14. Προς το τέλος -- δ. Η επόμενη μέρα

Τετράδιο κίτρινο σελίδα πρώτη. Στην πρώτη σειρά η ημερομηνία πάνω αριστερά, το όνομα της πόλης στην δεύτερη, και ακολουθεί η ακριβής ώρα, το όνομα του ξενοδοχείου, ο αριθμός του δωματίου. Η Ειρήνη σε πρώτο πρόσωπο. Σε μια παράγραφο αναγνωρίζω την ενήλικη δημοσιογράφο και στην επόμενη το τρομαγμένο παιδί. Κάθε πρόταση είναι κατάδυση σε ένα παρελθόν που τολμά να το κοιτάξει κατάματα για να καταφέρει να ξορκίσει τα φαντάσματά της.
Ξυπνώ την επόμενη μέρα κι αναρωτιέμαι γιατί υπάρχει τόση αλμύρα στα μάγουλά μου. Την νιώθω να τρυπώνει μέσα από την λεπτή επιδερμίδα του προσώπου μου και να κατατρώει την σάρκα. Α ναι, κοιμήθηκα κλαίγοντας χτες βράδυ, χτες πέθανε ο μπαμπάς...
Ξύπνησα νωρίς σήμερα, λίγο μετά τις έξι. Ο ήλιος μόλις είχε και κείνος ξυπνήσει και βαριεστημένα τρυπούσε τις κουρτίνες, τρυπούσε το σεντόνι, τρυπούσε τα μάτια μου, κι όταν του γύρισα την πλάτη ενοχλημένα «έλα, άσε τα παιχνίδια πρωί-πρωί, νυστάζω σου λέω...», εκείνος πήρε την απάντησή μου λάθος μάλλον, και άρχισε να μου χαϊδεύει την πλάτη: «Έλα μικρό τερατάκι, ξύπνα!». Αυτός ο ήλιος ο Ηλιάτορας όλα ανάλογα με τα κέφια του τα κάνει, και καθόλου δεν πρέπει να υπακούει τις διαταγές της μαμάς του.
Το νυχτικάκι μου στάζει ιδρώτα και παιδικίλα. Ακουμπάω τα πόδια στο πάτωμα, ψάχνω με τις μύτες των δακτύλων δεξιά-αριστερά για παντόφλες χωρίς καν να κοιτάξω στο πάτωμα. Υπολογίζω πως εκεί που τις άφησα χτες βράδυ θα έπρεπε να τις βρω και σήμερα το πρωί, κι αν λείπουν πάει να πει... Τι πάει να πει πια; Τίποτα δεν είναι το ίδιο σαν ότι σήμαινε και πήγαινε να πει χτες, σήμερα η ζωή μου αλλάζει, ο κόσμος, το μικρό ιδιωτικό μου σύμπαν αλλάζει, ενηλικιώνομαι, κάθε λεπτό που περνάει με ωριμάζει χρόνια.
Ξυπόλυτη πηγαίνω στο μπάνιο, πλένω το πρόσωπό μου, βουρτσίζω τα δόντια μου, χτενίζω και δένω τα μαλλιά μου με μια πράσινη κορδέλα. Στην κουζίνα με περιμένουν η Θεανώ και η Περσεφόνη. Φορούν μαύρα από την κορυφή μέχρι τα νύχια μέσα στο κατακαλόκαιρο. Η Θεανώ με αγκαλιάζει από τους ώμους τρυφερά και μου φιλά τα μαλλιά. Η Περσεφόνη μαγειρεύει πρωινό κι εγώ αναρωτιέμαι γιατί κάθε πρωί πρέπει να τρώω αυγά και χοντρές φέτες ψωμιού αλειμμένες με βούτυρο και μέλι και να πίνω φλυτζάνες γάλα και τεράστια ποτήρια με πορτοκαλάδα. Δεν έχω ακόμα δικαίωμα αντίδρασης και αντίστασης στην διατροφή που μου επιβάλουν οι ενήλικες, είμαι ακόμα ‘παιδί’ και μάλιστα κορίτσι! Σήμερα όμως είναι η πρώτη μέρα του υπόλοιπου της καινούριας μου ζωής, και είμαι έτοιμη να κάνω επιλογές και να πάρω αποφάσεις. Πάω στο ψυγείο και κόβω την ‘καρδιά’ του καρπουζιού που παγώνει κομμένο στα δυο στο δεύτερο ράφι. Την βάζω σε ένα ρηχό πιάτο δίπλα από ένα κομμάτι φέτα αλμυρή και συμπληρώνω το πρωινό μου με κόρα από χωριάτικο ψωμί. Η ‘επόμενη μέρα’ ξεκινά με αμφισβήτηση στα δεδομένα και καθιερωμένα. Η υπόλοιπη ζωή μου είναι μια επόμενη μέρα, είναι αμφισβήτηση και επανάσταση. Δεν γίνομαι ξαφνικά το ‘δύσκολο’ παιδί που επαναστατεί με εκρήξεις, αλλά η σιωπηλή δύναμη που αντιστέκεται και νικά τον πόλεμο έστω κι αν χάνει κάποιες μάχες στον πέρασμα του χρόνου.
- Η μαμά μου σού αγόρασε κάποια ρούχα για την περίσταση σιγοψιθυρίζει η Θεανώ. Είναι στο δωμάτιό μου, θέλεις να σε βοηθήσω;
- Μαύρα ε;
- Για την κηδεία και για λίγες μέρες μετά, άντε για κανα-δυό βδομάδες βρε Ειρηνούλα, με το που ξεκινήσει το σχολείο θα τα έχεις βγάλει...
- Δεν πενθώ τον πατέρα μου έτσι εγώ. Εγώ τον έχω εδώ μέσα μου, ζωντανό μέσα μου. Κι όσο ζω εγώ είναι κι εκείνος ζωντανός, ανασαίνει την ανάσα μου, βλέπει με τα μάτια μου και σκέφτεται με το μυαλό μου.
Χτυπώ το στήθος μου για να δείξω που μένει από σήμερα ο Δημήτρης ο Θέος. Κανείς δεν τολμά να μου πει κουβέντα, ούτε καν ο Νικόδημος και ο Άβελ τα ‘αρσενικά’ της οικογένειας, οι ‘άνδρες’, τα ‘παντελόνια’, που κατέβηκαν στην κουζίνα από τις μυρωδιές των φαγητών που ποιος ξέρει τι ώρα ξεκίνησαν να μαγειρεύουν οι αδελφές της μαμάς μου πριν φύγουν να τακτοποιήσουν τα ‘της κηδείας’.
Με το πιάτο μου γεμάτο με την καρδιά του καρπουζιού την φέτα τυρί κε τον κόρα από χωριάτικο ψωμί βγαίνω στην αυλή. Ο Θεσσαλικός κάμπος δεν βράζει ακόμα, κάνει ζέστη αλλά είναι υποφερτή, και τα δέντρα της αυλής με σκεπάζουν από τα μάτια του ήλιου του Ηλιάτορα που περίεργος προσπαθεί να με κατασκοπεύσει μέσα από τις φυλλωσιές. Ακουμπώ το πιάτο μου στο τραπέζι και τσιμπολογάω αφηρημένα καρπούζι-φέτα-ψωμί... Και μετά βάζω τα κλάματα, σπαράζω, κλωστάω τους κορμούς των δέντρων για να τα πονέσω, να μοιραστώ με κάποιον-με κάτι τον αφόρητο πόνο μου. Και στο τέλος κουράζομαι τόσο πολύ -κούραση σωματική και ψυχική- και ξαπλώνω σε εμβρυϊκή στάση για ώρα πολύ. Κι ύστερα πεθαίνω. Όταν σηκώνομαι δεν είμαι πια εγώ. Δεν είμαι εγώ αν και σωματικά είμαι εγώ. Είμαι το έμβρυο που αναδύθηκε μέσα από το σώμα του παιδιού που με ‘φιλοξένησε’ εντός του. Στο σώμα που γέννησε η μάνα μου έχει εμφυτευτεί λίγη απ’ την ψυχή του πατέρα μου που ξεστράτισε στον πηγαιμό προς κόσμους που μόνο οι πνοές ζουν. Είμαι δυο ψυχές μέσα σε ένα σώμα, αυτό πιστεύω στην αρχή. Αργότερα, όταν μπω στην εφηβεία, συνειδητοποιώ πως εκείνη την στιγμή που πέθανα και ξαναγεννήθηκα οι ψυχές των προγόνων μου που είχαν σπαρθεί σε όλα τα μήκη και τα πλάτη τούτου του πλανήτη που ανήκουμε μου έδωσαν πνοή και γέμισαν τους πνεύμονες μου να συνεχίσουν να ανασαίνουν, κι αναγκάσαν το αίμα μου να συνεχίσει την ροή στις φλέβες μου. Το ‘εγώ’ μου είναι πολλαπλό και πολυσύνθετο, είμαι ένας άνθρωπος κι είμαι όλοι εμείς που ‘σπείραμε’ για να γεννηθεί η Ειρήνη.
Σηκώνομαι και ψάχνω τις τσέπες του ροζ παντελονιού μου, αχ τι καλά, η κόκκινη κιμωλία είναι εκεί. Βγαίνω από την αυλή στον πεζοδρόμιο. Με σταθερό χέρι χαράζω γραμμές και σχηματίζω τα κουτιά για ‘κουτσό’. Βρίσκω μια πέτρα και την απιθώνω στο πρώτο τετράγωνο και ξεκινώ το παιχνίδι με αντίπαλο τον εαυτό μου. Με την άκρη του ματιού βλέπω δυο γειτόνισσες να μιλούν πίσω από μισόκλειστα παντζούρια συνωμοτικά. Σχεδόν είμαι σίγουρη πως ακούω τις φωνές τους να ουρλιάζουν στο μυαλό μου: «Πέθανε ο Θέος...» «Ποιός καλέ, της Νανάς ο άντρας;» «Ναι, από καρκίνο ο καημένος, και την άφησε με μικρό παιδί...».
Χαχανίζω και χτυπώ το στήθος σίγουρη πως θα μου ‘απαντήσει’, και ω του θαύματος μού ‘απαντά’... «Ναι καλά σιγά μην σας έκανε την χάρη να πεθάνει» ξανα-χαχανίζω και συνεχίζω να παίζω κουτσό νικώντας τον εαυτό μου για άλλη μια φορά.
Μεσημέριασε κι εγώ ακόμα παίζω κουτσό. Αρχίζουν και περνούν μαυροφορεμένες που κατευθύνονται προς το σπίτι μας. Πριν καμιά ωρίτσα είδα μια ‘νεκροφόρα’ να προσπερνά. Μετά από λίγο έφτασαν η θεία Αθηνά με τον θείο Κόμπυ και τον ξάδελφό μου τον Ανέστη. Η θεία Μάϊρα με την οικογένειά της έχουν ήδη φτάσει και η θεία έφυγε για το σπίτι μας να βοηθήσει την μαμά μου, -ότι κι αν τέλος πάντων σημαίνει ‘να βοηθήσει’.
Ο Ιωσήφ Καπετανίδης, («ο Αυστραλός που ‘ξεμπάρκαρε’ για μια βδομάδα και ξέμεινε για μια εικοσαετία και ξεκουμπισμό δεν έχει» όπως πειράζει ο πατέρας μου τον νονό μου), η γυναίκα του, και ο αδελφός της ο Άγγελος Κώσκας (ο πρώην συμφοιτητής του πατέρα μου και συνεταίρος τους την Αθήνα) παρκάρουν μπροστά από το πατρικό της μητέρας μου.
- Ει μαγισσούλα χρωστάς ένα φιλάκι στον νονό σου, με πειράζει ο Ιωσήφ, αλλά η φωνή του ακούγεται γερασμένη. Του σκάω ένα χαμόγελο συνεχίζοντας να παίζω κουτσό. Ο ήλιος με χτυπά κατάματα μισοκλείνω τα μάτια και τα προστατεύω με το δεξί μου χέρι ενώ με φωτογραφίζει. Είναι η ασπρόμαυρη φωτογραφία που στην συλλογή «Πένθος» έχει υποτιτλίσει σαν ‘θλίψη’. Είμαι η θλίψη...
Οι μαυροφόρες συνεχίζουν να περνούν με κατεύθυνση προς το σπίτι μας. Κάποια στιγμή βλέπω από μακριά τον Σάντρο Καλαμπρέζε τόσο γνωστή φιγούρα φορώντας τα ‘επίσημα’, το καλοκαιρινό λευκό λινό κουστούμι με το ασορτί καπελάκι να στρίβει από τον κεντρικό δρόμο. Και ξαφνικά το αίμα μου παγώνει από φόβο. Λίγο πιο πίσω ο ‘Γλαμίκας’ κοντανασαίνει κουβαλώντας δυο νεκροστέφανα.
Ο Γλαμίκας, ύπαρξη αγνώστου ονόματος και επιθέτου, ήταν το ‘κοράκι’ της πόλης μας και η ‘μαρίδα’ έτρεχε να κρυφτεί κάθε φορά που περνούσε απ τις γειτονιές μας. Η παρουσία του σήμαινε τον θάνατο κάποιου, και δεν ήταν ξεκάθαρο σε μας τα παιδιά αν ο Γλαμίκας προηγούνταν ή έπονταν του μοιραίου. Ο φόβος του θανάτου που αντιπροσώπευε κρατώντας τα νεκροστέφανα μπροστά ακόμα κι απ΄ τον παπά στην κηδεία τον έκανε να φαντάζει στα μάτια μας θεόρατος και απειλητικός στοιχειώνοντας τους εφιάλτες μας. Δεν ξέραμε πολλά για την ζωή του και ούτε θέλαμε να έχουμε πολλά πέρα δώσε μ΄ αυτό που σήμαινε η παρουσία του. Η απλοική συλλογιστική και ο συνειρμός Γλαμίκας-θάνατος μας έκανε να κρυβόμαστε όπου βρίσκαμε καταφύγιο! Ο Γιάννης, του κυρ-Κώστα του φούρναρη ο μικρότερος γιος, μας διηγούνταν φρικιαστικές ιστορίες τα βράδια του καλοκαιριού όταν αποσταίναμε από το πολύ τρέξιμο και το κρυφτό και μαζευόμασταν κάτω από τον τρίτο στύλο του τετραγώνου μας. Στις περισσότερες είχε πρωταγωνιστικό ρόλο ο Γλαμίκας που είτε χωνόταν -με το που χτυπούσε η δωδέκατη καμπάνα του ρολογιού στην μητρόπολη- σε κάποιον φρέσκο τάφο για να ξεκουραστεί μέχρι να ξημερώσει, είτε πεταγόταν μπροστά από ανόητους που είχαν την απρονοησία να περάσουν με το που σκοτείνιαζε μπροστά από το νεκροταφείο και τους έπινε το αίμα.
Την θειά μου την Χρύσα την είδα να καταφτάνει από τους πρώτους συγγενείς ασθμαίνοντας και με τις τρεις κόρες της να τρέχουν ξοπίσω της. Την συμπαθούσα πολύ αυτή την συγγένισσα από το ‘άλλο σόι’, το σόι του μπαμπά. Ήταν βιβλιοπώλισσα, ιδιοκτήτρια του διώροφου βιβλιοπωλείου στην κεντρική πλατεία. Όλη ο πρόσοψη ήταν ένας θησαυρός γνώσης πίσω από τρεις τζαμαρίες σε πράσινο ξύλινο σκελετό ασορτί με τις διπλές σκουροπράσινες δρύινες σκαλιστές πόρτες. Το βιβλιοπωλείο ήταν το παλαιότερο στην πόλη, το είχε ξεκινήσει ο Νίκος Γιαννίκος. Όταν αποφάσισε ο γέροντας πως ήθελε να βγει στην σύνταξη η Χρύσα διέταξε τον άνδρα της τον Λάμπρο: «Θα πας αύριο στην τράπεζα και θα τραβήξεις το τάδε ποσό και θα μου τηλεφωνήσεις να σε συναντήσω να πάω να υπογράψουμε με τον κύριο Νίκο τα συμβόλαια αγοράς. Το μαγαζί θα το γράψω στο όνομά μου και εσύ δεν έχεις κανένα δικαίωμα, είναι δικό μου και των παιδιών μου. Εσύ έχεις τα χωράφια και τα ζα σου κι εγώ με τα κορίτσια καλλιεργώ τα δικά μου χωράφια...» Η Χρύσα έκανε την επιμέλεια του πρώτου μυθιστορήματος της μικρότερης κόρης της , -της ξαδέλφης μου της Χαράς. Χρυσόδετα αντίτυπα όλων των βιβλίων της Χαράς ήταν ακουμπισμένα στο ράφι το ‘καλό’ που είχε σκαλίσει ο θείος μου ο Χρήστος -της μάνας μου ο αδελφός που έδινε στον νεκρό ξύλο ζωή και προσωπικότητα. Πάνω από το ‘ταμείον’ η Χρύσα έχει σε ακριβή κορνίζα το ‘απολυτήριον γυμνασίου’ με βαθμολογία δέκα-εννέα και πέντε δωδέκατα, ποτέ δεν ήταν καλή στην γυμναστική, και στα σαράντα τόσο που τελείωσε το σχολείο δεν είχε τις αντοχές των δεκαεφτάχρονων συμμαθητριών της. Δίπλα από το κορνιζαρισμένο απολυτήριο σε άλλη κορνίζα ποζάρει φύλλο καθημερινής εφημερίδας με το όνομα της Χρύσας πρώτο στην λίστα επιτυχόντων στην φιλοσοφική σχολή Αθηνών. Δεν παρακολούθησε ποτέ μαθήματα στο πανεπιστήμιο, η οικογένειά και το βιβλιοπωλείο της ήταν πιο σημαντικά, αλλά πόσες γυναίκες της εποχής της είχαν τόλμησαν να κάνουν όνειρα και να τα πραγματοποιήσουν και να χαμογελούν κάθε πρωί ευχαριστώντας τον Θεό που τους έδωσε μια ζωή τόσο γεμάτη και άλλη μια μέρα να εξερευνήσουν το μεγαλείο του κόσμου που Εκείνος έπλασε;
Τον Ανέστη τον γιο της τον έβλεπε σπάνια, και όχι όλες τις φορές που ΄κατέβαινε’ στην Αθήνα για να επισκεφτεί εκδοτικούς οίκους και να συναντήσει καινούριους συγγραφείς. Ανάμεσα τους υπήρχε το φάντασμα του Λάμπρου που αν και ήταν σχεδόν τριακόσια χιλιόμετρα μακριά ήταν πάντα εκεί, σκοτεινός και απειλητικός σαν τον θάνατο.
Η άλλη θειά μου, η αδελφή του πατέρα μου η Ζωή άνοιξε το σπίτι μας πριν φτάσει η μαμά με το αυτοκίνητο της Αθηνάς και του Κόμπυ. Την μαμά μου δεν την είδα ακόμα, φοβάμαι να την δω, φοβάμαι τι θα δω...
Φοβάμαι να δω τον πατέρα μου νεκρό, δεν είμαι παρά ένα μικρό παιδί. Και παρόλο που ξέρω πως πρέπει να τον δω για τελευταία φορά αναρωτιέμαι γιατί πρέπει να πω αντίο σε ύλη νεκρή που ήδη έχει μπει στην διαδικασία της αποσύνθεσης. Το σώμα δεν είναι παρά μια προσωρινή μάζα ύλης που συντηρείται από την ενέργεια που απορροφά από την ψυχή που το κατοικεί. Πνοή ζωής και ύλη σε σχέση συμβιωτική, αυτό είναι ότι έμβιο υπάρχει πάνω σε τούτο τον Πλανήτη...
Μπαίνω στην αυλή μας και περπατώ προς την κυρία είσοδο. Ο ξάδελφός μου ο Ανέστης έρχεται και μου χαϊδεύει την πλάτη οδηγώντας με στο σαλόνι μας. Το σπίτι μας είναι γεμάτο κόσμο, άλλοι γνωστοί κι άλλοι άγνωστοι. Δεν βλέπω πουθενά την μαμά, μόνο μαυροντυμένες γυναίκες. Πάνω στο καλό τραπέζι ένα φέρετρο ανοιχτό και στην πλευρά προς τον τοίχο μετρώ μερικές μαυροφόρες να μοιρολογούν. Στο πέρασμά μου ο μαυροντυμένος κόσμος σιωπά, λες κι όπου πηγαίνω οι ήχοι υποκλίνονται και χάνονται στο άπειρο. Και εκεί ανάμεσα στις μαυροφόρες αναγνωρίζω την φιγούρα της μητέρας μου. Αν και το υπόλοιπο της ζωής μου την έζησα να φορά μαύρα ή σκούρα ρούχα, στο μυαλό μου η μάνα μου είναι πάντα η πανέμορφη γυναίκα με το κοραλλί λευκό λινό φουστάνι, την ασορτί δερμάτινη τσάντα χειρός και τις κόκκινες φωτιά γόβες στιλέτο. Με βλέπει και απλώνει τα χέρια της σε κίνηση να με αγκαλιάσει. Αν και είμαι στην άλλη άκρη του δωματίου νιώθω να με αγγίζουν οι προεκτάσεις των κρινένιων χεριών της, κι απλώνω τα δικά μου να αγγιχτούμε...
Πλησιάζω το φέρετρο και κάποιοι προσπαθούν να με απομακρύνουν. Τους κοιτώ με πύρινα μάτια και φλέγονται και σιωπούν. Τραβώ μια καρέκλα μπροστά στο τραπέζι και ανεβαίνω για να δω το σώμα του πατέρα μου. Δεν είναι κάποια οδυνηρή ανάμνηση, δεν είναι ο πατέρας μου ‘αυτό’, ο πατέρας μου είναι εντός μου κι όσο ζω θα ζει κι εκείνος. Χτυπώ το στήθος χαμογελώντας στην νεκρή ύλη, και ο πατέρας μου μού απαντά με τον δικό μας μυστικό και μυστικιστικό τρόπο.
Βγαίνω στη πίσω αυλή μας και κάθομαι στην κούνια που μου είχε κρεμάσει ο μπαμπάς στο πιο σκιερό δέντρο μας. Το σπίτι μου, η αυλή μου, η κούνια μου. Ύλη, άψυχη ύλη χωρίς δύναμη δημιουργίας. Η ύλη παύει να με γοητεύει σε οποιαδήποτε μορφή της. Αποσπώμαι από τον υλικό κόσμο και από δω και πέρα ψάχνω να βρω ουσία στην φαντασία και σ’ αυτά που δεν λέγονται αλλά τα βλέπει μόνο εκείνος που βλέπει το σύμπαν αφαιρετικά. Ο Θάνατος είναι ένα πέρασμα και η Γέννα άλλο ένα και δεν έχει σημασία με ποια σειρά θα σε ακουμπήσουν μιας και στην Συμπαντική Πραγματικότητα η Ψυχή περνά από την μία κατάσταση στην άλλη αέναα μέσα στις δίνες του Χωροχρόνου... Κι αφού το μυστήριο της γέννας το έζησα παύει να με τρομάζει, παύει να με γοητεύει. Ο Θάνατος, το για αλλού ‘πέρασμα’, γίνεται σε όλες τις μορφές του το αντικείμενο μελέτης μου σαν φιλοσοφία, θέση, και άποψη. Τον συναντώ συχνά στο διάβα μου τον ‘απεικονίζω’ δευτερόλεπτα πριν αγγίξει την ζωή στα πλάσματα μπροστά από τις μηχανές μου. Σαν ‘υπόσταση’ είναι αόρατος σε όποιους δεν είναι έτοιμοι να τον αντικρίσουν. Κι όμως ο Θάνατος δεν είναι τίποτα πιότερο από το αντίθετο του Χρόνου που δώρισε στον καθένα μας τον Σύμπαν. Ξεκινά ανάποδα αλλά εμείς επειδή δεν γνωρίζουμε το σύνολό του μετράμε ξεκινώντας από το μηδέν, την πρώτη ανάσα του νεογέννητου. Κι έτσι, ποτέ ο αληθινός μας χρόνος, ο Συμπαντικός, δεν συμπίπτει με τον χρόνο που εμείς το είδος των ανθρώπων δημιουργήσαμε για να μετρήσουμε τον μικρόκοσμο που νομίζουμε πως κυβερνάμε... Σαν υπόσταση είναι αόρατη και για μένα, μα κάποιες φορές σχεδόν υλοποιείται μπρος μου την στιγμή που οι Συμπαντικοί δείκτες αγγίζουν το μηδέν. Κι όμως δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό του, δεν βλέπεις τον Χρόνο-Θάνατο κατάματα παρά μόνο όταν σου κάνει την ύστατη τιμή...

No comments: