12. Εμφύλιος -- ε. Εμπειρίες

Η Νανά διορίστηκε σ’ ένα χωριό πάνω στα βουνά. Ουσιαστικά αναγκάστηκε να πάει, θα της έδιναν τζάμπα δωμάτιο να μένει και φαγητό δύο φορές την ημέρα. Ξεκίνησε λοιπόν με δυό-τρεις κατοίκους του χωριού πάνω στο γαϊδούρι που της έδωσαν.
Η παρέα της, ο Πρόεδρος του χωριού -που την παρουσίασε και στους άλλους σαν λάβαρο- και οι προεστοί της μιλούσαν με σεβασμό κατεβάζοντας το κεφάλι, ούτε καν τολμούσαν να την κοιτάξουν στα μάτια. Την φώναζαν «κυρά-δασκάλα» και η γλώσσα τους έσταζε μέλι. Πέντε χρόνια είχε να δει δάσκαλο το χωριό και τα έξι χωριά τιργύρω. Είχαν αποφασίσει να την έχουν «μη βρέξει και μη στάξει» γιατί αλλιώς «γιάσ’ κι’ αντίου» και τα παιδιά θα ’μεναν «αμόρφουτα και ξύλ’ απηλέκτα». Η Νανά είχε να αντιμετωπίσει πάνω από πενήντα παιδιά κάθε ηλικίας μέχρι και έναν δεκαπεντάχρονο. Έφτασε με την συνοδεία της Κυριακή απόγευμα, και αφού ξεκουράστηκε λιγάκι στο σπίτι του Προέδρου, κίνησε να δει το σχολείο. Ήταν ένα μεγάλο, άχαρο οίκημα, με τρία τεράστια παράθυρα απ’ όπου έλειπαν κάμποσα τζάμια. Κάλυψε τα κενά με «τάβλες» ξύλο κομμένο, που ελάττωσε ακόμα περισσότερο τον φτωχό φωτισμό. Αυτό όμως που ήταν το μεγάλο πρόβλημα ήταν η θέρμανση. Η αίθουσα ήταν παγωμένη, υπήρχε μόνο μία παλιά σόμπα ξεχαρβαλωμένη και δίπλα της δύο-τρία «κούτσουρα», ξύλα για κάψιμο, πεταμένα ποιος ξέρει πριν πόσο καιρό.
Ένιωσε να την πνίγει η απελπισία και την κυρίεψε ο πανικός και η τάση φυγής, και θα έφευγε εκείνη την στιγμή αν είχε κάπου να επιστρέψει. Τίποτα όμως δεν ήταν ενθαρρυντικό, δεν είχε πού να επιστρέψει. Στο πατρικό τα πράγματα ήταν μάλλον δύσκολα. Οι αδελφές της, Αθηνά και Μάϊρα δεν μιλούσαν η μία στην άλλη. Αν και ζούσαν και οι δυο στην Αθήνα, το «μαϊμούλι» δε έδειχνε να θέλει να συγχωρήσει την δίδυμή της. Κάποια στιγμή η Αθηνά δέχθηκε την πρόσκληση του θείου Αλέξιου και έφυγε στο εξωτερικό. Τα δυο μικρότερα αγόρια, ο Γιώργος και ο Χρήστος έφυγαν για σπουδές στην Θεσσαλονίκη. Η Ερμιόνη είχε πρόσφατα αρραβωνιαστεί έναν νεαρό συνεργάτη του θείου Παντελή.
Η Κατερίνα εγκυμονούσε το πρώτο της παιδί, είχε παντρευτεί τον Στέλιο Κριεζή πριν λίγους μήνες. Ο καημένος ο Στέλιος προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα μ’ ένα μισθό, να συντηρήσει το σπίτι και να βοηθήσει και τον Γιώργο και τον Χρήστο οικονομικά. Η Νανά, έπρεπε να τα βγάλει πέρα μόνη της, αν και ήξερε πως αν γυρνούσε στο πατρικό κανείς δεν θα την έδιωχνε. Ήταν όμως καιρός να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις. Την Δευτέρα πήγε στο σχολείο χαράματα. Ο Πρόεδρος είχε επισκευάσει όσο μπορούσε την σόμπα και χοντρά κούτσουρα έκαιγαν εδώ και ώρα.
Κατά τις οκτώ, έφτασαν τα πρώτα παιδάκια, όλα δειλά και τρομαγμένα, κάποια απ’ αυτά δεν είχαν δει ξανά δάσκαλο στην ζωή τους, είχαν όμως ακούσει πως δάσκαλος, αυστηρή τιμωρία, και σωματική βία ήταν αλληλένδετα.
Όταν όλα μαζεύτηκαν στην τάξη και μετά από μεγάλη γεμάτη αμηχανία σιωπή, σηκώθηκε ένα απ’ τα πιο μικρά παιδάκια και διστακτικά πλησίασε το τραπέζι που ήταν η έδρα. Ο Χρηστάκης ήταν επτά χρονών τότε και εδώ και δυο μέρες που μαθεύτηκε στο χωριό του ότι θα ’ρχόταν δάσκαλος στο διπλανό κεφαλοχώρι, έψαξε να βρει το πιο καλό κλαρί, το καθάρισε, το στέγνωσε στον ήλιο το πλάνισε (περιποιήθηκε) τ’ ομόρφηνε και το ’κανε μία «βίτσα» (βέργα) που όποιον χτυπούσε θα του άφηνε σημάδια για καιρό. Ήταν η εποχή που ο εκπαιδευτικός ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος μέσα στην τάξη και σχεδόν πάντα η μόρφωση συνοδευόταν με άγρια βία από μέρους των δασκάλων. Ο μικρός Χρήστος σηκώθηκε από την θέση του και βιαστικά πλησίασε το τραπέζι της δασκάλας, χωρίς να την κοιτάει στα μάτια μιας και κάτι τέτοιο θα σήμαινε έλλειψη σεβασμού. Η Νανά τον είδε να ακουμπά μπρος της «αυτό το πράγμα», -ούτε καν το όνομά του δεν μπορούσε ποτέ να προφέρει- και πέτρωσε από φρίκη. Θυμήθηκε πόσες φορές στα μαθητικά της χρόνια έσπασε πάνω της ένα παρόμοιο «όργανο συνετισμού» και η ιδέα του να το χρησιμοποιήσει αυτή σε άλλους ανθρώπους την γέμισε αποτροπιασμό. Θυμήθηκε όλες τις βίτσες που την είχαν πληγώσει σωματικά, κοντές, μακριές, λυγερές, αγκαθωτές και την κάθε μορφή πόνου που προκαλούσαν ανάλογα με την «ποιότητα» τους. Κάποια στιγμή κατανίκησε την αηδία και τον φόβο και κοίταξε προς το μέρος των παιδιών. Εκεί απέναντι αντίκρισε το παιδί-εαυτό της, και ρίγησε με το ρίγος των παιδιών. «Δεν είμαι πια εγώ το φοβισμένο ζωάκι, είμαι η εξουσία και αν θέλω δέρνω», σκέφτηκε. Σηκώθηκε από τη θέση της και έπιασε με το δεξί χέρι την βίτσα. Μετά άπλωσε την αριστερή της παλάμη ανοιχτή και την κτύπησε με δύναμη, σχεδόν δάκρυσε από τον οξύ πόνο. Η παλάμη κοκκίνισε και ένιωσε ένα τσούξιμο, μετά άρχισε το μούδιασμα από τα ακροδάκτυλα μέχρι τον καρπό. Στα μάτια της έφτασε η γνωστή υγρασία, το προεόρτιο των δακρύων. Κάποιο παιδάκι βόγκηξε σιγανά. Σήκωσε ψηλά την βίτσα και την κτύπησε στον αέρα. Ακούστηκε ο ήχος του αέρα που τον σκίζει κάτι, το ουρλιαχτό του αέρα που πονάει δέκατα του δευτερολέπτου πριν από τον άνθρωπο. Την κοίταξε λες και ήταν μαγνητισμένη. Μετά κοίταξε όλα τα παιδιά, ένα-ένα στα μάτια….
- Όλοι μας έχουμε δοκιμάσει τον πόνο. Μα ο πόνος δεν είναι το χειρότερο. Ο φόβος είναι το χειρότερο. Ο φόβος που μας γεμίζει και παραλύει το σώμα και τον νου που ξεκινάει πριν από την τιμωρία, κατά την διάρκειά της και μετά μένει στο μυαλό μας και φωλιάζει εκεί και γίνεται μόνιμος κάτοικος. Ο φόβος, η κάθε μορφή του είναι που χρησιμοποιούν για να μας διατάζουν, να κουρελιάζουν τον αυτοσεβασμό μας και να καταπατούν την ελευθερία του νου και των πράξεών μας. Κανένας φόβος να μην σας γονατίσει. Να πολεμάτε το άδικο με την λογική και συναίσθημα. Να γίνετε άνθρωποι ελεύθεροι. Κοιτάξτε την βίτσα: Κομμάτι δέντρου κομμένο από την μάνα του, νεκρό κομμάτι δένδρου. Είναι το πρώτο και τελευταίο στο σχολείο μας. Αγγίξτε το όλοι, περιεργαστείτε το γιατί είναι το σήμα ειρήνης ανάμεσά μας, γιατί εσείς κι εγώ αγγίζοντάς το υπογράφουμε συμβόλαιο αγάπης και συνεργασίας και μ’ αυτό σαν βάση θα πορευτούμε στην μάθηση.
Το μεσημέρι τα παιδιά μετέφεραν στο σπίτι την ιστορία, οι γονείς παραξενεύτηκαν, κάποιου χαμογέλασαν ειρωνικά και το θέμα ξεχάστηκε. Καθώς πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν ταραξίες, κάποια παιδιά έκαναν αταξίες ή έρχονταν αδιάβαστα και άγραφα. Τότε η τιμωρία ήταν αποτέλεσμα σύσκεψης του «σχολικού σώματος», δασκάλας και μαθητών! Μετά από συζήτηση στην τάξη ο υπεύθυνος για την διατάραξη της συνεργασίας έπρεπε να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών του. Έμενε μετά το τέλος των μαθημάτων να γράψει και να διαβάσει, να καθαρίσει τις στάχτες της σόμπας, και να τακτοποιήσει τα λιγοστά υπάρχοντα του σχολείου. Η Νανά έμενε να τον προσέχει ενώ βοηθούσε κάποια άλλα παιδιά που είχαν μαθησιακές δυσκολίες.
Η λειτουργία αυτού του μοντέλου εκπαίδευσης, έφερε και αλλαγή συμπεριφοράς στην μικρή κοινωνία. Κάποιοι γονείς άκουσαν έκπληκτοι τα παιδιά τους να αντιτάσσουν σε σφαλιάρες η γονική κακομεταχείριση θεωρίες περί «του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης» και «άρνησης της σωματικής και ψυχικής βίας πάνω σε έμβια». Κάποιοι απ’ αυτούς τους γονείς θύμωσαν που η «κυρά-δασκάλα» τόλμησε να μπει στα χωράφια τους και έκαναν τα παράπονά τους στον Πρόεδρο και στον παπά. Ο υπηρέτης του Θεού πολύ μπερδεύτηκε είναι η αλήθεια, γιατί κατά βάθος πίστευε ότι το ξύλο δεν βγήκε από τον παράδεισο. Από την άλλη όμως το «αν σε χαστουκίσει κάποιος στο μάγουλο, γύρνα και πρόσφερε και το άλλο» ήταν αντίθετο με τα μαθήματα της δασκάλας. Κάθισε λοιπόν και σκέφθηκε το θέμα και αφού ζήτησε συγγνώμη απ’ τον μικρό Χριστούλη που πλησίαζε και η Γέννησή του, βγήκε την Κυριακή το πρωί μετά την Θεία Λειτουργία στο Κεφαλοχώρι και διηγήθηκε την ιστορία πως ο μικρός Χριστούλης έφαγε σφαλιάρα από έναν γείτονά του (να μην κατηγορήσουμε και τον Ιωσήφ!) και αντέταξε τον Λόγο πως η βία στα παιδιά είναι ωμότητα και καταπάτηση αξιών και οδηγεί κατ’ ευθείαν στα καζάνια της Κόλασης. Από την άλλη ο πανέξυπνος Πρόεδρος καθόλου δεν μπερδεύτηκε στο ποια στάση θα τηρήσει. «Αν θέλετε» είπε «την διώχνω αμέσως, και βρέστε εσείς δάσκαλο δεν έχω καμιά αντίρρηση». Και το θέμα έληξε, γιατί όλοι ήξεραν ότι δεν μπορούσε κανείς να βρει δάσκαλο και γιατί ο Πρόεδρος δεν σκόπευε να την απολύσει.
Η Νανά έμεινε τέσσερα χρόνια στο χωριό, έφευγε μόνο τα καλοκαίρια για λίγες μέρες για να δει τους δικούς της στην πόλη. Στα μέσα της τρίτης χρονιάς την επισκέφτηκε κάποια φίλη της. Το ίδιο απόγευμα η Νανά πήγε στο σπίτι του προέδρου και του ζήτησε μια βδομάδα άδεια. Με την Κική έφυγαν και πήγαν στην Αθήνα να παρακολουθήσουν την δίκη του Δημήτρη. Όταν επέστρεψε όλοι παρατήρησαν την μελαγχολία στα μάτια της δασκάλας, ρώτησαν διακριτικά αν μπορούσαν να βοηθήσουν σε κάτι, αλλά αφού δεν πήραν απάντηση δεν επέμεναν...

No comments: