα του πατέρα τους. Ο ένας έφηβος έχασε την ζωή του και ο άλλος την όραση. Ο Θανάσης συνέχισε τις σπουδές του στην μουσική και έγινε δάσκαλος κλασικής κιθάρας. Ξέροντας πως είναι τυφλός τρύπωνα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα, -εκτός των άλλων ήμουν και ‘αθόρυβο’ τιγράκι όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις-, και απολάμβανα τον χορό της μουσικής στο δωμάτιο. Υπήρχαν στιγμές που συλλάμβανα τον εαυτό μου να έχει μείνει χωρίς ανάσα στην προσπάθεια να απολαύσω το κάθε δευτερόλεπτο της ‘κλεμμένης ευτυχίας’. Μέσα μου έβλεπα τις νότες να ξεπηδούν από το σώμα της κιθάρας και πιασμένες χέρι-χέρι μούσες μικροσκοπικές, υπάρξεις αιθέριες, να γλιστρούν βιαστικά τσουλώντας στο ξύλο, να πηδούν χαριτωμένα στο πόδι του Θανάση και φτάνοντας στο γόνατο να κατηφορίζουν πιασμένες από την κόψη του παντελονιού μέχρι το πάτωμα. Κι από κει να ανοίγουν μαγικά φτερά και να φτερουγίζουν διστακτικά στην αρχή, πότε μαζί πότε μια-μια, γεμίζοντας το δωμάτιο με μουσική, γεμίζοντας το είναι μου με μουσική, γεμίζοντας τον κόσμο μουσική... Κι όλη αυτή η ομορφιά ξεπηδούσε από το σώμα μια κιθάρας. Μετά από κάμποσες φορές που τρύπωνα στην αίθουσα του Θανάση έγινα άπληστη και απρόσεκτη. Όπλισα την μηχανή μου και τράβηξα μερικές φωτογραφίες την ώρα που ο Θανάσης έπαιζε κιθάρα μόνος του περιμένοντας τους επόμενους μαθητές. Δεν έδειξε να κατάλαβε πως κάποιος τον απαθανάτιζε, δεν έδειχνε πως καταλάβαινε πως υπήρχε και κάποιος άλλος στο δωμάτιο εκτός από εκείνον και την μουσική του. Μόλις τελείωσε γύρισε προς το μέρος που κρυβόμουν και μου μίλησε σαν να με έβλεπε, σαν να απευθυνόταν σε κάποιον από καιρό γνωστό.
- Να μου λες όταν είναι να με φωτογραφίσεις να χαμογελάω! Χα! Τώρα ετοιμάζεσαι να τρέξεις και να χαθείς στον διάδρομο, κι άντε να περιμένω κάθε Δευτέρα και Πέμπτη που έχεις πιάνο να κρυφτείς πάλι πίσω από τις κιθάρες μου για να μ΄ ακούσεις!
Έτσι ξεκίνησε η φιλία μου με τον Θανάση τον δάσκαλο της κιθάρας που μπορεί να μην έγινε ποτέ δάσκαλός μου αλλά έγινε ένας από τους πιο καλούς μου φίλους και με μύησε στα μυστήρια της μουσικής μέσα από ‘ιδιαίτερα κατ’ ιδίαν’ όπως έλεγε γελώντας. Δυο φορές την εβδομάδα τον περίμενα στις εφτά το απόγευμα που τελείωνε τα μαθήματα και κρατώντας σχεδόν με ευλάβεια τα βιβλία και τις παρτιτούρες του ενώ εκείνος ‘έβλεπε’ το διάβα του με το άσπρο του μπαστούνι να χτυπά συνεχώς μπροστά του λες και χόρευε ακολουθώντας κάποιον εσωτερικό ρυθμό. Πηγαίναμε στο μεγάλο ζαχαροπλαστείο στην κεντρική πλατεία δίπλα από το βιβλιοπωλείο της θειάς μου της Χρύσας για να με κεράσει για τον κόπο μου, -την μεταφορά των βιβλίων του από το Δημοτικό Ωδείο μέχρι το ζαχαροπλαστείο και από κει μέχρι το σπίτι του-, καυτή σοκολάτα ρόφημα τον χειμώνα και βανίλια-υποβρύχιο με το που έπιανε η Άνοιξη και παγωτό παρφέ όταν ξεκινούσαν οι μεγάλες ζέστες και έβραζε ο κάμπος. Καθόμασταν να ‘ξαποστάσουμε’ και ξεκινούσαμε τις συζητήσεις στην αρχή οι δυό μας και σε λίγο όλο και κάποιοι γνωστοί, φίλοι, και μαθητές του ερχόταν να μεγαλώσουν τα όρια της παρέας και των γνώσεων. Ώρες αργότερα κινούσαμε για ‘τον πέρα μαχαλά’, την γειτονιά που έμενε ο Θανάσης, εγώ κρατώντας βιβλία και παρτιτούρες, κι εκείνος το μπαστουνάκι του. Με το που ανοίγαμε την πόρτα της αυλής μας περίμενε η γυναίκα του έχοντας πάντα κάτι νόστιμο να με φιλέψει. Γυρνούσα στο σπίτι πότε μασουλώντας μπομπότα, πότε γαλατόπιτα, πότε γλυκό-σαλάμι.

Έβρεχε απ το πρωί την μέρα που η πατρίδα μου έπεσε όμηρος στα χέρια της χούντας. Μια βροχή αρρωστημένη, μια βροχή χωρίς σταματημό. Παντού σύννεφα, πουθενά γαλάζιο, όλος ο ουρανός γκρίζος, ένας ουρανός πένθιμος. Εφτά χρόνια πένθος, εφτά χρόνια γκρίζας ζωής. Είδα άντρες με καμπαρντίνες να χτυπούν τις πόρτες στον πέρα μαχαλά. Είδα ανθρώπους με ξεφτισμένες απ’ την πολυκαιρία και την φτώχεια βαλίτσες να τους σπρώχνουν σε αυτοκίνητα και τις γυναίκες και τα παιδιά τους να σπαράζουν στο κλάμα. Τον Θανάση τον τυφλό δάσκαλο κιθάρας τον πήραν απ τους πρώτους στην πόλη μας. «Θα γυρίσω σύντομα» είπε στην έγκυο γυναίκα του. Δεν γύρισε ζωντανός, ‘καρδιακή προσβολή’ έγραφε το έγγραφο θανάτου...
Η θειά μου η Αθηνά και ο θείος Κόμπυ ήταν στο Παρίσι στα εγκαίνια της γκαλερί του ξάδελφού μου του Ανέστη. Στις είκοσι-οκτώ Απρίλη τους απαγορεύτηκε η είσοδος στην πατρίδα τους και τους αφαιρέθηκε η Ελληνική υπηκοότητα. Για εφτά χρόνια έζησαν στην Ευρώπη και στην Αμερική σαν πολιτικοί πρόσφυγες. Ο Κόμπυ δίδαξε κλασικό θέατρο για δυο χρόνια στην Ρώμη και άλλα τρία στο Παρίσι. Την μέρα που επέστρεψαν στο αεροδρόμιο μέσα στην ανθρωποθάλασσα που φώναζε τα ονόματά τους ρυθμικά η Αθηνά είδε την αδελφή της την ‘δίκροκη’ χέρι-χέρι με την αδελφή την «έξι ψήφοι-μια θέση». Οι τρεις αδελφές αγκαλιάστηκαν σφιχτά και έκλαψαν σιωπηλά ώρα πολλή. Και η λαοθάλασσα σίγασε μπροστά στο παράξενο εκείνο γυναικείο πλέγμα από χέρια που ψηλαφούσαν και γιάτρευαν αόρατες πληγές.
Η ξαδέλφη μου η Περσεφόνη, η κόρη του βουλευτάκου και της Ερμιόνης, ήταν μέσα στο Πολυτεχνείο από τους πρώτους. Μπήκε μαζί με τον Νίκο, τον αδελφό μου από άλλη μάνα. Ο πρώτος μου εφηβικός έρωτας, ο αδελφός μου, σκοτώθηκε την Τρίτη μέρα του Πολυτεχνείου. Η Κλειώ δεν είπε ποτέ στον πατέρα μου πως ο Νίκος γεννήθηκε εννιά μήνες μετά από εκείνο το βράδυ που μοιράστηκαν το κρεβάτι της. Ο γιος της ήταν σπορά του Δημήτρη, αλλά μεγάλωσε γιος του άντρα της, κι η Κλειώ ερωτεύτηκε τον Δημήτρη το Θέο, αλλά αγάπησε τον άντρα που μοιράστηκε το υπόλοιπο της ζωής της.
Την μέρα που πέθανε ο πατέρας μου η Κλειώ, -που το έμαθε από τον αδελφό της τον Χρήστο τον φίλο του τον παιδικό-, είπε στον Νίκο ποιος ήταν ο φυσικός του πατέρας. Ήταν μια δύσκολη μέρα, αλήθειες έπρεπε να ειπωθούν, πληγές έπρεπε να γιάνουν, και το παρελθόν έπρεπε να ταφεί γιατί ο Χρόνος έτσι είχε αποφασίσει... Ο Νίκος ένα από τα πιο ενεργά μέλη της νεολαίας του Κουκουέ πήγε στην κηδεία κρατώντας κόκκινο γαρίφαλο έχοντας πλήρη επίγνωση πως με την πράξη του αυτή ‘έθετε τον εαυτό του εκτός κόμματος’, και εκείνη την εποχή ήταν δύσκολοι καιροί να είσαι αριστερός χωρίς που την κεφαλή κλείναι. Αλλά ο Νίκος είχε από τον γεννήτορά του εμφυτευμένες μέσα του τις έννοιες της ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης. Εκείνη την μέρα διάλεξε με ποιους θα πάει και ποιους θ’ αφήσει. Ο Σάντρο Καλαμπρέζε τον είδε με την άκρη του ματιού του κάποια στιγμή και σκέφτηκε πως ο ανεψιός του Χρήστου είχε πολλά κουράγια και ακόμα πιο πολλή μοναξιά μπρος του. Αλλά ο Σάντρο την πολιτική μοναξιά την ήξερε, την είχε επιλέξει, δεν την φοβόταν, κι όταν την έβλεπε να την σηκώνουν λάβαρο κι άλλοι ένιωθε πως η επιλογή είναι δικαίωμα και τρόπος ζωής.
Ο αδελφός μου ο Νίκος πέθανε στα χέρια της ξαδέλφης μου της Περσεφόνης. Ήταν ένας παράξενο δέσιμο δυο ανθρώπων με τόσο διαφορετικό κοινωνικό υπόβαθρο. Αριστερός εκτός κόμματος ο ένας, κόρη δεξιού βουλευτή η άλλη. Η Περσεφόνη όμως δεν ήταν ποτέ αυτό που οι άλλοι έβλεπαν: αδιάφορα άχρωμη, άγευστη, αμίλητη κι αγέλαστη. Κάτω από μια επιφάνεια που την βόλευε για να ξεφεύγει από το παρατηρητικό βλέμμα της μάνας της εκείνη διάβασε κρυφά βιβλία που «μόνο ο εξ’ από δω βάζει τον κόσμο να γράφουν και που μόνο η αδελφή μου η Αθηνά και ο άντρας της διαβάζουν από την οικογένειά μας, α και ο Δημήτρης της Νανάς καλέ, αλλά αυτός είναι δικηγόρος». Που νάξερες κυρά-‘Ερμινόνη’ τι φίδι έκρυβες στον κόρφο σου. Φίδια κυρά-‘Ερμινόνη’ ένα αρσενικό τον γιο σου τον Νικόδημο που έτρεχε στις Νομικές και τα Πολυτεχνεία και που σου παρέσυρε και το κορίτσι το μικρό και μόσχο-αναθρεμμένο και στο ΄κανε κι αυτό ‘κομούνα’ σαν τα μούτρα του. Αχ κυρά-‘Ερμινόνη’, κυρά-‘έξι ψήφοι-μια θέση’, πως άλλαξε η ζωή κι η κοσμοθεωρία σου τα πάνω κάτω όταν πέντε μέρες μετά την Εξέγερση του Πολυτεχνείου βρήκες στα μπουντρούμια της ΕΣΣΑ το κορίτσι σου πεταμένο στο παγωμένο τσιμέντο, βιασμένο, θύμα ανομολόγητων βασανιστηρίων. Πως στην άλλαξαν την ζωή τα παιδιά σου τα λατρεμένα: «Είδα το φως καλέ, με δυο παιδιά αριστερά, γίνεται να πάω εγώ κόντρα στο ρεύμα; Είπα και του άντρα μου να βάλει υποψηφιότητα με το ΠΑΣΟΚ, να δείξουμε κι εμείς μια κάποια αλλαγή πορείας, αλλά με αγριοκοίταξε και νάτα τώρα τα μαντάτα, πάει και το βουλευτιλίκι, αλλά ευτυχώς έχουμε την σύνταξη! Είπα και στον Νικόδημο τον γιο μου να βάλει υποψηφιότητα ανεξάρτητος συνεργαζόμενος με το Κουκουέ, αλλά με αγριοκοίταξε διπλά και μου ΄πε να πάω να πιω κάνα τσαγάκι με τις φιλενάδες μου τις βουλευτίνες γιατί αυτός δεν είναι ο πατέρας του και θα με πετάξει έξω από το σπίτι του και δεν θα ματά-ξαναδώ τα εγγόνια μου. Αλλά δεν βαριέσαι καλά είναι τα παιδιά μου, έχουν οικογένειες, έκαναν παιδιά, είδα εγγόνια...»


Το Πολυτεχνείο άλλαξε την Ιστορία, κι η ιστορία, -αυτή που γράφουν όσοι πληρώνονται να την παραποιήσουν-, άλλαξε το Πολυτεχνείο. Μακάριοι εκείνοι που μπήκαν στη τροχιά της σφαίρας και έμειναν αλώβητοι στην συνείδηση εκείνων που ακόμα θυμούνται...

No comments: